Η
Πιστόια είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας της Τοσκάνης και μια αρκετά
μεγάλη πόλη βόρεια της Φλωρεντίας. Τα τριάντα χιλιόμετρα που την χωρίζουν από
την πόλη των Μεδίκων θα τα διέσχιζαν με το αυτοκίνητο που είχαν νοικιάσει. Η
εκκλησία ήταν έξω από την πόλη και δεν θα χρειαζόταν να μπουν σε αυτή. Όπως και
τις προηγούμενες φορές που είχαν μπει σε αυτοκίνητο ο Άγγελος και η Νάντια
είχαν καθίσει μπροστά και οι υπόλοιποι πίσω.
Ο
Φύλακας ήταν σιωπηλός. Κοιτούσε έξω το τοπίο καθώς ο Άγγελος οδηγούσε γρήγορα
στην ευθεία της autostrada. Είχε τυλιχτεί στο μανδύα του και παρακολουθούσε τις
εναλλαγές στο τοπίο.
-Τι
σε απασχολεί; ρώτησε η Αλεξία. Το επόμενο βήμα;
-Όχι,
νομίζω ότι αυτό που θέλουμε θα το βρούμε.
-Τότε;
-Αυτή
η περιοχή λεγόταν κάποτε Ετρουρία.
-Αναμνήσεις;
ρώτησε απαλά η Ντιάνα.
-Ναι,
είπε ο Γουίλλιαμ συνεχίζοντας να κοιτάει έξω. Πολλές.
Η
Ντιάνα άπλωσε το χέρι της και έπιασε το δικό του.
-Δεν
είσαι μόνος σου, είπε σιγανά και κοίταξε άβολα προς το μέρος της Αλεξίας που θα
μπορούσε να την ακούσει. Εκείνη ωστόσο κοιτούσε έξω την Πιστόια που είχε
αρχίσει να φαίνεται.
Η
εκκλησία που ήθελαν ήταν σε ένα μικρό δρόμο έξω από την autostrada, βγήκαν στον
μικρό δρόμο και προχώρησαν αργά ανάμεσα στα σπαρμένα χωράφια. Καθώς άφηναν πίσω
τους την μεγάλη οδική αρτηρία και έσβηνε ο θόρυβος μια πρωτόγνωρη γαλήνη τους
τύλιξε. Ο μόνος ήχος που ακουγότανε ήταν ο άνεμος και οι τρίλιες των πουλιών
που βιαστικά περνούσαν πάνω από το κεφάλι τους. Σταμάτησαν στην άκρη του
δρόμου.
Άφησαν
το αυτοκίνητο και προχώρησαν στη μικρή εκκλησία που βρισκόταν στη μέση μιας
μικρής έκτασης με φροντισμένο γκαζόν. Ο Γουίλλιαμ προχώρησε πρώτος και
ακολούθησαν οι υπόλοιποι. Ο Φύλακας άνοιξε την πόρτα, που υποχώρησε με ένα
τρίξιμο, και μπήκαν. Έκανε το σταυρό του.
-Πιστεύεις;
ρώτησε ο Άγγελος.
-Φυσικά.
-Περίμενα
ότι εσύ περισσότερο από κάθε άλλον δεν θα πίστευες, έχοντας ζήσει τόσο και
έχοντας κάνει τόσα.
-Είδα
πολλά που να με πείθουν ότι υπάρχει Θεός και τίποτα για το αντίθετο.
Ο
Γουίλλιαμ πήγε στο δεξιό κλίτος της εκκλησίας όπου υπήρχε ένας τάφος.
-Εδώ
αναπαύεται ο Τζιάκομο Άρνο σκοτωμένος από τον Τζιουζέπε Ταλαφέρο που έκτισε
αυτήν την εκκλησία.
-Τον
έθαψε στην εκκλησία που έκτισε; απόρησε η Νάντια.
-Ναι,
ήταν βλέπεις φίλοι και συμπολεμιστές, τον σκότωσε άθελά του. Τον έθαψε εδώ
λοιπόν.
-Και
το κλειδί;
-Το
πήρε εκείνος. Αν ήταν στον τάφο θα το είχα νιώσει.
-Γουίλλιαμ....
Ο
Φύλακας γύρισε και κοίταξε την Ντιάνα που κάτι παρατηρούσε με δέος στον πρόναο.
Η κοπέλα του έκανε νόημα να πλησιάσει. Το έκανε και οι υπόλοιποι τον
ακολούθησαν. Αυτό που έδειχνε η Ντιάνα ήταν μια τοιχογραφία που εικόνιζε έναν
άνδρα και μετά έναν δεύτερο με πολεμική αμφίεση, πανοπλία, κράνος, όπλα, και το
αντικείμενο της αναζήτησής τους στο στήθος.
-Ο
Τζιουζέπε, είπε ο Γουίλλιαμ, και αυτός είναι ο γιος του Γκουίτο, και αυτός
είναι ο εγγονός του επίσης Τζιουζέπε, αλλά δεν φοράει το κλειδί σαν κόσμημα.
-Σε
αυτό μπορώ να σας βοηθήσω εγώ.
Στράφηκαν
για να αντικρίσουν έναν ηλικιωμένο άνδρα με το μαύρο ράσο ιερέα που μόλις είχε
μπει στην εκκλησία με τον κρύσταλο να κρέμεται από μια αλυσίδα στο στήθος του.
Ο
Γουίλλιαμ παραμέρισε λίγο το μανδύα του για να είναι έτοιμος να τραβήξει τη
σπάθα του αλλά όχι τόσο ώστε να μπορεί να δει ο άλλος ότι είναι οπλισμένος.
-Και
εσείς είστε..... άφησε την πρόταση μετέωρη.
-Ονομάζομαι
Πιερ – Λουίτζι Ταλαφέρο.
-Ταλαφέρο;
Ενδιαφέρον, μολις κοιτάζαμε τις
τοιχογραφίες των προγόνων σας.
-Ναι
το αντιλήφθηκα, όπως και ότι προφανώς παρατηρήσατε την παρουσία αυτού του
κοσμήματος σ' αυτές όπως και ότι δεν το φοράνε όλοι.
-Ναι
έτσι είναι.
-Η
εξήγηση είναι απλή. Το κομψοτέχνημα αυτό πέρασε στο μικρότερο γιο, τον
Αλεσάντρο που είχε αφοσιωθεί στον Κύριό μας.
-Ιερέας;
-Έχετε
σίγουρα διαβάσει το Κόκκινο και το Μαύρο.
-Ναι,
βέβαια.
-Είναι
αλήθεια πως εκείνη την εποχή οι δυο δρόμοι που μπορούσε εύκολα να πάρει ένας
άνδρας ήταν με τον κλήρο ή με το στρατό. Η οικογένειά μου διακρινόταν με την
αφοσίωση των αγοριών της και στους δυο κλάδους και όταν μετά τον Αλεσάντρο
πέρασε το αντικείμενο αυτό στον ανιψιό του τον Βαλέριο που ήταν επίσης ιερέας
έγινε παράδοση να περνάει από χέρια ιερέων σε χέρια ιερέων μέχρι που το πήρα
εγώ κάπου μισό αιώνα πριν.
-Οικογενειακό
κειμήλιο, λοιπόν, είπε ο Γουίλλιαμ αναρωτώμενος αν θα μπορούσε να πείσει αυτόν
τον άνδρα να τους δώσει αυτό το κλειδί.
-Πράγματι,
αλλά μόνο αυτό. Ένα κομψοτέχνημα από το παρελθόν. Εσείς γιατί ενδιαφέρεστε γι'
αυτό;
-Αν
σας έλεγα ότι δεν είναι μόνο αυτό;
-Τι
εννοείτε;
-Υπάρχουν
άλλα έξι.
-Άλλα
έξι; Εκπληκτικό. Όμοια με αυτό;
-Σε
σημείο που μόνο εγώ να μπορώ να πω ποιο είναι ποιο, απάντησε ο Γουίλλιαμ.
Οι
υπόλοιποι στέκονταν γύρω και παρακολουθούσαν τη συζήτηση που είχε γίνει στα
Αγγλικά. Όταν τους πρωτομίλησε ο ιερέας το είχε κάνει στα Αγγλικά
καταλαβαίνοντας πως είναι ξένοι και έτσι είχε συνεχιστεί η συζήτηση.
-Υποθέτω
ότι θα θέλετε να το αποκτήσετε, είπε ο ιερέας κοιτώντας τον αιωνόβιο Φύλακα
εξεταστικά. Είστε συλλέκτης;
-Όχι,
είπε ο Γουίλλιαμ. Είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό από απλά μια συλλογή και
ακριβώς για το λόγο αυτό δεν μπορώ να σας πω περισσότερα.
-Δεν
χρειάζεται.
-Όχι;
Ο
ιερέας χαμογέλασε. Κοίταξε την τοιχογραφία του Τζιουζέπε Ταλαφέρο.
-Ο
Άρνο και ο Τζιουζέπε πολέμησαν σε πολλές μάχες μαζί, όπως και στην Ορλεάνη στη
μάχη που η Ζαν Ντ' Άρκ έλυσε την πολιορκία. Σύμφωνα με την παράδοση της
οικογενείας μου σχετικά με το τεχνούργημα ο άνδρας από τον οποίο το πήρε ο Άρνο
είπε πεθαίνοντας ότι μια μέρα θα έρθουν γι' αυτό. Αυτή η μέρα λοιπόν ήρθε.
-Πραγματικά.
Ο
ιερέας έβγαλε την αλυσίδα από το λαιμό του και έτεινε τον κρύσταλλο στον
Γουίλλιαμ που δεν άπλωσε το χέρι του να το πάρει. Αντίθετα στράφηκε στην Αλεξία
και της είπε:
-Αλεξία,
φύλαξέ το με τα άλλα.
Η
Αλεξία πήρε το κλειδί και το έβαλε βιαστικά στο σακίδιό της.
-Ευχαριστώ,
είπε ο Γουίλλιαμ στον ιερέα, πως θα μπορούσα να σας το ανταποδώσω;
-Δεν
χρειάζεται. Έτσι έπρεπε να γίνει.
Ευχαρίστησαν
ξανά τον ευγενικό και γενναιόδωρο ιερέα και βγήκαν από την εκκλησία.
-Και
τώρα; ρώτησε η Νάντια κοιτώντας τον συννεφιασμένο ουρανό.
-Τώρα
θα πάμε σε ένα μέρος με ήλιο, είπε ο Φύλακας.
-Που;
-Στην
Αίγυπτο.
-Γιατί;
-Γιατί
εκεί βρίσκεται το τελευταίο κλειδί που έμεινε να βρούμε.
-Στην
Αίγυπτο βρίσκεται; Ξέρεις που; είπε η Αλεξία έκπληκτη,
-Ναι,
εδώ και δυο αιώνες, απάντησε ο Γουίλλιαμ, αλλά ως τώρα δεν ήξερα πως να το
πάρω.
Μπήκαν
στο αυτοκίνητο και ο Άγγελος έβαλε μπρος.
-Που
πάμε;
-Πίσω
στο αεροδρόμιο, πετάμε για Ρώμη και από' κει για Κάιρο.
-Τι
θα βρούμε εκεί; ρώτησε η Αλεξία καθώς ξεκινούσαν για το αεροδρόμιο.
Ο
Γουίλλιαμ δεν απάντησε αμέσως κοιτώντας έξω. Η Ντιάνα τον κοίταξε ανήσυχη όπως
καθόταν δίπλα του. Το χέρι της γλύστρισε στο δικό του. Ο Φύλακας χαμογέλασε
αχνά.
-Μην
ανησυχείς, απλά χάθηκα για λίγο στις αναμνήσεις. Το κλειδί αυτό το είχε ο
Αιγύπτιος Φθανχούρ. Παρέμεινε στην κατοχή του ως την υποταγή της χώρας στους
Ρωμαίους. Τότε ο Φθανχούρ οργάνωσε μια μυστική αδερφότητα για να φυλάξει το
κλειδί κρυμμένο σε έναν τάφο κοντά στο Λούξορ . Η αδερφότητα ονομάστηκε
Αδερφότητα των Ιερών Πολεμιστών και από τότε φρόντιζε να παραμένει μυστική η
τοποθεσία του τάφου και να σιωπά όποιος τον ανακάλυπτε. Φυσικά έχουν την
αποστολή να φυλάξουν και από οποιονδήποτε σφετεριστή το κλειδί.
-Και
θα το δώσουν σε εσένα; ρώτησε ο Άγγελος χωρίς να πάρει τα μάτια του από τον
δρόμο μπροστά του. Δεν θα σε θεωρήσουν σφετεριστή;
-Όχι.
-Γιατί
όχι;
-Αυτό
θα ήθελα να μην το αποκαλύψω. Δεν θα μας εμποδίσουν να το πάρουμε πάντως.
-Και
τι θα γίνει μέσα στον τάφο; Έχει παγίδες όπως στη Ρώμη; ρώτησε η Αλεξία και
ανατρίχιασε καθώς θυμήθηκε τα βέλη που εκτοξεύτηκαν από τις οπές στους τοίχους
στο διάδρομο κάτω από την εκκλησία του αγίου Σεβαστιανού.
-Τις
περισσότερες από κάθε άλλο μέρος που είδα στη ζωή μου.
-Και
πως θα πάρουμε το κλειδί; ρώτησε έντρομη τώρα η Αλεξία.
-Όταν
βρήκα τον τάφο δεν τον πείραξα, ήταν αμέσως μετά τη ναυμαχία του Αμπουκίρ.
-Το
1798, είπε η Αλεξία ενθυμούμενη μια λεπτομέρεια από την ιστορία που διδασκόταν
στο σχολείο.
-Σωστά,
όπως είπα περίπου πριν δυο αιώνες έμαθα που είναι αυτό το κλειδί. Όμως δεν
υπήρχε λόγος να το πάρω. το άφησα στη φύλαξη εκείνων που είχαν ταχθεί να
υπηρετούν αυτόν τον σκοπό. Όταν εκδηλώθηκε η προδοσία του Γκράιτς και άρχισα να
αναζητώ τα κλειδιά ήξερα που ήταν αυτό αλλά δεν ήθελα να διακινδυνεύσω στον
τάφο, ο Φθανχούρ ήταν Αιγύπτιος και δεν υπήρξε ποτέ λαός πιο επιτήδειος στο να
φυλάει με παγίδες τα ταφικά του μνημεία. Τώρα όμως ξέρω τι να περιμένω. Στο
Λούξορ ήμουν όταν έλαβα μήνυμα από τον παππού σου ότι δεν είναι καλά. Άφησα το έργο
μου και ταξίδεψα στην Ελλάδα.
-Πως
ξέρεις τώρα τι να περιμένεις;
-Είχε
βρει ο παππούς σου την άκρη σε ένα παλιό χειρόγραφο. Εγώ εν τω μεταξύ
εξουδετέρωνα τις εξωτερικές παγίδες. Τώρα είμαι έτοιμος να μπω στον τάφο.
-Ας
ελπίσουμε ότι όλα θα πάνε καλά, είπε η Αλεξία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου