Η Δοκιμασία Της Αγάπης - 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

2.

 

Το κουδούνισμα που ανήγγειλε την έλευση ενός μέηλ διέκοψε τον Άγγελο από τη δουλειά του. Πάτησε το εικονίδιο που αναβόσβηνε και διάβασε το περιεχόμενο ενώ έπαιρνε από το κουτί δίπλα του ένα ακόμα κομμάτι πίτσα πεπερόνι. Άρχισε να το τρώει ενώ ολοκλήρωνε την ανάγνωση.

-Ωραία, μονολόγησε, γίνεται.

Το μέηλ περιλάμβανε τις αλλαγές που ήθελε η εταιρία να κάνει στον κώδικα που έγραφε. Σκούπισε τα χέρια του και επέστρεψε στο πληκτρολόγιο:

toVisit[len++]=0;

Visit [0] =1;

Curr=0;

While (curr<len) {

u=toVisit [curr++];

For (Integer v: edges.get (u)) {

If (! visit [v]) {

ToVisit [len++]=v;

Ήταν ειδικός στην πληροφορική και η δουλειά του ήταν να συνεργάζεται με εταιρείες στην δημιουργία προγραμμάτων. Τώρα βρισκόταν στο μέσον μιας τέτοιας δουλειάς και η εταιρεία με την οποία συνεργαζόταν του είχε στείλει κάποιες επιμέρους παραμέτρους και δεδομένα που ήθελαν να περιέχονται στον κώδικα που έγραφε για το νέο πρόγραμμα.

Σταμάτησε να πληκτρολογεί και κοίταξε την οθόνη επιθεωρώντας τη δουλειά του. Πήρε και το τελευταίο κομμάτι από το κουτί της πίτσας. Αυτό ήταν το βραδινό του. Το τελείωσε και επέστρεψε στη δουλειά του.

Ολοκλήρωσε τις αλλαγές που είχε ζητήσει η εταιρία και τις αποθήκευσε ενώ έστελνε και σε εκείνους τα δεδομένα.

Τεντώθηκε.

Ήταν ώρα για ύπνο. Κοίταξε το ρολόι του, δεν ήταν αργά αλλά είχε δουλέψει αρκετά απόψε και είχε κουραστεί. Έκλεισε τον υπολογιστή και σηκώθηκε, δεν πήγε μακριά, το κρεβάτι του ήταν παραδίπλα από το μεγάλο γραφείο στο οποίο δούλευε.

Ξάπλωσε και σκεπάστηκε. Δεν άργησε να αποκοιμηθεί.

 

Περπατούσε σε μια παραλία. Ήταν βραδάκι ο ήλιος είχε μόλις δύσει και τα σύννεφα που γέμιζαν τον ουρανό σε εκείνη την πλευρά είχαν πάρει μενεξελί αποχρώσεις. Στο γλυκό φως του σούρουπου εκείνος περπατούσε στην γραμμή που το κύμα της θάλασσα ερχόταν να σβήσει στην υγρή άμμο.

Ήταν μια όμορφη βραδιά και ο ίδιος ένιωθε χαλαρός και γαλήνιος. Από μακριά φάνηκε να πλησιάζει μια κοπέλα. Ήταν ντυμένη στα λευκά, μια μπλούζα και ένα φαρδύ παντελόνι ανασηκωμένο στα μπατζάκια για να μη βραχεί από τη θάλασσα που ερχόταν να τυλίξει τα γυμνά πόδια της.

Καθώς πλησίαζε, είδε ότι ήταν μια όμορφη κοπέλα με καθαρό πρόσωπο και λαμπερά καστανά μάτια. Χαμογέλασε και τον καλησπέρισε όταν έφτασε κοντά.

-Καλησπέρα, είπε ο Άγγελος. Ωραία βραδιά.

-Ναι, είπε η κοπέλα, η πιο όμορφη που έχω δει εδώ και καιρό.

-Με λένε Άγγελο.

-Ελπίδα, χάρηκα πολύ.

Συνέχισε να περπατάει αλλά του χάρισε ένα χαμόγελο.

-Θα τα ξαναπούμε.

 

Ξύπνησε και βρέθηκε να κοιτάει το ταβάνι. Δεν του άρεσε που ήταν μονότονα λευκό και το είχε διακοσμήσει με ένα πανόραμα του γαλαξία. Του άρεσε να αποκοιμιέται βλέποντας έστω και με αυτόν τον τρόπο τα αστέρια. Τώρα κοιτώντας τα σκέφτηκε ότι ήταν κρίμα που ήταν όνειρο.

-Φυσικά, είπε μια φωνή μέσα του, αλλιώς θα γυρνούσε να σε κοιτάξει;

-Σωστά, μονολόγησε, αλλά ήταν τόσο ζωντανό όνειρο.

Δεν ήταν άσχημος, ήταν απλά συνηθισμένος. Ένας νέος άνδρας με ένα μάλλον αδιάφορο παρουσιαστικό που δεν πρόσεχαν οι γυναίκες όταν έβγαινε έξω. Πράγμα που δεν συνέβαινε και τόσο συχνά.

Κοιμήθηκε πάλι. Χωρίς όνειρα αυτή τη φορά.

 

Το επόμενο πρωί ξύπνησε με μια αδιόρατη θλίψη να τον διακατέχει. Ήταν κρίμα που ήταν όνειρο αυτή η συνάντηση, και τι δεν θα έδινε να είχε συμβεί στην πραγματικότητα.

-Τέλος πάντων, μονολόγησε, ώρα για δουλειά.

Πέρασε την ημέρα του με τον κώδικα της Noviteck αλλά συχνά πυκνά το μυαλό του επέστρεφε στην όμορφη κοπέλα του ονείρου του.

-Μεγάλε, μονολόγησε, στον ύπνο σου είσαι το ίδιο γκαντέμης με τις γυναίκες όσο είσαι και στην πραγματική ζωή.

Ολοκλήρωσε την δουλειά της ημέρας και πέρασε λίγη ώρα παίζοντας ένα από τα αγαπημένα του RPGs. Σταμάτησε και κοίταξε την πιο κοντινή ακόλουθο του χαρακτήρα του, την Τάρα. Ήταν μια θεραπεύτρια ξωτικό. Πολύ ευαίσθητη και συναισθηματική. Θα ήθελε να γνωρίσει μια τέτοια κοπέλα.

-Ναι, καλά, μονολόγησε. Στα όνειρά σου…

Ετοιμάστηκε για ύπνο με βαριά διάθεση.

 

Βρέθηκε να περπατάει στην ίδια παραλία. Ο καιρός ήταν λίγο πιο χειμωνιάτικος, είχε πιο δυνατό αέρα και συννεφιά. Αλλά από μακριά είδε να πλησιάζει η ίδια κοπέλα. Ακόμα και κοιμισμένος σκέφτηκε ότι το υποσυνείδητό του είχε συνέπεια αν μη τι άλλο. Την πλησίασε και το βλέμμα του βρήκε το δικό της. Εκείνη του χαμογέλασε.

-Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.

-Και εγώ, παρότι δεν περίμενα ότι θα σε ξαναδώ.

-Γιατί όχι;

-Τα όνειρα δεν γίνονται κατά παραγγελία.

-Δεν γίνονται αλλά μερικές φορές μας φέρνουν αυτό που επιθυμούμε. Με λένε Ελπίδα.

-Είμαι ο Άγγελος.

-Θέλεις να περπατήσουμε μαζί;

-Βεβαίως.

Άρχισαν να βαδίζουν κατά μήκος της ακτής όπως πήγαινε ο Άγγελος.

-Ωραίο μέρος, είπε ο νεαρός. Αναρωτιέμαι που να είναι, όχι κάπου που έχω πάει.

-Μπορεί να είναι οπουδήποτε, ή και να μην είναι πουθενά. Στο κάτω κάτω της γραφής είναι ένα όνειρο. Μπορεί αυτό το μέρος να μην υπάρχει.

-Σωστό και αυτό.

-Έχει σημασία;

Ο Άγγελος το σκέφθηκε.

-Όχι, δεν έχει. Μίλησέ μου για σένα, Ελπίδα.

-Είμαι είκοσι δύο ετών και μου αρέσει πολύ ο χορός. Εσύ;

-Είμαι επίσης είκοσι δύο, από χορό δεν σκαμπάζω πολλά πολλά αλλά ασχολούμαι με το gaming και με τα μοντέλα. Εργάζομαι ως προγραμματιστής.

-Θα χρειάζεσαι μεγάλη υπομονή για να κάνεις αυτό το πράγμα και να φτιάχνεις μοντέλα.

-Θέλει λεπτούς χειρισμούς αλλά δεν με πειράζει οπότε δεν θέλει υπομονή γι’ αυτό. Εκτός και αν εννοείς τη δουλειά που χρειάζεται ως που να ολοκληρωθεί ένα μοντέλο.

-Και τα δυο φαντάζομαι, είπε η Ελπίδα. Και στον χορό θες υπομονή ως που να μάθεις αλλά με απελευθερώνει τόσο πολύ που το αξίζει. Υποθέτω ότι κάπως έτσι δουλεύει για σένα με το μοντελισμό.

-Δεν έχεις άδικο.

Συνέχισαν να συζητούν περπατώντας στο σημείο που ερχόταν να σβήσει το κύμα στην άμμο.

 

Ο Άγγελος ξύπνησε νιώθοντας ξεκούραστος και γαλήνιος. Ανασηκώθηκε κοιτάζοντας το ρολόι του. Είχε κοιμηθεί οκτώ ώρες και μάλιστα συνεχόμενες, αυτό και αν ήταν ασυνήθιστο. Και όλες αυτές είχε παρέα!

-Σύνελθε, μονολόγησε. Τα όνειρα διαρκούν δευτερόλεπτα άσχετο με το πόσο φαίνονται ότι διαρκούν.

Η μέρα πέρασε γρήγορα. Σαν το όνειρο να του είχε εμφυσήσει νέα ζωή δούλεψε με κέφι σταματώντας για φαγητό μόνο. Το βράδυ τελειώνοντας με την δουλειά έφαγε στα γρήγορα και πήγε για ύπνο.

 

Βρέθηκε στην ίδια παραλία. Η κοπέλα ήταν ήδη εδώ, καθισμένη σε ένα βραχάκι αγνάντευε την θάλασσα. την πλησίασε και εκείνη γύρισε και τον κοίταξε με ένα γλυκό χαμόγελο να χαράσσεται στα χείλη της.

-Εντάξει έχει σίγουρα συνέπεια το υποσυνείδητό μου, μονολόγησε ο Άγγελος και πλησίασε προς το μέρος της.

Η Ελπίδα τον χαιρέτησε και ο Άγγελος της το ανταπέδωσε και κάθισε δίπλα της.

-Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, είπε η κοπέλα.

-Και εγώ, είπε ο Άγγελος με ειλικρίνεια. Αν και δεν το περίμενα.

-Επειδή είναι ένα όνειρο;

-Ναι, έχεις δει πολλές φορές συνεχόμενο όνειρο; Ή ακόμα και τα ίδια πρόσωπα;

-Όχι, δεν θα το έλεγα αλλά είμαι χαρούμενη που συμβαίνει με σένα. Συνήθως ονειρεύομαι ανθρώπους από την καθημερινότητά μου και είναι ό,τι χειρότερο, δεν φαντάζεσαι! Μιλάμε για την βαρεμάρα προσωποποιημένη.

Ο Άγγελος την κοίταξε έκπληκτος. Αυτό πάλι δεν θα έπρεπε να συμβαίνει ακόμα και αν το όνειρο ήταν δικό του. Ήταν πολλά που ταίριαζαν τόσο καλά αλλά δεν ήταν…

-Τι; έκανε η κοπέλα. Έχεις πιο ενδιαφέρον περίγυρο;

-Βασικά δεν έχω καθόλου αλλά δεν περίμενα να είναι έτσι με εσένα που είσαι στο όνειρό μου.

Η κοπέλα γέλασε.

-Και εσύ στο δικό μου. Σε τι αλλάζει αυτό;

-Στο δικό σου; Τι θες να πεις;

-Τι να θέλω να πω; Όπως βλέπεις εσύ όνειρα, αλλόκοτα ή μη, βλέπω και εγώ. Γιατί σε ξαφνιάζει;

Ο Άγγελος την κοίταξε εξεταστικά.

-Ε… δεν… Μια κοπέλα στο όνειρο να είναι τόσο αληθινή ώστε να βλέπει και όνειρα…

-Τι εννοείς μια κοπέλα να βλέπει όνειρα; Πως αλλιώς θα βρισκόμουν εδώ;

Ο Άγγελος κοίταξε την κοπέλα σκεφτικός αλλά πριν προλάβει να πει κάτι εκείνη τον πρόλαβε:

-Ω κατάλαβα! Νομίζεις ότι είμαι πλάσμα του ονείρου σου!

-Ε ναι… Δεν είσαι;

-Όχι!

-Αλήθεια;

-Ναι, είμαι μια γυναίκα με σάρκα και οστά.

-Απίστευτο, έκανε ο Άγγελος.

-Σε αυτό συμφωνώ. Δεν ξέρω πως συμβαίνει και συναντιόμαστε στα όνειρά μας αλλά είναι απίστευτο. Και καταπληκτικό…

-Μου αρέσει πολύ.

-Και μένα. Είσαι υπέροχη παρέα και εξαιρετικός άνθρωπος.

 

Άρχισαν να συναντιούνται κάθε νύχτα στον ύπνο τους, να περνάνε ώρες μαζί συζητώντας, μαθαίνοντας ο ένας για τον άλλο. Μιλούσαν για τις δουλειές τους αλλά και σχέδια για το μέλλον, για τα όνειρα και τις ελπίδες τους, μάθαιναν ο ένας τον άλλον.

Ο Άγγελος συνέχισε τη ζωή που ζούσε ως τότε, το ίδιο μοναχική και αποκομμένη από τον κόσμο με το μυαλό του στη νύχτα και τις ονειρικές του συναντήσεις.

Μετά από αρκετές τέτοιες συναντήσεις, ο Άγγελος ρώτησε την Ελπίδα:

-Θα μπορούσα να σε συναντήσω από κοντά;

 

Και ο Μπέλτεζορ κραύγασε θριαμβευτικά.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου