Κεφάλαιο
8
Η Νιόβη διάβαζε το ρόλο
της καθισμένη στο γραφείο που είχε στο δωμάτιο της. Είχε σβήσει το φως του
δωματίου και διάβαζε με το επιτραπέζιο φωτιστικό στο γραφείο. Τη βοηθούσε να
συγκεντρώνεται αυτό, να αφήνει τον κόσμο γύρω της και να ταξιδεύει στον κόσμο
του έργου, να ξεχνάει τη Νιόβη Κομνηνού και να γίνεται η ηρωίδα που θα
υποδυόταν με τις χαρές και τις λύπες της,
τα προβλήματά της και τις πράξεις της. Απόψε είχε και τη βοήθεια του καιρού που
όχι μόνο δεν την καλούσε να βγει έξω αλλά και της κράταγε ένα ρυθμό με τη βροχή
που χτυπούσε το τζάμι σαν ένας τεράστιος φυσικός μετρονόμος.
Είχε έναν λόγο παραπάνω
για αυτοσυγκέντρωση και μελέτη στο ρόλο αυτό. Ήταν η πρώτη φορά που θα έπαιζε
μπροστα σε κανονικό κοινό, θα ήταν η επίσημη πρώτη της σαν ηθοποιός. Έπρεπε να
τα πάει καλά, πολύ καλά, αν ήθελε να δει το όνειρό της να γίνεται
πραγματικότητα.
Τώρα δεν προσπαθούσε να
απομνημονεύσει το ρόλο, τον διάβαζε για να μπει στο πνεύμα, να κατανοήσει την
ηρωίδα που θα υποδυόταν και να την εμηνεύσει σαν ένα πραγματικό άτομο, έναν
πραγματικό άνθρωπο με σάρκα και οστά και όχι μια χάρτινη φιγούρα.
Τη μελέτη της διέκοψε ένα
χτύπημα στην πόρτα του δωματίου της. Σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα. Στο άνοιγμά
της στεκόταν η Κέητ.
-Καλησπέρα, μπορώ να σου
μιλήσω; Αν δεν ενοχλώ...
-Δεν ενοχλείς, Κέητ, έλα
μέσα.
Η Νιόβη κάθισε στο
κρεβάτι της παραχωρώντας την καρέκλα στην Κέητ.
-Διάβαζα το ρόλο μου, εσύ;
Κοίταξες το δικό σου;
-Ναι, είναι όμορφο έργο.
Μακάρι να πάμε καλά.
-Θα πάμε, είπε
αποφασιστικά η Νιόβη. Τι με ήθελες;
-Ε… Ήθελα να σε ρωτήσω
κάτι... Για τον Άνταμ...
Η Κέητ κοκκίνησε και η
Νιόβη θυμήθηκε τι της είχε πει η Άλεξ για την Κέητ και τον Άνταμ.
-Ο Άνταμ είναι εντάξει
τύπος, είπε στην Κέητ. Από τους πιο συμπαθείς αλλά και αξιόλογους ανθρώπους που
ξέρω.
-Ξέρεις αν… Άσε δεν
πειράζει.
Η Κέητ σηκώθηκε από την
καρέκλα και είπε:
-Μη σε απασχολώ.
Η Νιόβη σηκώθηκε και
έπιασε τα χέρια της φίλης της.
-Δεν ξέρω Κέητ αλλά δεν
είναι από αυτούς που θα έπαιζαν με τα αισθήματα των άλλων ή θα έλεγαν ψέματα
για το τι αισθάνονται, Άκου την καρδιά σου και θα πάνε όλα καλά.
Η Κέητ την ευχαρίστησε
και έφυγε. Η Νιόβη με ένα χαμόγελο επέστρεψε στη μελέτη της.
Η Ντήντρα βγήκε από το 99
σε μια κατάσταση ευφορίας. Δεν ήταν μεθυσμένη τόσο ώστε να μη καταλαβαίνει τι
συμβαίνει αλλά δεν ήταν και νηφάλια. Τα γεγονότα δεν είχαν τη σωστή προοπτική
στο μυαλό της, δεν τα αντιλαμβανόταν όπως θα’ πρεπε. Ο Πάνκχερστ τη συνόδευε
όλο το βράδυ και δεν την είχε αφήσει μόνη της σχεδόν καθόλου. Μετά το πρώτο
είχαν πιει άλλο ένα ποτό και είχαν χορέψει μαζί.
Τώρα έξω από το κλαμπ
στάθηκε ακούγοντας τη βροχή να πέφτει στο στέγαστρο πάνω από το κεφάλι της και
νιώθοντας ευτυχισμένη. Πήρε βαθιά ανάσα και μύρισε το νοτισμένο αέρα.
Μια λευκή λιμουζίνα
σταμάτησε μπροστά της και ένα από τα φιμέ παράθυρα άνοιξε αποκαλύπτοντας από
πίσω τον Κόλιν Πάνκχερστ. Της χαμογέλασε.
-Πάμε να συνεχίσουμε το
πάρτι στο σπίτι μου, είπε, θες να έρθεις;
Νηφάλια η Ντήντρα θα έλεγε
όχι, δεν τον ήξερε τόσο καλά για να πάει σπίτι του έστω και αν δεν ήταν οι δυο
τους. Στην κατάσταση όμως που βρισκόταν είπε απλά ένα «γιατί όχι;» Μπήκε στη
λιμουζίνα και κάθησε δίπλα στον Πάνκχερστ που την αγκάλιασε από τους ώμους.
Εκείνη αφέθηκε στην αγκαλιά του, ήταν τόσο ευτυχισμένη!
Δεν άργησαν να φτάσουν
στο σπίτι που διατηρούσε ο Πάνκχερστ σχεδόν δίπλα σ’ αυτό της αδελφότητας των
Αρίστων, Άφησαν τη λιμουζίνα και μπήκαν στο σπίτι.
-Αυτά τα ψηλοτάκουνα με
σκοτώνουν, είπε μια κοπέλα βγάζοντας τις γόβες της.
-Αν θες μπορείς να τη
μιμηθείς, είπε ο Πάνκχερστ στη Ντήντρα που ασυνήθιστη όπως ήταν σε τέτοια
παπούτσια δεν ήθελε πολύ για να πεισθεί, Άφησε το παλτό της στη ράχη μιας
πολυθρόνας όπως είχαν κάνει και οι υπόλοιποι και έβγαλε τα παπούτσια της. Το περσικό
χαλί στο πάτωμα ήταν απολαυστικά μαλακό κάτω από τα γυμνά της πόδια, Ένα φλας
άστραψε κάπου δεξιά της και γυρίζοντας αντίκρισε τον Πάνκχερστ με μια ψηφιακή
φωτογραφική μηχανή ανά χείρας.
-Είσαι πολύ όμορφη και
δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό.
-Είσαι πολύ ευγενικός.
Ο Πάνκχερστ την πλησίασε.
-Είμαι πολύ ευγενικός με
εκείνους που το αξίζουν με τους υπόλοιπους είμαι πολύ σκληρός.
Ο Μιχάλης στεκόταν στη
μικρή βεράντα της εξώπορτας του σπιτιού της αδελφότητας και κοίταζε τη βροχή
που εξακολουθούσε να πέφτει ορμητική. Ήταν μόνος του, όλοι οι άλλοι κοιμούνταν
με την εξαίρεση της Άλεξ που είχε βγει έξω παρά τον καιρό. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί,
ένιωθε πως κάτι δεν ήταν όπως έπρεπε. Πως παρέβλεπε κάτι, κάτι που έπρεπε να
είχε κάνει και δεν το είχε.
Κοίταξε το σκοτεινό
ουρανό.
-Μακάρι να ήξερα, απάντησε
στην ανείπωτη ερώτηση μονολογώντας.
Η Ντήντρα δεν
συνειδητοποίησε πως έγινε και έμεινε μόνη με τον Πάνκχερστ στο αχνά φωτισμένο
σαλόνι. Εκείνος την πλησίασε και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Η Ντήντρα δεν αντιστάθηκε
και βρέθηκε κλεισμένη στα μπράτσα του. Εκείνος τη φίλησε και η Ντήντρα
ανταποκρίθηκε με θέρμη. Το φιλί τους έγινε πιο ερωτικό αλλά η Ντήντρα ήταν πολύ
συνεπαρμένη για να το σταματήσει, δεν αντιστάθηκε όταν ο Πάνκχερστ τράβηξε τη
μπλούζα της έξω από τη ζώνη της φούστας της, ούτε όταν το χέρι του πέρασε κάτω
από αυτή. Μόνο όταν άγγιξε το στήθος της η Ντήντρα τραβήχτηκε πίσω αλλά ο
Πάνκχερστ δεν την άφησε.
-Έφτασες ως εδώ δεν θα
κάνεις πίσω τώρα έτσι δεν είναι; της είπε.
-Δεν... Κόλιν δεν έχω... ψέλλισε
η Ντήντρα.
-Τι δεν έχεις; ρώτησε
μειλίχια ο Πάνκχερστ χωρίς να την αφήσει από τα χέρια του.
-Πρέπει να φύγω, είπε η
Ντήντρα με τον πανικό να την κυριεύει.
Με μια βίαιη κίνηση ο
Πάνκχερστ έσκισε τη μπλούζα της αποκαλύπτοντας το στήθος της. Δάκρυα εμφανίστηκαν
στα μάτια της κοπέλας.
-Σε παρακαλώ, είπε, δεν
έχω πάει ακόμα με... Η φωνή της έσβησε και ξέσπασε σε λυγμούς.
Φλας άστραψαν και κάποιος
άναψε τα φώτα. Με οδυνηρή έκπληξη η Ντήντρα είδε πως ήταν τριγυρισμένη από την
παρέα του Πάνκχερστ.
-Το κοριτσάκι είναι
άβγαλτο, είπε εκείνος χλευαστικά και όλοι τους ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια.
Κανένας δεν έδειξε την
παραμικρή συμπάθεια. Αρπάζοντας το παλτό της για να κρύψει το μισόγυμνο σώμα
της η κοπέλα προχώρησε προς την πόρτα. Δέχθηκε πολλά σπρωξίματα και πολύ
περισσότερα πρόστυχα αγγίγματα ως που να φτάσει εκεί. Ξυπόλυτη βγήκε έξω και
άρχισε να τρέχει χωρίς να ξέρει και η ίδια που πάει.
Ο Μιχάλης κοίταξε το
ρολόι του, ήταν περασμένες τρεις. Αρκετά αργά όχι μόνο για εκείνον αλλά και για
τον περισσότερο κόσμο. Σπανίως ο ίδιος είχε ξαγρυπνήσει μέχρι αυτήν την ώρα,
κυρίως τις φορές που αυτό που έγραφε τον είχε συνεπάρει σε τέτοιο βαθμό που να
μην αντιλαμβάνεται το πέρασμα του χρόνου.
Η βροχή εξακολουθούσε να
πέφτει και ήταν ο μόνος ήχος που διέκοπτε την σιγαλιά της νύχτας. Στεκόταν και
την έβλεπε να πέφτει με τη σκέψη του να προσπαθεί να ξεδιαλύνει τι ήταν αυτό
που τον έκανε να νιώθει έτσι.
Ένα αυτοκίνητο πάρκαρε
στο δρόμο κοντά στο σημείο που στεκόταν ο ίδιος και μια ψηλόλιγνη σιλουέτα
βγήκε από αυτό. Κλείδωσε το αυτοκίνητο με τον χαρακτηριστικό ηλεκτρονικό ήχο
και προχώρησε προς το μέρος του. Αναγνώρισε την Άλεξ όταν ήρθε πιο κοντά. Η
κοπέλα εκπλάγηκε που τον είδε ξύπνιο.
-Αϋπνίες; ρώτησε
ανεβαίνοντας τα λίγα σκαλοπάτια ως την πόρτα.
-Με απασχολεί κάτι και αυτή
η ηρεμία με βοηθάει να σκεφτώ, απάντησε ο Μιχάλης.
-Καταλαβαίνω, καληνύχτα.
-Επίσης Άλεξ.
Η Άλεξ μπήκε μέσα
κλείνοντας με προσοχή την πόρτα και ο Μιχάλης έμεινε και πάλι μόνος να
σκέπτεται.
Η βροχή συνέχιζε ορμητική.
Εκείνος ακούμπησε στον έναν από τους ξύλινους στύλους που στήριζαν την οροφή
της μικρής βεράντας ανήμπορος να αποδιώξει το κακό προαίσθημα που τον βασάνιζε.
Πέρασε αρκετή ώρα ως που να δει κίνηση στο δρόμο μπροστά του. Ήταν μια μοναχική
φιγούρα που περπατούσε γρήγορα και το στιγμιαίο πέρασμά της κάτω από μια λάμπα
δημοσίου φωτισμού αποκάλυψε πως ήταν μια κοπέλα που προχωρούσε με σκυμμένο το
κεφάλι και με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το σώμα της, καθόλου περίεργο με τον
καιρό αυτό.Ήταν έτοιμος να την ξεχάσει όταν είδε έκπληκτος την κοπέλα να τρεκλίζει
και να σωριάζεται στο πεζοδρόμιο.
Η Ντήντρα δεν ήξερε που
πήγαινε, το μόνο που την ένοιαζε ήταν να φύγει μακριά από τον Πάνκχερστ και
τους φίλους του. Ήταν τρομαγμένη, πληγωμένη, ντροπιασμένη. Γιατί της το είχαν
κάνει αυτό; Δεν είχε πειράξει κανέναν. Δεν είχε ενοχλήσει κανέναν, πάντα
προσπαθούσε να περνάει απαρατήρητη. Της άρεσε ο Πάνκχερστ αλλά δεν είχε κάνει
ποτέ τίποτα γι’ αυτό. Εκείνος είχε πάρει την πρωτοβουλία, εκείνος της είχε
μιλήσει, της είχε δείξει ενδιαφέρον και τελικά την είχε καλέσει στο πάρτι. Με
ποιο σκοπό, να την εξευτελίσει; Να κοιμηθεί μαζί της; Και τα δυο, το
καταλάβαινε τώρα, αν είχε ενδώσει ο Πάνκχερστ θα την είχε κάνει δική του και
μετά θα την είχε ρεζιλεύσει. Γιατί;
Η βροχή την είχε
μουσκέψει και όταν το παλτό είχε βαρύνει το είχε αφήσει να πέσει από πάνω της.
Δεν είχε το κουράγιο να το κουβαλήσει. Ήταν
παγωμένη αλλά το χειρότερο κρύο ήταν αυτό που ερχόταν από μέσα της.
Άκουγε ακόμα τα γέλια
τους να κουδουνίζουν στα αυτιά της, αγόρια αλλά και κορίτσια μαζί που δεν είχαν
δείξει καμία συμπάθεια για τον εξευτελισμό της. Μπορούσε να νιώσει το χάδι του
Πάνκχερστ όταν νόμιζε ότι νοιαζόταν πραγματικά για εκείνη και το χάδι που την
έβγαλε από την ουτοπία της αποκαλύπτοντας τι ήταν αυτό που τον ένοιαζε
πραγματικά. Μπορούσε ακόμα να νιώσει τα αγγίγματά τους, στα μπράτσα της καθώς
προσπαθούσαν να αγγίξουν το στήθος της, στη γυμνή κοιλιά της και στους γοφούς
της. Λάγνα, πρόστυχα αγγίγματα που εξέφραζαν μόνο μια κτηνώδη επιθυμία και την
θέληση να την ταπεινώσουν.
Άρχισε να τρίβει με μανία
τα μπράτσα της προσπαθώντας να διώξει από πάνω της αυτήν την αίσθηση, Έτριψε τα
μπράτσα της και την κοιλιά της και μετά πάλι τα μπράτσα της, αλλά μάταια,
εξακολουθούσε να νιώθει τα αγγίγματα αυτά, ένιωθε βρώμικη, μιασμένη.
Δεν άντεχε άλλο, ξεσπώντας
σε γοερούς λυγμούς σωριάστηκε στο έδαφος. Δεν την ένοιαζε που έπεσε, ούτε αν θα
σηκωνόταν ξανά, Ένα μέρος της επιθυμούσε να μην σηκωθεί ούτως ή άλλως.
Ο Μιχάλης κατέβηκε στην
πρασιά μπροστά στο σπίτι και προχώρησε προς την πεσμένη κοπέλα όσο γρήγορα του
επέτρεπε το τραύμα του. Η πρώτη του εντύπωση ήταν πως επρόκειτο για μεθυσμένη,
όχι ότι είχε σημασία όποια και αν ήταν. Αν χρειαζόταν την βοήθεια του θα την
έδινε. Φτάνοντας κοντά της και διακρίνοντας την αμφίεσή της το μυαλό του πήγε
σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Γονάτισε δίπλα στην πεσμένη Ντήντρα και
την ανασήκωσε. Αντίκρισε το πρόσωπό της που η βροχή είχε καθαρίσει από κάθε
ίχνος μακιγιάζ και έδειχνε παιδικό, με τα μεγάλα της μάτια να μαρτυρούν το σοκ
που περνούσε. Τα φωτεινά γαλανά μάτια της που το ίδιο πρωινό είχε προσέξει ήταν
τώρα μάτια τρομαγμένου παιδιού.
-Σε ξέρω, είπε σιγανά ο
Μιχάλης, τι σου συνέβη;
Η Ντήντρα άρχισε να
τρέμει βίαια και ο Μιχάλης κατάλαβε ότι δεν ήταν μόνο από το σοκ αλλά και από
το κρύο. Πόση ώρα να είχε περπατήσει έτσι κάτω από τη βροχή; Έβγαλε βιαστικά το
πουκάμισό του και την τύλιξε μ’ αυτό. Την κράτησε στην αγκαλιά του ενώ τηλεφωνούσε
στο κοντινότερο νοσοκομείο που ήταν το Χόπκινς Μεμόριαλ.
-Έρχεται βοήθεια, της
ψιθύρισε παραμερίζοντας τα υγρά μαλλιά από το πρόσωπό της. Κουράγιο.
Το ασθενοφόρο έφτασε
γρήγορα και χωρίς αναμμένη σειρήνα, όπως είχε ζητήσει ο Μιχάλης που δεν ήθελε
να τραβήξουν την προσοχή. Οι νοσοκόμοι την σήκωσαν απαλά από την αγκαλιά του
Μιχάλη και την έβαλαν στο φορείο.
-Τι συνέβη; ρώτησε ο
ένας.
-Ιδέα δεν έχω, είπε ο
Μιχάλης αν και μια τρομερή υποψία είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό του. Εδώ
την βρήκα, μένω στο σπίτι εκεί πέρα.
Οι νοσοκόμοι σήκωσαν το
φορείο. Τη στιγμή που την έβαζαν στο ασθενοφόρο τα μάτια της κοίταξαν το Μιχάλη.
Απαντώντας στη ανέκφραστη ερώτησή της εκείνος ακολούθησε τους νοσοκόμους στο
όχημα. Καθώς ξεκινούσαν για το νοσοκομείο, το χέρι της κινήθηκε σπασμωδικά πάνω
στην κουβέρτα με την οποία την είχαν σκεπάσει. Φοβούμενος ότι μπορεί να ήταν
κάποια εκδήλωση σοκ, ο Μιχάλης έσκυψε προς το μέρος της και έπιασε το χέρι της.
-Όλα θα πάνε καλά, της
ψιθύρισε.
Η Ντήντρα έψαξε και βρήκε
το χέρι του. Το έσφιξε ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα όμορφα μάτια της.
4 σχόλια:
Τα κτήνη !!!!!!
Πολύ όμορφο, πραγματικά, αυτό το επεισόδιο, πολύ δυνατό.
Μπράβο αγαπητέ φίλε.
Χαίρομαι που το βρήκες έντονο, πάει να πει ότι έκανε τη δουλειά του.
Ηρθα και παλι για να διαβασω τις συνεχειες.Πολυ ομορφο το σημερινο Καλη συνεχεια να εχεις!!!
Χαίρομαι που σε βλέπω στο σπιτικό μου και που σου αρέσει η ιστορία, βέβαια.
Δημοσίευση σχολίου