Στις Θάλασσες Του Κόσμου 14

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο Μάικ κοντοστάθηκε μα κούνησε το κεφάλι του και έκανε να προχωρίσει αλλά ο Κόρθαξ συνέχισε.
-Είσαι δειλός! Πήγαινε να κρυφτείς στα φουστάνια της πρόστυχης μιγάδας σου.
Ο Μάικ απάντησε χωρίς να γυρίσει.
-Αν μονομαχήσουμε, θα σε σκοτώσω, είπε. Δεν θέλω να το κάνω αυτό. Δεν είμαι δολοφόνος.
Ο Κόρθαξ ξιφούλκησε και  όρμηξε μπροστά με μια άναρθρη κραυγή. Ήταν πολύ κοντά για να μπορέσει να αντιδράσει ο Μάικ. Η Αντέλα ούρλιαξε τρομαγμένη αλλά ο Αζίζ ήταν ο πιο γρήγορος από όλους. Εκτόξευσε με βία το γιαταγάνι του που βρήκε τον Κόρθαξ κατάστηθα και τον τίναξε πίσω. Σωριάστηκε ανάσκελα και έμεινε εκεί ακίνητος, νεκρός.

  

Επίλογος

Ο αέρας ανέμιζε τα ρούχα του Μάικ καθώς στεκόταν στο πηδάλιο του Ανίκητος. Τρία ολόκληρα χρόνια είχαν περάσει από την επιστροφή τους από την Τζαμάικα. Ήταν και πάλι σε πόλεμο με τη Γαλλία. Μερικές μέρες μετά την επιστροφή τους η υπογραφή της συνθήκης της Αμιένης είχε σημάνει την παύση των εχθροπραξιών. Ήταν ευκαιρία να ασχοληθούν με άλλα πράγματα.
Ο Τζέημς και η Μάργκαρετ παντρεύτηκαν λίγο καιρό μετά το γάμο του Τζώρτζ Κάμπελ με την Κάθρην που γρήγορα έμεινε έγκυος και γέννησε δίδυμα. Ο ίδιος παντρεύτηκε την Αντέλα και αποδείκτηκε μια άριστη επιλογή. Ο γλυκός χαρακτήρας που είχε δείξει ήταν ακόμα πιο γλυκός μέσα στο γάμο και η αγάπη της ήταν πραγματικά άδολη και αληθινή. Και τώρα ήταν ετοιμόγεννη και γι' αυτό βιαζόταν να επιστρέψει στην πατρίδα, ήθελε να είναι εκεί όταν θα ερχόταν στον κόσμο το παιδί τους. Προς το παρόν ήταν μαζί της η Σάρα που δούλευε σαν μαγείρισσα σε ένα κοντινό καπηλειό. Είχε παντρευτεί και εκείνη και είχε ήδη ένα κοριτσάκι ενώ ήταν έγκυος σε δεύτερο παιδί.
Ένα χρόνο μετά την συνθήκη της Αμιένης ο πόλεμος είχε ξεσπάσει εκ νέου και ο Τζέημς με το πλήρωμά του είχαν βρεθεί στο πέλαγος και πάλι πολεμώντας τους Γάλλους. Είχαν ταξιδέψει μέχρι και στην ακτή των πειρατών στην Αραβική χερσόνησο όπου ο Αζίζ είχε ξεκινήσει μια εκστρατεία κατά των επιδρομέων που λυμαίνονταν τα εμπορικά πλοία στην περιοχή. Ο Αζίζ βρισκόταν εκεί τώρα αλλά σύντομα θα επέστρεφε στην Αγγλία για διπλωματική αποστολή. Εκείνοι γύριζαν στην Αγγλία για να ξεκουραστούν μετά από μήνες στην θάλασσα και αφού οι Γάλλοι είχαν υποστεί την ήττα στην ναυμαχία του Τραφάλγκαρ.
Ένας νεαρός ανθυπασπιστής ανέβηκε στη γέφυρα. Ο Άλεξ ήταν ολόκληρος άνδρας πια και ένας πολλά υποσχόμενος αξιωματικός. Η σχέση του με τη Μέγκαν ήταν τόσο στέρεα σαν να ήταν ήδη παντρεμένοι αν και ακόμα δεν την είχαν κάνει επίσημη. Είχαν ζητήσει από τον Μάικ να τους παντρέψει και εκείνος είχε δεχθεί με χαρά.
Καθώς ο ήλιος ανέτειλε πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα μια πρώτη ηλιακτίδα χάιδεψε το πρόσωπό του και εκείνος χαμογέλασε. Μια ακόμη μέρα ξημέρωνε, μια όμορφη μέρα μιας και θα έβλεπαν την πατρίδα και τα αγαπημένα τους πρόσωπα ξανά.

Τέλος

Στις Θάλασσες Του Κόσμου 13

Author: Νυχτερινή Πένα /

Το Ανίκητος έσχιζε με ταχύτητα τη θάλασσα σκαμπανεβάζοντας από τα κύματα. Ο Μάικ στο πηδάλιο του πολεμικού κοίταζε τον ωκεανό και την πυξίδα για να μπορεί να παραμένει στην σωστή πορεία. Τα σύννεφα είχαν καλύψει τον ουρανό και δεν υπήρχε κανένα σημείο προσανατολισμού.
Το Ανίκητος έπλεε πρώτο και ακολουθούσαν τα υπόλοιπα Αγγλικά πλοία με τελευταίο το Αυστριακό πολεμικό που το πλήρωμά του ήταν τελείως ανεξοικείωτο με τις θάλασσες αυτής της περιοχής.
Ο Τζέημς ανέβηκε στη γέφυρα.
-Μάικ, θα αναλάβω εγώ, ξεκουράσου λίγο.
-Δεν χρειάζεται, είμαι εντάξει.
-Είναι διαταγή, να χαλαρώσεις λίγο. Στην επίθεση θα έχεις το πηδάλιο του πλοίου.
-Μάλιστα, είπε ο Μάικ παραχωρώντας το πηδάλιο στον Μπόουντεν.
Κοίταξε τα σύννεφα και στράφηκε στον πλοίαρχο.
-Ο καιρός μας ευνοεί, όχι μόνο θα έχουμε τον άνεμο ούριο αλλά θα σπρώχνει τον καπνό στα μάτια των Γάλλων.
Στα 1802, κάθε βολή πυροβόλου όπλου σήκωνε ένα μικρό σύννεφο καπνού και οι βολές από τα κανόνια ήταν πολύ χειρότερες. Θα περνούσε ακόμα σχεδόν μισός αιώνας ως που να λυθεί αυτό το πρόβλημα.
Ο Τζέημς χαμογέλασε. Θα είχαν ένα ακόμα πλεονέκτημα, εκείνοι θα αποκτούσαν πιο γρήγορα ορατότητα μετά τις βολές αφού θα έπνεε ευνοϊκά ο άνεμος. Χώρια που με το Γαλλικό στόλο αγκυροβολημένο στον περιορισμένο χώρο του λιμανιού δεν χρειάζονταν τόση ορατότητα όσο οι αντίπαλοί τους.
-Σωστή σκέψη, είπε ο Τζέημς. Ελεύθερος.
Ο Μάικ άφησε τη γέφυρα και πήγε στην πρύμνη όπου ο Αζίζ ήταν καθισμένος στο κατάστρωμα με το γιαταγάνι του θηκαρωμένο στα γόνατα. Κάθισε δίπλα του.
-Τι σκέφτεσαι; ρώτησε ο Άραβας. Την επίθεση;
-Όχι, θα τους νικήσουμε, δεν με απασχολεί αυτό.
-Τότε;
-Η Αντέλα, ξέρεις ότι δεν είμαι σαν τους περισσότερους άνδρες στο πλήρωμα να βγαίνω στα λιμάνια και να κοιμάμαι με άλλη κάθε φορά αλλά είχα κάποιες γυναίκες. Η Αντέλα ωστόσο είναι διαφορετική κοπέλα. Έχει έναν πράο, γαλήνιο χαρακτήρα, χωρίς καθόλου πείσμα και εγωισμό.
-Και αυτό είναι κακό;
-Όχι, είπε ο Μάικ, κάθε άλλο. Έλα πάμε κάτω, μια παρτίδα σκάκι θα βοηθήσει να περάσει η ώρα.

Η μικρή αρμάδα του Τζέημς εμφανίστηκε στα ανοιχτά του Φορ Ντε Φρανς  μια ώρα περίπου πριν την αυγή και με σβηστά τα φώτα πλησίασε το λιμάνι, καθώς το πρώτο φως της αυγής άρχισε να απλώνεται πάνω από την θάλασσα τα δέκα πλοία πλησίασαν το άνοιγμα του λιμανιού έτοιμα γα επίθεση.
Η επίθεση ήταν αιφνιδιαστική, ήταν σαν να είχαν εμφανιστεί από το πουθενά,  και οι πρώτες βολές των επιτιθέμενων πλοίων έπιασαν τους Γάλλους στον ύπνο κυριολεκτικά. Ο συναγερμός σήμανε με τις πρώτες κανονιές. Τα δυο μικρά πλοία των Γάλλων βυθίστηκαν με την πρώτη ομοβροντία. Ως που να είναι σε θέση να ανταπωδόσουν τα πυρά οι αμυνόμενοι τα σλουπ είχαν πάθει σοβαρές ζημιές και δυο είχαν βυθιστεί. Ο αγώνας γινόταν πιο εύκολος τώρα αν και οι Γάλλοι υπερείχαν ακόμα σε δύναμη πυρός, τα πλοία τους της γραμμής ήταν πιο βαριά οπλισμένα.
Ο Τζέημς είχε ωστόσο υπολογίσει σωστά, κλεισμένα μέσα στον κόλπο του λιμανιού του Φορ Ντε Φρανς τα τριάντα τρία πλοία είχαν μεγάλη δυσκολία στο να πάρουν θέση μάχης και να ανταποδώσουν τα πυρά χωρίς να αλληλοκτυπηθούν ακόμα και με τα ξένα πλοία αγκυροβολημένα κοντά στην έξοδο του κόλπου.
Ο Αυστριακός είχε παρασυρθεί και είχε φέρει το Νταρ Ραμόζα πολύ κοντά στο άνοιγμα του κόλπου και μαχόταν εκ του σύνεγγυς με τους Ισπανούς ενώ ένα από τα Βρετανικά σλουπ, το Ρεσίλιεντ, είχε αναλάβει τους Δανούς.
Πάνω στο Ανίκητος επικρατούσε υποδειγματική ψυχραιμία. Ο Μάικ βρισκόταν στο τιμόνι με βοηθό του τον Όλιβερ ενώ ο Γιάρροου διοικούσε το πλοίο αφήνοντας ελεύθερο τον Τζέημς να διευθύνει την επίθεση συνολικά. Οι πεζοναύτες και ο Αζίζ εκτελούσν χρέη ελεύθερων σκοπευτών και έραιναν τα πολεμικά των Γάλλων με μια βροχή από σφαίρες προκαλώντας πρόσθετες απώλειες.
Τώρα πια μόνο ένα Γαλλικο σλουπ είχε απομείνει και αυτό καιγόταν, το πλήρωμά του το εγκατέλειπε, όσοι είχαν επιζήσει. Τα Βρετανικά πλοία είχαν ζημιές, αλλά μικρής κλίμακας, όλα μάχονταν ακόμα.
Μια ομοβροντία του Ρεσίλιεντ τίναξε στον αέρα το Δανέζικο Κορόνα τη στιγμή που άλλα δυο σλουπ χτυπούσαν καίρια ένα από τα Γαλλικά πλοία της γραμμής. Ένα ένα τα Γαλλικά πλοία καταστρέφονταν, το Βικτουάρ είχε χάσει πάνω από τα μισά του πυροβόλα και είχε μείνει σχεδόν μόνο να αντιστέκεται. Τελικά υπέκυψε και αυτό με μια μεγάλη έκρηξη που το έκοψε στα δυο πριν βυθιστεί.
Μόλις το είδε να χάνεται ο Τζέημς έδωσε τη διαταγή ανακρούσατε πρύμναν, ήταν καιρός να φύγουν από τη Μαρτινίκα, η αποστολή του Ανίκητος είχε εκτελεστεί και ο κίνδυνος για την Τζαμάικα είχε αποσοβηθεί. Δεν είχαν μείνει πάνω δέκα εχθρικά πλοία. Τα Δανέζικα είχαν βυθιστεί όπως και τα δυο από τα Ισπανικά, όσα πλοία είχαν μείνει είχαν υποστεί εκτεταμένες ζημιές. Περήφανος είδε ότι επέστρεφαν όλα τα δικά του πλοία.

Στη Τζαμάικα η επιστροφή των πολεμικών συνοδεύθηκε από κωδωνοκρουσίες και συγκέντρωση πολλών ανθρώπων στο λιμάνι που ζητωκραύγαζαν. Η γρήγορη επιστροφή και μάλιστα όλων των πλοίων ήταν μια σίγουρη ένδειξη ότι όλα είχαν πάει καλά και είχαν νικήσει. Μόλις οι πρώτοι βγήκαν στη στεριά και η ένδειξη έγινε βεβαιότητα οι ζητωκραυγές πλήθυναν.
Ο Τζέημς διέταξε να αγκυροβολήσουν το Ανίκητος στη θέση που ήταν και προηγουμένως και μετά έδωσε άδεια σε όσους ήθελαν να βγουν στο λιμάνι. Ο ίδιος θα πήγαινε να αναφέρει στον κυβερνήτη για την εξέλιξη της επιχείρησης που παράτολμα είχε εκτελέσει. Ο Μάικ ανέλαβε να μείνει και πάλι στο πλοίο.
Ο Τζέημς κατέβηκε στην προβλήτα και δεν διέφυγε από τον πλοηγό του ότι η Μάργκαρετ τον περίμενε διακριτικά λίγο πιο πέρα. Είδε τον Γιάρροου να αγκαλιάζει τη σύζυγό του και τον Τζώρτ Κάμπελ να ψάχνει κάποιον με το μάτι.
Στράφηκε να πάει προς τη γέφυρα όταν ένα νεύμα του Αζίζ τον έκανε να γυρίσει πάλι προς το λιμάνι. Η Αντέλα είχε ξεχωρίσει από το πλήθος και ανέβαινε τρέχοντας στο πλοίο με τα μακριά μαλλιά της να ανεμίζουν. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του και τον φίλησε με πάθος. Ο Μάικ την έσφιξε πάνω του και δεν είδε την Ελεωνόρ που έφτυνε με λύσσα στο έδαφος.

Το Ανίκητος έμεινε στην Τζαμάικα μια εβδομάδα για να αναρρώσουν οι τραυματίες της επίθεσης στη Μαρτινίκα και να γίνουν οι απαραίτητες επισκευές και εργασίες συντήρησης στο πλοίο. Όταν αυτές ολοκληρώθηκαν το πολεμικό σάλπαρε για την Αγγλία όπως είχε ακριβώς φύγει. Η Μάργκαρετ και οι κόρες της θα επέστρεφαν στην πατρίδα.
Αναμενόμενο φυσικά αφού η Κάθρην είχε δεχθεί την πρόταση του Τζωρτζ Κάμπελ να γίνει γυναίκα του και η Μάργκαρετ είχε δώσει την ευχή της. Η κοπέλα είχε γνωριστεί με τον διοικητή των πεζοναυτών όταν εκείνος είχε πάει να την ευχαριστήσει για την βοήθεια που αυθόρμητα είχε προσφέρει σε έναν από τους άνδρες του που είχε χτυπηθεί στην σύγκρουση με το κουρσάρικο των Γάλλων στην αρχή του ταξιδιού.
Η Μάργκαρετ από την πλευρά της είχε έρθει πολύ κοντά με τον Τζέημς και έτσι είχε αποφασίσει να γυρίσει στην Αγγλία. Η Μέγκαν θα ακολουθούσε φυσικά αν και είχε απογοητευθεί που δεν θα έβλεπε τους αντίποδες.

Το ταξίδι της επιστροφής ήταν χωρίς επεισόδια και ένα δροσερό Μαγιάτικο πρωινό το Ανίκητος έριχνε και πάλι άγκυρα στο αγκυροβόλιό του του Τάμεση. Ο Τζέημς ανέβηκε στη γέφυρα και ανακοίνωσε επίσημα το τέλος της αποστολής, κάτι που έκανε το πλήρωμά του να ζητωκραυγάσει.
Οι πιο πολλοί θα έβγαιναν στο λιμάνι, τώρα θα έπαιρναν το μισθό τους και θα είχαν μερικές μέρες για να ξεκουραστούν. Ο Τζέημς ετοιμάστηκε να αποβιβαστεί μαζί με την Μάργκαρετ και τις κόρες της. Θα φρόντιζε πρώτα για την επιστροφή εκείνων στο σπίτι τους και μετά θα πήγαινε στο ναυαρχείο για να δώσει την αναφορά του. Την είχε συντάξει όταν ήταν ακόμη στη Τζαμάικα και τώρα θα την παρέδιδε στον λόρδο Σεντ Βίνσεντ. Μαζί θα παρέδιδε και την επίσημη πρόταση του Μάικ για προαγωγή δυο δοκίμων, του Μπίλ Ντόγκαν και του Τζων Ντάραμ, στο βαθμό του ανθυπασπιστή απ' όπου θα ξεκινούσαν την καριέρα τους σαν αξιωματικοί. Οι υπόλοιποι θα έμεναν ακόμα δόκιμοι.
Ο Τζέημς και η Μάργκαρετ κατέβηκαν στην προκυμαία μαζί και ακολούθησε ο Κάμπελ με την Κάθρην να ακουμπάει το ντελικάτο χέρι της στο μπράτσο του. Φορούσε ήδη βέρα. Όταν δέκτηκε την πρόταση σε γάμο που της είχε κάνει και η Μάργκαρετ συμφώνησε ο διοικητής των πεζοναυτών πήγε και αγόρασε δακτυλίδι και ο Τζέημς τους αρραβώνιασε εν πλω.
Πριν κατέβει από το πλοίο η Μέγκαν πήγε κοντά στον Μάικ και του έτεινε το χέρι.
-Έμαθα πολλά παρακολουθώντας την εκπαίδευση των δοκίμων, ευχαριστώ πάρα πολύ. Είναι τόσο κρίμα που δεν μπορούν και κορίτσια να γίνουν δόκιμοι.
-Ίσως μια μέρα να μπορούν, είπε ο Μάικ, χάρηκα που σε γνώρισα Μέγκαν Άσκουιθ.
Η Ελεωνόρ κατέβηκε από το πλοίο χωρίς να του ρίξει ούτε μια ματιά όπως συστηματικά τον είχε αποφύγει και αγνοήσει σε όλο το ταξίδι της επιστροφής.
Εκείνος και ο Αζίζ ετοιμάζονταν επίσης να αποβιβαστούν, με το πλοίο αγκυροβολημένο ασφαλώς στο λιμάνι και μάλιστα στην πλευρά που βρίσκονταν όλα τα πολεμικά δεν χρειαζόταν να μείνουν πολλοί αξιωματικοί στο Ανίκητος. Αρκούσε ένας και αυτός θα ήταν ο υποδιοικητής των πεζοναυτών που όπως και οι άνδρες του δεν θεωρούσαν ότι είχαν λείψει τόσο πολύ από το Λονδίνο ώστε να θέλουν να βγουν πάλι. Έτσι θα έβγαινε και ο Μάικ, είχε να δώσει μια αναφορά και να φροντίσει για την εγκατάσταση της Αντέλα.
Είχε πατήσει μόλις τις μεγάλες τετραγωνισμένενς πλάκες της προβλήτας όταν φάνηκε να έρχεται ο λόρδος Κόρθαξ μαζί με μια ομάδα λακέδων όπως πάντα. Τον αγνόησε και στράφηκε στον Αζιζ αλλά  ο Κόρθαξ φώναξε:
-Είσαι ένας άθλιος γυναικωτός και κρύβεσαι στα φουστάνια των γυναικών.
Ο Μάικ τον αγνόησε αλλά ο Κόρθαξ συνέχισε:
-Σε καλώ σε μονομαχία.

Στις Θάλασσες Του Κόσμου 12

Author: Νυχτερινή Πένα /

-Καλησπέρα Αντέλα, είπε ο Μάικ στην νεαρή μιγάδα που στεκόταν κοντά στην πρύμνη. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε.
-Καλησπέρα Μάικ. Εσύ δεν θες να βγεις στην πόλη;
-Δεν είχα σκοπό είναι η αλήθεια αλλά τελικά χρειάζεται να το κάνω. Πρέπει να πάω στο Σπασμένο Φανάρι, το ξέρεις;
-Ναι, είπε, είναι ένα κακόφημο μέρος, έχει ποτά αλλά και γυναίκες. Γιατί θες να πας εκεί;
-Πρέπει να συναντήσω κάποιον εκεί. Θα μου έχει πληροφορίες για τη Μαρτινίκα. Θα μπορούσα να ζητήσω από τον κυβερνήτη να μου δώσει κάποιον οδηγό αλλά όσο λιγότεροι ξέρουν τόσο καλύτερα.
-Ξέρω την πόλη, μπορώ να σε πάω.
-Μου αρκεί να μου δώσεις οδηγίες πως θα πάω.
-Αυτό είναι πιο δύσκολο. Παρότι είναι στο λιμάνι είναι πολύ δύσκολο να το βρεις μέσα στα στενά.
Ο Μάικ κοίταξε την πόλη. Δεν του άρεσε αυτό που είχε πει η μιγάδας. Ήθελε να πάει εκεί χωρίς να κιδυνεύσει κάποιος πέρα από τον ίδιο. Δεν ήθελε να την βάλει σε κίνδυνο. Αλλά δε φαινόταν να έχει άλλη λύση.
-Εντάξει θα μου το δείξεις. Θα φύγουμε σε λίγο.
Ο Μάικ επέστρεψε στο θάλαμο των δοκίμων και άλλαξε τα ρούχα του φορώντας μαύρα που θα τον έκαναν πιο δυσδιάκριτο στο σκοτάδι. Ο Αζίζ πλησίασε, φορούσε και εκείνος μια μαύρη κελεμπία και ίδιου χρώματος κέφια.
-Θα σε συνοδέψω, είπε απλά.
Ο Μάικ είχε βρεθεί με τις μυστικές υπηρεσίες κατά την αντιμετώπιση της εκστρατείας του Νείλου του Ναπολέοντα. Εκεί είχε από τύχη ανακατευτεί και είχε πάρει τη θέση ενός αξιωματικού που είχε σκοτωθεί. Τα είχε καταφέρει τόσο καλά που ο επικεφαλής των μυστικών υπηρρεσιών του είχε ζητήσει να αλλάξει πόστο. Εκείνος είχε αρνηθεί, δεν ήθελε να εγκαταλείψει τη θάλασσα, και τελικά τα είχε συνδιάσει και τα δύο. Και τώρα είχε χρησιμοποιήσει τις διασυνδέσεις του για να μάθει πληροφορίες που τους χρειάζονταν.
Κατέβηκε από το πλοίο μαζί με την Αντέλα και προχώρησαν στο δρόμο που η μικρή Κρεολή υπέδειξε. Πίσω τους κατέβηκε ακόμη μια σκιά από το πλοίο που δεν έδειξαν να αντιλαμβάνονται και κατόπιν ο Αζίζ που ήθελε να καλύππτει τα νώτα του φίλου του.
Ο Μάικ δεν άργησε να φτάσει στο Σπασμένο Φανάρι. Ακόμα πριν στρίψει στο στενό που βρισκόταν η είσοδος για ένα από τα πιο κακόφημα μέρη της πόλης άκουσε τη φασαρία που προερχόταν από αυτό. Απτόητος συνέχισε και με την Αντέλα δίπλα του πέρασε την ορθάνοιχτη πόρτα. Βρέθηκε σε μια σάλα με πολλά τραπέζια και κατάμεστη από άνδρες που έτρωγαν και έπιναν. Σερβιτόρες πηγαινοέρχονταν με δίσκους φορτωμένους κυρίως με κούπες γεμάτες ποτά. Άλλες κοπέλες κάθονταν με τους θαμώνες στα τραπέζια τους. Το μέρος δεν την είχε άδικα την κακή του φήμη.
Ένας άνδρας άρπαξε την Αντέλα από τη μέση και την τράβηξε προς το μέρος του. Ήταν ένας μεγαλόσωμος ναυτικός με φαρδύ στέρνο και ξυρισμένο κεφάλι.
-Έλα ομορφούλα, κάτσε μαζί μου, είπε μεθυσμένα.
Η Αντέλα του έδωσε ενα γερό χαστούκι που τον αιφνιδίασε και έτσι εκείνη κατάφερε να αποσπαστεί από την αγκαλιά του. Ο Μάικ μπήκε μπροστά της καθώς ο ναυτικός σηκωνόταν όρθιος.
-Άσε την ήσυχη, είπε.
Ο ναύτης τον κοίταξε για μια στιγμή και μετά επιτέθηκε αλλά ο πλοηγός του Ανίκητος ήταν προετοιμασμένος, με ένα χτύπημα στην κοιλιά και άλλο ένα στον αυχένα, καθώς ο αντίπαλός του διπλωνόταν στα δυο, τον έριξε αναίσθητο στο πάτωμα.
Προχώρησε στον μεγάλο πάγκο του μπαρ που έπιανε την μια πλευρά της σάλας. Εκεί μια γυναίκα στην ηλικία του και με ένα προκλητικά ανοιχτό πουκάμισο του έκλεισε το μάτι.
-Ένα δωμάτιο καπετάνιο; Να περάσεις καλά με την κοπελιά; ρώτησε κάνοντας την Αντέλα στο πλευρό του να κοκκινίσει.
-Έρχομαι από το Λονδίνο με πολύ άσχημο καιρό, είπε ο Μάικ τα συμφωνημένα από πριν συνθηματικά λόγια.
-Ανέβα πάνω, στο τελευταίο δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου, θα βρεις αυτό που ζητάς.
Ο Μάικ έκανε όπως του είπε και ανέβηκε τη σκάλα με την Αντέλα πάντα να τον ακολουθεί από κοντά. Εδώ ο θόρυβος ήταν πολύ λιγότερος και ελάχιστα άτομα κυκλοφορούσαν μπαίνοντας ή βγαίνοντας από δωμάτια. Φτάνοντας στο τελευταίο χτύπησε την πόρτα και μόλις μια γυναικεία φωνή απάντησε άνοιξε και μπήκε. Μια όμορφη γυναίκα αν και όχι ιδιαίτερα νέα καθόταν σε μια πολυθρόνα.
-Μάλιστα, είπε, ο σερ Μάικ Γκόρντον. Ξέρεις κανονικά μεταβιβάζω τις πληροφορίες χωρίς να έρχομαι σε επαφή, δεν κινδυνεύω έτσι από προδότες. Αλλά ήθελα να δω από κοντά τον άνθρωπο που σκότωσε τον περιβόητο Σινκλαίρ.
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και πλησίασε. Έβγαλε μέσα από την ρόμπα που φορούσε ένα τυλιγμένο ρολό και το έδωσε στον Μάικ που τον άνοιξε και διάβασε, ύστερα τον έκρυψε.
-Μπορούμε να περάσουμε καλά τώρα, ξεκίνησε η γυναίκα αλλά ο Μάικ την έκοψε.
-Δεν αμφιβάλλω, αλλά πρέπει να βιαστώ. Πρέπει να προλάβουμε τους Γάλλους.
-Έλα να με βρεις όταν τελειώσει όλο αυτό. Απλά ζήτα τη Μαρί.
Ο Μάικ κατένευσε και βγήκε. Κατέβηκε στη σάλα και γρήγορα τη διέσχισε για να βγει στο δρόμο. Στη γωνία βρήκε τον Αζίζ με την πιο απρόσμενη παρέα, την Ελεωνόρ!
-Τι κάνεις εσύ εδώ;
-Δε σε αφορά!
-Με κατασκόπευες, αυτό είναι ύποπτο. Γιατί το έκανες;
Ο Μάικ ήξερε φυσικά ότι η γυναίκα απέναντί του δεν ήταν κατάσκοπος αλλά ήθελε να την τρομάξει για να του πει τι γύρευε εδώ. Η Ελεωνόρ δαγκώθηκε και απάντησε ντροπιασμένα.
-Σε είδα που έφυγες από το πλοίο και ήθελα να μάθω που θα πας μαζί της. Περίμενα τι ήθελες από αυτή, μια πλύστρα είναι στο κάτω κάτω, αλλά δεν περίμενα ένα τέτοιο μέρος.
-Δεν ξέρεις τι λες, είπε ο Μάικ, αυστηρά. Και αν ο Αζίζ δεν σε είχε σταματήσει δεν θα είχες περάσει καθόλου καλά εκεί μέσα. Πάμε πίσω στο πλοίο, και δεν θα πεις τίποτα και σε κανέναν για τη βόλτα σου αυτή.
Μόλις επέστρεψαν στο Ανίκητος ο Τζέημς κάλεσε τον Γιάρροου, τον Μάικ και τον Τζώρτζ Κάμπελ στην καμπίνα του για να καταστρώσουν τα σχέδιά τους.

Είχε αρχίσει να χαράζει όταν βγήκαν από την καμπίνα και ξεκίνησαν αμέσως για το κυβερνείο. Εκεί ο Τζέημς κάλεσε τους κυβερνήτες των υπολοίπων πολεμικών και τον Αυστριακό που είχε συμφωνήσει να πολεμήσει μαζί τους. Ο αδερφός του είχε σκοτωθεί στην Ιταλία το 1797 και ο χερ Ρίχτερ μισούσε θανάσιμα τους Γάλλους. Μαζεύτηκαν στην αίθουσα του αποικιακού συμβουλίου και ο Τζέημς πήρε το λόγο.
-Οι Γάλλοι έχουν πέντε πλοία της γραμμής, οκτώ σλουπ και δυο μικρά ελαφρά οπλισμένα. Ακόμα στο λιμάνι βρίσκονται τρία Δανέζικα πλοία και τέσσερα Ισπανικά, θα πολεμήσουν μαζί τους.
-Δεν έχουμε καμία ελπίδα απέναντί σε τόσα πλοία, είπε ένας από τους πλοιάρχους.
-Σε ανοιχτή θάλασσα όχι, είπε ο Τζέημς, αλλά αν τους επιτεθούμε μέσα στο λιμάνι, όπου δεν θα έχουν πολλά περιθώρια κινήσεως, μπορούμε να νικήσουμε. Έχουμε έξι πλοία της γραμμής μαζί με αυτό του χερ Ρίχτερ και τέσσερα σλουπ. Μπορούμε να τα καταφέρουμε. Απόψε θα αποπλεύσουμε μόλις πέσει η νύχτα και το πρωί θα είμαστε εκεί, θα επιτεθούμε πριν καν ξημερώσει για τα καλά. Θα αδειάσετε τα πλοία από προμήθειες και ό,τι άλλο μεταφέρουν πέρα από πυρομαχικά, θα είναι πιο ελαφρά και ευέλικτα έτσι.
Τις επόμενες τρεις ώρες συζήτησαν και καθόρισαν το σχέδιο της επίθεσης, ύστερα ο Τζέημς τους έστειλε να κάνουν τις ετοιμασίες και να ξεκουραστούν.

Ο Τζέημς νοίκιασε ένα οίκημα, όχι μακριά από το σημείο που ήταν αγκυροβολημένο το πλοίο του, για να παραμείνουν οι τραυματίες που ακόμα δεν είχαν αναρρώσει για να πάρουν μέρος στην επερχόμενη μάχη. Εκεί θα έμενε ακόμα και η κυρία Γιάρροου όπως και η Μάργκαρετ με τις κόρες της.
Ο πλοίαρχος βεβαιώθηκε ότι είχαν τακτοποιηθεί πριν ασχοληθεί με τις προετοιμασίες του πλοίου του για την επίθεση στη Μαρτινίκα. Όταν αυτές ολοκληρώθηκαν και ενώ το πλήρωμα ξεκουραζόταν ξαναβγήκε στη στεριά και επισκέφθηκε την Μάργκαρετ.
-Προλάβαμε το Βικτουάρ γρηγορότερα από όσο περιμέναμε, είπε, αυτό σημαίνει ότι δεν θα ταξιδέψουμε τόσο νότια όσο πιστεύαμε. Θα φροντίσω ωστόσο για τη μεταφορά σας.
-Μην σας απασχολούμε εμείς, είπε εκείνη, τώρα έχετε πιο επείγοντα και επικίνδυνα θέματα.
-Είναι και αυτό από τις έννοιες μου, είπε ο Τζέημς. Μίλησα και με τον κυβερνήτη για τη συνέχεια του ταξιδιού σας.
-Ω ευχαριστώ.... Δεν ξέρω πως να σας ευχαριστήσω.
-Δεν χρειάζεται.
Η Μάργκαρετ άπλωσε το χέρι της και έπιασε τον πλοίαρχο από το μπράτσο.
-Κάνατε πολλά για' μας, πολύ περισσότερα από όσα θα τολμούσα ποτέ να ζητήσω.
Κοιτάκτηκαν για μια στιγμή και ύστερα ο Τζέημς έσκυψε και την φίλησε.....

Ο Μάικ βγήκε στο κατάστρωμα, ήταν ντυμένος στα κατάμαυρα και οπλισμένος με τη σπάθα του και δυο πιστόλες. Ο Γιάρροου, που κατέβαινε από τη γέφυρα, του είπε:
-Είμαστε έτοιμοι.
-Ο πλοίαρχος;
-Στο σπίτι που νοίκιασε. Οι περισσότεροι είμαστε στο πλοίο.
-Πάω να τον φέρω. Κάνατε τους αποχαιρετισμούς σας;
-Ναι.
Ο Μάικ έτρεξε στο σπίτι, μια σκοτεινή σκιά μέσα στο δειλινό. Βρήκε τον Τζέημς να ετοιμάζεται να βγεί από ένα δωμάτιο. Το εξασκημένο βλέμμα του πλοηγού πρόλαβε να δει την Μάρκαρετ να κοιμάται γαλήνια. Κοίταξε τον πλοίαρχό του με απορία.
-Βρήκα και γω το λιμάνι μου, φαίνεται. Μόλις γυρίσουμε θα συζητήσουμε εκτενέστερα το μέλλον.
Η σιγουριά του Τζέημς ήταν θρυλική στο βασιλικό ναυτικό. Ο Μάικ αναρωτήθηκε πως την διατηρούσε ξέροντας ότι θα αντιμετωπίζανε έναν εχθρό με τριπλάσια δύναμη πυρός. Επέστρεψαν στην προκυμαία. Οι περισσότεροι είχαν αποχαιρετήσει όποιον άφηναν πίσω και είχαν ανέβει στο πλοίο. Ο Μάικ προχώρησε να ανέβει στο Ανίκητος όταν η Αντέλα έτρεξε κοντά του. Έβαλε στο χέρι του μια μικρή μεταλλική εικονίτσα.
-Στην πατρίδα μου οι κοπέλες δίνουν μια εικόνα του προστάτη αγίου στους άνδρες τους πριν φύγουν για τον πόλεμο, είπε απαλά.
-Ευχαριστώ, είπε ο ο Μάικ και την έβαλε σε μια τσέπη του. Η Αντέλα τον αγκάλιασε και τον φίλησε τρυφερά στα χείλη, ύστερα ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο. Εκείνος χάιδεψε τα μαλλιά της λέγοντας καθησυχαστικά.
-Μη φοβάσαι, θα γυρίσω. Στο υπόσχομαι.

Στις Θάλασσες Του Κόσμου 11

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τέταρτο
Η Μάχη

-Να σας προσφέρω ένα δροσιστικό; Κάτι από τους υπέροχους χυμούς που φτιάχνουμε από τα τροπικά μας φρούτα;
Ο σερ Τόμας Άλκοτ, ο κυβερνήτης της Τζαμάικα, ήταν ένας μέσου ύψους γεμάτος άνδρας με μαύρα πονηρά μάτια και ίδιου χρώματος μαλλιά αν και οι περισσότεροι έξω από το κυβερνητικό μέγαρο δε το ήξεραν καθώς φορούσε τότε την επίσημη λευκή πουδραρισμένη περούκα.
-Όχι ευχαριστούμε, απάντησε ο Τζέημς. Ας περάσουμε στο θέμα μας. Σας μιλήσαμε ήδη για την αποστολή μας. Υπάρχουν πληροφορίες που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν;
-Ναι, έχουμε αρκετές πληροφορίες. Μόνο που δεν θα χαρείτε όταν τις μάθετε.
-Γιατί αυτό;
-Το Βικτουάρ βρίσκεται στο Φορ Ντε Φρανς, ο στρατηγός Νουαγιόν άλλαξε τις διαταγές που είχαν από τον Βιλνέβ, δεν θα κινηθούν για να παρεμποδίσουν το εμπόριό μας. Το Βικτουάρ θα λάβει μέρος σε μια επιχείρηση που ο Νουαγιόν ετοιμάζει. Σκοπός της εκστρατείας ίσως να είναι η Τζαμάικα!
-Πόσο καιρό το ξέρετε αυτό;
-Μόλις λίγες μέρες, είπε ο κυβερνήτης. Στο ενδιάμεσο έστειλα μήνυμα στο Λονδίνο με ένα εμπορικό πλοίο παρότι ως που να έχω το όποιο νέο πιθανότατα η κατάσταση εδώ θα είχε εξελιχθεί. Φυσικά πήρα τα μέτρα μου για την άμυνα.
-Μπορώ να ρωτήσω ποια είναι αυτά;
-Έθεσα τη φρουρά σε ετοιμότητα και δημιουργήσαμε και ένα σώμα από ντόπιους. Δεν είναι το ίδιο μάχιμοι αλλά θα μπορέσουμε να απωθήσουμε μια επίθεση.
Ο Τζέημς κοίταξε τον Γιάρροου, όπως και ο ίδιος, ο ύπαρχός του είχε εκπλαγεί δυσάρεστα με τα νέα. Ο πλοίαρχος σηκώθηκε και πήγε κοντά στο παράθυρο του γραφείου του κυβερνήτη. Από το σημείο αυτό φαινόταν το Ανίκητος.
-Καλύτερα να μην περιμένουμε εδώ την επίθεση, να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό στη θάλασσα.
Ο κυβερνήτης τον κοίταξε όπως ήταν καθισμένος πίσω από το βαρύ μαονένιο γραφείο του.
-Έχουμε μόλις τέσσερις φρεγάτες εδώ και ακόμα τέσσερα σλουπ. Μικρή δύναμη.
-Ξέρουμε πόσα πλοία έχει ο Νουαγιόν;
-Όχι.
-Υπάρχει ένα πλοίο ακόμα στο λιμάνι, είπε ο Τζέημς που εξακολουθούσε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο, και είναι αρκετά καλά οπλισμένο. Δεν έχει ανεβασμένη σημαία.
-Είναι το Νταρ Ραμόζα, είπε ο κυβερνήτης. Είναι Αυστριακό.
-Αυστριακό; απόρησε ο Τζέημς. Τι δουλειά έχει εδώ;
-Μετέφερε τον πρέσβη της αυτοκρατορίας στην Ουάσινγκτον και πιάσανε λιμάνι εδώ λόγω της κακοκαιρίας την προηγούμενη εβδομάδα.
-Είναι σε πόλεμο με τη Γαλλία, ίσως θα μπορούσαμε να τους πείσουμε να πολεμήσουν μαζί μας.
-Πιθανόν, είπε ο σερ Τόμας. Θα μιλήσω στον χερ Ρίχτερ, τον πλοίαρχό τους.
-Μαζί με το Ανίκητος δέκα πλοία, είπε ο Γιάρροου. Από άνδρες;
-Η φρουρά μας είναι εξακόσιοι άνδρες, είπε ο κυβερνήτης, υπό τη διοίκηση του ταγματάρχη Φάμπιαν. Οι ντόπιοι είναι άλλοι εκατόν πενήντα.
Σιγή απλώθηκε για λίγο στο γραφείο. Ο Τζέημς στράφηκε και κοίταξε προς τα μέσα. Το βλέμμα του στάθηκε σε ένα πορτραίτο του Χένρι Μόργκαν, που κοσμούσε τον απέναντι από το παράθυρο τοίχο, δίπλα σε έναν χάρτη της Τζαμάικα.
-Ο Χένρι είχε δίκιο, ψιθύρισε και καθώς οι άλλοι δυο άνδρες στο δωμάτιο τον κοίταζαν ξαφνιασμένοι είπε, πρέπει να επιτεθούμε εμείς πρώτοι.
-Στη Μαρτινίκα; Αδύνατον! Είναι καλά οχυρωμένη! είπε ο σερ Τόμας έχοντας προφανώς φρίξει με την ιδέα.
-Και ο Παναμάς ήταν, είπε ο Τζέημς. Μπορεί να γίνει, αν μόνο ξέραμε την δύναμη του εχθρού. Και ίσως να μπορούμε να τη μάθουμε.
-Πως; απόρησε ο σερ Τόμας αλλά ο Γιάρροού χαμογέλασε.
-Κυβερνήτα αν δεν μας θέλετε κάτι άλλο να πηγαίνουμε, θέλω να συναντήσω αύριο το απόγευμα τους κυβερνήτες των υπόλοιπων πλοίων και τον διοικητή της φρουράς στο Ανίκητος.
-Θα το φροντίσω.

Ο Μάικ και ο Αζίζ βρίσκονταν στη γέφυρα του Ανίκητος και συζητούσαν όταν έφτασε ένας πεζοναύτης που ανέβηκε στη γέφυρα και παρέδωσε ένα μήνυμα από τον πλοίαρχο γραμμένο σε ένα χαρτί που είχε ύστερα διπλωθεί στα τέσσερα. Ο πλοηγός το ξεδίπλωσε και διάβασε το μήνυμα. Στράφηκε στον πεζοναύτη.
-Πες στον πλοίαρχο ότι θα το φροντίσω άμεσα.
-Μάλιστα.
Ο πεζοναύτης ξανάφυγε και ο Μάικ στράφηκε στον Αζίζ.
-Πρέπει να βγω στην πόλη τελικά.
-Γιατί;
-Θυμάσαι τι έκανα όταν γνωριστήκαμε;
-Νόμιζα ότι είχε τελειώσει.
Ο πλοηγός κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, κατέβηκε από τη γέφυρα και μετά από το πλοίο στην προκυμαία.

Ο Τζέημς ήξερε ότι δεν ωφελούσε να φθείρει τον εαυτό του με σκέψεις πάνω σε ένα πρόβλημα για το οποίο δεν είχε αρκετά δεδομένα. Έτσι μετά την επίσκεψη στο κυβερνείο συνέχισαν όπως είχαν προγραμματίσει με τον Γιάρροου και με τις κυρίες  και η επικείμενη μάχη έμεινε στο πίσω μέρος του μυαλού του.
Το τέλος του απογεύματος και το βράδυ πέρασαν σε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα, ο Τζέημς απολάμβανε την παρέα της Μάργκαρετ, όπως συνειδητοποίησε, όλο και περισσότερο. Δεν ήταν να απορεί κανείς, ήταν μια πνευματώδης γυναίκα που είχε διατηρήσει το θάρρος της και τη διάθεσή της για ζωή παρά τις αναποδιές και τις δυσκολίες.
Αφού δείπνησαν σε μια μικρή ταβέρνα κοντά στη θάλασσα, που φαινόταν σαν να την είχε καταλάβει το πλήρωμα του Ανίκητος καθώς ήταν μαζεμένοι εκεί πολλά μέλη του πληρώματος και οι πεζοναύτες, ο Γιάρροου και η σύζυγός του αποφάσισαν να επιστρέψουν στο πλοίο. Ο Τζέημς πρότεινε στην Μάργκαρετ να κάνουν έναν περίπατο. Εκείνη το δέκτηκε και πήγαν να περπατήσουν στα πλακόστρωτα δρομάκια κοντά στο λιμάνι.
Ο πλοίαρχος έτεινε το μπράτσο του και η Μάργκαρετ ακούμπησε το χέρι της. Λίγο πίσω τους ακουλουθούσε μια ομάδα από πεζοναύτες καθώς η περιοχή αυτή δεν ήταν ασφαλής ακόμα και για έναν άφοβο μαχητή σαν τον Τζέημς. Συζητούσαν ήσυχα απολαμβάνοντας την ησυχία και τη βραδινή δροσιά.

Ένα χαμίνι του λιμανιού στάθηκε στην προκυμαία κοντά στην σκάλα επιβίβασης του Ανίκητος. Πέταξε στο κατάστρωμα κάτι που έκανε κρότο.
-Μας πέταξε πέτρα, είπε ένας ναύτης, να πάρει.
Ο Μάικ μάζεψε την πέτρα. Γύρω της ήταν τυλιγμένο ένα χαρτί.
-Μη φοβάσαι, είπε, δεν ήταν για κακό. Έπρεπε να παραδώσει ένα μήνυμα. Στράφηκε στον Αζίζ. Πρέπει να πάω σε ένα καπηλειό. Θα χρειαστώ την Αντέλα, εκείνη θα ξέρει την πόλη.
-Ποιον θα συναντήσεις;
-Δεν τον ξέρω, έχει συνθηματικό όνομα και δεν έχουμε ποτέ συναντηθεί.
-Άρα μπορεί να είναι και παγίδα, είπε ο Άραβας.
-Σίγουρα δεν θα είναι εύκολο, είπε ο Μάικ, αλλά ίσως έμαθε αυτά που θέλουμε.

Στις Θάλασσες Του Κόσμου 10

Author: Νυχτερινή Πένα /

Μιας και ο Μάικ ήταν εξαντλημένος δίδασκε τους δόκιμους καθισμένος στο κρεβάτι του με αυτούς βολεμένους στα δικά τους ένα γύρο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα και μερικά ευτράπελα μιας και το γεγονός ότι ήταν μαζεμένοι έτσι τους ωθούσε σε πλάκες και πειράγματα.
Ο Μάικ δεν ήταν πολύ αυστηρός και κρατούσε την πειθαρχεία χωρίς να τιμωρεί. Τώρα τους επέτρεπε μια πιο ανεπίσημη συμπεριφορά αφού έβλεπε ότι δεν έβλαπτε τα μαθήματά τους. Ήξερε εξάλλου ότι χρειαζόταν και κάποιος περισπασμός κάπου κάπου.
-Τώρα θα πάτε στο κατάστρωμα, είπε ο Μάικ, για να σας διδάξει ο Αζίζ αστρονομία.
-Θα σας αφήσουμε μόνο σερ; ρώτησε ένας δόκιμος ονόματι Τζων Ντάραμ.
-Δεν θα πάθω τίποτα Τζων, θα διαβάσω λίγο ως που να επιστρέψετε και να είναι ώρα για ύπνο.
-Μάλιστα σερ.
Οι δόκιμοι είχαν αρχίσει να βγαίνουν από το θάλαμο όταν ο Μπιλ Ντόγκαν, ο παλιότερος ανάμεσά τους, είπε:
-Μπορεί να τον συντροφεύσει και καμία όμορφη κυρία.
Γέλασαν όλοι και ο Μάικ παρατήρησε:
-Μπα! Αυτό τελείωσε, άντε πηγαίνετε!

Το επόμενο πρωί η Ελεωνόρ βγήκε νωρίς στο κατάστρωμα, ανησυχούσε αλλά δεν ήθελε να το δείξει. Την κατάλληλη πρόφαση της την έδωσε η Μέγκαν που ακόμα δεν είχε χορτάσει την εμπειρία του ταξιδιού με το μεγάλο πολεμικό και εξακολουθούσε να θέλει να περνάει ώρες στο κατάστρωμα, βγήκε μαζί της για να την προσέχει.
Ο Μάικ δεν ήταν στη γέφυρα ή στο κατάστρωμα και η Ελεωνόρ δεν κατάφερε να εμποδίσει μια παγωμένη αίσθηση φόβου να εισχωρήσει ως τα μύχια της καρδιάς της. Θεωρούσε τον εαυτό της υπεύθυνο για ό,τι θα πάθαινε ο πλοηγός του Ανίκητος.
-Ελεωνόρ, είπε η Μέγκαν πρόσχαρα χωρίς να έχει ιδέα για τις σκοτεινές σκέψεις της αδερφής της, αφού τα μαθήματα των δοκίμων γίνονται στο θάλαμό τους νομίζεις ότι θα μπορούσα να πηγαίνω εκεί για να τα παρακολουθώ; Υπόσχομαι να είμαι ήσυχη και να μην τους ενοχλώ.
-Όχι, βέβαια! νευρίασε η Ελεωνόρ, θα ήταν απρεπέστατο αυτό.
-Και αχρείαστο, είπε μια φωνή πίσω της. Τα μαθήματα θα γίνονται κανονικά από απόψε.
Οι δυο αδερφές στράφηκαν και είδαν τον Μάικ. Εκείνος χαμογέλασε στην Μέγκαν και καλημέρισε την Ελεωνόρ, που ξαφνικά ένιωθε πολύ ήσυχη και γαλήνια, προχωρώντας προς τη γέφυρα.
Εκείνη τη στιγμή τον αντελήφθηκαν και οι άνδρες του πληρώματος και ακολούθησε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα μαζί με μερικά μακρόσυρτα σφυρίγματα. Ανέβηκε στη γέφυρα όπου τον υποδέχθηκε ο Τζέημς.
-Καλώς ήρθες πίσω Μάικ, χάραξέ μας πορεία για το νέο κόσμο.

Ο Άλεξ έκανε ένα βήμα μπροστά με ταχύτητα κατεβάζοντας ορμητικά το σπαθί του για να το δει να προσκρούει πάνω στο σπαθί του Μάικ τόσο βίαια ώστε να πεταχθούν σπίθες από τις διασταυρωμένες λεπίδες. Ο νεαρός δόκιμος έχασε την ισορροπία του και έπεσε προς τα εμπρός, ο Μάικ τράβηξε το ελεύθερο χέρι του κάνοντάς τον να πέσει στο κατάστρωμα με την πλάτη στα σανίδια, έκανε ένα βήμα μπροστά και σταμάτησε.
-Και είσαι νεκρός, είπε.
Στράφηκε στην ομάδα των υπόλοιπων δοκίμων που τους παρακολουθούσαν. Η Μέγκαν καθόταν λίγο πιο πέρα, πάνω σε μια μεγάλη κουλούρα διπλωμένου σχοινιού, και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. Είχε αρχίσει να μαθαίνει πολλά παρακολουθώντας τα μαθήματα και πολλές φορές ήξερε τις απαντήσεις στις ερωτήσεις του Μάικ αλλά όχι τώρα, τώρα δεν ήξερε τι δεν είχε κάνει καλά ο φίλος της.
-Έβαλε πολλή δύναμη στο χτύπημα, αυτό μόνο του δεν είναι κακό, εξήγησε ο Μάικ, αλλά έχασε την ισορροπία του, κάτι που ένας έμπειρος αντίπαλος θα το εκμεταλλευτεί αμέσως.
Ένας άλλος δόκιμος πήρε θέση απέναντι στον Μάικ. Χαιρέτησε υψώνοντας το ξίφος του και μετά επιτέθηκε. Ο πλοηγός απέκρουσε το χτύπημα και μετά έκανε μια λοξή κίνηση με το χέρι του και τσίμπησε με την αιχμή του όπλου του το χέρι του αντιπάλου του. Εκείνος με ένα επιφώνημα άφησε το ξίφος του να πέσει.
-Το λάθος σου ξέρεις ποιο ήταν;
-Ναι, είπε μορφάζοντας ο δόκιμος, δεν κάλυψα το πλευρό μου.
-Πράγματι.
Ο επόμενος δόκιμος, ο Μπιλ Ντόγκαν, ξιφούλκησε και πήρε θέση. Χτύπησε γρήγορα και επιδέξια. αλλά ο Μάικ απάντησε με επιδεξιότητα και ξεκίνησαν μια γρήγορη μονομαχία με ταχύτατες κινήσεις και επιδέξιες ανταλλαγές χτυπημάτων. Οι κινήσεις τους ήταν τέτοιες που θύμιζαν χορογραφία. Τελικά ο Μάικ έκανε μια παραπλανητική κίνηση που ξεγέλασε τον Μπιλ και καθώς βρέθηκε στο πλευρό του ακούμπησε τη σπάθα με το πλατύ μέρος στο λαιμό του. Εκείνος κατέβασε το σπαθί του παραιτημένος.
-Σε έχει νικήσει ποτέ κανένας σε μονομαχία;
-Αν το είχε κάνει μάλλον δεν θα ήμουν εδώ, είπε ο πλοηγός με ένα χαμόγελο. Έχω κινδυνεύσει να σκοτωθώ, έχω χάσει το όπλο μου αλλά κατάφερα να νικήσω αλλιώς θα ήμουν νεκρός. Μιλάω πάντα για μονομαχίες μέσα σε μάχη.
-Μονομαχία για λόγους τιμής;
-Όχι, είπε ο Μάικ, δεν δέχομαι να μονομαχήσω, κατά πάσα πιθανότητα θα νικήσω αφού ο αντίπαλος δεν θα έχει την πείρα μου και αυτό θα ήταν σαν φόνος. Όχι δεν έχω μονομαχήσει ποτέ. Έλα Τζων, εσύ έμεινες να δοκιμαστείς.
Ο δόκιμος προχώρησε μπροστά και άρχισε να ξιφομαχεί με τον Μάικ. Έκανε μια παραπλανητική κίνηση και μετά όρμηξε μπροστά. Ο Μάικ έκανε μπροστά για να τον αντιμετωπίσει και γλύστρισε στο βρεγμένο κατάστρωμα, την ίδια στιγμή ο Τζων διαπίστωσε έντρομος ότι είχε πάρει πολύ φόρα και θα διαπερνούσε άθελά του το στέρνο του πεσμένου Μάικ.
Μια κραυγή ξέφυγε από την Ελεωνόρ που βρισκόταν στο κατάστρωμα για να προσέχει την αδερφή της αλλά κανένας δεν την πρόσεξε. Η Μέγκαν τινάκτηκε όρθια και έφερε τα πλεγμένα χέρια της στο στόμα.
Ο πλοηγός απέδειξε πώς είχε επιβιώσει ως τώρα στα πεδία των μαχών. Γύρισε στο πλάι και τίναξε το πόδι του χτυπώντας πίσω από το αριστερό γόνατο τον Τζων. Ο δόκιμος όπως είχε τεντωμένο το πόδι του έχασε την ισορροπία του και έπεσε. Το ξίφος έφυγε από το χέρι του και κροτάλισε στο κατάστρωμα. Για μια στιγμή έμειναν όλοι άφωνοι και μετά οι δόκιμοι ξέσπασαν σε ζητωκραυγές ενώ ο Μάικ σηκωνόταν.
-Συγνώμη σερ, είπε ο Τζων τρέμοντας από το σοκ του παραλίγο να τον σκοτώσει.
-Δεν πειράζει, ατύχημα ήταν. Απλά δεν μπόρεσα να σου δείξω τι έκανες λάθος. Την επόμενη φορά. Ελεύθεροι.
Οι δόκιμοι χαιρέτησαν και πήραν το δρόμο για το υπόστρωμα. Ο Μάικ προχώρησε προς την γέφυρα. Σταμάτησε μόνο μια στιγμή δίπλα στην Ελεωνόρ.
-Ευχαριστώ, είπε και ανέβηκε στη γέφυρα όπου ο Γιάρροου τον περίμενε για να παραδώσει τη βάρδια.
Η Ελεωνόρ επέστρεψε στην καμπίνα της μαζί με την Μέγκαν. Μόνο αργότερα, όταν ξαπλωμένη περίμενε να την πάρει ο ύπνος, κατάλαβε τι εννοούσε ο πλοηγός του Ανίκητος. Είχε ακούσει την κραυγή της και είχε καταλάβει πως είχε τρομάξει για εκείνον.

Το ταξίδι κατά πλάτος του Ατλαντικού συνεχίστηκε χωρίς κανένα απρόοπτο και τρεις εβδομάδες αργότερα το Ανίκητος έμπαινε στο λιμάνι του Κίνγκστον, της πρωτεύουσας της Τζαμάικα και κύριας Βρετανικής βάσης στα νερά της Καραϊβικής. Ο Τζέημς έφερε το πλοίο σε μια από τις απόμερες προβλήτες.
Από τη γέφυρα ο πλοίαρχος έβλεπε την πόλη που ήταν πολύ ήσυχη μέσα στην κάψα του μεσημεριού. Το Κίνγκστον είχε αντικαταστήσει την παλιά πρωτεύουσα της Τζαμάικα, το Πορτ Ρουαγιάλ, όταν αυτή καταστράφηκε από σεισμό. Τώρα ήταν ήδη μια μεγάλη πυκνοκατοικημένη πόλη με φρούριο και επίσημα κτίρια.
-Πρέπει να συναντηθώ με τον κυβερνήτη, είπε ο Τζέημς, ίσως υπάρχουν εντολές και νέα για μας, ποιος αξιωματικός θα μείνει εδώ;
-Θα μείνω εγώ, προσφέρθηκε ο Μάικ, δεν έχω ιδιαίτερο λόγο να θέλω να βγω στη στεριά.
-Εντάξει. Θα έχεις λίγους εδώ μιας και οι περισσότεροι θα βγουν στην στεριά. Οι πεζοναύτες θα βγουν συντεταγμένοι.
-Ωραία. Εγώ με τον Αζίζ αρκούμε λοιπόν.
Ο Τζέημς κατέβηκε στο κατάστρωμα όπου συνάντησε την Μάργκαρετ μαζί με την Κάθρην. Τις χαιρέτησε και μετά πρόσθεσε:
-Υποθέτω ότι μετά από τόσες μέρες στη θάλασσα θα θέλετε να περπατήσετε και πάλι στην ξηρά.
-Είναι μια άγνωστη πόλη, είπε η Μάργκαρετ, οπότε... άφησε τη φωνή της να σβήσει.
-Θα χαρώ να σας συοδέψω, είπε ο Τζέημς. Πρέπει να δω τον κυβερνήτη αλλά μετά είμαι στη διάθεσή σας.
-Θα ήταν υπέροχο αυτό, είπε η Μάργκαρετ και στράφηκε στην Κάθρην. Θα έρθεις;
-Ναι, πάω να ρωτήσω την Ελεωνόρ αν και νομίζω ότι ξέρω τι θα απαντήσει.
Εκείνη τη στιγμή η Μέγκαν πλησίασει τρέχοντας και με μια έκφραση έξαψης στο πρόσωπό της.
-Μητέρα, οι δόκιμοι θα πανε μια εκδρομή στο νησί και ο Άλεξ με προσκάλεσε να πάω μαζί τους. Αχ θα είναι ωραία να το δω από κοντά. Μπορώ να πάω;
-Θα είναι ασφαλής πιστεύω, είπε η Μάργκαρετ, κοιτώντας τον Τζέημς.
-Ναι, είπε έγνευσε εκείνος, οι δόκιμοι θα πάνε όλοι μαζι οπότε θα είναι ασφαλής μαζί τους.
Η Μάργκαρετ στράφηκε στην μικρότερη κόρη της και της είπε απλά:
-Μπορείς να πας.
Λίγο αργότερα είχαν εγκαταλείψει οι περισσότεροι το πλοίο αφήνοντας ένα μικρό πλήρωμα ασφαλείας. Ο Μάικ ήταν ο ανώτερος αξιωματικός που είχε μείνει στο πλοίο. Είχε ανεβεί στη γέφυρα και ατένιζε τη θάλασσα με τον Αζίζ.
Οι δόκιμοι είχαν φύγει μαζί με την Μέγκαν και είχαν ξεκινήσει για μια βόλτα στο νησί έφιπποι. Ο Τζέημς μαζί με τον Γιάρροου είχαν ξεκινήσει για το μέγαρο του κυβερνήτη συνοδευόμενοι από μια ομάδα πεζοναυτών ενώ μια δεύτερη θα συνόδευε την Μάργκαρετ μαζί με την Κάθρην και την κυρία Γιάρροου. Οι δυο μεγαλύτερες γυναίκες είχαν γνωριστεί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και είχαν γίνει φίλες, ειδικά από όταν ανακαλύφθηκε η αιτία της αδιαθεσίας της συζύγου του υπάρχου την πρώτη νύχτα του ταξιδιού, ήταν στην αρχή της εγκυμοσύνης. Ήταν το πρώτο τους παιδί και ήταν και οι δυο πανευτυχείς.
Ο Μάικ κοίταξε τον ήλιο που έγερνε προς τη δύση καθώς το απόγευμα προχωρούσε. Κάτι του έλεγε ότι η παραμονή τους στο μεγάλο νησί της Καραϊβικής θα ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία.

Στις Θάλασσες Του Κόσμου 9

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τρίτο
Εν Πλω

Στο Ανίκητος επικρατούσε ευφορία καθώς ανέβαζαν την βάρκα στο πλοίο. Είχαν νικήσει ένα δεύτερο Γαλλικό πλοίο, με την τελευταία ομοβροντία το κουρσάρικο είχε ανατιναχτεί, και είχαν σώσει και τους δικούς τους από τη θάλασσα.
Ο Τζέημς διέταξε να πάρουν και πάλι πορεία δυτικά για να διασχίσουν τον Ατλαντικό. Το πλοίο είχε κάποιες ζημιές από τη δεύτερη αυτή ναυμαχία και την ανατίναξη του κουρσάρικου που είχε γίνει τόσο κοντά στο Ανίκητος που να τους πετύχουν πολλά από τα θραύσματα. Ο πλοίαρχος είχε αποφασίσει ωστόσο ότι δεν ήταν καμία ζημιά επείγουσας φύσης και είχε στείλει το πλήρωμά του, πέρα από εκείνους που είχαν υπηρεσία, να ξεκουραστεί.
Όταν η βάρκα ανελκύστηκε στο πλοίο ο Μάικ ήταν ο πρώτος που πήδηξε στο κατάστρωμα κρατώντας στα χέρια του την τυλιγμένη στην κουβέρτα Ελεωνόρ, οι δόκιμοι βλέποντάς τον στο φως που ήταν περισσότερο τώρα τρόμαξαν. Ήταν κατάχλωμος, εμφανέστατα στα όρια της κατάρρευσης. Μόλις πάτησε στο κατάστρωμα ωστόσο συνέχισε το δρόμο του προς την πρώην καμπίνα του μεταφέροντας την Ελεωνόρ με προσοχή. Η Μάργκαρετ για μια στιγμή τρόμαξε αλλά μετά κατάλαβε πως η κόρη της ήταν ζωντανή και έτι προπορεύθηκε και άνοιξε την πόρτα. Ο Μάικ ξάπλωσε την κοπέλα απαλά στο κρεβάτι που ήταν δικό του κανονικά και έκανε πίσω. Η κουβέρτα άνοιξε αποκαλύπτοντας το σώμα της. Απέστρεψε ιπποτικά το βλέμμα και είπε στην Μάργκαρετ:
-Να την ντύσετε ζεστά και θα είναι εντάξει.
Έκανε ένα βήμα προς την πόρτα και ένιωσε τους τοίχους της καμπίνας να μετατοπίζονται βίαια. Λιποθύμισε την επόμενη στιγμή. Ο Αζίζ που τον είχε ακολουθήσει πρόλαβε και τον έπιασε από τη μέση για να μην πέσει με δύναμη στο πάτωμα και με τη βοήθεια του Μπόουνς τον μετέφερε στην καμπίνα των δοκίμων.

Η Μάργκαρετ βγήκε στο κατάστρωμα και ανάσανε με απόλαυση την θαλάσσινη  αύρα. Φυσούσε ευνοϊκός άνεμος και τα πανιά του Ανίκητος ήταν φουσκωμένα. Τα σκοινιά που τα κρατούσαν στις θέσεις τους έτριζαν τεντωμένα και το πλόιο είχε αναπτύξει τη μέγιστη δυνατή με τον καιρό αυτό ταχύτητα. Στάθηκε παράμερα για να μην εμποδίζει και κοίταξε γύρω. Στα κατάρτια οι αρμενιστές ασχολούνταν με τα καθήκοντά τους και πιο ψηλά από όλους ο παρατηρητής ανίχνευε τον ορίζοντα για προβλήματα. Ο μαραγκός και οι βοηθοί του όπως και ο οπλουργός με τους δικούς του είχαν στρωθεί στις επισκευές κάνοντας το πλοίο να αντηχεί από τος ήχους των σφυριών.
Το πλήρωμα ήταν σε καλή διάθεση, είχαν ξεκινήσει για ένα μεγάλο ταξίδι και το είχαν κάνει με τον καλύτερο τρόπο. Εργάζονταν στις επισκευές ή στα καθημερινά τους καθήκοντα με προθυμία και δεν έλειπαν και κάποια πειράγματα.
Κοίταξε πέρα από τη θάλασσα όπου στα βόρεια ξεχώριζαν οι ακτές της Αγγλίας. Πλησίαζαν το ακρωτήριο του Λαντς Εντ, την τελευταία στεριά που θα έβλεπαν για αρκετές εβδομάδες.
Κοίταξε στη γέφυρα, ο Τζέημς βρισκόταν εκεί και παρακολουθούσε το πλήρωμά του να εκτελεί τα καθήκονα του. Στο πηδάλιο βρισκόταν ο Όλιβερ που είχε δεμένο το δεξιό χέρι του ψηλά κοντά στον ώμο και στον καρπό. Δίπλα του βρισκόταν ο Γιάρροου.
Ο Μάικ δεν ήταν στην γέφυρα και η Μάργκαρετ αναρωτήθηκε αν είχε συνέλθει από τη γενναία προσπάθεια που είχε καταβάλλει για να σώσει την κόρη της. Η Ελεωνόρ ήταν καλά, την είχε εξετάσει ο γιατρός του πλοίου και είχε απoφανθεί ότι την δεν είχε πάθει τίποτα από την μικρή της περιπέτεια πέρα από το να χάσει ένα φόρεμα.

Η Ελεωνόρ ξύπνησε και γύρισε ανάσκελα στο κρεβάτι, ένιωθε ζεστά και άνετα έτσι όπως ήταν. Φορούσε ένα χοντρό νυχτικό και μια πουκαμίσα από πάνω, αναρωτήθηκε γιατί και μετά ήρθαν στο μυαλό της όλα όσα είχαν γίνει τη νύχτα. Ανακάθισε. Ένιωθε πολύ καλά τώρα. Έβγαλε την πουκαμίσα και το νυχτικό και άρχισε να ντύνεται.
Συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνη στην καμπίνα, φυσικά. Η Μέγκαν θα ήθελε να βγει στο κατάστρωμα και είχαν πάει και η μητέρα με την αδερφή της για να την αφήσουν εκείνη να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί. Το είχε κάνει. Ένιωθε πολύ καλά.
Καθώς ντυνόταν σκέφθηκε τον αυτόκλητο σωτήρα της, θα έπρεπε να τον ευχαριστήσει, αν εκείνος δεν είχε αποφασίσει να βουτήξει για να την σώσει τώρα θα ήταν νεκρή. Θυμήθηκε πως είχε μιλήσει μαζί του νωρίτερα και δεν ήταν καθόλου ευγενική. Ήταν αλήθεια πως δεν ήταν της δικής τους κοινωνικής θέσης οι ναύτες αλλά είχε παραφερθεί. Ένιωσε να κοκκινίζει. Δεν θα ήταν εύκολο να του ζητήσει συγνώμη αλλά θα έπρεπε να το κάνει.
Βγήκε από την καμπίνα της και προχώρησε στο κατάστρωμα. Είδε τη μητέρα της και πήγε προς το μέρος της. Πιο μπροστά κοντά στην πλώρη βρισκόταν η Κάθρην και η Μέγκαν. Η μικρή της αδερφή παρακολουθούσε με προσήλωση τους άνδρες που επανατοποθετούσαν ένα κανόνι στη θέση του αφού είχαν επιδιορθώσει το παραπέτο που είχε χτυπηθεί στη ναυμαχία.
Η Κάθρην αν και την πρόσεχε μιλούσε με τον αρχηγό των πεζοναυτών. Πως τον έλεγαν; Η Ελεωνόρ δεν είχε συγκρατήσει το όνομά του παρότι είχε συστηθεί όταν τις βοήθησε με τις αποσκευές τους.
Δεν έβλεπε πουθενά τον Μάικ και αναρωτήθηκε αν είχε τραυματιστεί στην προσπάθειά του να τη σώσει ή αν απλά δεν βρισκόταν εδώ γιατί δεν είχε υπηρεσία. Σταμάτησε τελικά έναν υποναύκληρο και τον ρώτησε:
-Συγνώμη κύριε, ο αξιωματικός που εκπαιδεύει τους δοκίμους.... δεν τον βλέπω....
-Ο κύριος Γκόρντον είναι στο θάλαμο των δοκίμων, είναι εκτός υπηρεσίας χθες που έπεσε στη θάλασσα για να σώσει... Ο υπαξιωματικός σταμάτησε. Για να σώσει εσάς να υποθέσω;
-Ναι, είπε η Ελεωνόρ κοκκινίζοντας. Μπορείτε να μου πείτε που είναι ο θάλαμος των δοκίμων;
Ο άνδρας το έκανε και η Ελεωνόρ τον ευχαρίστησε. Ακολούθησε τις οδηγίες του και έφτασε στο θάλαμο. Μόλις πέρασε την ανοιχτή πόρτα ένας δόκιμος είπε δυνατά και επίσημα:
-Κυρία στο θάλαμο!
Καθώς ο θάλαμος των δοκίμων ήταν μια περιοχή που μπορούσε να βρεθεί μια γυναίκα ο κανονισμός προέβλεπε την επίσημη αυτή προειδοποίηση για ενημέρωση των δοκίμων. Παρότι ήταν νέoι ήταν πια άνδρες και δεν θα έπρεπε να εμφανιστούν απρεπώς σε μια γυναίκα.
Τώρα δεν υπήρχε πρόβλημα, οι δόκιμοι ήταν όλοι ντυμένοι με τις στολές τους, μόνο ο Μάικ ήταν στο κρεβάτι καθισμένος με την πλάτη στο τοίχωμα του πλοίου.
-Καλημέρα, είπε και στάθηκε αμήχανη.
-Ελεύθεροι, είπε ο Μάικ και οι δόκιμοι βγήκαν από την καμπίνα αφήνοντάς τους μόνους.
-Ευχαριστώ, είπε η Ελεωνόρ. Πιο εύκολα έτσι..... Εννοώ να σου πω... Κοκίνισε και σταμάτησε. Πήρε βαθιά ανάσα. Τι είχε πάθει;
Κοίταξε τον Μάικ. Την περίμενε ευγενικά να συνεχίσει. Το πρόσωπό του έφερε ακόμα τα σημάδια της ταλαιπωρίας που είχε υπομείνει αλλά έδειχνε καλά. Ήταν σκεπασμένος ως τη μέση και γυμνός από τη μέση και πάνω. Στο πλευρό του είχε μια μακρόστενη ουλή.
-Σπαθί μαμελούκου στην Αίγυπτο, είπε βλέποντας ότι κοιτούσε την ουλή.
-Συγνώμη, δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση.
-Κανένα πρόβλημα.
-Ήρθα για να σε ευχαριστήσω, αν δεν ήσουν εσύ δεν θα ήμουν εδώ τώρα.
-Αν δεν ήμουν εγώ θα είχε βουτήξει κάποιος άλλος.
-Δεν το έκανε.
-Δεν χρειαζόταν αφού είχα πέσει εγώ, μου είχαν εμπιστοσύνη ότι θα τα καταφέρω, είπε με ένα χαμόγελο ο Μάικ.
Η Ελεωνόρ χαμογέλασε. Τον κοίταξε. Είχε πει το ένα από αυτά που έπρεπε αλλά δεν μπορούσε να πει το άλλο. Ήταν δύσκολο να ζητήσει συγνώμη. Δεν μπορούσε να το κάνει.
-Καλή ανάρρωση, είπε τελικά και γύρισε να φύγει.
-Ευχαριστώ, είπε ο Μάικ. Αύριο θα μπορώ να αναλάβω και πάλι τα καθήκοντά μου, απλά ο γιατρός ήθελε να ξεκουραστώ λίγο.
Η Ελεωνόρ βγήκε από την καμπίνα και ο Μάικ έγειρε πίσω. Η διάσωσή της τον είχε εξαντλήσει περισσότερο από όσο της είχε πει αλλά δεν ήθελε να το καταλάβει εκείνη. Την είχε συμπαθήσει παρά τον ακατάδεκτο πολλές φορές τρόπο της και δεν ήθελε να αισθανθεί άσχημα βλέποντάς τον εξαντλημένο. Έκλεισε τα μάτια του καθώς το Ανίκητος τραβούσε δυτικά στον Ατλαντικό.

Η Ελεωνόρ καθόταν στο κρεβάτι της και προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στο βιβλίο που κρατούσε αλλά ήταν αδύνατον. Το μυαλό της γύριζε συνέχεια στον Μάικ. Της φαινόταν αδιανόητο ευθύς εξαρχής να πηδήξει κάποιος στο σκοτεινό ωκεανό για να τη σώσει. Πόσο δε ένας άνδρας που θα είχε κάθε λόγο να μην τον νοιάζει αν θα πνιγόταν. Τον είχε ευχαριστήσει όπως έπρεπε αλλά τη βάραινε η συμπεριφορά της για την οποία δεν είχε ζητήσει συγνώμη.
Τελικά άφησε το βιβλίο και ξεκίνησε να βγει στο κατάστρωμα, φυσικά ήξερε ότι δεν θα τον έβρισκε αλλά δεν ήταν πρέπον να πάει στο θάλαμο τν δοκίμων ούτε είχε και το θάρρος να το κάνει αφού ακόμη και τώρα ήξερε πως δεν θα μπορούσε να ζητήσει συγνώμη.
Στάθηκε στο κατάστρωμα και άφησε τον αέρα να χαϊδέψει το πρόσωπό της και να ανεμίσει τα μαλλιά της. Στο κατάστρωμα επικρατούσε ησυχία. Ο άνεμος εξακολουθούσε να πνέει ούριος και το Ανίκητος έπλεε σταθερά χωρίς πρόβλημα έτσι δεν υπήρχαν ανάγκες για πολλές διαταγές. Όσοι δεν ήταν σε υπηρεσία είχαν μαζευτεί κυρίως στην πλώρη ή κάτω στους χώρους του πληρώματος.
Αναρωτήθηκε τι να έκανε ο Μάικ, αν ήταν καλά. Είχε φανεί αρκετά γενναίος αλλά δεν της είχε διαφύγει το πόσο εξουθενωμένος ήταν. Είδε έναν από τους δόκιμους να κατεβαίνει από τη γέφυρα και αποφάσισε να τον ρωτήσει.
-Συγνώμη κύριε, είπε, μπορώ να σας κάνω μια ερώτηση;
-Παρακαλώ κυρία, είπε ο δόκιμος.
-Μπορείτε να μου πείτε αν ο σερ Μάικ είναι καλά;
-Ο σερ Μάικ είναι κουρασμένος από τη νυχτερινή του περιπέτεια. Θα  πρέπει απλά να αναπαυθεί λίγο.
-Τον αποκαλείτε σερ Μάικ λόγω.....
Ο δόκιμος την κοίταξε σαν να τον είχε ρωτήσει τι χρώμα έχει ο ουρανός.
-Μα λόγω της θέσης του κυρία, είναι κόμης του Λήθ.
Η Ελεωνόρ κοίταξε τον δόκιμο δυσάρεστα ξαφνιασμένη. Ήταν ευγενής λοιπόν! Τώρα ένιωθε ακόμα πιο άσχημα μιας και η συμπεριφορά της από την αρχή γινόταν τελείως αδικαιολόγητη. Και πως θα μπορούσε να ζητήσει συγνώμη;
-Ευχαριστώ, είπε στον δόκιμο και απομακρύνθηκε χαμένη σε σκέψεις.