Ημερολόγιο Συγγραφέα 4

Author: Νυχτερινή Πένα /

Λίγες ώρες πριν μπει ο Νοέμβρης ο οποίος για μένα είναι ο κατ’ εξοχήν συγγραφικός μήνας καθώς Νοέμβριο άρχισα να γράφω πριν πολλά χρόνια. Αλλά φέτος θα είναι ακόμα πιο έντονα συγγραφικός. Αυτό γιατί ξεκινάει και ο διαγωνισμός του sff που έχει σαν σκοπό την συγγραφή 50.000 λέξεων σε ένα μήνα, σαν να λέμε κάπου δώδεκα σελίδες τη μέρα χειρόγραφες, το έχω κάνει μια φορά γράφοντας το Άμεσος Κίνδυνος, με μέσο όρο τις 15 σελίδες και μια φορά στο Μια Νύχτα Του Απρίλη με μέσο όρο τις 11 και αν την πρώτη φορά ήταν μόνο για δώδεκα μέρες ( επειδή ολοκλήρωσα το μυθιστόρημα ) τη δεύτερη το έκανα για εβδομήντα εννιά! Οπότε ένας μήνας δεν είναι και τόσο τρομερός ε;
Δυστυχώς είναι. Δεν είμαι πια υγιής και δεν έχω τις δυνάμεις που είχα κάποτε. Ακόμα και χωρίς δουλειά δεν έχω την ίδια αντοχή που είχα από χρόνια. Θα δοκιμάσω να πετύχω το στόχο μου ωστόσο και όσο καταφέρω.
Χάρη στο NoWriMo δεν είμαι μόνος μέσα στην αρένα αυτή. Έχω ακόμα έντεκα συνοδοιπόρους που θα δοκιμάσουν να πετύχουν αυτόν τον άθλο. Είμαστε μικρή ομάδα και απέναντί μας έχουμε τα μεγάλα θηρία της αναβολής και της ματαίωσης οπλισμένα με τα δίκτυα της αναβλητικότητας, τα δηλητηριασμένα βέλη των εξωτερικών περισπασμών και ενοχλήσεων και την ψευδαίσθηση της ματαιότητος. Αν θα τα καταφέρουμε; Μένει να το δούμε!

Σε λίγο αρχίζουμε, οι μονομάχοι βγαίνουν στην αρένα, χαίρε Sff οι μονομάχοι σε χαιρετούν! 

Ιστολόγιο του μήνα – Οκτώβριος 2014

Author: Νυχτερινή Πένα /

Τον προηγούμενο μήνα μιλήσαμε για ένα λογοτεχνικό ιστολόγιο, θα συνεχίσουμε έτσι και σήμερα με τη διαφορά ότι σήμερα θα πάμε στην έμμετρη πλευρά της λογοτεχνίας, θα μιλήσουμε δηλαδή για ποίηση.
Έτσι θα επισκεφθούμε τα συν-γραφικά, είναι ένα αρκετά παλιό ιστολόγιο αφού χρονολογείται από το 2008 και έχει κατά το μεγαλύτερο μέρος του ποιήματα. Η θεματολογία τους ποικίλλει από την αγάπη και τις σχέσεις, μέχρι τον πόνο και την εγκατάλειψη αλλά και πολλά άλλα συναισθήματα και καταστάσεις.

Αν σας αρέσουν τα ποιήματα δεν έχετε παρά να επισκεφθείτε τη Νάλια και τα συγγραφικά της εδώ: http://syn-grafika.blogspot.gr/

Σχολιάζοντας τα Σχόλια – Ξανά!

Author: Νυχτερινή Πένα /

Και πάνω που έλεγα να ξεχάσω το θέμα να’ το πάλι μπροστά μου ξανά. Ξανά τα σχόλια. Και δεν ήταν συγγραφικά που μου αρέσουν.
Είχα μόλις βγει από τον τελευταίο πελάτη για τη μέρα και το μυαλό μου επιτέλους μπορούσε να αφήσει την πεζή πραγματικότητα της ανηλεούς φορολογίας και να πάει σε θέματα πιο συναρπαστικά και ευχάριστα. Αλλά εκεί που περίμενα να έρθει ένα ταξί για να μεταφέρει και το σώμα μου εκτός από το ήδη ταξιδεύων πνεύμα μου ένας τύπος φρόντισε να με προσγειώσει ξανά στην καθημερινότητα.

Περπατούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο και ανηφόριζε την Γεννηματά, μια κοπέλα την κατέβαινε. Ήταν μια όμορφη κοπέλα ντυμένη απλά και καθόλου προκλητικά. Δεν υπάρχει κανένας άνδρας που δε θα κοιτάξει μια όμορφη κοπέλα και κάθε κοπέλα στα είκοσι έχει την ομορφιά της νεότητας. Το να την κοιτάξει λοιπόν είναι λογικό, να δεχθώ ότι γύρισε και την κοίταζε αφού πέρασε άντε κατανοητό αν και απρεπές και αγενές κατ’ εμέ. Αλλά το πονηρό βλέμμα στους γύρω άνδρες αν προσέξανε το «θέαμα» είναι ανεπίτρεπτο. Χειρότερο από κάθε λεκτικό σχόλιο και πολύ πιο καταδικαστέο και ελπίζω ότι θα εκλείψει μια μέρα αυτού του είδους η συμπεριφορά.

Ημερολόγιο Συγγραφέα 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

Όταν μίλησα τελευταία για τη συγγραφή είπα ότι δεν υπάρχει πρόγραμμα και δύσκολα μπαίνει η έμπνευση σε καλούπι. Φυσικά δεν υπάρχει πρόγραμμα και καλούπι στο πως έρχεται, πως χτυπάει η έμπνευση, αλλά όχι στο πως δουλεύουμε. Σε αυτό πρέπει να υπάρχει πρόγραμμα ή κάποια σταθερή επαφή αλλά αυτό είναι ένα τελείως διαφορετικό θέμα.
Από το προηγούμενο ημερολόγιο ξεκίνησα να γράφω κάποια από τα πράγματα που είχα στα σχέδια, όπως το δοκίμιο για τη συγγραφή και το αστυνομικό μπήκε σε τροχιά συγγραφής. Αποφάσισα να το ξεκινήσω αυτό επειδή προέκυψε ένας διαγωνισμός ενός εκδοτικού οίκου ο οποίος έχει απαιτήσεις στη θεματολογία και έτσι αποκλείονται τα φαντασίας όπως και η Πτήση που είναι ήδη στη μέση περίπου.
Οπότε ξεκίνησα να γράψω το αστυνομικό, δεν είναι ότι δέχονται τα αστυνομικά αλλά η υπόθεση του εν λόγω εγκλήματος άπτεται των σημείων που θέλουν. Ελπίζω να πιάσει τόπο μιας και θα είναι ένα καλό πρώτο βήμα. Το κατώτατο όριο για την συμμετοχή είναι 50.000 λέξεις, κάπου διακόσιες σελίδες σε Α4 οπότε θα το καταφέρω πιστεύω για να το στείλω ως το τέλος του χρόνου.
Από σύμπτωση 50.000 λέξεις είναι το ζητούμενο και στο Sff NoWriMo (Novel Writing Month) οπότε θα τα συνδιάσω και τα δύο. Πρώτη μου φορά που θα μετάσχω στον δεύτερο διαγωνισμό, στο Sff αυτός. Ελπίζω να επιτύχω τους στόχους μου και να συνεχίσω και την Πτήση ταυτόχρονα. Πολλούς στόχους έβαλα αλλά πάντα ήμουν απαιτητικός από τον εαυτό μου σε αυτόν τον τομέα, με την υποστήριξη της πριγκίπισσάς μου αλλά και τη βοήθεια των μελών του Sff, ειδικά όσων θα μετέχουν επίσης στο διαγωνισμό του φόρουμ, πιστεύω θα τα καταφέρω.
Μάλλον πριν κλείσω πρέπει να εξηγήσω τι είναι το Sff, ε; Είναι ένα φόρουμ που αφορά εκείνους που γράφουν, είτε έχουν εκδοθεί είτε όχι. Περιλαμβάνει μια ενότητα με θέματα που ενδιαφέρουν όλους εμάς που γράφουμε, πολλές από τις οπτικές και τις τεχνικές της συγγραφής. Αν και είναι προσανατολισμένο στην φαντασία και στην επιστημονική φαντασία περιέχει πολλά για να ωφελήσει και συγγραφείς άλλων ειδών. Πιο πολλά εν ευθέτω χρόνο.

Χωρίς Επιζήσαντες

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο Τζο Κάρπεντερ, δημοσιογράφος της Λος Άντζελες Πόστ χάνει την οικογένειά του, τη γυναίκα του Μισέλ και τις κόρες του Κρίσι και Νίνα, σε ένα αεροπορικό δυστύχημα όπου σκοτώνονται τριακόσιοι τριάντα άνθρωποι. Μετά από ένα χρόνο αβάστακτης θλίψης ξαφνικά βρίσκεται στα ίχνη μιας τρομακτικής υπόνοιας, στο ατύχημα της πτήσης 353 δεν είναι όλα όπως φαίνονται και υπάρχουν άνθρωποι που θα σκοτώσουν για να μην μαθευτεί αυτό.

Μια καλή περιπέτεια του Ντιν Κουντζ, που κρατάει το ενδιαφέρον και έχει μια απρόσμενη κατάληξη. Κουράζει λίγο στην αρχή με την θλίψη και το πένθος αλλά μετά κυλάει ομαλά και με έναν γρήγορο ρυθμό.

Σχολιάζοντας τα Σχόλια

Author: Νυχτερινή Πένα /

Δεν συνηθίζω να προσέχω τον κόσμο γύρω μου, σχεδόν ποτέ. Ακόμα και όταν ταξιδεύω το μυαλό μου είναι συνήθως σε ένα πράγμα, στα διάφορα έργα που έχω εν εξελίξει ή που σχεδιάζω. Ωστόσο βγαίνοντας για δουλειές αναγκάστηκα να προσέξω ένα πράγμα γιατί γινόταν γύρω μου κατά κόρον. Τα σχόλια. Σχόλια για τους άλλους.
«Πως είναι ντυμένος έτσι; Πως είναι βαμμένη έτσι σαν τσουλί! Κοίτα όλα έξω, δεν έχει μάνα να τη μαζέψει; Κοίτα τον, το σκουλαρίκι στο αυτί του έλειπε.» Και πάει λέγοντας.
Θα μου πεις τι σε νοιάζει; Εμπίπτεις σε κάποια κατηγορία από αυτές; Όχι, το μόνο πράγμα που συνήθως σχολιάζουν πάνω μου, είναι το ότι κουτσαίνω και το άστατο περπάτημά μου σαν αποτέλεσμα, αλλά μετά από μια εικοσαετία το έχω συνηθίσει. Δεν είναι αυτός ο λόγος που με ενοχλεί. Ο λόγος που με ενοχλεί είναι η κενότητα των σχολίων.
Αν σχολιάσεις εμένα επειδή χωλαίνω θα διορθωθώ; Όχι είναι φύσει αδύνατον, αν σχολιάσεις ένα κορίτσι για το βάψιμό του θα το αλλάξει; Απίθανο. Άρα περιττεύουν τα σχόλια. Και στο κάτω κάτω της γραφής ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να κρίνεις και να σχολιάζεις τον άλλο;
Υπάρχουν σχόλια που είναι εποικοδομητικά. Στο γράψιμο ας πούμε, κάθε κριτική είναι χρήσιμη, ακόμα και αν είναι κακή ή άδικη και δεν συμφωνείς, κάτι θα πάρεις από αυτήν. Εκεί λοιπόν δεν έχω καμία αντίρρηση, το ίδιο ισχύει για βιβλία και ταινίες.

Αλλά όταν είσαι στο λεωφορείο ή στο μετρό ή σε όποιο άλλο μεταφορικό μέσο δεν υπάρχει λόγος να σχολιάζεις, υπάρχουν σίγουρα πολλοί μα πολλοί άλλοι τρόποι να περάσει η ώρα, ειδικά τώρα με τα μέσα της τεχνολογίας. Αξιοποίησε λοιπόν αγαπητέ αναγνώστη το χρόνο και άσε τα ανώφελα σχόλια.

Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 25

Author: Νυχτερινή Πένα /

-Εσύ, απευθύνθηκε στον Γουίλλιαμ, μείνε ακίνητος αλλιώς αυτή εδώ θα πεθάνει.
Ο Φύλακας έμεινε ακίνητος σαν την πέτρα από την οποία είχε δημιουργηθεί το κάθισμα στο οποίο καθόταν αλλά με κάθε ίνα του σώματός του τεντωμένη σε ετοιμότητα για να αντιδράσει αν και δεν τολμούσε να κάνει τίποτα όσο ο Γερμανός σημάδευε την Ντιάνα.
-Πως μας βρήκες; ρώτησε η Αλεξία.
-Με βοήθησε αυτή η μικρή τρελή, είπε περιφρονητικά δείχνοντας με την κάννη του όπλου του την Ντιάνα.
-Εγώ; είπε έκπληκτη εκείνη. Δεν θα σε βοηθούσα ποτέ. Δεν σε πρόδωσα! είπε ικετευτικά στον Γουίλλιαμ ενώ δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλά της λάμποντας σαν μικρά διαμάντια στο φως των πυρσών που φώτιζαν το χώρο.
-Σου εμφυτεύσανε στο ίδρυμα ένα υποδόριο τσιπ.....
-Στο λαιμό, κάτω από τα μαλλιά, έκοψε ο Γουίλλιαμ τον Γκράιτς. Το ξέρω. Το κατάλαβα στο Κάιρο και επιβεβαιώθηκε στον τάφο.
-Τότε... έκανε ο Γκράιτς.
-Δεν απόρησες πως σε άφησα ζωντανό στην Αίγυπτο μετά από όσα είχες κάνει; Ήθελα να έρθεις εδώ για να πληρώσεις!
-Τότε δεν υπολόγισες σωστά. Εγώ θα φύγω από' δω κάτοχος μιας γνώσης που δεν είχε ποτέ κανένας πριν. Θα γίνω πανίσχυρος και εσύ θα πεθάνεις και για να βασανιστείς περισσότερο σου λέω ότι θα σε ακολουθήσουν όλοι τους εκτός από αυτήν εδώ που θα την κρατήσω να με υπηρετήσει και ξέρεις τι σημαίνει αυτό.
-Δεν θα βγεις ζωντανός από' δω μέσα, απάντησε ο Φύλακας.
Ο Γερμανός ύψωσε το όπλο του και η Ντιάνα άφησε μια σπαρακτική κραυγή.
-ΑΡΚΕΤΑ!
Η μια και μοναδική αυτή λέξη είχε ειπωθεί με κύρος από μια φωνή αυστηρή και επιβλητική. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν στην θέση στο κέντρο του θαλάμου, εκεί καθόταν κάποιος με το πρόσωπο στη σκιά.
-Έχεις κάνει πολλά εγκλήματα Χαίνριχ Γκράιτς, συνέχισε, το αθώο αίμα είναι φοβερός κατήγορος. Ήρθε η ώρα να πληρώσεις!
-Και ποιος θα με αναγκάσει; Εσύ;
-Εγώ! απάντησε ήρεμα ο άνδρας στη σκιά και ο Γερμανός όρμηξε εναντίον του μανιασμένος. Όταν όμως έφτασε μπροστά του σταμάτησε απότομα. Έμεινε ακίνητος και άρχισε να τρέμει, μετά τράπηκε σε φυγή με έναν απροσμέτρητο φόβο στα μάτια του. Μόλις βγήκε από τη σπηλιά όπου βρίσκονταν τα επτά κλειδιά ακούστηκε ένας και μόνος πυροβολισμός. Ο Χαίνριχ Γκράιτς ήταν νεκρός από το ίδιο του το χέρι.
-Έτσι τελείωσαν όλα, είπε ο Γουίλλιαμ.
-Τελείωσε ένας κύκλος όπως έχεις πια μάθει Γουίλλιαμ αλλά η ιστορία των ανθρώπων δεν τελειώνει και το ίδιο και η δική μας πορεία. Τώρα έχεις άλλο έργο. Θα πας να βρεις τους έξι που διάλεξα να γίνουν σύντροφοί σου σαν Φύλακες.
-Έξι; είπε ο Γουίλλιαμ κοιτώντας την Ντιάνα, πέντε υπολόγιζα.
-Όχι, η Ντιάνα προορίζεται για άλλο έργο.
-Ποιο είναι αυτό;
-Το δικό μου έργο, ήρθε η ώρα να αναπαυθώ εγώ.
Η Ντιάνα κοίταξε αμήχανη τον άνδρα στην σκιά και μετά τον Γουίλλιαμ.
-Τιμή μου, είπε κοκκινίζοντας.
-Λοιπόν φίλε μου, συνέχισε ο άνδρας στη σκιά. Τα κατάφερες και πάλι και αυτήν την φορά βρήκες και κάτι δεν είχες ελπίσει. Όσο για εσάς, βοηθήσατε έναν σκοπό που δεν ήταν δικό σας και σας ευχαριστώ.
-Το έκανα για τον παππού μου και μόνο, είπε η Αλεξία και η Νάντια συμφώνησε.
-Ωστόσο το κάνατε, όποτε χρειαστείτε την βοήθεια μας θα την έχετε.

   

Επίλογος
Τρία Χρόνια Μετά

Η μικρή βάρκα ακούμπησε με έναν πνιχτό ήχο την βραχώδη ακτή, ο Γουίλλιαμ τακτοποίησε τα κουπιά και πήδηξε στον μαυρισμένο ηφαιστειακό βράχο. Σκαρφάλωσε επιδέξια ως την είσοδο της μυστικής αίθυσας. Εκεί βρισκόταν η Ντιάνα, ρίχτηκε με ορμή στην αγκαλιά του μόλις τον είδε. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τον φίλησε με πάθος. Την αγκάλιασε και εκείνος και την έσφιξε πάνω του.
Μετά πό εκείνη την νύχτα που τα επτά κλειδιά είχαν ξαναβρεθεί στη θέση τους ο Γουίλλιαμ και οι υπόλοιποι είχαν επιστρέψει στην Σαντορίνη. Το ίδιο εκείνο βράδυ ο αιωνόβιος Φύλακας είχε πάρει την Ντιάνα για έναν περίπατο κάτω από τα αστέρια. Όταν επέστρεψαν είχε το χέρι του γύρω από τη μέση της και εκείνη ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του.
Την είχε αφήσει με τον Γηραιό για να την ετοιμάσει για το νέο της καθήκον και είχε φύγει να δώσει τα κλειδιά σε εκείνους που είχαν επιλεγεί να γίνουν οι επόμενοι Φύλακες. Είχε ολοκληρώσει και αυτό το έργο  και είχε επιστρέψει ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για να αποχαιρετήσει κάποιον που ήξερε επί αιώνες. Από τότε είχε περάσει λίγο καιρό ήρεμος, επισκεπτόμενος την Ντιάνα και απολαμβάνοντας την παρουσία της στη ζωή του.
-Τι νέα από τον έξω κόσμο; ρώτησε η Ντιάνα χωμένη στην αγκαλιά του.
-Η Αλεξία τελείωσε και με το δεύτερο έτος της νομικής, αρίστευσε. Τώρα θα είναι καθ' οδόν για τις Σέρρες να δει την νέα της ανηψιά. Η Νάντια γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι.
-Πως τα πάει με τη μητέρα της;
-Καλύτερα δεδομένων και όσων έγιναν.
-Έλα πάμε μέσα, είπε η κοπέλα και τον τράβηξε από το χέρι να την ακολουθήσει.
Από έξω ήταν απαραίτητα και τα επτά κλειδιά για να ανοίξει η πόρτα αλλά εκ των έσω άνοιγε με ένα μοχλό. Μπήκαν στην αίθουσα με τα καθίσματα και μετά πέρασαν στο προσωπικό της διαμέρισμα. Εκεί στο γλυκό φως ενός λυχναριού άφησε να πέσει από πάνω της το φόρεμα που φορούσε. Και ο Γουίλλιαμ την πήρε στην αγκαλιά του.
Όλα ήταν όπως έπρεπε. Μπορούσε να απολαύσει τη θαλπωρή της αγάπης. Για τώρα τουλάχιστον.


ΤΕΛΟΣ

Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 24

Author: Νυχτερινή Πένα /

12.
Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας

Ο Γουίλλιαμ κοίταξε τον Γκράιτς. Οι δυο τους στέκονταν περικυκλωμένοι από τους μαυροντυμένους πολεμιστές του αιωνόβιου Φύλακα. Η Τασία Μαρκάτου στεκόταν ανάμεσα σε δυο από αυτούς χλωμή από το φόβο της. Είχε δει το βλέμμα που της είχε ρίξει ο αμείλικτος εχθρός του εραστή της και την είχε τρομάξει. Δεν υπήρχε μίσος, δεν υπήρχε λαγνεία, δεν υπήρχε παρά μόνο μια σφοδρή απέχθεια.
-Δώσε μου τα κλειδιά και μπορείς να φύγεις, είπε ο Γουίλλιαμ στον Γερμανό.
-Θα με αφήσεις ζωντανό;
-Δεν το κάνω από ανωτερότητα, απλά δεν θέλω να χύνω αίμα όταν δεν είναι απαραίτητο. Αν μου δώσεις τα κλειδιά δεν θα μπορέσεις να τα ανακτήσεις και τελειώνουν όλα. Θα μου τα δώσεις λοιπόν;
-Ναι! Καταραμένος να είσαι!
Ο Γερμανός έβγαλε μέσα από τα ρούχα του τους δυο κρυστάλλους και τους έριξε στην άμμο μπροστά στα πόδια του Φύλακα. Εκείνος τους μάζεψε και είπε:
-Είσαι ελεύθερος να φύγεις.
Ο Γερμανός έκανε μεταβολή και πέρασε ανάμεσα στους άνδρες που είχαν νικήσει τους δικούς του. Δεν κοίταξε καθόλου την Μαρκάτου που ξεστόμισε ένα πανικόβλητο:
-Εγώ;
-Εσύ θα μείνεις εδώ, απάντησε ψυχρά ο Γουίλλιαμ και την πλησίασε. Είσαι τυχερή ξερεις. Αν έμενες μαζί του κάποια στιγμή απλά θα εξαφανιζόσουν.
-Και τώρα; είπε η Μαρκάτου. Να μείνω μαζί σου; Δεν θες ένα κορμί να σβήσεις τη φωτιά της μάχης;
Ξεκούμπωσε το κουμπί της μπλούζας της αποκαλύπτοντας το πάνω μέρος του στήθους της αλλά η ματιά που της έριξε την έκανε να πισωπατήσει.
-Ανόητη γυναίκα, θα θυσίαζες την ανιψιά σου αλλά και την κόρη σου στο βωμό του ευδαιμονισμού σου; Πήγαινε στην κόρη σου.
Τρέμοντας τη διαφαινόμενη οργή του η Τασία Μαρκάτου πήγε να βρει την κόρη του και εκείνος πλησίασε τον επικεφαλής των συμμάχων του.
-Ευχαριστώ Ζαλιμάν, η αποστολή σας ολοκληρώθηκε. Καλύψτε τον τάφο και μετά είστε ελεύθεροι να φροντίσετε για το λαό σας.
-Ευχαριστούμε άρχοντά μου, αλλά όποτε μας χρειαστείς μπορείς να μας καλέσεις και πάλι και θα σπεύσουμε στο πλευρό σου.

Το σούρουπο είχε τυλίξει με τα γλυκά του χρώματα το Κάιρο όταν ο Γουίλλιαμ και οι υπόλοιποι έφτασαν στο ξενοδοχείο τους. Μετά από λίγη ώρα που πέρασαν  καθένας το δωμάτιό του για να ξεκουραστούν και να φρεσκαριστούν συγκεντρώθηκαν σ' αυτό του Άγγελου που ήταν κάπως πιο ευρύχωρο.
-Και τώρα τι; ρώτησε η Αλεξία. Πήραμε τα κλειδιά από το Γερμανό, έχουμε και τα υπόλοιπα. Τελείωσε;
-Σχεδόν, είπε ο Γουίλλιαμ. Δεν τελείωσε αλλά είμαστε κοντά. Τα κλειδιά συγκεντρώθηκαν αλλά θα ήταν επικίνδυνο να τα κρατήσω εγώ. Θα βρεθούν και πάλι άλλοι έξι Φύλακες να μοιραστούμε αυτό το έργο.
-Εσύ θα τους βρεις;
-Όχι, Εκείνος.
-Ποιος είναι εκείνος;
-Κάποιος που ήταν γέρος όταν ακόμα εγώ δεν ήξερα τίποτα για τους Φύλακες.
-Είσαστε οκτώ δηλαδή; ρώτησε η Αλεξία.
-Ναι, αλλά Εκείνος δεν έφυγε ποτέ από το νησί. Έμενε εκεί συνέχεια, κοντά στο θησαυρό γνώσης που φυλάμε. Εκείνος είχε δώσει την άδειά του, γι' αυτό η αδερφότητα ήταν με το μέρος μου.
-Ποιο νησί;
-Ένα από τα πιο όμορφα της πατρίδας σας, είπε ο Γουίλλιαμ. Είναι στη Σαντορίνη, στο ηφαίστειο.
Καθώς τον κοίταζαν όλοι έκπληκτοι εκείνος χαμογέλασε.
-Ποιος θα σκεπτόταν να κοιτάξει εκεί; Θα έρθετε μαζί μου να τα παραδώσω;
-Εγώ θα έρθω, είπε η Ντιάνα αμέσως.
-Ναι, θα ήθελα να δω το τέλος αυτής της ιστορίας, είπε η Αλεξία.
-Ωραία, είπε ο Γουίλλιαμ, αύριο επιστρέφουμε στην πατρίδα σας. Άγγελε θα φροντίσεις για τα εισιτήρια;
-Ναι φυσικά.
-Έχω μια τελευταία απορία, είπε η Αλεξία. Γιατί σε όλο το ταξίδι ως τον τάφο δεν έπαιρνες εσύ τα κλειδιά αλλά τώρα το κάνεις; 
-Είσαι έξυπνη, χαμογέλασε ο Γουίλλιαμ. Όταν ένας Φύλακας αγγίξει ένα κλειδί οι υπόλοιποι το αντιλαμβάνονται. Δεν ήθελα να νιώσει ό Γκράιτς ότι τα βρίσκαμε. Τώρα δεν έχει σημασία.

Μετά από μια ήσυχη νύχτα πήγαν στο αεροδρόμιο και πήραν την πρώτη πτήση για Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της αναμονής η Νάντια είχε πάει παράμερα με τη μητέρα της και μιλούσαν. Παρότι δεν είχαν υψώσει τη φωνή τους ήταν ολοφάνερη η ψυχρότητα ανάμεσά τους. Στο αεροπλάνο η Νάντια κάθισε με τον Άγγελο και την Αλεξία. Η μητέρα της προτίμησε να καθίσει κάπου μακριά τους.
Η Αθήνα τους υποδέκτηκε με μια καταρρακτώδη βροχή. Αφήσανε το διεθνές αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος για να πάνε στο λιμάνι. Εκεί γευματίσανε σε ένα εστιατόριο και η Τασία Μαρκάτου δήλωσε πως δεν θα ακολουθούσε, σιχαινόταν τη θάλασσα και τα πλοία. Οι υπόλοιποι αντιμετώπισαν την δήλωση με υποψία αλλά ο Γουίλλιαμ είπε απλά:
-Δεν μπορείς να κάνεις πια κακό, πήγαινε σπίτι σου και μετάνιωσε για όσα έκανες.
Το απόγευμα ο καιρός άλλαξε και σαλπάρανε για τη Σαντορίνη, την αρχαία νήσο Θήρα, μέσα σε ένα υπέροχο δειλινό. Ο Άγγελος με τη Νάντια στην αγκαλιά του αγνάντευε το πέλαγος που έμοιαζε με λιωμένο στο καμίνι χρυσό καθώς ο ήλιος το αγκάλιαζε με το φως του. Ένα κατάστρωμα πιο ψηλά ο αιωνόβιος Φύλακας άφηνε το φως να τον λούζει και το αεράκι να ανακατεύει τα μαλλιά του. Πλησίαζε στην ολοκλήρωση της αποστολής του. Δεν ήταν το τέλος, ήξερε τι θα ακολουθούσε, θα έπρεπε να βρει τους νέους Φύλακες. Αλλά τουλάχιστον τα κλειδιά ήταν ασφαλή. Το πλέον επικίνδυνο μέρος της αποστολής του είχε ολοκληρωθεί επιτυχώς. Και σε αυτήν την στιγμή του θριάμβου του είχε έρθει στη ζωή του η Ντιάνα. Ήταν σημάδι άραγε; ένα σημάδι ότι τώρα θα μπορούσε να ζήσει μαζί της πράγματα που δεν είχε ζήσει τους τελευταίους αιώνες;
Η Ντιάνα ήρθε δίπλα του, κοίταξε το πέλαγος που έλαμπε κάτω από τον ήλιο και ρώτησε:
-Τι σκέφτεσαι;
-Εσένα, απάντησε ο Γουίλλιαμ και γύρισε να την κοιτάξει. Είσαι σίγουρη για αυτά που μου είπες προχθές τη νύχτα;
Η Ντιάνα ένευσε καταφατικά, κοιτώντας τον με αγωνία σε αναμονή της συνέχειας της φράσης του. Ο Γουίλλιαμ όμως δεν είπε τίποτα, απλά βυθίστηκε στο ζεστό της βλέμμα πριν την αγκαλιάσει.

Έφτασαν στην Σαντορίνη την ώρα που σκοτείνιαζε. Ο Γουίλλιαμ οδήγησε τους υπόλοιπους μακριά από την κίνηση του λιμανιού με τους επισκέπτες που κανόνιζαν τα μεταφορικά τους μέσα για τα διάφορα μέρη του νησιού και τους διαφημιστές των διαφόρων ξενοδοχειακών και τουριστικών μονάδων. Τους πήγε σε ένα μικρό λιμανάκι όπου αγκυροβολούσαν τα ψαροκάικα. Εκεί πλησίασε έναν ασπρομάλλη άνδρα με φθαρμένα από τον ήλιο και την αλμύρα ρούχα που έδειξε να χαίρεται που τον βλέπει. Λίγα λεπτά αργότερα έπλεαν με το ψαροκάικο προς τον κώνο του του ηφαιστείου.
Ο Γουίλλιαμ οδήγησε το μικρό πλεούμενο στο σημείο που μπορούσε να πλευρίσει και αποβιβάστηκαν στο μαύρο ηφαιστειακό πέτρωμα. Παρ' ότι ήταν νύχτα πια οι βράχοι ήταν ζεστοί. Ο γίγαντας απλά κοιμόταν, δεν ήταν ανενεργός. Ο Φύλακας τους οδήγησε σε έναν βράχο και πίσω από αυτόν σε ένα στενό πέρασμα που λίγα βήματα πιο μέσα τους έφερε σε μια μικρή σπηλιά στο κέντρο της οποίας υπήρχε λαξευμένη μια βάση με επτά υποδοχές. Ο Γουίλλιαμ τοποθέτησε σε αυτές τα επτά κλειδιά.
-Οι Επτά Στύλοι της Σοφίας, είπε με φωνή που παλλόταν από συγκίνηση.
Με ένα τρίξιμο πέτρας πάνω σε πέτρα ο τοίχος μπροστά τους παραμέρισε αποκαλύπτοντας μια πόρτα που πέρασαν με πρώτο τον Γουίλλιαμ για να βρεθούν στον αρχαίο θάλαμο που συγκεντρώνονταν οι Φύλακες. Με νοσταλγία ο αιωνόβιος πήγε και κάθισε στη θέση του ενώ τους εξηγούσε τι ήταν αυτός ο χώρος.
-Εδώ είναι ο προθάλαμος της γνώσης που φυλάμε.
-Και που θα γίνει δική μου!
Στράφηκαν όλοι στην πόρτα όπου στεκόταν ο Χαίνριχ Γκράιτς με ένα πιστόλι στο χέρι του.

Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 23

Author: Νυχτερινή Πένα /

-Δεν υπάρχει κάποια λύση; ρώτησε. Δεν έλεγε το χειρόγραφο πώς να την περάσουμε αυτήν την παγίδα;
-Το χειρόγραφο λέει ότι θα με σώσει ο Θεός Ποταμός. Για τους Αιγυπτίους  και τον Φθανχούρ είναι ο Νείλος.
-Ο Νείλος; είπε απελπισμένη η κοπέλα. Δεν είναι μακριά;
-Ναι…
Ο Γουίλλιαμ δεν συνέχισε τη φράση του ερευνούσε με το βλέμμα το δωμάτιο ψάχνοντας για την λύση, την διαφυγή από έναν εφιαλτικό θάνατο.
-Ο Νείλος, είπε ο Φύλακας. Ο ζωοδότης για την Αίγυπτο, η πηγή της ζωής και της ευφορίας. Όλα εξαρτούνταν από εκείνον και οι γιορτές του ήταν κύριο στοιχείο στη θρησκευτική τους ζωή. Η γιορτή της Μαατ όπου γιορταζόταν η ετήσια επιστροφή της πλημμύρας ήταν από τις πιο σημαντικές. Η Μαατ…..
-Ο Χάπι! αναφώνησε.
-Τι; ρώτησε η Ντιάνα που παρακολουθούσε το νερό να ανεβαίνει ως τα γόνατά τους.
-Ο Χάπι, σημαίνει ο εφαπλούμενος, ήταν η προσωποποίηση του Νείλου.
-Ψάχνουμε για τι; Το όνομά του γραμμένο στα ιερογλυφικά όπως και με τον Άνουβη;
Ο Γουίλλιαμ ένευσε. Το νερό συνέχιζε να γεμίζει το δωμάτιο. Κοίταξε γύρω του ψάχνοντας κάποια αναφορά στην αρχαία θεότητα. Η Ντιάνα ακούμπησε αποκαμωμένη σε έναν τοίχο. Έκλεισε τα μάτια.
-Μη χάνεις την ελπίδα σου.
Τότε το είδε. Δίπλα στην πόρτα από την οποία είχαν μπει υπήρχε μια αναπαράσταση ιπποπόταμου, του ιερού ζώου του Χάπι. Το πλησίασε όσο γρήγορα του επέτρεπαν τα νερά και άρχισε να ψηλαφεί την ζωηρά χρωματισμένη μορφή. Για λίγο δεν βρήκε τίποτα. Μετά το κεφάλι της ζωγραφισμένης μορφής υποχώρησε. Για μια στιγμή δεν άλλαξε τίποτα, ο Γουίλλιαμ κοίταξε ανήσυχος γύρω για άλλη πιθανή απάντηση στο πρόβλημα. Η Ντιάνα ήρθε κοντά του.
-Κράτησέ με, σε παρακαλώ.
-Δεν πεθάναμε ακόμα, είπε ο Φύλακας δυνατά αν και δεν έβλεπε καμία διαφυγή από τον άμεσο κίνδυνο που τους απειλούσε.
Ένας δυνατός κρότος ακούστηκε, σαν να έπεφτε κάτι βαρύ κάπου και μετά ολόκληρη η μορφή του Χάπι υποχώρησε ανοίγοντας ένα μεγάλο κενό στο οποίο άρχισε να ρέει το νερό. Σχεδόν αμέσως έγινε αισθητή η πτώση της στάθμης.
-Σωθήκαμε! Σωθήκαμε! είπε με δάκρυα χαράς η Ντιάνα και ρίχτηκε στην αγκαλιά του Γουίλλιαμ.
-Ναι, είπε εκείνος χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.

Το αεροπλάνο τροχοδρόμησε στην άκρη του διαδρόμου στο αεροδρόμιο του Λούξορ σε μια έρημη περιοχή της ούτως και αλλιώς κάθε άλλο παρά πολυσύχναστης εγκατάστασης. Από αυτό κατέβηκε μια ομάδα ανδρών ντυμένων στα μαύρα και οπλισμένων με πολυβόλα. Τελευταίος κατέβηκε ο Γκράιτς  με την ερωμένη του μαζί. Η Τασία Μαρκάτου ήταν απόλυτα ικανοποιημένη με αυτά που της προσέφερε ο εραστής της και δεν την ένοιαζε ποιος ήταν και τι έκανε. Αρκεί που περνούσε εκείνη καλά. Επιβιβάστηκε με τον εραστή της σε ένα τζιπ ενώ οι ένοπλοι συνοδοί τους ανέβηκαν σε ένα καμιόνι. Ο Γερμανός χαμογέλασε μοχθηρά και άγγιξε τα δυο κλειδιά που είχε στην κατοχή του. Σε λίγο θα τα είχε όλα.

Με το δωμάτιο άδειο πια από νερό ο Γουίλλιαμ και η Ντιάνα προχώρησαν στην απέναντι πόρτα. Η πόρτα δεν άνοιγε και την κοίταξαν με προσοχή. Μετά ο αιωνόβιος είπε:
-Και τελευτήσει παν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτου, η δέκατη πληγή.
-Τι λέει το χειρόγραφο;
-Θα γλιτώσεις όπως και ο περιούσιος λαός.
Ο Γουίλλιαμ κοίταξε την πόρτα. Αντίθετα με άλλες εδώ ξεχώριζαν οι πέτρες που είχαν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή των παραστατών και του υπέρθυρου.
-Θα χρειαστώ τη βοήθειά σου σε αυτό. Οι Ισραηλίτες έβαψαν με αίμα αμνού τους παραστάτες και το υπέρθυρο. Εμείς πρέπει να τα πιέσουμε ταυτόχρονα στα ίδια σημεία, γι’ αυτό και εδώ ξεχωρίζουν αυτά.
-Αν ήσουν μόνος τι θα έκανες;
-Θα έβαζα τη σπάθα να ακουμπάει στα δυο πλαϊνά και θα πίεζα μαζί πιέζοντας στη μέση της λάμας και το υπέρθυρο με το άλλο χέρι. Τώρα θα είναι πιο εύκολο. Εγώ τους παραστάτες, εσύ το υπέρθυρο.
Πίεσαν ταυτόχρονα. Η πόρτα άνοιξε και βρέθηκαν σε έναν διάδρομο. Ήταν όλος βαμμένος με ένα έντονο λευκό κάτι που έκανε ακόμα πιο έντονο το σκοτάδι στην άλλη άκρη του. Δεν υπήρχε πόρτα, απλά από ένα σημείο και μετά επικρατούσε ερεβώδες σκοτάδι.
-Και εγένετο σκότος γνόφος θύελλα επί πάσαν γην Αιγύπτου επί τρεις ημέρες, η ενάτη πληγή, είπε ο Γουίλλιαμ.
-Πως θα την περάσουμε; ρώτησε η Ντιάνα.
Ο αιωνόβιος πολεμιστής δεν απάντησε αμέσως αλλά προχώρησε πιο κοντά στο σκοτάδι. Πάτησε στην σκοτεινή περιοχή και διαπίστωσε πως θα πρέπει να υπήρχε κάποιος αεραγωγός που οδηγούσε εδώ γιατί τον μαστίγωνε ένας δυνατός άνεμος. Η Ντιάνα ήρθε κοντά του και κοίταξε το σκοτάδι που απλωνόταν μπροστά τους.
-Αυτό είναι; Το εμπόδιο;
-Όχι άκουσε.
Η Ντιάνα ενέτεινε την προσοχή της και άκουσε ένα ήχο μεταλλικού τριξίματος. Ο Γουίλλιαμ έβγαλε από την τσέπη του ένα λεπτό πυρσό και τον άναψε. Στο φως του αποκαλύφθηκε η πηγή του μεταλλικού ήχου. Δραπανηφόρα εκκρεμή σχημάτιζαν τροχιές από θανατηφόρο ατσάλι.
-Η τελευταία δοκιμασία, είπε ο Γουίλλιαμ, δύσκολη για κάθε πολεμιστή πόσο δε στο σκοτάδι.
-Σκοτάδι;
-Μέχρι τα τέλη του δεκάτου αιώνα δεν υπήρχε ηλεκτρισμός ούτε η απαραίτητη γνώση των χημικών διεργασιών για να δημιουργηθεί κάποιο μέσο που ο αέρας εδώ μέσα δεν θα το έσβηνε. Οπότε θα ήταν κυριολεκτικά στο σκοτάδι όποιος δοκίμαζε να περάσει. Αλλά εγώ θα περάσω.
Ύψωσε τον πυρσό που ήταν η χημική του σύνθεση τον κρατούσε αναμμένο παρά τον αέρα και κοίταξε τα εκκρεμή. Μετά γύρισε στην Ντιάνα.
-Αν δεν επιστρέψω φύγε και βγες έξω. Πάρε εσύ τα τρία κλειδιά και πες τους να πάνε πίσω σπίτια τους. Εσύ θα πας στην Σαντορίνη, στην Ελλάδα....
Έδωσε ακόμα μερικές οδηγίες και μετά η Ντιάνα έπεσε στην αγκαλιά του. Με το ελεύθερο χέρι του εκείνος την αγκάλιασε. Τη φίλησε απαλά στα μαλλιά και μετά ξεχύθηκε ανάμεσα στα φονικά εμπόδια. Η κοπέλα δεν είχε ξαναδεί τέτοια ταχύτητα κίνησης με τέτοια σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Η πείρα εκατοντάδων μαχών σε χιλιάδες χρόνια είχε κάνει τις κινήσεις του ακριβείς και σίγουρες.
Έφτασε  στην άκρη του διαδρόμου και χάθηκε στο σκοτάδι.
Η Ντιάνα έγειρε πίσω και έκλεισε τα μάτια. Ευχόταν να επιστρέψει γρήγορα ο Γουίλλιαμ. Αν δεν επέστρεφε δεν ήθελε να ζήσει. Έπρεπε να το κάνει αυτό που της είπε αλλά μετά……. Μετά θα ερχόταν εδώ να τερματίσει τη ζωή στο μέρος που είχε και εκείνος πεθάνει. Μπορούσε να κάνει λίγα βήματα πίσω και να βρεθεί στο φως αλλά δεν το έκανε, ένιωθε πιο κοντά του έτσι μόνη της στο σκοτάδι.
Έμεινε εκεί ως που ένιωσε το χέρι του άνδρα που είχε αγαπήσει στον ώμο της. Ύψωσε το βλέμμα και συνάντησε αυτό του Γουίλλιαμ, ένα βαθύ κόψιμο κοσμούσε το μάγουλό του και από το αριστερό του χέρι έτρεχε αίμα. Ανάσανε με ανακούφιση πριν τον αγκαλιάσει.
-Πήρα αυτό που θέλαμε, είπε εκείνος. Πάμε πίσω.
Πήραν το δρόμο της επιστροφής και σύντομα αντίκρισαν το φως του ήλιου να γεμίζει μια πόρτα. Επιτάχυναν και γρήγορα βρίσκονταν κάτω από τον καυτό ήλιο της ερήμου αλλά το θέαμα που τους περίμενε εκεί δεν ήταν καθόλου ευχάριστο. Ο Άγγελος, η Νάντια και η Αλεξία ήταν γονατισμένοι στην άμμο μπροστά στον Χαίνριχ Γκράιτς με τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Ο Γερμανός έδειχνε σίγουρος για τον εαυτό του κυκλωμένους από τους άνδρες του, πάνοπλους και έτοιμους να πυροβολήσουν.
-Πολύ ωραία, είπε ο Γερμανός, απέκτησες για' μενα αυτό που δεν θα μπορούσα ποτέ να αποκτήσω. Τώρα αν δεν θες να πεθάνουν οι φίλοι σου δώσε μου όλα τα κλειδιά.
-Εκείνος που έχει το κεφάλι του στο στόμα του λιονταριού δεν μπορεί να προβάλλει απαιτήσεις.
-Εγώ; κάγχασε ο Γκράιτς. Σκοτώστε τους.
Ο Γουίλλιαμ ξεθηκάρωσε τη σπάθα του αφήνοντας μια πολεμική κραυγή που δεν είχε ακουστεί στον κόσμο εδώ και αιώνες. Αντιλάλησε στους γύρω αμμόλοφους και στην κορυφή αυτού του ίδιου που κάλυπτε τον αρχαίο τάφο. Πολεμιστές ντυμένοι με μαύρες αραβικές ενδυμασίες εμφανίστηκαν κυκλώνοντας όσους στέκονταν μπροστά στην είσοδο του τάφου.
-Δώσε μου τα κλειδιά που έχεις και θα σας αφήσω να φύγετε, είπε ο Γουίλλιαμ. Αν αντισταθείτε θα πεθάνετε.
Ο Γκράιτς φάνηκε να το σκέφτεται. Τελικά έκανε νόημα στους άνδρες του που άρχισαν να συμπτύσσονται προς το μέρος του. Ο Γουίλλιαμ θηκάρωσε το όπλο του και έκανε νόημα στον Άγγελο που σηκώθηκε βοηθώντας και την Νάντια να κάνει το ίδιο ενώ η Ντιάνα έτρεξε να βοηθήσει την Αλεξία.
-Μπείτε μέσα, είπε στα Ελληνικά ο Γουίλλιαμ, δεν εμπιστεύομαι τον Γκράιτς.

Ενώ εκείνοι έμπαιναν βιαστικά στη σχετική ασφάλεια του τάφου η Τασία Μαρκάτου μετέφερε τα λόγια του στον εραστή της. Ο Γκράιτς διέταξε επίθεση. Ανέκφραστος, χωρίς καμία ένδειξη του τι σκεφτόταν ο Φύλακας ξεθηκάρωσε τη σπάθα του και προχώρησε να καλύψει την είσοδο του τάφου ενώ οι μαυροφορεμένοι σύμμαχοί του μάχονταν με τους άνδρες του Γκράιτς σε μια μανιασμένη αλλά και σύντομη σύγκρουση. Ο Γουίλλιαμ αντιμετώπιζε αντιπάλους χωρίς να μετακινείται από την είσοδο γιατί για πρώτη φορά μετά από αιώνες δεν ήταν μόνο η αποστολή του ο λόγος που πολεμούσε.

Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 22

Author: Νυχτερινή Πένα /

11.
Ο Τάφος

Η συνέχεια του ταξιδιού τους νότια ήταν σχετικά απλή. Από το Κάιρο πήραν αεροπλάνο για το Λούξορ. Εκεί νοίκιασαν ένα τζιπ από εκείνα που είναι προσαρμοσμένα για την κίνηση στην άμμο ενώ τα πλαϊνά τους είναι ανοιχτά. Δεν είχαν αποσκευές αφού ο Γουίλλιαμ υπολόγιζε την επιστροφή τους για το ίδιο βράδυ.
Όσο ο Γουίλλιαμ είχε πάει στην τοπική αγορά για να διαπραγματευθεί την ενοικίαση ενός τζιπ και ο Άγγελος φρόντιζε για τα εισιτήρια της επιστροφής οι τρεις κοπέλες είχαν μείνει μόνες τους. Η Ντιάνα κοίταζε το Νείλο και φαινόταν χαμένη σε σκέψεις ενώ οι δυο ξαδέρφες συζητούσαν την εντύπωση που τους είχε κάνει μια από τις ατμοσφαιρικές χώρες στον κόσμο.
-Είναι μαγευτικά, είπε η Νάντια. Αυτό το χρώμα της άμμου είναι ασυναγώνιστο, δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Και του ουρανού εδώ επίσης.
-Αρκεί να μην μιλάμε για το Κάιρο, πολύ νέφος.
-Πραγματικά, αλλά εδώ έξω κοίτα έναν ουρανό. Μια χώρα με τόσες ομορφιές και μυστήρια, είπε η Νάντια. Και έχει και μια ερωτική αύρα επίσης.
-Αλήθεια; είπε η Αλεξία για να προσθέσει χαμηλόφωνα. Δεν την ένιωσες μόνο εσύ, αλλά και η φίλη μας η Ντιάνα. Βγήκε από το δωμάτιο του Γουίλλιαμ τα ξημερώματα.
Η Νάντια κοίταξε την ξαδέρφη της και μετά την Ντιάνα που συνέχιζε να αγναντεύει τον ποταμό. Δεν πρόλαβε να πει τίποτα ωστόσο μιας και επέστρεψε ο Άγγελος και σχεδόν αμέσως και ο Γουίλλιαμ. Αυτήν την φορά άλλαξαν θέσεις, ο Γουίλλιαμ θα οδηγούσε μιας και ήταν ο μόνος που ήξερε που πηγαίνανε. Η Ντιάνα κάθισε δίπλα του και οι υπόλοιποι πίσω.
Καθώς άφηναν πίσω τους το Λούξορ η Αλεξία ρώτησε:
-Τι παγίδες εμποδίζουν τη διέλευση στον τάφο;
-Ο Φθανχούρ είχε φτιάξει δέκα παγίδες αντίστοιχα με τις δέκα πληγές του Φαραώ. Στο βιβλίο που σου άφησε ο παππούς σου είχε μεταφράσει το κείμενο που έλεγε για τις παγίδες και μετά το κωδικοποίησε σε έναν κώδικα που μόνο οι δυο μας ξέραμε. Έτσι τώρα είμαι έτοιμος να περάσω και τις τελευταίες παγίδες.
-Υποθέτω ότι η πρώτη θα έχει να κάνει με τον Νείλο, είπε η Αλεξία. Αυτή δεν ήταν η πρώτη πληγή; Το νερό που έγινε αίμα;
-Ναι, αυτή είναι η πρώτη πληγή, επιβεβαίωσε ο Φύλακας αλλά δεν  την συνάντησα ακόμη. Έχω εξουδετερώσει τα βατράχια και τις σκνίπες. Είναι η δεύτερη και η τρίτη πληγή.
Είχαν απομακρυνθεί από το Λούξορ και δεν συναντούσαν πλέον άλλα οχήματα. Μια φορά είχαν συναντήσει ένα μεγάλο λεωφορείο με κάποιο γκρουπ τουριστών που το συνόδευαν τζιπ του στρατού. Η έξαρση της τρομοκρατίας στη νότια Αίγυπτο έκανε κάτι τέτοιο άκρως απαραίτητο. Για τον ίδιο λόγο εξ' άλλου δεν είχαν συναντήσει άλλον κανένα.
-Άρα δεν ξέρεις τι θα βρεις, πρέπει να μαντεύεις, σχολίασε ο Άγγελος.
-Πρέπει να είμαι προσεκτικός, παραδέκτηκε ο Γουίλλιαμ. Οι σκνίπες ήταν απλά σκνίπες. Αλλά οι πληγές ήταν οξύ.
-Οξύ; είπε η Νάντια με φρίκη.
-Α ναι, ξέρανε πολλά τέτοια κόλπα οι Αιγύπτιοι.
Ο Γουίλλιαμ οδήγησε το τζιπ έξω από το δρόμο και προχώρησε ανάμεσα στις εκτάσεις της κυματιστής άμμου.
-Έχω περάσει πέντε παγίδες, είπε, και μένουνε πέντε.
-Ποιες άλλες έχεις περάσει εκτός από τα βατράχια, τις πληγές και τις σκνίπες που μας είπες; ρώτησε η Ντιάνα ενώ ο ζεστός αέρας της ερήμου ανέμιζε τα μαλλιά της.
-Έχω περάσει ακόμα τις μύγες και το θάνατο των ζώων. Αποκρουστικό θέαμα.
-Γιατί;
-Περιλάμβανε κουφάρια ζώων σε κατάσταση μουμιοποίησης.
Η Αλεξία άφησε ένα επιφώνημα αηδίας ενώ ο Άγγελος ρωτούσε το λόγο.
-Οι Αιγύπτιοι είχαν αντιληφθεί την παρουσία των μικροοργανισμών της σήψης, δεν ήξεραν τι ήταν αλλά ήξεραν ότι είναι θανάσιμος παράγοντας για τον άνθρωπο. Σε κλειστό ειδικά χώρο που θα ανέπνεε έναν τέτοιο αέρα.
Ο Γουίλλιαμ οδήγησε το τζιπ να παρακάμψει έναν μεγάλο αμμόλοφο και μετά σταμάτησε το όχημα. Οι υπόλοιποι αντίκρισαν στο πλευρό του αμμόλοφου μια είσοδο και μέρος ενός τοίχου στο χρώμα της ώχρας. Ελάχιστα διέφερε από το χρώμα της άμμου που τον περιέβαλλε.
-Αυτό είναι; ρώτησε η Αλεξία.
-Ναι, είπε ο Γουίλλιαμ κατεβαίνοντας από το τζιπ και προχωρώντας προς το σκοτεινό άνοιγμα με την Ντιάνα να τον ακολουθεί κατά πόδας. Οι υπόλοιποι κατέβηκαν αλλά μετά από μερικά βήματα η Αλεξία σταμάτησε.
-Δεν μπορώ να το κάνω, δεν μπορώ να μπω εκεί μέσα.       
Ο Γουίλλιαμ γύρισε και την κοίταξε.
-Συγνώμη, είπε η κοπέλα, δεν μπορώ να το κάνω. Θυμάμαι το διάδρομο στη Ρώμη και πόσο κοντά ήρθα στο θάνατο.
Ο Γουίλλιαμ ένευσε.
-Μείνετε εδώ, είπε, θα προχωρήσω μόνος μου.
Η Αλεξία έσκυψε το κεφάλι αλλά ο αιωνόβιος της είπε απαλά.
-Δεν χρειάζεται να στενοχωριέσαι, δεν είναι όλοι γεννημένοι να αντιμετωπίζουν κάτι τέτοιο.
-Εγώ θα έρθω μαζί σου, είπε η Ντιάνα.
Ο Γουίλλιαμ την κοίταξε για μια στιγμή και μετά της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Στην είσοδο ο Φύλακας χάθηκε για μια στιγμή μέσα στο σκοτάδι αλλά ύστερα ο χώρος φωτίστηκε και η κοπέλα είδε ένα ψηλοτάβανο μικρό δωμάτιο με τέσσερα κάτοπτρα στις γωνίες. Απέναντι υπήρχε ένα άνοιγμα που οδηγούσε σε έναν μακρύ διάδρομο.
-Οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τη διάχυση του φωτός και την χρησιμοποιούσαν στις πυραμίδες. Έτσι δεν χρειάζονταν δαυλοί που θα αλλοίωναν τις τοιχογραφίες και θα δυσκόλευαν την αναπνοή τους με τον καπνό όταν τις έφτιαχναν. Τα χρησιμοποίησε και σε μια παγίδα, είπε ο Γουίλλιαμ ενώ περνούσαν στο διάδρομο.
Πέρασαν έναν ακόμα θάλαμο και μετά έναν μικρό θάλαμο σαν φρεάτιο όπου κατέβηκαν μια κάθετη σκάλα. Στο τέλος της βρέθηκαν σε έναν ακόμα θάλαμο. κάποτε υπήρχαν τοιχογραφίες αλλά τώρα είχαν καταστραφεί. Από ό,τι είχε απομείνει η κοπέλα έκρινε πως ήταν πολύ όμορφες. Ρώτησε τον Γουίλλιαμ τι είχε συμβεί.
-Το αποτέλεσμα της παγίδας με το οξύ, είπε εκείνος. Ο τάφος είναι άδειος, έχει συλληθεί, αλλά και οι τοιχογραφίες τώρα πια είναι παρελθόν. Εν μέρει και λόγω του ασβεστολιθικού πετρώματος που περιβάλλει τον τάφο και επιτρέπει την συσσώρευση υγρασίας από ένα κοντινό ουάντι.
-Ουάντι;
-Ναι, είναι η κοίτη χειμάρρου που έχει εποχικά μόνο νερό. Είναι αραβική λέξη.
Περάσανε έναν διάδρομο που είχε καταρρεύσει σε μερικά σημεία και έπρεπε να βρουν το δρόμο τους ανάμεσα σε σωρούς από χώμα, άμμο και πέτρες. Τέλος σταματήσανε μπροστά σε μια πόρτα. Ήταν λευκή και την κοσμούσε η μορφή του Άνουβη, του θεού των νεκρών του Αιγυπτιακού πανθέου.
-Και έσται χάλαζα επί πάσαν γην Αιγύπτου, επί τε τους ανθρώπους και τα κτήνη, ψιθύρισε ο Γουίλλιαμ.
-Τι είναι;
-Σύμφωνα με το κείμενο που βρήκε ο παππούς της Αλεξίας, πίσω από την πόρτα μας περιμένει η πληγή αυτή, με το χαλάζι. Η έβδομη από τις πληγές.
-Τι άλλο λέει;
-Ο Άνουβης μου φράζει το δρόμο, ο Άνουβης και θα μου τον ανοίξει.
Η Ντιάνα κοίταξε γύρω.
-Μόνο εδώ στην πόρτα, είπε υπάρχει απεικόνισή του.
Ο Γουίλλιαμ την μιμήθηκε και ήταν έτοιμος να συμφωνήσει όταν το βλέμμα του στάθηκε στο υπέρθυρο εκεί ήταν ζωγραφισμένα μια σειρά από ιερογλυφικά. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε την πέτρα, ένιωσε τις λειασμένες ακμές της κάτω από τα δάκτυλά του και την πίεσε. Η πόρτα μπροστά τους άνοιξε.
Το δωμάτιο από πίσω ήταν μικρό και τετράγωνο. Το δάπεδο ήταν μαύρο και καλυμμένο από κάποιο δυσάρεστα ρευστό υλικό. Στην οροφή υπήρχαν τρύπες στις οποίες τρεμούλιαζαν ιστοί αράχνης.
-Αν είχαμε παραβιάσει την πόρτα θα είχαν πέσει από' κει φλεγόμενα βέλη όπως το φλεγόμενο χαλάζι στην Αίγυπτο. Δεδομένου ότι το δάπεδο είναι καλυμμένο από πίσσα δεν είχαμε καμία ελπίδα να βγούμε ζωντανοί.
-Φλεγόμενα; Πως;
-Από κάποια χημική ένωση, από τα κάτοπτρα, υπάρχουν πολλές πιθανότητες.
Στην απέναντι πλευρά βρήκαν μια ακόμα κλειστή πόρτα. Ο Γουίλλιαμ στάθηκε και είπε:
-Και εκάλυψεν την όψιν της γης και εφθάρη η γη. Είναι οι ακρίδες.
-Τι θα υπάρχει πίσω από την πόρτα;
-Δεν ξέρω. Το χειρόγραφο λέει μόνο ότι αυτή τη δοκιμασία δεν μπορείς να την αποφύγεις.
-Άρα πρέπει να το διακινδυνεύσουμε.
-Ναι, είπε ο Γουίλλιαμ και άνοιξε την πόρτα αποκαλύπτοντας έναν διάδρομο. Είχαν προχωρήσει μερικά μέτρα όταν ακούστηκε ένας συριστικός ήχος.
Ο Γουίλλιαμ έμεινε για μια στιγμή ακίνητος και μετά πρόσεξε την επιφάνεια των τοίχων που αλλοιωνόταν γοργά και έπαυε να είναι λεία αλλά γέμιζε με μικροσκοπικά σκασίματα σαν φυσαλίδες σε ανθρακούχο ποτό. Τράβηξε την Ντιάνα μακριά από τους τοίχους στο κέντρο του δωματίου και την αγκάλιασε καλύπτοντας και τους δυο τους με το μανδύα του. Εκείνη έμεινε ακίνητη στα χέρια του ως που την άφησε πάλι.
Στην εξωτερική πλευρά του μανδύα του υπήρχαν πολλές λευκές κηλίδες που κάπνιζαν.
-Ευτυχώς όχι τόσο δυνατό οξύ αυτήν την φορά, είπε ο Φύλακας ατάραχος και ακολουθούμενος από την Ντιάνα προχώρησε στην πόρτα που υπήρχε μπροστά τους. Ένας ήχος πέτρας που τρίβεται σε πέτρα ακούστηκε και η πόρτα από την οποία είχαν μπει έκλεισε πίσω τους. Οπές άνοιξαν στους δυο πλαϊνούς τοίχους και κοκκινωπό νερό άρχισε να τρέχει στο δωμάτιο.
-Και μετέβαλε παν το ύδωρ το εν τω ποταμώ εις αίμα. Βρήκαμε την πρώτη πληγή, είπε ο Γουίλλιαμ.

Το νερό ήταν χλιαρό, μάλλον ερχόταν από κάποιο σημείο κοντά στην επιφάνεια του εδάφους με αποτέλεσμα να μοιάζει ακόμα περισσότερο με αίμα. Έμπαινε ορμητικά και είχε ήδη καλύψει το δάπεδο του δωματίου. Η Ντιάνα κοίταξε την στάθμη του νερού που ανέβαινε τρομαγμένη. Μπορούσε να δει ότι οι πόρτες έκλειναν υδατοστεγώς, δεν θα αργούσαν να βρεθούν ως τη μέση στο νερό και μετά θα ανέβαινε πιο ψηλά πνίγοντάς τους.

Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 21

Author: Νυχτερινή Πένα /

Από το αεροδρόμιο της Φλωρεντίας βρήκαν αμέσως πτήση για τη Ρώμη από εκεί για την πρωτεύουσα της Αιγύπτου ήταν κάπως πιο δύσκολο και περίμεναν λίγες ώρες που τις πέρασαν στην τεράστια αίθουσα του τέρμιναλ σε μερικά κάπως απομονωμένα καθίσματα μιλώντας λίγο μιας και ήταν κουρασμένοι όλοι από όσα είχαν ζήσει. Στο αεροπλάνο μετά ήταν σιωπηλοί χαμένοι στις σκέψεις τους.
Στο αεροδρόμιο του Καΐρου τους περίμενε ένα παλιό σεντάν που δούλευε σαν ταξί και τους μετέφερε στο ξενοδοχείο Μένα Χάους όπου ο Γουίλλιαμ είχε φροντίσει να τους έχουν κρατήσει δωμάτια. Στη σύντομη διαδρομή μέσα στους πολυσύχναστους δρόμους οι υπόλοιποι λαγοκοιμούνταν, μόνο ο ίδιος έμενε σε εγρήγορση αν και τώρα ήταν πιο ήσυχος.
Στο ξενοδοχείο τους υποδέκτηκε ένας κουστουμαρισμένος Άραβας με άψογη ωστόσο αγγλική προφορά. Εδώ δεν είχαν τη δυνατότητα να πάρουν μια σουίτα με πολλές κρεβατοκάμαρες και έτσι θα έπαιρναν ο καθένας το δικό του δωμάτιο.

Ο Γουίλλιαμ ξάπλωσε στο κρεβάτι του, είχε να κοιμηθεί πάνω από σαράντα οκτώ ώρες και πάνω από εβδομάδα που το είχε κάνει σε κρεβάτι. Παραδόξως ήταν πάλι σε αυτήν την χώρα που είχε αυτήν την πολυτέλεια τελευταία φορά. Άφησε το σώμα του να χαλαρώσει, δικαιούταν λίγη ξεκούραση, είχαν όλα πάει καλά και για πρώτη φορά εδώ και αιώνες είχε φτάσει τόσο κοντά στην αποκατάσταση των πραγμάτων όπως έπρεπε να είναι. Αυτό το έργο που του είχε αναθέσει Εκείνος.
Έκλεισε τα μάτια του αλλά την ίδια στιγμή το τρίξιμο της πόρτας που άνοιγε τον έκανε να περάσει και πάλι σε εγρήγορση. Κάποιος πλησίαζε στο κρεβάτι του, άπλωσε το χέρι του στη λαβή της σπάθας του αλλά δεν χρειαζόταν. Πριν κλείσει η πόρτα το λίγο φως απ' έξω διέγραψε τη μορφή της Ντιάνα. Ανακάθισε.
-Ντιάνα; Συμβαίνει κάτι;
-Ήθελα να σου μιλήσω, είπε η κοπέλα.
-Εντάξει, πες μου. Κάθισε.
Η Ντιάνα κάθισε κοντά του στο κρεβάτι. Τον κοίταξε και τα μάτια της έλαμπαν.
-Πριν σου πω αυτό που θέλω πρέπει να πω ότι ξέρω ποιος είσαι, ξέρω πόσο έχεις ζήσει και τα όσα έχουν δει τα μάτια σου. Σε ξέρω από τότε που γεννήθηκα. Ξέρεις το χάρισμά μου.
-Ναι.
-Από τότε που άρχισα να συνέρχομαι.....
-Ναι;
-Σε σκεφτόμουν, είπε η Ντιάνα. Ήξερα ότι εσύ ήσουν η μόνη μου ελπίδα για να βγω από' κει. Και έτσι έγινε. Πως θα μπορούσα να νιώθω διαφορετικά λοιπόν; Σε αγαπώ Γουίλλιαμ. Σε αγαπώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
Ο αιωνόβιος Φύλακας είχε αιφνιδιαστεί από τα λόγια της, κάτι που δεν του είχε συμβεί ποτέ στη νεώτερη ιστορία.
-Ντιάνα, είπε, είμαι.....
-Ξέρω τι είσαι, είπε απαλά η κοπέλα, και γι' αυτό ξεκίνησα από αυτό. Ξέρω και το δέχομαι, θέλω να ζήσω δίπλα σου. Μη με διώξεις.
Ο Γουίλλιαμ έκλεισε τα μάτια του. Ήταν σωστό; Έπρεπε να συνδέσει τη ζωή του με την κοπέλα αυτή παρότι τόσο το ήθελε; Άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε βυθίζοντας το βλέμμα του στο δικό της. Η Ντιάνα το ανταπέδωσε με ανυπόκριτη αγάπη αλλά και αγωνία για την απόφασή του.
-Ντιάνα, είπε απαλά, καταλαβαίνεις ότι μια ζωή μαζί μου δεν θα είναι συνηθισμένη. Κάθε άλλο.
-Ούτε η δική μου ήταν.
-Ναι αυτό είναι αλήθεια, ψιθύρισε ο Γουίλλιαμ, αλλά και πάλι δεν συγκρίνεται. Ακόμα και με το παρόν έργο μου ολοκληρωμένο ποτέ δεν θα είμαι χωρίς έννοια ή και κάποια αποστολή.
-Τα σκέφτηκα όλα αυτά, το μόνο που με λυπεί είναι ότι δεν θα είμαι για πάντα μαζί σου. Ακόμα και σαν Φύλακας δεν θα ζήσω όσο εσύ.
Ο Γουίλλιαμ κοίταζε τα λαμπερά μάτια της Ντιάνα όσο εκείνη μιλούσε. Η πείρα αιώνων του αποκάλυπτε ότι ήταν ειλικρινής και εννοούσε όλα όσα έλεγε.
Την αγκάλιασε και την κράτησε. Ένιωσε την ένταση να φεύγει και το  σώμα της να χαλαρώνει. Ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του και πέρασε τα χέρια της γύρω από τη μέση του. Έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε.
-Δεν λέω ναι, είπε ήσυχα ο Γουίλλιαμ, δεν λέω όχι. Όταν ολοκληρώσουμε αυτό το έργο που αναλάβαμε θα είμαστε ελεύθεροι να αποφασίσουμε και γι' αυτό.
-Μπορώ να μείνω κοντά σου;
-Ναι, μπορείς.

Ο Γουίλλιαμ ξάπλωσε και πάλι και η Ντιάνα ξάπλωσε δίπλα του. Κοιμήθηκε πιο ήσυχα από όσο είχε κοιμηθεί ποτέ