-Τίποτα, πρέπει να
απομακρύνθηκαν αρκετά, είπε ένας από τους ναύτες που ερευνούσαν με το βλέμμα τα
σκοτεινά νερά του Ατλαντικού.
Η Μέγκαν ξέσπασε σε
λυγμούς ακούγοντάς τον και έκρυψε το πρόσωπό της στο στέρνο του Άλεξ που ήταν
ακόμη μαζί της. Εκείνος την αγκάλιασε και χάιδεψε τα πυκνά μαλλιά της, αμήχανος
κοίταξε μακριά από το πλοίο το σκοτάδι που τους περιέβαλε με την ομίχλη που
σηκωνόταν σαν πέπλο από το νερό και τότε είδε τις πορτοκαλί λάμψεις που
σήμαιναν.....
-Εισερχόμενα από
αριστερά! φώναξε κάνοντας τον Τζέημς να κοιτάξει προς εκείνη την κατεύθυνση.
-Πηδάλιο όλο δεξιά κύριε
Όλιβερ, φώναξε. Θέσεις μάχης!
Ένας πεζοναύτης άρχισε να
χτυπάει την καμπάνα του πλοίου καλώντας όλο το πλήρωμα να αναλάβει καθήκοντα
για την επερχόμενη ναυμαχία. Ο Όλιβερ άρχισε με βία να γυρίζει το πηδάλιο κάνοντας
το πλοίο να γυρίσει απότομα, γέρνοντας. Το σκαρί και τα κατάρτια έτριξαν από
την πίεση που εναπέθετε πάνω τους ο ελιγμός του Τζέημς.
Οι μπάλες των κανονιών
σφύριξαν ανάμεσα στα κατάρτια αποτυγχάνοντας να πλήξουν τα ιστία και τα
απλωμένα πανιά. Πιο χαμηλά άλλες πέρασαν το κατάστρωμα αναγκάζοντάς τους να
πέσουν στο ξύλινο δάπεδο σε πολλά σημεία για να τις αποφύγουν ενώ κάποιες
βρήκαν το στόχο αφήνοντας πίσω τραυματίες και νεκρούς.
Η Μάργκαρετ στεκόταν στη
βαση της γέφυρας κοντά στην πόρτα από την οποία είχε βγει στο κατάστρωμα και
παρακολουθούσε νιώθοντας παγωμένη, ανήμπορη να κάνει κάτι. Πρώτα ο κίνδυνος που
απειλούσε τη μεγαλύτερη κόρη της, τώρα αυτό. Δεν ήταν ο κίνδυνος που την είχε
παγώσει αλλά η οδύνη. Κάπως έτσι θα ήταν η σκηνή του θανάτου του συζύγου της.
Είχε πεθάνει σε μια ναυμαχία άρα σε συνθήκες που θα έμοιαζαν με αυτές. Ίσως πιο
πολύ και από όσο υπέθετε. Η σκέψη αυτή την είχε καθηλώσει τόσο αποτελεσματικά
σαν να ήταν αλυσοδεμένη.
Η Κάθρην είχε συρθεί
κοντά στην άκρη του καταστρώματος και από το άνοιγμα που εξυπηρετούσε ένα από
τα κανόνια κοίταζε τη θάλασσα ψάχνοντας για την αδερφή της προσπαθώντας να μη
χάσει το θάρρος της.
-Ιδιώτης, είπε ο Αζίζ
κοιτώντας με μια διόπτρα προς την κατεύθυνση του επιτιθέμενου πλοίου.
-Γι' αυτό κυκλοφορεί εδώ
έξω, είπε ο Τζέημς, θα τον μάθουμε να μην επιτίθεται σε πλοία μας.
Ο Γιάρροου και ο Κάμπελ
ανέβηκαν στη γέφυρα. Ο ύπαρχος είχε ένα σκίσιμο στο μάγουλο από ένα κομμάτι
ξύλο που μια βολή του εχθρού είχε τινάξει από το παραπέτο στην αριστερή πλευρά.
Ο Κάμπελ έδειχνε σε πλήρη εγρήγορση παρότι είχε μόλις ξυπνήσει από την καμπάνα
που σήμανε τον συναγερμό.
-Αρμενιστές και
πυροβολητές στη θέση τους, ανέφερε ο Γιάρροου.
-Ελεύθεροι σκοπευτές και
ομάδες μάχης για την απόκρουση ρεσάλτου στις θέσεις τους, είπε ο Κάμπελ. Ας
τους δώσουμε ένα καλό μάθημα.
-Αζίζ.
Ο Άραβας έκλεισε τη
διόπτρα και στράφηκε στον πλοίαρχο.
-Κατέβασε μια βάρκα με
τέσσερις ναύτες και τους δοκίμους και συνέχισε την έρευνα για τον Μάικ.
Προσπάθησε να μην βρεθείς ανάμεσα σε' μας και τον καταραμένο το Γάλλο.
Ο Άραβας ένευσε και
κατέβηκε από τη γέφυρα φωνάζοντας κοντά του τον Άλεξ. Ο δόκιμος στραφηκε στην
Μέγκαν.
-Πρέπει να σε αφήσω.
-Να προσέχεις, είπε
εκείνη.
Ο Άλεξ την άφησε, όχι
χωρίς κάποια απροθυμία, και έτρεξε να βοηθήσει με την καθέλκυση της βάρκας από
την αντίθετη πλευρά από την οποία ερχόταν ο Γάλλος.
Ο Μάικ κοίταζε ερευνητικά
το σκοτάδι, προσπαθούσε να δει αν οι βολές του Γαλλικού πλοίου είχαν πλήξει το
Ανίκητος και σε ποιο βαθμό. Δεν είχε ακουστεί κάποια έκρηξη οπότε ήξερε ότι δεν
είχε συμβεί το χειρότερο αλλά και πάλι το πλοίο του θα μπορούσε να είχε
χτυπηθεί αρκετά.
Η ομίχλη όμως δεν του
επέτρεπε να δει τίποτα και κανένας άλλος ήχος δεν ακουγόταν πάνω από την
σιωπηλή θάλασσα.
Η Ελεωνόρ ήταν σιωπηλή,
δεν είχε χάσει τις αισθήσεις της αλλά δεν είχε και δυνάμεις, ένιωθε πως το κρύο
απομυζούσε τη ζωή από μέσα της σαν βαμπίρ το αίμα. Άκουγε την κοφτή ανάσα του
Μάικ και καταλάβαινε την προσπάθεια που κατέβαλλε για να κρατήσει και τους δυο
στην επιφάνεια.
-Άσε με, είπε, η φωνή της
ένας αδύναμος ψίθυρος. Σώσε τη ζωή σου.
-Αποκλείεται, θα σωθούμε
ή θα πεθάνουμε μαζί. Ποια θα είναι η τιμή μου αν σε αφήσω να πεθάνεις για να
σωθώ; Τι άνθρωπος θα είμαι; είπε ο Μάικ με κοφτές φράσεις.
Αλλά όσο και αν δεν ήθελε
να το κάνει καταλάβαινε ότι θα ερχόταν σύντομα η στιγμή που θα εξαντλείτο και
θα βυθίζονταν και οι δύο. Αλλά δεν θα την άφηνε, όχι πριν χάσει τις αισθήσεις
του.
-Έχεις οικογένεια;
ψιθύρισε η Ελεωνόρ.
-Όχι.
-Τουλάχιστον δεν θα
δυστυχίσει κάποιος εξ' αιτίας μου.
-Όχι, κανείς, είπε ο
Μάικ, μόνο ο βασιλιάς θα πονοκεφαλιάσει σε ποιον να δώσει τον τίτλο μου.
-Είσαι ευγενής;
Ο Μάικ συνειδητοποίησε
ότι η κοπέλα δεν είχε ιδέα ποιος ήταν που την κρατούσε. Το κεφάλι της έγειρε
άτονα στον ώμο του. Είχε χάσει τις αισθήσεις της. Το νερό τους σκέπασε την
επόμενη στιγμή αλλά χτυπώντας δυνατά τα πόδια του κατάφερε να επιστρέψουν στην
επιφάνεια πριν η αναίσθητη κοπέλα εισπνεύσει νερό και πνιγεί.
-Άλλο ένα τέτοιο και
τελειώσαμε, μονολόγησε ο πλοηγός του Ανίκητος.
Μακριά κάπου μέσα στην
ομίχλη ακούστηκε μια ομοβροντία κανονιών.
-Όλο αριστερά κύριε
Όλιβερ! φώναξε ο Τζέημς. Φέρε μας πρίμα.
Οι πυροβολητές ήταν
έτοιμοι, τα κανόνια ήταν γεμισμένα και έτοιμα για βολή. Οι πεζοναύτες είχαν
πάρει θέσεις και περίμεναν την ευκαιρία για μια καλή βολή μέσα στο σκοτάδι. Η
ομίχλη παρέμενε πηχτή και δυσκόλευε τον εντοπισμό των αντιπάλων τους.
Ο Τζέημς κοίταζε το
γκρίζο παραπέτασμα που τύλιγε το πλοίο του. είχε φέρει το Ανίκητος σε θέση να
εκμεταλλευτεί τον άνεμο αλλά είχε διατάξει να μαζέψουν τα πανιά. Ήθελε να
πείσει τους αντιπάλους του ότι το πλοίο είχε πληγεί καίρια, κάτι που ήξερε ότι
θα τους έκανε απρόσεκτους.
Στη γύρω θάλασσα δεν
ακουγόταν τίποτα, ακόμα και η βάρκα που αναζητούσε τον Μάικ με την Ελεωνόρ είχε
απομακρυνθεί τόσο που να μην ακούγεται ο ήχος από τα κουπιά τους.
Η Μάργκαρετ συνέχιζε να
στέκεται στην βάση της γέφυρας και να παρακολουθεί το πλήρωμα που περίμενε με
τεντωμένα νεύρα την επίθεση. Εκείνοι που είχαν τραυματιστεί στην πρώτη
ανταλλαγή πυρών με τον αντίπαλο είχαν μεταφερθεί κάτω για να δεχθούν ιατρική
φροντίδα. Εξακολουθούσε να νιώθει καρφωμένη στη θέση της ανήμπορη να κάνει
οτιδήποτε. Δεν μπορούσε να αντιδράσει να διώξει το φόβο.
Η Κάθρην από τη μεριά της
συνέχιζε να κοιτάζει την θάλασσα ελπίζοντας να δει τη βάρκα να επιστρέφει με
την αδερφή της αλλά είχε και το νου της στη Μέγκαν που φαινόταν σαστισμένη,
αποσβολωμένη από όσα είχαν γίνει.
Ο Τζέημς την είδε.
Κατέβηκε γρήγορα από τη γέφυρα.
-Καλύτερα να μπείτε μέσα,
ειπε.
Σαν να βγήκε από το
λήθαργο η Μάργκαρετ κοίταξε τον πλοίαρχο. Εκείνος της ένευσε να μπει μέσα. Την
επόμενη στιγμή ακούστηκε από τον παρατηρητή στο μεσιανό κατάρτι.
-Πανί στα αριστερά.
Το αντίπαλο πλοίο
ξεπρόβαλε από την ομίχλη και μια βροχή από σφαίρες έπεσε στο κατάστρωμα του
Ανίκητος προκαλώντας λίγες απώλειες ωστόσο μιας και οι άνδρες στο κατάστρωμα
είχαν προλάβει να φυλαχθούν.
-Πυρ! φώναξε ο Κάμπελ και
οι πεζοναύτες ανταπέδωσαν τα πυρά. Ένας πεζοναύτης τινάχθηκε πίσω με ένα τραύμα
ψηλά στο στήθος και σωριάστηκε δίπλα στην Κάθρην. Η κοπέλα δεν πανικοβλήθηκε,
αντέδρασε αντιθέτως με ψυχραιμία. Έψαξε γρήγορα για ένα κομμάτι ύφασμα και
κατέληξε στο φουλάρι του στρατιώτη. Το δίπλωσε γρήγορα και το πίεσε στο τραύμα
του προσπαθώντας να μειώσει την αιμορραγία. Η Μάργκαρετ βλέποντάς την να
αγωνίζεται να σώσει τη ζωή ενός ξένου ένιωσε να βγαίνει από την λήθη της
απραξίας και την ανάγκη να βοηθήσει και αυτή, και δεν ήταν ανάγκη να ρωτήσει
που χρειαζόταν η βοήθειά της, με τους τραυματίες. Έτρεξε να βοηθήσει δυο ναύτες
που ήθελαν να μεταφέρουν έναν τραυματισμένο συνάδερφό τους στο υπόστρωμα.
Ο Μάικ ένιωθε τις δυνάμεις
του να τον εγκαταλείπουν. Άρχισε να βυθίζεται, προσπάθησε να κρατήσει την
Ελεωνόρ στην επιφάνεια αλλά ήταν πια πολύ αδύναμος. Αφέθηκε στην υγρή αγκαλιά
της θάλασσας που έσπευσε να τον τραβήξει στα βάθη της. Τα μάτια του έκλεισαν,
λίγα δευτερόλεπτα και θα εισέπνεε νερό, και τότε θα ήταν το τέλος.
Ξαφνικά έχασε την Ελεωνόρ
από το κράτημά του, δεν μπορούσε να καταλάβει αν την είχε παρασυρει το νερό ή
αν είχε αποσπαστεί μόνη της καταλαβαίνοντας ότι εκείνος δεν μπορούσε πια να την
κρατήσει. ευχήθηκε να ήταν το δεύτερο καθώς παραδινόταν στην λήθη.
Δυνατά χέρια τον άρπαξαν
και τον τράβηξαν έξω από το νερό. Ο κρύος αέρας τον πάγωσε αλλά τον συνέφερε.
Τον ξάπλωσαν στον πάτο μιας βάρκας, πρόθυμα χέρια άρχισαν να τρίβουν τους
καρπούς των χεριών για να τονώσουν την κυκλοφορία του αίματος και να ζεσταθεί.
Κάποιος ανασήκωσε το κεφάλι του και ένιωσε λίγες σταγόνες κονιάκ να κυλάνε στα
παγωμένα χείλη του.
Συνήλθε σιγά σιγά και
ανασηκώθηκε. Είδε τους σωτήρες του, οι δόκιμοι του Ανίκητος ήταν πολύ περήφανοι
για την διάσωσή του και τώρα έλαμναν δυνατά για να γυρίσουν στο πλοίο τους. Ο
Μάικ άλλαξε γρήγορα ρούχα, μιας και ο Άλεξ είχε προνοήσει να φέρει μερικά.
Ύστερα έσκυψε πάνω από την Ελεωνόρ. Εκείνη βρισκόταν σε χειρότερη κατάσταση,
ασυνήθιστη στο περιβάλλον αυτό είχε υποστεί σοκ και οι συνέπειες της παραμονής
στο νερό ήταν μεγαλύτερες για εκείνη.
Της έτριβαν τα άκρα για
να τη ζεστάνουν αλλά δν αρκούσε. Δεν είχε καθόλου τις αισθήσεις της για να της
δώσουν κονιάκ, αν το δοκιμάζανε μπορεί να την πνίγανε. Έπρεπε να της βγάλουνε
τα ρούχα. Ο Μάικ άρχισε αμέσως να ασχολείται με τα κορδόνια του φορέματός της
αλλά καθώς ήταν βρεγμένα ήταν αδύνατον να τα λύσει.
-Ένα μαχαίρι, είπε και ο
Αζίζ του έδωσε το στιλέτο που ήταν περασμένο στην ζώνη του.
Ο Μάικ έκοψε γρήγορα τα
κορδόνια και άρχισε να την απαλλάσει από το βρεγμένο φόρεμα. Η Ελεωνόρ άνοιξε
τα μάτια της, κατάλαβε ότι την έγδυναν και προσπάθησε αδύναμα να διαμαρτυρηθεί.
-Είναι απαραίτητο, είπε ο
Μάικ, αν θέλουμε να γλιτώσεις την πνευμονία και το θάνατο.
Απέμεινε στα χέρια του
γυμνή, τρέμοντας από το κρύο. Την τύλιξε με μια κουβέρτα και την έτριβε για να
ζεσταθεί. Η βάρκα είχε πάρει πορεία επιστροφής στο πλοίο.
Μια δυνατή έκρηξη
ακούστηκε καθώς πλησίαζαν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου