Στα κεντρικά της
ασφάλειας ο Γεωργίου άφησε το αυτοκίνητο και ανέβηκε στο γραφείο του. Η σκέψη
του ήταν πάλι στην υπόθεση που προσπαθούσε να λύσει. Πέντε βδομάδες πριν ο
Φίλιππος Γκίκας είχε επισκεφθεί τον πολλές φορές συνεταίρο του Ξενοφώντα Ξενομερίτη
που εόρταζε την ονομαστική του εορτή. Παρότι ο Ξενομερίτης έδινε μια μεγάλη
δεξίωση είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν οι δυο τους ιδιωτικά και μετά ο Γκίκας
είχε αφήσει την κόρη και τη γυναίκα του στη δεξίωση και είχε «πεταχτεί» σπίτι
με σκοπό να επιστρέψει να τις πάρει πράγμα που δεν είχε γίνει ποτέ. Στο σπίτι ο
μεγαλοεπιχειρηματίας είχε δολοφονηθεί. Φαινομενικά από κάποιον διαρρήκτη που
περίμενε να βρει το σπίτι άδειο και αιφνιδιάστηκε βρίσκοντας τον Γκίκα εκεί ή
το θύμα τον βρήκε μέσα και ο διαρρήκτης τον σκότωσε χτυπώντας τον με κάτι βαρύ
στο κεφάλι.
Αλλά εδώ άρχιζαν τα
αναπάντητα ερωτήματα. Εντάξει η πόρτα του διαμερίσματος είχε παραβιαστεί με
έναν ειδικό μηχανισμό που με κάποιο οξύ εξουδετέρωνε την κλειδαριά. Πως ο
διαρρήκτης είχε φτάσει ως εκεί σε ένα κτίριο με κάμερες ασφαλείας και συστήματα
που θα ζήλευε και τράπεζα; Με τι είχε χτυπήσει τον Γκίκα; Και γιατί το είχε
πάρει μαζί; Αυτό σήμαινε προμελέτη και μια ψυχραιμία που δεν ταίριαζε σε απλό
διαρρήκτη. Και αν ήταν φόνος ποιος και γιατί τον είχε διαπράξει; Δεν υπήρχαν,
φανερά τουλάχιστον κίνητρα.
Άναψε ένα πουράκι,
ρούφηξε με απόλαυση τον αρωματικό καπνό και έριξε μια ματιά στα εισερχόμενα που
είχαν μαζευτεί όσο έλειπε. Μια κλήτευση στο δικαστήριο για την επόμενη εβδομάδα
για να καταθέσει στη δίκη ενός δολοφόνου που είχε συλλάβει μερικούς μήνες πριν,
ένα δυο υπηρεσιακά σημειώματα, καθαρά γραφειοκρατικές υποθέσεις, μια αναφορά
από τη σήμανση που ήταν για αρχείο μιας και η υπόθεση που αφορούσε είχε
τελειώσει και μια αναφορά συμβάντων από την άμεσο δράση.
Αυτό το τελευταίο είχε
ενδιαφέρον.
Μια αλλόφρον γυναίκα είχε
βγει ουρλιάζοντας από ένα σπίτι στα Καμίνια, ούρλιαζε ότι ο άνδρας της ήταν
μέσα νεκρός. Είχε γυρίσει από τη δουλειά και τον είχε βρει στο μπάνιο γερμένο
πάνω από τη μπανιέρα όπου είχε κάνει εμετό. Εκ πρώτης όψεως έδειχνε σαν να είχε
πάθει καρδιακή προσβολή και να είχε πεθάνει και δεν θα είχε τραβήξει την
προσοχή του Γεωργίου αν ο νεκρός δεν ήταν ο Γεράσιμος Φιορινάτος, γνωστός και ο
Τζέρυ ο Σάλτας, γνωστός διαρρήκτης. Το ότι ήταν έξω ήταν ακριβώς επειδή δεν
είχαν καταφέρει να βρουν ποτέ ενοχοποιητικά στοιχεία για τις δουλειές του.
Ο Γεωργίου έτριψε το
αξύριστο σαγόνι του, είχε ήδη μια υπόθεση αλλά κάτι του έλεγε να μην αγνοήσει
το θάνατο του Τζέρυ, στο κάτω κάτω υπήρχαν πιθανότητες να μην ήταν τυχαίος ο
θάνατος του πιο σεσημασμένου διαρρήκτη της Αθήνας την ίδια στιγμή που
προσπαθούσαν να διαλευκάνουν μια αριστοτεχνική διάρρηξη μετά φόνου.
Σήκωσε το τηλέφωνο και
τηλεφώνησε στο αρμόδιο αστυνομικό τμήμα. Στην άλλη άκρη της γραμμής βγήκε ο
αξιωματικός υπηρεσίας του τμήματος.
-Αστυνόμος Γεωργίου, είπε
χωρίς άλλη εισαγωγή. Σχετικά με το θάνατο του Φιορινάτου. Θέλω να γίνει στο
σπίτι έρευνα από την σήμανση και νεκροψία στη σορό.
-Μα δεν υπάρχει υπόνοια
εγκληματικής πράξης κύριε επιθεωρητά.
-Ίσως και να υπάρχει.
Κάνε αυτό που είπα.
-Μάλιστα, κύριε αστυνόμε,
είπε ο αστυνόμος μαθημένος σε χρόνια υπακοής στους ανωτέρους χώρια που όλοι
ήξεραν τον Γεωργίου και τον εμπιστεύονταν.
Έκλεισε το τηλέφωνο πάνω
στην ώρα για να απαντήσει σε ένα κοφτό, σχεδόν στρατιωτικό, χτύπημα στην πόρτα
που ήξερε ότι ανήκε στον Ραξή. Ο βοηθός του μπήκε μέσα και είπε:
-Είναι εδώ ο Ξενομερίτης.
Ο Ξενοφών Ξενομερίτης,
Ξεν – Ξεν και ξέρεις τι παίρνεις ήταν η από εικοσαετίας διαφημιστική ατάκα του,
ήταν συνεργάτης του Γκίκα και συνεταίρος σε πολλές δουλειές. Στο σπίτι του είχε
φάει το μοιραίο βράδυ ο μακαρίτης με την οικογένειά του καθώς γιόρταζαν και μια
ακόμα επιτυχία, την εξαγορά μιας ανταγωνιστικής αλυσίδας στη Βόρεια Ελλάδα πέρα
από την ονομαστική εορτή του.
-Να περάσει, είπε ο αστυνόμος.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου