-Καλησπέρα Αντέλα, είπε ο
Μάικ στην νεαρή μιγάδα που στεκόταν κοντά στην πρύμνη. Εκείνη γύρισε και τον
κοίταξε.
-Καλησπέρα Μάικ. Εσύ δεν
θες να βγεις στην πόλη;
-Δεν είχα σκοπό είναι η
αλήθεια αλλά τελικά χρειάζεται να το κάνω. Πρέπει να πάω στο Σπασμένο Φανάρι,
το ξέρεις;
-Ναι, είπε, είναι ένα
κακόφημο μέρος, έχει ποτά αλλά και γυναίκες. Γιατί θες να πας εκεί;
-Πρέπει να συναντήσω
κάποιον εκεί. Θα μου έχει πληροφορίες για τη Μαρτινίκα. Θα μπορούσα να ζητήσω
από τον κυβερνήτη να μου δώσει κάποιον οδηγό αλλά όσο λιγότεροι ξέρουν τόσο
καλύτερα.
-Ξέρω την πόλη, μπορώ να
σε πάω.
-Μου αρκεί να μου δώσεις
οδηγίες πως θα πάω.
-Αυτό είναι πιο δύσκολο.
Παρότι είναι στο λιμάνι είναι πολύ δύσκολο να το βρεις μέσα στα στενά.
Ο Μάικ κοίταξε την πόλη.
Δεν του άρεσε αυτό που είχε πει η μιγάδας. Ήθελε να πάει εκεί χωρίς να
κιδυνεύσει κάποιος πέρα από τον ίδιο. Δεν ήθελε να την βάλει σε κίνδυνο. Αλλά
δε φαινόταν να έχει άλλη λύση.
-Εντάξει θα μου το
δείξεις. Θα φύγουμε σε λίγο.
Ο Μάικ επέστρεψε στο
θάλαμο των δοκίμων και άλλαξε τα ρούχα του φορώντας μαύρα που θα τον έκαναν πιο
δυσδιάκριτο στο σκοτάδι. Ο Αζίζ πλησίασε, φορούσε και εκείνος μια μαύρη
κελεμπία και ίδιου χρώματος κέφια.
-Θα σε συνοδέψω, είπε
απλά.
Ο Μάικ είχε βρεθεί με τις
μυστικές υπηρεσίες κατά την αντιμετώπιση της εκστρατείας του Νείλου του
Ναπολέοντα. Εκεί είχε από τύχη ανακατευτεί και είχε πάρει τη θέση ενός
αξιωματικού που είχε σκοτωθεί. Τα είχε καταφέρει τόσο καλά που ο επικεφαλής των
μυστικών υπηρρεσιών του είχε ζητήσει να αλλάξει πόστο. Εκείνος είχε αρνηθεί,
δεν ήθελε να εγκαταλείψει τη θάλασσα, και τελικά τα είχε συνδιάσει και τα δύο.
Και τώρα είχε χρησιμοποιήσει τις διασυνδέσεις του για να μάθει πληροφορίες που
τους χρειάζονταν.
Κατέβηκε από το πλοίο
μαζί με την Αντέλα και προχώρησαν στο δρόμο που η μικρή Κρεολή υπέδειξε. Πίσω
τους κατέβηκε ακόμη μια σκιά από το πλοίο που δεν έδειξαν να αντιλαμβάνονται
και κατόπιν ο Αζίζ που ήθελε να καλύππτει τα νώτα του φίλου του.
Ο Μάικ δεν άργησε να
φτάσει στο Σπασμένο Φανάρι. Ακόμα πριν στρίψει στο στενό που βρισκόταν η
είσοδος για ένα από τα πιο κακόφημα μέρη της πόλης άκουσε τη φασαρία που
προερχόταν από αυτό. Απτόητος συνέχισε και με την Αντέλα δίπλα του πέρασε την
ορθάνοιχτη πόρτα. Βρέθηκε σε μια σάλα με πολλά τραπέζια και κατάμεστη από
άνδρες που έτρωγαν και έπιναν. Σερβιτόρες πηγαινοέρχονταν με δίσκους
φορτωμένους κυρίως με κούπες γεμάτες ποτά. Άλλες κοπέλες κάθονταν με τους
θαμώνες στα τραπέζια τους. Το μέρος δεν την είχε άδικα την κακή του φήμη.
Ένας άνδρας άρπαξε την
Αντέλα από τη μέση και την τράβηξε προς το μέρος του. Ήταν ένας μεγαλόσωμος
ναυτικός με φαρδύ στέρνο και ξυρισμένο κεφάλι.
-Έλα ομορφούλα, κάτσε
μαζί μου, είπε μεθυσμένα.
Η Αντέλα του έδωσε ενα
γερό χαστούκι που τον αιφνιδίασε και έτσι εκείνη κατάφερε να αποσπαστεί από την
αγκαλιά του. Ο Μάικ μπήκε μπροστά της καθώς ο ναυτικός σηκωνόταν όρθιος.
-Άσε την ήσυχη, είπε.
Ο ναύτης τον κοίταξε για
μια στιγμή και μετά επιτέθηκε αλλά ο πλοηγός του Ανίκητος ήταν προετοιμασμένος,
με ένα χτύπημα στην κοιλιά και άλλο ένα στον αυχένα, καθώς ο αντίπαλός του
διπλωνόταν στα δυο, τον έριξε αναίσθητο στο πάτωμα.
Προχώρησε στον μεγάλο
πάγκο του μπαρ που έπιανε την μια πλευρά της σάλας. Εκεί μια γυναίκα στην
ηλικία του και με ένα προκλητικά ανοιχτό πουκάμισο του έκλεισε το μάτι.
-Ένα δωμάτιο καπετάνιο;
Να περάσεις καλά με την κοπελιά; ρώτησε κάνοντας την Αντέλα στο πλευρό του να
κοκκινίσει.
-Έρχομαι από το Λονδίνο
με πολύ άσχημο καιρό, είπε ο Μάικ τα συμφωνημένα από πριν συνθηματικά λόγια.
-Ανέβα πάνω, στο
τελευταίο δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου, θα βρεις αυτό που ζητάς.
Ο Μάικ έκανε όπως του
είπε και ανέβηκε τη σκάλα με την Αντέλα πάντα να τον ακολουθεί από κοντά. Εδώ ο
θόρυβος ήταν πολύ λιγότερος και ελάχιστα άτομα κυκλοφορούσαν μπαίνοντας ή
βγαίνοντας από δωμάτια. Φτάνοντας στο τελευταίο χτύπησε την πόρτα και μόλις μια
γυναικεία φωνή απάντησε άνοιξε και μπήκε. Μια όμορφη γυναίκα αν και όχι
ιδιαίτερα νέα καθόταν σε μια πολυθρόνα.
-Μάλιστα, είπε, ο σερ
Μάικ Γκόρντον. Ξέρεις κανονικά μεταβιβάζω τις πληροφορίες χωρίς να έρχομαι σε
επαφή, δεν κινδυνεύω έτσι από προδότες. Αλλά ήθελα να δω από κοντά τον άνθρωπο
που σκότωσε τον περιβόητο Σινκλαίρ.
Σηκώθηκε από την
πολυθρόνα και πλησίασε. Έβγαλε μέσα από την ρόμπα που φορούσε ένα τυλιγμένο
ρολό και το έδωσε στον Μάικ που τον άνοιξε και διάβασε, ύστερα τον έκρυψε.
-Μπορούμε να περάσουμε
καλά τώρα, ξεκίνησε η γυναίκα αλλά ο Μάικ την έκοψε.
-Δεν αμφιβάλλω, αλλά
πρέπει να βιαστώ. Πρέπει να προλάβουμε τους Γάλλους.
-Έλα να με βρεις όταν
τελειώσει όλο αυτό. Απλά ζήτα τη Μαρί.
Ο Μάικ κατένευσε και
βγήκε. Κατέβηκε στη σάλα και γρήγορα τη διέσχισε για να βγει στο δρόμο. Στη
γωνία βρήκε τον Αζίζ με την πιο απρόσμενη παρέα, την Ελεωνόρ!
-Τι κάνεις εσύ εδώ;
-Δε σε αφορά!
-Με κατασκόπευες, αυτό
είναι ύποπτο. Γιατί το έκανες;
Ο Μάικ ήξερε φυσικά ότι η
γυναίκα απέναντί του δεν ήταν κατάσκοπος αλλά ήθελε να την τρομάξει για να του
πει τι γύρευε εδώ. Η Ελεωνόρ δαγκώθηκε και απάντησε ντροπιασμένα.
-Σε είδα που έφυγες από
το πλοίο και ήθελα να μάθω που θα πας μαζί της. Περίμενα τι ήθελες από αυτή,
μια πλύστρα είναι στο κάτω κάτω, αλλά δεν περίμενα ένα τέτοιο μέρος.
-Δεν ξέρεις τι λες, είπε
ο Μάικ, αυστηρά. Και αν ο Αζίζ δεν σε είχε σταματήσει δεν θα είχες περάσει
καθόλου καλά εκεί μέσα. Πάμε πίσω στο πλοίο, και δεν θα πεις τίποτα και σε
κανέναν για τη βόλτα σου αυτή.
Μόλις επέστρεψαν στο
Ανίκητος ο Τζέημς κάλεσε τον Γιάρροου, τον Μάικ και τον Τζώρτζ Κάμπελ στην
καμπίνα του για να καταστρώσουν τα σχέδιά τους.
Είχε αρχίσει να χαράζει
όταν βγήκαν από την καμπίνα και ξεκίνησαν αμέσως για το κυβερνείο. Εκεί ο
Τζέημς κάλεσε τους κυβερνήτες των υπολοίπων πολεμικών και τον Αυστριακό που
είχε συμφωνήσει να πολεμήσει μαζί τους. Ο αδερφός του είχε σκοτωθεί στην Ιταλία
το 1797 και ο χερ Ρίχτερ μισούσε θανάσιμα τους Γάλλους. Μαζεύτηκαν στην αίθουσα
του αποικιακού συμβουλίου και ο Τζέημς πήρε το λόγο.
-Οι Γάλλοι έχουν πέντε
πλοία της γραμμής, οκτώ σλουπ και δυο μικρά ελαφρά οπλισμένα. Ακόμα στο λιμάνι
βρίσκονται τρία Δανέζικα πλοία και τέσσερα Ισπανικά, θα πολεμήσουν μαζί τους.
-Δεν έχουμε καμία ελπίδα
απέναντί σε τόσα πλοία, είπε ένας από τους πλοιάρχους.
-Σε ανοιχτή θάλασσα όχι,
είπε ο Τζέημς, αλλά αν τους επιτεθούμε μέσα στο λιμάνι, όπου δεν θα έχουν πολλά
περιθώρια κινήσεως, μπορούμε να νικήσουμε. Έχουμε έξι πλοία της γραμμής μαζί με
αυτό του χερ Ρίχτερ και τέσσερα σλουπ. Μπορούμε να τα καταφέρουμε. Απόψε θα
αποπλεύσουμε μόλις πέσει η νύχτα και το πρωί θα είμαστε εκεί, θα επιτεθούμε
πριν καν ξημερώσει για τα καλά. Θα αδειάσετε τα πλοία από προμήθειες και ό,τι
άλλο μεταφέρουν πέρα από πυρομαχικά, θα είναι πιο ελαφρά και ευέλικτα έτσι.
Τις επόμενες τρεις ώρες
συζήτησαν και καθόρισαν το σχέδιο της επίθεσης, ύστερα ο Τζέημς τους έστειλε να
κάνουν τις ετοιμασίες και να ξεκουραστούν.
Ο Τζέημς νοίκιασε ένα
οίκημα, όχι μακριά από το σημείο που ήταν αγκυροβολημένο το πλοίο του, για να
παραμείνουν οι τραυματίες που ακόμα δεν είχαν αναρρώσει για να πάρουν μέρος
στην επερχόμενη μάχη. Εκεί θα έμενε ακόμα και η κυρία Γιάρροου όπως και η
Μάργκαρετ με τις κόρες της.
Ο πλοίαρχος βεβαιώθηκε
ότι είχαν τακτοποιηθεί πριν ασχοληθεί με τις προετοιμασίες του πλοίου του για
την επίθεση στη Μαρτινίκα. Όταν αυτές ολοκληρώθηκαν και ενώ το πλήρωμα
ξεκουραζόταν ξαναβγήκε στη στεριά και επισκέφθηκε την Μάργκαρετ.
-Προλάβαμε το Βικτουάρ
γρηγορότερα από όσο περιμέναμε, είπε, αυτό σημαίνει ότι δεν θα ταξιδέψουμε τόσο
νότια όσο πιστεύαμε. Θα φροντίσω ωστόσο για τη μεταφορά σας.
-Μην σας απασχολούμε
εμείς, είπε εκείνη, τώρα έχετε πιο επείγοντα και επικίνδυνα θέματα.
-Είναι και αυτό από τις
έννοιες μου, είπε ο Τζέημς. Μίλησα και με τον κυβερνήτη για τη συνέχεια του
ταξιδιού σας.
-Ω ευχαριστώ.... Δεν ξέρω
πως να σας ευχαριστήσω.
-Δεν χρειάζεται.
Η Μάργκαρετ άπλωσε το
χέρι της και έπιασε τον πλοίαρχο από το μπράτσο.
-Κάνατε πολλά για' μας,
πολύ περισσότερα από όσα θα τολμούσα ποτέ να ζητήσω.
Κοιτάκτηκαν για μια
στιγμή και ύστερα ο Τζέημς έσκυψε και την φίλησε.....
Ο Μάικ βγήκε στο
κατάστρωμα, ήταν ντυμένος στα κατάμαυρα και οπλισμένος με τη σπάθα του και δυο
πιστόλες. Ο Γιάρροου, που κατέβαινε από τη γέφυρα, του είπε:
-Είμαστε έτοιμοι.
-Ο πλοίαρχος;
-Στο σπίτι που νοίκιασε.
Οι περισσότεροι είμαστε στο πλοίο.
-Πάω να τον φέρω. Κάνατε
τους αποχαιρετισμούς σας;
-Ναι.
Ο Μάικ έτρεξε στο σπίτι,
μια σκοτεινή σκιά μέσα στο δειλινό. Βρήκε τον Τζέημς να ετοιμάζεται να βγεί από
ένα δωμάτιο. Το εξασκημένο βλέμμα του πλοηγού πρόλαβε να δει την Μάρκαρετ να
κοιμάται γαλήνια. Κοίταξε τον πλοίαρχό του με απορία.
-Βρήκα και γω το λιμάνι
μου, φαίνεται. Μόλις γυρίσουμε θα συζητήσουμε εκτενέστερα το μέλλον.
Η σιγουριά του Τζέημς
ήταν θρυλική στο βασιλικό ναυτικό. Ο Μάικ αναρωτήθηκε πως την διατηρούσε ξέροντας
ότι θα αντιμετωπίζανε έναν εχθρό με τριπλάσια δύναμη πυρός. Επέστρεψαν στην
προκυμαία. Οι περισσότεροι είχαν αποχαιρετήσει όποιον άφηναν πίσω και είχαν
ανέβει στο πλοίο. Ο Μάικ προχώρησε να ανέβει στο Ανίκητος όταν η Αντέλα έτρεξε
κοντά του. Έβαλε στο χέρι του μια μικρή μεταλλική εικονίτσα.
-Στην πατρίδα μου οι
κοπέλες δίνουν μια εικόνα του προστάτη αγίου στους άνδρες τους πριν φύγουν για
τον πόλεμο, είπε απαλά.
-Ευχαριστώ, είπε ο ο Μάικ
και την έβαλε σε μια τσέπη του. Η Αντέλα τον αγκάλιασε και τον φίλησε τρυφερά
στα χείλη, ύστερα ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο. Εκείνος χάιδεψε τα μαλλιά
της λέγοντας καθησυχαστικά.
-Μη φοβάσαι, θα γυρίσω.
Στο υπόσχομαι.