Κεφάλαιο
9
Την κατέβασαν από το
ασθενοφόρο με το φορείο και τη μετέφεραν στην αίθουσα εξετάσεως μέσα από μια
σειρά διαδρόμων. Η Ντήντρα τα βίωσε όλα αυτά μέσα από μια παραζάλη. Φωνές που
μιλούσαν ήρεμα αλλά βιαστικά πάνω από το κεφάλι της, μια σειρά από φώτα στην
κρεμ οροφή του κτιρίου και το χέρι του Μιχάλη σφιγμένο στο δικό της. Δεν είχε
τίποτα παθολογικό και τη μετέφεραν σε ένα δωμάτιο. Εκεί αποχωρίστηκε για πρώτη
φορά από τον Μιχάλη που έμεινε έξω από το δωμάτιο καθώς οι νοσοκόμες θα την
έγδυναν και θα αντικαθιστούσαν τα βρεγμένα ρούχα της με μια νοσοκομειακή ρόμπα.
Ο Μιχάλης ακούμπησε στον
τοίχο και έκλεισε τα μάτια του. Τα βρεγμένα ρούχα του είχαν αρχίσει να
στεγνώνουν στη ζέστη του νοσοκομείου και έτσι αυτό δεν τον απασχολούσε αλλά το
γόνατό του, τον σφυροκοπούσε άγρια. Το είχε καταπονήσει πολύ το τελευταίο
εικοσιτετράωρο. Αλλά δεν ήταν ούτε τα ρούχα ούτε το τραύμα του που τον
απασχολούσαν κυρίως. Ήταν η υποψία του πως αυτό που είχε αντιληφθεί ότι
σχεδίαζε ο Πάνκχερστ με τους φίλους του ήταν αυτό που είχε συμβεί στην Ντήντρα.
Από τις σκέψεις του τον έβγαλε το ουρλιαχτό της κοπέλας, μια κραυγή υστερίας
γεμάτη τρόμο.
Έκανε ανήσυχος ένα βήμα
προς την πόρτα του δωματίου και τότε η κοπέλα ξαναούρλιαξε. Μια νοσοκόμα βγήκε
από το δωμάτιο και τον πλησίασε.
-Ίσως μπορείτε να μας
βοηθήσετε, είπε. Της βγάλαμε την φούστα αλλά όταν πήγαμε να της βγάλουμε τα
εσώρουχα έπαθε σοκ.
Ο Μιχάλης ακολούθησε τη
νοσοκόμα στο δωμάτιο και είδε την Ντήντρα να σπαρταράει πάνω στο κρεβάτι
προσπαθώντας να απαλλαγεί από το κράτημα της νοσοκόμας. Την πλησίασε ενώ η
νοσοκόμα την άφηνε, μόλις ένιωσε ότι δεν την κρατούσαν η Ντήντρα ηρέμησε, Έμεινε
ακίνητη ανασαίνοντας με κόπο. Ο Μιχάλης κάθησε κοντά της στο κρεβάτι, η Ντήντρα
γύρισε και τον κοίταξε. Μετά μαζεύτηκε κοντά του.
-Πρέπει να αφήσεις να σου
βγάλουνε τα εσώρουχα αλλιώς θα αρρωστήσεις, της είπε. Το καταλαβαίνεις αυτό
έτσι δεν είναι;
Η Ντήντρα άπλωσε το χέρι
της και έπιασε το δικό του. Το οδήγησε στον ώμο της στην τιράντα του
στηθόδεσμού της. Αμήχανος κατάλαβε πως η κοπέλα εννοούσε να τη γδύσει εκείνος.
-Όχι Ντήντρα, είπε ο
Μιχάλης, θα σε γδύσουν οι νοσοκόμες αλλά δεν θα φύγω, πρόσθεσε βιαστικά
βλέποντας τον πανικό να επιστρέφει στα γαλανά της μάτια.
Έμεινε κοντά της ενώ την
έγδυναν οι νοσοκόμες και της έβαζαν μετά μια νοσοκομειακή ρόμπα. Ο Μιχάλης
παρακολουθούσε τη διαδικασία με το μυαλό του να τρέχει σε σκέψεις που τον
εξόργιζαν αλλά και τον πονούσαν. Η Ντήντρα ήταν πραγματικά όμορφη κοπέλα και
ελκυστική. Σήμαινε αυτό πως είχε το δικαίωμα να δοκιμάσει να την κάνει δική του
κάποιος χωρίς τη θέλησή της; Ακόμα και αν με τη θέλησή της τον είχε ενθαρρύνει
- κάθε κορίτσι αυτής της ηλικίας φλερτάρει - δεν διατηρούσε το δικαίωμα να
αρνηθεί το σεξ μαζί του; Και ο ίδιος; Αν ο Πάνκχερστ είχε καταντήσει την
Ντήντρα έτσι, όπως υποψιαζόταν ότι είχε συμβεί, δεν έφερε εκείνος ευθύνη που
δεν είχε προσπαθήσει να το εμποδίσει;
-Θα μείνετε μαζί της; ρώτησε
μια νοσοκόμα.
-Ναι.
Οι νοσοκόμες έφυγαν και ο
Μιχάλης κοίταξε την Ντήντρα. Ήταν γυρισμένη στο πλάι και τον κοιτούσε. Κάθησε
δίπλα της στο κρεβάτι ακουμπώντας την πλάτη του στον τοίχο. Η Ντήντρα χώθηκε
στην αγκαλιά του και ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του, Έπιασε και με τα
δυο χέρια της σφιχτά το δικό του.
-Μη φύγεις σε παρακαλώ, ψιθύρισε
μιλώντας για πρώτη φορά από τη στιγμή που έφυγε από το σπίτι του Πάνκχερστ.
-Δεν θα φύγω, υποσχέθηκε
ο Μιχάλης και αγκάλιασε με το ελεύθερο χέρι του τους ώμους της άτυχης κοπέλας.
Λίγα λεπτά αργότερα η
Ντήντρα έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε αλλά δεν άφησε το χέρι του, σαν
να φοβόταν πως αν το άφηνε θα βρισκόταν και πάλι μόνη και αβοήθητη στη βροχή
και το σκοτάδι, ούτε στο βαθύτερό της ύπνο.
Κοιμήθηκε βαθιά αλλά όχι
πολύ. Ξύπνησε με το πρώτο φως της αυγής και με έναν αναστεναγμό άνοιξε τα μάτια
της. Κοίταξε τον Μιχάλη και ψιθύρισε:
-Είσαι αληθινός... Νόμιζα
πως το μυαλό μου μου έπαιζε παιχνίδια για να μην τρελαθώ... Δεν το...
Πήρε βαθιά ανάσα.
-Ευχαριστώ, είπε.
Κοίταξε γύρω και
συνειδητοποίησε πως βρισκόταν σε νοσοκομείο.
-Μπορώ να πάω σπίτι;
Ο Μιχάλης τη βοήθησε να
σηκωθεί και σηκώθηκε και ο ίδιος, Έκανε εκείνος ότι ήταν απαραίτητο για το
εξιτήριο και μετά για ένα ταξί για να την πάει σπίτι της. Τη συνόδευσε εκείνος.
Στη διαδρομή η κοπέλα ήταν σιωπηλή, σκεφτική.
Φτάσανε στο σπίτι της, ένα
διαμέρισμα νοίκιαζε σε μια μικρή πολυκατοικία, και ο Μιχάλης τη συνόδευσε ως
την πόρτα. Η Ντήντρα άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Γύρισε και τον κοίταξε καλώντας
τον βουβά να μπει και εκείνος το έκανε.
Το σπίτι της Ντήντρα
ήταν ένα μικρό διαμέρισμα προφανώς
διακοσμημένο από έφηβη, μοντέρνα έπιπλα και όχι κλασσικά, φωτογραφίες τοπίων
αντί πίνακες στους τοίχους και πολλές φωτογραφίες της οικογενείας της. Η κοπέλα
έκανε μερικά βήματα μέσα στο σπίτι και στάθηκε παίρνοντας βαθιά ανάσα. Μετά τα
όσα είχε περάσει ήταν μια παρηγοριά να βρίσκεται και πάλι στο σπίτι της. Γύρισε
και κοίταξε τον Μιχάλη.
-Τι θα κάνεις τώρα; τη
ρώτησε εκείνος.
-Θα κάνω ένα μπάνιο και
μετά θα πέσω να κοιμηθώ για λίγο μόνο, Έχω μάθημα μετά.
-Δεν πειράζει αν δεν πας
μια μέρα στη σχολή.
-Αν δεν βγω αμέσως έξω
μετά από αυτό που συνέβη ίσως χάσω το θάρρος μου και δεν το αποτολμήσω ποτέ. Δεν
πρέπει να κλειστώ στο σπίτι.
-Γενναία απόφαση, είπε ο Μιχάλης.
Θα σε αφήσω τώρα, αν είσαι εντάξει.
-Ναι, είπε η Ντήντρα και
σταμάτησε ξαφνικά. Είσαι... Είστε ο... Θέλω να πω...
Ο Μιχάλης είχε από ώρα
καταλάβει ότι η Ντήντρα δεν τον είχε αναγνωρίσει κάτι που έκανε τώρα.
-Ναι, της είπε με ένα
χαμόγελο, αλλά μην σε πειράζει αυτό.
Η Ντήντρα έσκυψε το
κεφάλι της.
-Ντρέπομαι για το χάλι
που με είδατε, ψιθύρισε.
Ο Μιχάλης πήγε κοντά της
και πιάνοντας το σαγόνι της ανασήκωσε το κεφάλι της έτσι που να την βλέπει
κατάματα.
-Εσύ δεν έκανες τίποτα
για να ντρέπεσαι, Ντήντρα, Άλλος θα πρέπει. Εντάξει;
-Εντάξει, κύριε.
-Λέγε με Μιχάλη, εκτός
μαθήματος τουλάχιστον.
Η Ντήντρα κατένευσε, ύστερα
σε μια παρορμητική κίνηση που ξάφνιασε και την ίδια τον αγκάλιασε ψιθυρίζοντας:
-Ευχαριστώ, ευχαριστώ για
όλα.
-Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς,
είπε ο Μιχάλης. Θα σε δω στη σχολή.
Την άφησε και βγήκε στο
δρόμο για να βρει ένα ταξί να τον πάει στο σπίτι. Δεν αντιλήφθηκε ότι η Ντήντρα
τον παρακολουθούσε μέχρι που χάθηκε από το οπτικό της πεδίο.
Το κουδούνισμα του
κινητού της τηλεφώνου έφτασε στα αυτιά της σαν να ακουγόταν από κάπου πολύ
μακριά και αυτό με την πολλοστή φορά που χτύπησε. Την τράβηξε από τα βάθη ενός
ονείρου όπου υποκλινόταν στη σκηνή σφίγγοντας σφικτά το χέρι του Τόμας και κάτω
από τις επευφημίες του κοινού που την αποθέωνε. Οι ζητωκραυγές και η επανάληψη
του ονόματος της από τον κόσμο αντικαταστάθηκαν από τη μουσική του κινητού της.
Με κλειστά τα μάτια η Νιόβη έψαξε πάνω στο κομοδίνο της και βρήκε το κινητό
της.
«Ποιος με θυμήθηκε
πρωι-πρωί;»
-Ναι, είπε νυσταγμένα.
-Καλημέρα αδερφούλα.
-Αλέξανδρε, συνήθως
τέτοια ώρα.....
-Φεύγω για Ευρώπη, προέκυψε
κάτι. Αν με χρειαστείς ξέρεις.
-Εντάξει, καλό ταξίδι.
-Ο φίλος μου; Εντάξει; Προσαρμόστηκε;
-Μια χαρά, Έκανε ήδη
εχθρό τον Πάνκχερστ αλλά και φίλους, τον συμπαθούν εδώ ξέρεις.
-Χαίρομαι, είπε ο
Αλέξανδρος. Θα τα πούμε.
Η Νιόβη έκλεισε το
τηλέφωνο και γύρισε ανάσκελα στο κρεβάτι. Δεν είχε νόημα να προσπαθήσει να
ξανακοιμηθεί, το όνειρο έιχε χαθεί και δεν θα το ξαναζούσε ακόμα και αν
κατάφερνε να ξανακοιμηθεί πράγμα μάλλον απίθανο.
Σηκώθηκε και άρχισε να
ντύνεται. Το μυαλό της τριγύριζε στο όνειρο που είχε δει. Χαμογέλασε στη σκέψη
της υπόκλισης μπροστά στο κοινό, η πρωταγωνίστρια και ο σκηνοθέτης. Θα το
θεωρούσε καλό οιωνό για την έκβαση του θεατρικού τους τολμήματος.
Κατέβηκε στην κουζίνα
σκεπτόμενη πως σήμερα θα ήταν εκείνη που θα έφτιαχνε τον καφέ αλλά προς μεγάλη
της έκπληξη βρήκε εκεί τον Μαξιμίλιαν και τον Μιχάλη παρά το πρωινό της ώρας να
πίνουν καφέ και να παίζουν σκάκι. Ήξερε πως ο μεγαλόσωμος φίλος και συγκάτοικός
της λάτρευε το συγκεκριμένο παιχνίδι - ήταν εξ’ άλλου το αντικείμενο του
μαραθωνίου που είχε αποφασισθεί πρώτο και πιο εύκολα σε ποιον θα ανατεθεί - και
τώρα είχε βρει κάποιον με το ίδιο πάθος.
-Καλημέρα, είπε, ποιος
κερδίζει;
-Είναι καλός παίχτης, είπε
ο Μιχάλης αλλά τον στρίμωξα.
-Ναι, είπε ο Μαξιμίλιαν
και έκανε μια κίνηση.
Ο Μιχάλης έκανε με τη
σειρά του μια κίνηση και είπε την τελευταία φράση που λέγεται σε μια παρτίδα σακακιού.
-Ρουά - ματ.
Ο Μαξιμίλιαν χαμογέλασε
και πήρε την κούπα του. Ήπιε λίγο καφέ και μετά κοίταξε τον αντίπαλό του.
-Άλλη μια παρτίδα;
-Ναι, γιατί όχι; Έχουμε
χρόνο, απάντησε ο Μιχάλης.
-Σήμερα πίνεις καφέ, παρατήρησε
ο Μαξιμίλιαν ενώ έστηναν τα κομμάτια στις αρχικές θέσεις για την παρτίδα.
-Παίρνω κάποιες φορές ένα
παυσίπονο που δεν πρέπει να συνδυάζεται με καφεΐνη, είπε ο Μιχάλης, και χθες
είχα πάρει απ’ αυτό.
-Μετά από αυτό που έκανε
ο Πάνκχερστ θα το χρειάστηκες, δεν αμφιβάλλω. Τον ηλίθιο.
-Τι έκανε ο Πάνκχερστ; ρώτησε
η Νιόβη.
Ο Μαξιμίλιαν διηγήθηκε
στην κοπέλα το περιστατικό της προηγούμενης μέρας στη σκάλα.
-Μα πόσο κρετίνος μπορεί
να γίνει τέλος πάντων; αναφώνησε εκείνη και στράφηκε στο Μιχάλη. Αυτό δεν μου
το είπες. Μου είπες ότι κάτι σχεδίαζε αλλά αυτό όχι.
-Κάτι σχεδίαζε, είπε ο
Μιχάλης, και δυστυχώς τώρα ξέρω τι.
Τους διηγήθηκε τα γεγονότα
της νύχτας και κατέληξε:
-Θα ήθελα να μείνουν
μεταξύ μας όλα αυτά. Αν και φοβάμαι πως θα το δημοσιοποιήσει αυτό το κάθαρμα.
-Δεν μπορεί να γίνει
τίποτα εναντίον του; ρώτησε η Νιόβη.
-Δεν είναι εύκολο να
στριμώξει νομικά τον Πάνκχερστ και δεν έχει μάρτυρες με το μέρος της. Δυστυχώς,
είμαι, είμαστε, η μόνη βοήθεια που μπορεί να έχει η Ντήντρα.
Ο Μιχάλης ήπιε λίγο καφέ
και κοίταξε τη σκακιέρα, Έκανε την πρώτη κίνηση και αντίπαλός του απάντησε.
-Κοιμήθηκες καθόλου;
ρώτησε ο Μαξιμίλιαν. Είμασταν οι δυο’ μας οι τελευταίοι που είχαμε μείνει
ξύπνιοι χθες και σ’ άφησα πίσω. Και το πρωί σε βρήκα όρθιο αφού είχαν γίνει όλα
αυτά.
-Κοιμήθηκα λίγο στο
νοσοκομείο. Σκεφτόμουν αν μπορούσα να είχα αποτρέψει αυτό που έγινε, Έβλεπα τη
σκληρότητά τους την ώρα που το σχεδίαζαν. Τι μπορεί να κάνει νέα παιδιά που δεν
τους λείπει τίποτα και δεν έχουν κανένα πρόβλημα να φερθούν έτσι; Τι θα
μπορούσα να κάνω για να το εμποδίσω;
-Τι μπορούσες να κάνεις,
να του πεις να πάψει να είναι τέτοιος ηλίθιος; είπε ο Μαξιμίλιαν, είδες τι
έγινε γιατί τον αποστόμωσες και μόνο. Ό,τι και να του έλεγες αυτός θα συνέχιζε
με αυτό που σχεδίαζε. Ας ελπίσουμε ότι θα κερδίσουμε το μαραθώνιο και θα
απαλλαγούμε από τον Πάνκχερστ.
-Μπα; Πως αυτό;
-Η αδελφότητά τους έχει
παράδοση αν χάσει το μαραθώνιο να αλλάζει αρχηγό και αν δεν είναι αρχηγός η
επιρροή του θα μειωθεί και θα γλιτώσουμε απ’ αυτόν.
-Τότε πρέπει να
κερδίσουμε το μαραθώνιο, είπε ο Μιχάλης.
-Θα πιώ σ’ αυτό, είπε ο
Άνταμ που έμπαινε στην κουζίνα.
-Βρέχει ακόμα; ρώτησε ο
Μαξιμίλιαν το φίλο του.
-Ναι, είπε εκείνος ενώ
έβαζε καφέ σε μια κούπα. Θα μας πας στη σχολή; Εμένα και την Κέιτ;
-Χωράμε τέσσερεις, είπε ο
Μαξιμίλιαν με το βλέμμα του στη σκακιέρα.
Αντίθετα με τον
Μαξιμίλιαν η Νιόβη κοιτούσε τον Άνταμ. Η αναφορά και μόνο στην Κέητ έκανε τα μάτια
του να λάμπουν. Η Κέητ δεν έπρεπε να ανησυχεί, ο Άνταμ ενδιαφερόταν για εκείνη
τόσο έντονα όσο και η ίδια για εκείνον.
«Στη σκηνή όπου οι
μάγισσες προφητεύουν στον Μάκβεθ ότι οι απόγονοί του θα βασιλεύουν στη Σκωτία ο
Σαίξπηρ εμφάνιζε μια σειρά μελλοντικών βασιλέων στο κοινό. Φρόντιζε πάντα ο
δέκατος τρίτος - και τελευταίος στη σειρά - να μοιάζει με τον Ιάκωβο τον Α’ που
πίστευε πως ήταν απόγονος του Μάκβεθ.»
Η Νιόβη έπνιξε ένα
χασμουρητό, ακόμα και τα πιο ενδιαφέροντα θέματα και οι μεγαλύτεροι δραματουργοί
ακούγονταν ανιαρά όταν αναφερόταν σ’ αυτά η Κλεμεντίνη Νοξ. Κοίταξε τον Τόμας
στο διπλανό θρανίο που μελετούσε κάτι απολύτως αφοσιωμένος. Όπως τον κοιτούσε
εκείνος έκανε πέρα τα μαλλιά που έπεφταν στα μάτια του και γύρισε να την
κοιτάξει σαν να κατάλαβε το βλέμμα της πάνω του. Της χάρισε ένα λοξό συνωμοτικό
χαμόγελο και ανασήκωσε τη μια πλευρά αυτού που διάβαζε για να δει η κοπέλα τι
διάβαζε.
Η Νιόβη δεν μπόρεσε να
συγκρατήσει ένα χαμόγελο βλέποντας πως ο Τόμας μελετούσε το θεατρικό τους έργο.
Ο Τόμας της έδωσε ένα σημείωμα σε ένα κομμάτι χαρτί που είχε μόλις κόψει από
ένα τετράδιο. Η Νιόβη το ξεδίπλωσε και διάβασε:
«Οι στίχοι αυτοί πρέπει
να αλλάξουν
... Τα ξανθά σου μαλλιά
χείμαρρος χρυσός στο
αλαβάστρινό σου δέρμα...
εκτός και αν προτίθεσαι
να βάλεις περούκα. ΔΕΝ το συνιστώ όμως, τα ξανθά μαλλιά δεν θα σου πήγαιναν. Νομίζω
ότι τα καστανά αναδεικνύουν τέλεια την ομορφιά σου και ταιριάζουν και στο
ρόλο.»
Η Νιόβη ένιωσε μια θέρμη
να την κυριεύει και κατάλαβε πως κοκκίνησε. Την έβρισκε λοιπόν όμορφη κάτι που
δεν είχε αφήσει ποτέ να φανεί στα λόγια ή τις πράξεις του όσο καιρό γνωρίζονταν,
Έκρυψε το σημείωμα μέσα στο βιβλίο της, όχι για να θυμηθεί να πει στο Μιχάλη
για την αλλαγή - αυτό θα το θυμόταν έτσι και αλλιώς - αλλά για να το έχει ως
ενθύμιο της πρώτης φοράς που ο Τόμας της έκανε κομπλιμέντο...
Από την ονειροπόλησή της
την έβγαλε η μονότονη φωνή της Κλεμεντίνης Νοξ.
-Ίσως η δεσποινίδα
Κομνηνού μπορεί να απαντήσει αυτήν την ερώτηση.
Η Νιόβη τινάχτηκε ξαφνιασμένη.
«Ποια ερώτηση;» Το μυαλό της έτρεχε σε καθόλου αθώες σκέψεις για την ίδια και
τον Τόμας που θα έκαναν την συντηρητική καθηγήτρια απέναντί της να κοκκινήσει
αν μπορούσε να τις γνωρίζει.
-Συγνώμη δεν σας κατάλαβα,
είπε.
-Τι δεν κατάλαβες Κομνηνού;
έκανε χαιρέκακα η καθηγήτρια, Έλεγα πως θα μπορούσες να εξηγήσεις στους
συναδέλφους σου για ποιο λόγο ο Ιάκωβος ο Ά πίστευε ότι κατάγεται από τον
Μάκβεθ.
Ήταν ένα χτύπημα κάτω απ’
τη ζώνη, αυτή η ερώτηση δεν αφορούσε το μάθημα, Ίσως να είχε καμιά υποσημείωση
στο βιβλίο της αλλά δεν ήταν κάτι που θα έπρεπε να ξέρει. Η Νοξ είχε προφανώς
αντιληφθεί πως ήταν αφηρημένη και την είχε ρωτήσει επίτηδες.
«Γεροντοκόρη, τι
περιμένεις;» σκέφθηκε η κοπέλα.
Ευτυχώς ήξερε την
απάντηση από καθαρή τύχη καθώς είχε διαβάσει κάτι σχετικό.
-Ο Ιάκωβος ήταν και
κληρονόμος του Στέμματος της Σκωτίας από τη μητέρα του Μαρία Στιούαρτ. Ήταν ο
πρώτος βασιλιάς που ήταν νόμιμα βασιλιάς και των δυο βασιλείων. Σαν Σκωτσέζος
λοιπόν πίστευε πως καταγόταν από τον Μάκβεθ.
-Πολύ καλά, είπε η
καθηγήτρια και συνέχισε την παράδοση του αντικειμένου της.
Η Νιόβη κοίταξε τον Τόμας
που της έκανε τη διεθνή χειρονομία με τον αντίχειρα που σημαίνει όλα καλά. Εκείνη
του χαμογέλασε, Έκοψε ένα κομμάτι χαρτί από το σημειωματάριό της και έγραψε:
«Θα πω στον Μιχάλη για
την αλλαγή, μ’ αρέσουν τα μαλλιά μου και δεν θα τα αλλάξω.»
Του το έδωσε και εκείνος
αφού το διάβασε έγνευσε χαμογελώντας ότι συμφωνεί.
Η Νοξ ολοκλήρωσε την
σημερινή της παράδοση και σηκώθηκαν να φύγουν. Ο Τόμας την περίμενε έξω από την
τάξη ενώ λίγο παραπέρα ένα τσούρμο κοριτσόπουλα τον κοιτούσαν λιγωμένα.
-Θα έρθω από το σπίτι το
βραδάκι, της είπε, θέλω να συζητήσω κάποια θέματα μαζί σου και με το Μιχάλη. Αν
δεν είναι πρόβλημα δηλαδή.
-Κανένα πρόβλημα.
-Θα τα πούμε το βράδυ
τότε, της είπε και απομακρύνθηκε.
2 σχόλια:
Πολύ όμορφο εξελίσσεται, προχωράμε στη συνέχεια. Την καλησπέρα μου.
Ευχαριστώ φίλε μου, η συνέχεια σε περιμένει.
Δημοσίευση σχολίου