Άναψε το πουράκι του και
τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά πριν το ακουμπήσει στο μεγάλο τετράγωνο από
διαφανές κρύσταλλο τασάκι στο χαμηλό τραπεζάκι του καθιστικού. Ξανακοίταξε στο
μπλοκάκι του περνώντας μια γρήγορη ανάγνωση στις σημειώσεις του μήπως και κάποια
λεπτομέρεια του είχε ξεφύγει.
Η χήρα, η σύζυγος του
εκλιπόντος μεγαλέμπορου Γκίκα, και η δεκαεννιάχρονη κόρη της τον κοίταζαν
αμίλητες από τη θέση τους στον καναπέ απέναντί του καθώς γυρνούσε μία - μία τις
σελίδες με σκεφτικό ύφος.
-Κύριε αστυνόμε, είπε κάποια
στιγμή η κυρία, μήπως θα θέλατε λίγο καφέ ακόμη;
Ο αστυνόμος Γεωργίου σήκωσε το βλέμμα του και
την κοίταξε σαν να ξυπνούσε από κάποιο βαθύ λήθαργο.
-Εε, όχι, όχι ευχαριστώ, εξάλλου νομίζω πως
τελειώσαμε εδώ, είπε και σηκώθηκε παίρνοντας το πουράκι του από το τασάκι.
Η κυρία ακολούθησε με το βλέμμα της την κίνησή
του και σφίχτηκε ασυναίσθητα. Το όπλο του εγκλήματος δεν είχε βρεθεί ακόμα, κι
ας πέρασε ήδη παραπάνω από ένας μήνας που ο άντρας της βρέθηκε από την
παραδουλεύτρα νεκρός με ανοιγμένο το κεφάλι του στο ίδιο σαλόνι που
βρισκόντουσαν τώρα. Η αστυνομία αποφάνθηκε ότι μάλλον επρόκειτο για κάποια
διάρρηξη, κι ο μεγαλέμπορος έπεσε πάνω στον κλέφτη που τον κοπάνησε με κάτι
αιχμηρό, πιθανότατα κάποιον λοστό ή κάτι τέτοιο, και διέφυγε χωρίς να αφήσει
κάποιο ίχνος που θα οδηγούσε στη σύλληψή του. Μόνο στον Γεωργίου κάτι δεν του
φαινόταν να κολλάει σ' όλη αυτή την ιστορία, και γι' αυτό τώρα είχε επισκεφτεί
ξανά το σπίτι που έγινε το έγκλημα.
Αλλά η δεύτερη αυτή
επίσκεψη ακόμα δεν είχε αποφέρει κάποιο νέο στοιχείο ή κάποια σκέψη. Αδιάφορο!
Ήταν εκεί, το ένιωθε, απλά ακόμα δεν μπορούσε να το κάνει συγκεκριμένο.
Πολλοί συνάδερφοι στο
εγκληματολογικό τον περνούσαν για βραδύνου, οι ήπιοι μειλίχιοι τρόποι του και η
αργή ομιλία του ξεγελούσαν πολλούς να τον θεωρούν απλοϊκό. Υπήρχαν πολλοί
εγκληματίες που τον είχαν υποτιμήσει και τώρα το μετάνιωναν στις φυλακές όλης
της χώρας. Κάτω από τα ακατάστατα μαύρα μαλλιά κρυβόταν ένα δαιμόνιο μυαλό. Σε
ένα μόνο πράγμα έπεφταν μέσα αυτοί που τον έκριναν, ήταν απλός άνθρωπος και δεν
του άρεσαν τα επιτηδευμένα πράγματα και οι πολυτέλειες, με εξαίρεση τα πουράκια
του βέβαια!
Έριξε μια ματιά ακόμα
γύρω και βγήκε από το σαλόνι. Η παραδουλεύτρα στεκόταν στο χολ, μια όμορφη
Τσέχα με κορμί που θα έβαζε σε πειρασμό και μοναχό, είχε ήδη το παλτό του και
του το έδωσε καθώς εκείνος πήγαινε προς την πόρτα.
Βγήκε στο μικρό διάδρομο
έξω από το οροφοδιαμέρισμα και πήρε τον ανελκυστήρα για το ισόγειο. Κατεβαίνοντας
τους δεκαπέντε ορόφους σκεφτόταν τα όσα ήξερε ξανά και ξανά. Τι του διέφευγε;
Κάτι είχε δει; Όχι! Ήταν οπτικός τύπος και θα το θυμόταν, ήταν κάτι άλλο, κάτι
πιο ασυναίσθητο αλλά το ίδιο απτό. Τι;
-Λες να γερνάω;
μονολόγησε.
Έφτασε στο ισόγειο και
πέρασε το μικρό γραφειάκι του υπαλλήλου στην υποδοχή και το γραφείο του φύλακα
και βγήκε στο δρόμο. Η κίνηση ήταν μειωμένη. Ο βοηθός του Νίκος Ραξής ήταν
καθισμένος στο τιμόνι και από την έκφρασή του δε σκεφτόταν κάτι ευχάριστο.
-Τι έγινε ρε Νίκο; Πέσανε
τα καράβια σου έξω;
-Μπα όχι, είπε
χαμογελώντας εκείνος. Απλά σκεφτόμουν την υπόθεση και φοβάμαι ότι θα μείνει
άλυτη.
Ο Γεωργίου βολεύτηκε στη
θέση του συνοδηγού και του ένευσε να ξεκινήσουν.
-Θα σου πω κάτι Νίκο,
μερικές φορές ο νόμος αργεί αλλά πάντα στο τέλος βρίσκει τον ένοχο.
-Ελπίζω αυτή τη φορά να
τον βρούμε.
-Θα τον βρούμε, να είσαι
σίγουρος. Πάμε πίσω στα κεντρικά.
4 σχόλια:
Συναρπάζομαι!
Καταλαβαίνεις, ήρθα να πω ένα γεια! :) Με έπιασε συγγραφική ανησυχία και σε σκέφτηκα!
Βρε καλώς το κορίτσι!
Τι κάνεις συνάδερφε; Πως είσαι; Έχουμε να μιλήσουμε τόσο καιρό!
Περιμένω προσωπικό μήνυμα για κους κους!!! 8-)
Ισχύει το μέηλ σου;
Δημοσίευση σχολίου