Μνήμη 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

1.

 

Περπατώ στον δρόμο, είναι οικείος, τον έχω περπατήσει τόσες φορές, μπροστά μου η διασταύρωση με τον μεγάλο διπλό δρόμο. Αλλά δεν είμαι… Δεν είμαι… Ποιος είμαι;

Δεν ξέρω ποιος είμαι. Ξέρω πού είμαι, ξέρω την περιοχή, τους δρόμους, τους ανθρώπους, αλλά δεν ξέρω ποιος είμαι. Δεν έχω καμία ιδέα. Γιατί είμαι στον δρόμο; Πού πάω;

Ψάχνω τις τσέπες μου. Έχω κλειδιά, του σπιτιού προφανώς, και ένα πορτοφόλι. Έχει κάμποσα χρήματα, είμαι πλούσιος; Γιατί έχω τόσα χρήματα; Κοιτάζω να δω τι άλλο έχω στο πορτοφόλι. Είναι μια ταυτότητα. Το πρόσωπο στην φωτογραφία ταιριάζει με αυτό που βλέπω στην αντανάκλαση του ειδώλου μου σε μια βιτρίνα. Τουλάχιστον ξέρω το όνομά μου.

Αλλά πού πάω;

Ίσως θυμηθώ αν συνεχίσω όπως πήγαινα. Πάω προς τον διπλό δρόμο. Μπροστά μου μια νεαρή μητέρα σπρώχνει ένα καροτσάκι με ένα χαρούμενο κοριτσάκι που γελάει και της μιλάει συνέχεια ενώ προσπαθεί να γυρίσει να την δει όπως κάθεται. Ένα αυτοκίνητο έρχεται από τον δρόμο έτσι ώστε να είναι πίσω της και να μην το βλέπει. Τελευταία στιγμή ανάβει το φλας, θα στρίψει στον διπλό… και θα χτυπήσει το κοριτσάκι γιατί είναι σε τυφλό σημείο για την μητέρα του που έχει πράσινο σαν πεζός.

Αντιδρώ σαν να το ήξερα από την αρχή και να είχα ήδη αποφασίσει τι θα κάνω. Ορμώ μπροστά και την αρπάζω από την μέση, την τραβώ πίσω ενώ με το άλλο χέρι πιάνω το καρότσι και το τραβώ. Καταφέρνω να μην βγουν στο δρόμο αλλά χάνω την ισορροπία μου και πέφτω στον πεζοδρόμιο, το κεφάλι μου βγαίνει στον δρόμο και την πορεία του αυτοκινήτου…

 

Περπατώ στον δρόμο, πώς βρέθηκα εδώ; Πως δεν σκοτώθηκα από το αυτοκίνητο που έστριβε ενώ έπεφτα με το κεφάλι στην πορεία του; Πώς βρέθηκα εδώ; Μερικά τετράγωνα πιο πέρα να περπατώ προς εκείνη την κατεύθυνση;

Από την αντίθετη κατεύθυνση έρχεται μια κοπέλα, είναι ντυμένη με ένα κοντό φορεματάκι που κολλάει στο σώμα της σαν γάντι και το περιγράφει χωρίς να αφήνει τίποτα στην φαντασία. Οι άντρες γυρίζουν και την κοιτάζουν, κάποιοι με βλέμμα που δεν κρύβει τι φαντασιώνονται, κάποιοι με βλέμμα επικριτικό που της κολλάει το χαρακτηρισμό εύκολη ή τσουλίτσα.

«Τσουλίτσα είναι, κάνε της μια πρόταση και θα πέσει στο κρεβάτι σου να σε ικανοποιήσει. Μια ηδονική νύχτα και την στέλνεις σπίτι της.»

Κουνώ το κεφάλι μου, αυτή την στιγμή δεν ξέρω ποιος είμαι αλλά αυτή η σκέψη μου είναι σίγουρα ξένη. Δεν θα φερόμουν ποτέ έτσι σε μια γυναίκα ούτε θα πήγαινα μαζί της απλά για την ερωτική ηδονή. Σίγουρα υπάρχει κάτι παραπάνω στην σχέση με μια γυναίκα και κάθε άνθρωπος έχει μια αξία που δεν έχει να κάνει με την εμφάνισή του.

Κοιτάζω την κοπέλα που έχει φτάσει σχεδόν δίπλα μου και εκείνη μου χαρίζει ένα χαμόγελο. Της το ανταποδίδω και εκείνη κοντοστέκεται για μια στιγμή. Την επόμενη στιγμή μια γλάστρα έρχεται να σκάσει στο πεζοδρόμιο εκεί όπου θα βρισκόταν αν δεν είχε κοντοσταθεί.

Με κοιτάζει και το βλέμμα της λέει όσα θέλει να μου πει και είναι πολύ ταραγμένη για να μου τα πει…

 

Είμαι στον δρόμο. Λίγο πιο πίσω από πριν αλλά βαδίζω προς το σημείο όπου βρισκόμουν. Τι μου συμβαίνει; Περπατώ χωρίς προορισμό; Έχω κενά μνήμης και δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα από το ένα μέρος στο άλλο και ξαναγυρίζω πίσω;

Λίγο πιο μπροστά μου μια γυναίκα θέλει να βγάλει από μια πολυκατοικία ένα καρότσι με ένα παιδάκι. Χωρίς να το σκεφτώ σκύβω και πιάνω την άκρη από το καρότσι και την βοηθώ να το κατεβάσει από τα σκαλιά. Με ευχαριστεί και διαπιστώνω ότι είναι η ίδια γυναίκα που σταμάτησα από το να χτυπήσει στο φανάρι. Πώς είναι δυνατόν;

Ή μήπως είναι; Θα συνεχίσουμε και οι δύο προς την κατεύθυνση αυτή και θα την σώσω στο φανάρι; Πώς γίνεται; Αφού ήδη συνέβη!

Η γυναίκα προχωρεί και κάνω το ίδιο. Περνάω έξω από ένα μικρό μαγαζί, ο ιδιοκτήτης του παλεύει να στερεώσει την τέντα από τον αέρα που φυσάει και του δίνω ένα χεράκι…

 

Και πάλι στον δρόμο. Σε άλλο σημείο. Πάλι πιο πίσω. Πάλι πάω προς την ίδια κατεύθυνση. Αλλά γιατί; Και τι συμβαίνει στην μνήμη μου και έχω αυτά τα κενά, πέρα από το ότι δεν θυμάμαι καν ποιος είμαι;

Συνεχίζω να περπατώ, έχω μια αόριστη αίσθηση ότι πάω στο σπίτι μου αλλά δεν είμαι σίγουρος όπως είναι η μνήμη μου αυτή τη στιγμή. Αν πηγαίνω σπίτι μου, ποώ ήμουν; Και γιατί βρίσκομαι όλο και πιο πίσω;

Στον δρόμο μπροστά μου ένας άστεγος είναι κουλουριασμένος σε μια εσοχή ανάμεσα σε δύο μαντρότοιχους. Μπροστά του έχει ένα τενεκεδάκι για να ρίξει όποιος θέλει κάτι για εκείνον. Είναι άδειο. Ανοίγω το πορτοφόλι μου, έχει χρήματα και ρίχνω μέσα στο τενεκεδάκι. Ο άνθρωπος δεν πιστεύει στα μάτια του, με ευχαριστεί με μάτια που βουρκώνουν.

-Ευχαριστώ, ευχαριστώ τόσο πολύ!

-Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο, λέω.

Συνεχίζω τον δρόμο μου.

 

Στέκομαι στην άκρη ενός δρόμου. Νιώθω σαν να ζαλίζομαι αλλά δεν είναι φυσική ζάλη, είναι ο αποπροσανατολισμός. Τι συμβαίνει; Ποιος είμαι; Γιατί βρίσκομαι κάπου και δεν ξέρω το πώς;

Τις σκέψεις μου διακόπτει ένας τρομερός πάταγος και κραυγές. Στο δρόμο έχει γίνει ένα δυστύχημα. Ένα που είναι σύνηθες στους δρόμους της Ελλάδας, σύγκρουση δύο οχημάτων. Ένας άνδρας έχει τιναχτεί στον δρόμο και φαίνεται σε άσχημη κατάσταση. Τρέχω κοντά του και γονατίζω λίγο δύσκολα με τον πόνο από το γόνατό μου να με διατρέχει. Ακουμπώ το χέρι μου στον λαιμό του με δύο δάχτυλα, τον δείκτη και τον αντίχειρα, ξέρω πώς να το κάνω αυτό παρότι είμαι σίγουρος ότι δεν είμαι γιατρός. Δεν έχει σφυγμό, αρχίζω να πιέζω δυνατά το στέρνο του για να φέρω την καρδιά του σε λειτουργία και πάλι.

-Μην εγκαταλείπεις, φίλε, του λέω, πάλεψε! Η ζωή αξίζει, όσο και αν αγωνιζόμαστε με δυσκολίες.

Ο άνδρας παίρνει μια βαθιά τραχιά ανάσα.

-Μπράβο, είπα, έλα ανάσανε. Θα τα καταφέρεις.

Σηκώνομαι όρθιος με τον πόνο να γίνεται χειρότερος…

 

…και βρίσκομαι ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι με ένα μεγάλο φως πάνω από το κεφάλι μου και πράσινα πλακάκια στην οροφή.

Δυστυχώς έχω βρεθεί πολλές φορές εδώ ή σε άλλα αντίστοιχα και ξέρω τι είναι. Βρίσκομαι στο χειρουργείο αλλά πώς βρέθηκα εδώ; Ήμουν στον δρόμο. Συνεχίζεται αυτή η παράδοξη κατάσταση.

Κάνω να κινηθώ αλλά δεν μπορώ. Είμαι συνδεδεμένος με τα διάφορα όργανα που παρακολουθούν τις ζωτικές μου λειτουργίες και δεν νιώθω τα πόδια μου. Επέμβαση με επισκληρίδιο νάρκωση, μια κουρτίνα πέφτει στην μέση μου για να μην μπορώ να δω τι γίνεται.

Άλλη μια επέμβαση στο πόδι προφανώς.

Το μηχάνημα δίπλα μου βγάζει έναν κοφτό ήχο. Το κοιτάζω και βλέπω τα μεγάλα νούμερα να μειώνονται. Αυτό δεν είναι καλό. Νιώθω ένα άσχημο μούδιασμα στο στέρνο και η όρασή μου θολώνει.

-Παθαίνει κολπική μαρμαρυγή, είναι το τελευταίο που ακούω.

Όλα μαυρίζουν.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου