12.
Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας
Ο
Γουίλλιαμ κοίταξε τον Γκράιτς. Οι δυο τους στέκονταν περικυκλωμένοι από τους
μαυροντυμένους πολεμιστές του αιωνόβιου Φύλακα. Η Τασία Μαρκάτου στεκόταν
ανάμεσα σε δυο από αυτούς χλωμή από το φόβο της. Είχε δει το βλέμμα που της
είχε ρίξει ο αμείλικτος εχθρός του εραστή της και την είχε τρομάξει. Δεν υπήρχε
μίσος, δεν υπήρχε λαγνεία, δεν υπήρχε παρά μόνο μια σφοδρή απέχθεια.
-Δώσε
μου τα κλειδιά και μπορείς να φύγεις, είπε ο Γουίλλιαμ στον Γερμανό.
-Θα
με αφήσεις ζωντανό;
-Δεν
το κάνω από ανωτερότητα, απλά δεν θέλω να χύνω αίμα όταν δεν είναι απαραίτητο.
Αν μου δώσεις τα κλειδιά δεν θα μπορέσεις να τα ανακτήσεις και τελειώνουν όλα.
Θα μου τα δώσεις λοιπόν;
-Ναι!
Καταραμένος να είσαι!
Ο
Γερμανός έβγαλε μέσα από τα ρούχα του τους δυο κρυστάλλους και τους έριξε στην
άμμο μπροστά στα πόδια του Φύλακα. Εκείνος τους μάζεψε και είπε:
-Είσαι
ελεύθερος να φύγεις.
Ο
Γερμανός έκανε μεταβολή και πέρασε ανάμεσα στους άνδρες που είχαν νικήσει τους
δικούς του. Δεν κοίταξε καθόλου την Μαρκάτου που ξεστόμισε ένα πανικόβλητο:
-Εγώ;
-Εσύ
θα μείνεις εδώ, απάντησε ψυχρά ο Γουίλλιαμ και την πλησίασε. Είσαι τυχερή
ξερεις. Αν έμενες μαζί του κάποια στιγμή απλά θα εξαφανιζόσουν.
-Και
τώρα; είπε η Μαρκάτου. Να μείνω μαζί σου; Δεν θες ένα κορμί να σβήσεις τη φωτιά
της μάχης;
Ξεκούμπωσε
το κουμπί της μπλούζας της αποκαλύπτοντας το πάνω μέρος του στήθους της αλλά η
ματιά που της έριξε την έκανε να πισωπατήσει.
-Ανόητη
γυναίκα, θα θυσίαζες την ανιψιά σου αλλά και την κόρη σου στο βωμό του
ευδαιμονισμού σου; Πήγαινε στην κόρη σου.
Τρέμοντας
τη διαφαινόμενη οργή του η Τασία Μαρκάτου πήγε να βρει την κόρη του και εκείνος
πλησίασε τον επικεφαλής των συμμάχων του.
-Ευχαριστώ
Ζαλιμάν, η αποστολή σας ολοκληρώθηκε. Καλύψτε τον τάφο και μετά είστε ελεύθεροι
να φροντίσετε για το λαό σας.
-Ευχαριστούμε
άρχοντά μου, αλλά όποτε μας χρειαστείς μπορείς να μας καλέσεις και πάλι και θα
σπεύσουμε στο πλευρό σου.
Το
σούρουπο είχε τυλίξει με τα γλυκά του χρώματα το Κάιρο όταν ο Γουίλλιαμ και οι
υπόλοιποι έφτασαν στο ξενοδοχείο τους. Μετά από λίγη ώρα που πέρασαν καθένας το δωμάτιό του για να ξεκουραστούν
και να φρεσκαριστούν συγκεντρώθηκαν σ' αυτό του Άγγελου που ήταν κάπως πιο
ευρύχωρο.
-Και
τώρα τι; ρώτησε η Αλεξία. Πήραμε τα κλειδιά από το Γερμανό, έχουμε και τα
υπόλοιπα. Τελείωσε;
-Σχεδόν,
είπε ο Γουίλλιαμ. Δεν τελείωσε αλλά είμαστε κοντά. Τα κλειδιά συγκεντρώθηκαν
αλλά θα ήταν επικίνδυνο να τα κρατήσω εγώ. Θα βρεθούν και πάλι άλλοι έξι
Φύλακες να μοιραστούμε αυτό το έργο.
-Εσύ
θα τους βρεις;
-Όχι,
Εκείνος.
-Ποιος
είναι εκείνος;
-Κάποιος
που ήταν γέρος όταν ακόμα εγώ δεν ήξερα τίποτα για τους Φύλακες.
-Είσαστε
οκτώ δηλαδή; ρώτησε η Αλεξία.
-Ναι,
αλλά Εκείνος δεν έφυγε ποτέ από το νησί. Έμενε εκεί συνέχεια, κοντά στο θησαυρό
γνώσης που φυλάμε. Εκείνος είχε δώσει την άδειά του, γι' αυτό η αδερφότητα ήταν
με το μέρος μου.
-Ποιο
νησί;
-Ένα
από τα πιο όμορφα της πατρίδας σας, είπε ο Γουίλλιαμ. Είναι στη Σαντορίνη, στο
ηφαίστειο.
Καθώς
τον κοίταζαν όλοι έκπληκτοι εκείνος χαμογέλασε.
-Ποιος
θα σκεπτόταν να κοιτάξει εκεί; Θα έρθετε μαζί μου να τα παραδώσω;
-Εγώ
θα έρθω, είπε η Ντιάνα αμέσως.
-Ναι,
θα ήθελα να δω το τέλος αυτής της ιστορίας, είπε η Αλεξία.
-Ωραία,
είπε ο Γουίλλιαμ, αύριο επιστρέφουμε στην πατρίδα σας. Άγγελε θα φροντίσεις για
τα εισιτήρια;
-Ναι
φυσικά.
-Έχω
μια τελευταία απορία, είπε η Αλεξία. Γιατί σε όλο το ταξίδι ως τον τάφο δεν
έπαιρνες εσύ τα κλειδιά αλλά τώρα το κάνεις;
-Είσαι
έξυπνη, χαμογέλασε ο Γουίλλιαμ. Όταν ένας Φύλακας αγγίξει ένα κλειδί οι
υπόλοιποι το αντιλαμβάνονται. Δεν ήθελα να νιώσει ό Γκράιτς ότι τα βρίσκαμε.
Τώρα δεν έχει σημασία.
Μετά
από μια ήσυχη νύχτα πήγαν στο αεροδρόμιο και πήραν την πρώτη πτήση για Αθήνα.
Κατά τη διάρκεια της αναμονής η Νάντια είχε πάει παράμερα με τη μητέρα της και
μιλούσαν. Παρότι δεν είχαν υψώσει τη φωνή τους ήταν ολοφάνερη η ψυχρότητα
ανάμεσά τους. Στο αεροπλάνο η Νάντια κάθισε με τον Άγγελο και την Αλεξία. Η
μητέρα της προτίμησε να καθίσει κάπου μακριά τους.
Η
Αθήνα τους υποδέκτηκε με μια καταρρακτώδη βροχή. Αφήσανε το διεθνές αεροδρόμιο
Ελευθέριος Βενιζέλος για να πάνε στο λιμάνι. Εκεί γευματίσανε σε ένα εστιατόριο
και η Τασία Μαρκάτου δήλωσε πως δεν θα ακολουθούσε, σιχαινόταν τη θάλασσα και
τα πλοία. Οι υπόλοιποι αντιμετώπισαν την δήλωση με υποψία αλλά ο Γουίλλιαμ είπε
απλά:
-Δεν
μπορείς να κάνεις πια κακό, πήγαινε σπίτι σου και μετάνιωσε για όσα έκανες.
Το
απόγευμα ο καιρός άλλαξε και σαλπάρανε για τη Σαντορίνη, την αρχαία νήσο Θήρα,
μέσα σε ένα υπέροχο δειλινό. Ο Άγγελος με τη Νάντια στην αγκαλιά του αγνάντευε
το πέλαγος που έμοιαζε με λιωμένο στο καμίνι χρυσό καθώς ο ήλιος το αγκάλιαζε
με το φως του. Ένα κατάστρωμα πιο ψηλά ο αιωνόβιος Φύλακας άφηνε το φως να τον
λούζει και το αεράκι να ανακατεύει τα μαλλιά του. Πλησίαζε στην ολοκλήρωση της
αποστολής του. Δεν ήταν το τέλος, ήξερε τι θα ακολουθούσε, θα έπρεπε να βρει
τους νέους Φύλακες. Αλλά τουλάχιστον τα κλειδιά ήταν ασφαλή. Το πλέον
επικίνδυνο μέρος της αποστολής του είχε ολοκληρωθεί επιτυχώς. Και σε αυτήν την
στιγμή του θριάμβου του είχε έρθει στη ζωή του η Ντιάνα. Ήταν σημάδι άραγε; ένα
σημάδι ότι τώρα θα μπορούσε να ζήσει μαζί της πράγματα που δεν είχε ζήσει τους
τελευταίους αιώνες;
Η
Ντιάνα ήρθε δίπλα του, κοίταξε το πέλαγος που έλαμπε κάτω από τον ήλιο και
ρώτησε:
-Τι
σκέφτεσαι;
-Εσένα,
απάντησε ο Γουίλλιαμ και γύρισε να την κοιτάξει. Είσαι σίγουρη για αυτά που μου
είπες προχθές τη νύχτα;
Η
Ντιάνα ένευσε καταφατικά, κοιτώντας τον με αγωνία σε αναμονή της συνέχειας της
φράσης του. Ο Γουίλλιαμ όμως δεν είπε τίποτα, απλά βυθίστηκε στο ζεστό της
βλέμμα πριν την αγκαλιάσει.
Έφτασαν
στην Σαντορίνη την ώρα που σκοτείνιαζε. Ο Γουίλλιαμ οδήγησε τους υπόλοιπους
μακριά από την κίνηση του λιμανιού με τους επισκέπτες που κανόνιζαν τα
μεταφορικά τους μέσα για τα διάφορα μέρη του νησιού και τους διαφημιστές των
διαφόρων ξενοδοχειακών και τουριστικών μονάδων. Τους πήγε σε ένα μικρό λιμανάκι
όπου αγκυροβολούσαν τα ψαροκάικα. Εκεί πλησίασε έναν ασπρομάλλη άνδρα με
φθαρμένα από τον ήλιο και την αλμύρα ρούχα που έδειξε να χαίρεται που τον
βλέπει. Λίγα λεπτά αργότερα έπλεαν με το ψαροκάικο προς τον κώνο του του
ηφαιστείου.
Ο
Γουίλλιαμ οδήγησε το μικρό πλεούμενο στο σημείο που μπορούσε να πλευρίσει και
αποβιβάστηκαν στο μαύρο ηφαιστειακό πέτρωμα. Παρ' ότι ήταν νύχτα πια οι βράχοι
ήταν ζεστοί. Ο γίγαντας απλά κοιμόταν, δεν ήταν ανενεργός. Ο Φύλακας τους
οδήγησε σε έναν βράχο και πίσω από αυτόν σε ένα στενό πέρασμα που λίγα βήματα
πιο μέσα τους έφερε σε μια μικρή σπηλιά στο κέντρο της οποίας υπήρχε λαξευμένη
μια βάση με επτά υποδοχές. Ο Γουίλλιαμ τοποθέτησε σε αυτές τα επτά κλειδιά.
-Οι
Επτά Στύλοι της Σοφίας, είπε με φωνή που παλλόταν από συγκίνηση.
Με
ένα τρίξιμο πέτρας πάνω σε πέτρα ο τοίχος μπροστά τους παραμέρισε
αποκαλύπτοντας μια πόρτα που πέρασαν με πρώτο τον Γουίλλιαμ για να βρεθούν στον
αρχαίο θάλαμο που συγκεντρώνονταν οι Φύλακες. Με νοσταλγία ο αιωνόβιος πήγε και
κάθισε στη θέση του ενώ τους εξηγούσε τι ήταν αυτός ο χώρος.
-Εδώ
είναι ο προθάλαμος της γνώσης που φυλάμε.
-Και
που θα γίνει δική μου!
Στράφηκαν
όλοι στην πόρτα όπου στεκόταν ο Χαίνριχ Γκράιτς με ένα πιστόλι στο χέρι του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου