Ανοίγω τα μάτια μου.
Δεν έχει διαφορά και να
μην το είχα κάνει. Γύρω μου είναι το απόλυτο σκοτάδι. Δεν υπάρχει τίποτα και
κανένας. Δεν αισθάνομαι τίποτα, δεν μπορώ να ακούσω τίποτα. Προφανώς κάπου
στέκομαι γιατί δεν έχω την αίσθηση ότι πέφτω, αλλά πέρα από αυτό δεν έχω καμία
άλλη πληροφορία από τις αισθήσεις μου. Τουλάχιστον δεν πονώ.
Πού βρίσκομαι λοιπόν; Πώς
βρέθηκα εδώ; Και ακόμα δεν θυμάμαι ποιος είμαι.
-Δεν ξέρεις ποιος είσαι;
ακούγεται μια φωνή.
Κοιτώ γύρω μου αλλά δεν
βλέπω τίποτα. Η φωνή γελάει αλλά είναι ένα γέλιο γεμάτο κακεντρέχεια και χωρίς
ίχνος ευθυμίας.
-Ώστε δεν ξέρεις. Είσαι
καλός άνθρωπος;
Πώς θα μπορούσα να ξέρω
αν είμαι καλός άνθρωπος την στιγμή που δεν ξέρω καν ποιος είμαι; Αλλά μετά
σκέφτομαι αυτά που θυμάμαι και μπορώ να απαντήσω.
-Δεν ξέρω αν είμαι καλός
άνθρωπος, αλλά προσπαθώ να βοηθώ όσους μπορώ και να είμαι σωστός απέναντί τους.
-Ναι, αλλά ο άστεγος
παραμένει ένας ζητιάνος έστω και αν έχει κάτι παραπάνω τώρα από ό,τι πριν,
αντέτεινε η φωνή, και το πουτανάκι δεν διορθώθηκε από την ευγένειά σου αν και
την σκέφτεται συνέχεια.
-Τότε κάτι έκανα, απαντώ.
Ο κόσμος θα γίνεται καλύτερος όσο θα προσπαθούμε γι’ αυτό.
-Τι ευγενική άποψη,
χλεύασε ο αόρατος συνομιλητής μου, δεν είναι έτσι όμως. Ο κόσμος είναι χάλια,
είναι μια επί γης κόλαση και ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπου είναι ο άνθρωπος.
-Δεν το δέχομαι αυτό.
-Θέλεις να βάλουμε ένα
στοίχημα;
-Τι είδους στοίχημα;
-Ξέρεις πού βρίσκεσαι;
-Όχι.
-Πέθανες στο χειρουργείο, δεν άντεξε η καρδιά σου. Σου
δώσανε επισκληρίδιο για να μην πάρεις το ρίσκο με την ολική αναισθησία αλλά δεν
άντεξε και πάλι. Είσαι νεκρός και είσαι ανάμεσα στην ζωή και στον άλλο κόσμο.
Το στοίχημα έχει ως εξής. Θα πας πίσω στη γη, θα μου αποδείξεις ότι έχω λάθος.
Αν το καταφέρεις θα σε αφήσω να ζήσεις και το μέλλον θα δείξει τι θα κάνει η
ψυχή σου όταν πεθάνεις, αλλά αν αποτύχεις, θα πεθάνεις και θα πάρω την ψυχή σου
στην αιώνια βάσανο.
-Ποιος είσαι; ρώτησα. Δεν
μου άρεσε η προοπτική της κόλασης αλλά δεν θα άλλαζα την πεποίθησή μου για τον
κόσμο ούτε υπό την απειλή της χειρότερης τιμωρίας.
-Είμαι ο Μπέλτεζορ, είπε
η φωνή. Ο συκοφάντης και διάβολος, ο πειραστής και παγιδευτής.
-Μπορώ να μην δεχτώ το
στοίχημα;
-Ναι, θα πεθάνεις και θα
πάρω την ψυχή σου.
-Δέχομαι το στοίχημα. Δεν
βλέπω να έχω και άλλη επιλογή, δεν θα παραδοθώ αμαχητί! είπα.
Αν ήταν να πεθάνω θα το
έκανα παλεύοντας γι’ αυτό που πίστευα.
-Ωραία, θα γυρίσεις πίσω
στον κόσμο… ξεκίνησε ο Μπέλτεζορ αλλά μια φωνή τον διέκοψε λέγοντας αυστηρά:
-Πες του την αλήθεια!
-Ουριήλ, είπε ο Μπέλτεζορ
με απέχθεια αλλά και φόβο.
-Πες του την αλήθεια!
-Πολύ καλά. Αν το
επιλέξεις, μπορείς να πεθάνεις και να βρεις την αιώνια ανάπαυση, την έχεις
κερδίσει.
Πώς την είχα κερδίσει;
Από αυτά που είχα κάνει και τα θυμόμουν; Ήταν μια ευπρόσδεκτη σιγουριά αλλά
κάτι μέσα μου με έσπρωχνε να αποδείξω ότι είχα δίκιο για τον κόσμο, να διαψεύσω
τον Μπέλτεζορ.
-Θα το κάνω, θα
ξαναγυρίσω στον κόσμο.
-Το στοίχημα είναι…
-Μπέλτεζορ! είπε αυστηρά
η άλλη φωνή.
-Καλά, καλά, κέρδισες!
Δεν κατάλαβα τι έγινε
αλλά το σκοτάδι μου φάνηκε να μειώνεται.
-Είμαι ο αρχάγγελος
Ουριήλ, είπε η φωνή που είχε επέμβει. Νιώθεις χαμένος, είμαι σίγουρος. Η
αλήθεια είναι ότι πέθανες στο χειρουργείο, ο Μπέλτεζορ σου πρότεινε το στοίχημα
και το δέχτηκες. Σε έστειλε στον κόσμο και εσύ έκανες το καλύτερο σε κάθε
περίσταση, κάποια από αυτά τα θυμήθηκες μόλις. Σήμερα φρόντισε να σε σκοτώσει
όταν έσωσες την κοπέλα με το παιδάκι της, αλλά σου στέρησε την μνήμη για να
βρεθείς εδώ και να δοκιμάσει από την αρχή.
-Αλλά άρχισα να θυμάμαι
αν και με αντίστροφη σειρά.
-Ο Μπέλτεζορ νομίζει ότι
είναι ο τελικός κριτής των πάντων αλλά αυτή η κρίση ανήκει σε Άλλον.
-Και τώρα; ρώτησα.
-Έχεις κερδίσει την
αιώνια ανάπαυση αλλά αν θες μπορείς να πας πίσω στον κόσμο. Ο Μπέλτεζορ θα
δοκιμάσει να σε βάλει σε πειρασμό και πάλι αλλά νομίζω ότι είσαι παραπάνω από
ικανός να τον νικήσεις. Δεν μπορεί να σε βλάψει πλέον, το ξέρει, μόνο να σε
βάλει σε πειρασμούς και απέδειξες ότι αυτό μπορείς να το κάνεις.
-Αν γυρίσω πίσω, θα
θυμάμαι; Ποιος είμαι και όλα τα σχετικά;
-Ναι, θα θυμάσαι. Εις το
επανιδείν.
-Είσαστε καλά;
Είμαι ξαπλωμένος στο
πεζοδρόμιο και η γυναίκα με το κοριτσάκι είναι σκυμμένη από πάνω μου.
-Ναι, λέω, μόνο λίγο
κλονισμένος.
Και είναι αλήθεια, είμαι
καλά και επιτέλους είμαι και πάλι ο εαυτός μου. Ξέρω ποιος είμαι τώρα, τα
πάντα. Σηκώνομαι και τινάζομαι.
-Δεν ξέρω πώς να σας
ευχαριστήσω, είπε η γυναίκα, αν δεν μας προλαβαίνατε, αυτός ο ασυνείδητος θα
μας σκότωνε.
-Δεν χρειάζεται, είπα, ο
καθένας θα έκανε το ίδιο.
Αποχαιρετώ την γυναίκα
και την χαριτωμένη μικρούλα και παίρνω το δρόμο για το σπίτι. Έχω πολλά να κάνω
και ένα στοίχημα να κερδίσω.
Τέλος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου