Το πλήρωμα επέστρεψε στη
ρουτίνα του ταξιδιού, βαλθήκανε να στήσουν ξανά τα διαχωριστικά και να
κρεμάσουν τις αιώρες. Όσοι δεν είχαν υπηρεσία εξάλλου θα πήγαιναν για
ξεκούραση, Όπως ήταν το έθιμο ο οπλονόμος χτύπησε την πόρτα της καμπίνας των
επιβατισσών τους για να τις ενημερώσει ότι τώρα αν το ήθελαν μπορούσαν να βγουν
στο κατάστρωμα.
Η Μέγκαν φυσικά και το
ήθελε αλλά το ίδιο ήθελε και η Μάργκαρετ έτσι βγήκαν στο κατάστρωμα και η
Κάθρην ακολούθησε. Το Ανίκητος έπλεε σε μια γαλήνια θάλασσα και στεριά δε
φαινόταν πουθενά. Η Μέγκαν κοίταξε τα ψηλά κατάρτια όπου οι ναύτες άπλωναν τα
πανιά για να εκμεταλλευτούν τον αέρα που είχε δυναμώσει.
Η Κάθρην αφέθηκε απλά
στον άνεμο που τη χάιδευε ανακατεύοντας τα μαλλιά της και κάνοντάς τα να
ανεμίζουν. Η Μάργκαρετ στάθηκε δίπλα της. Αυτές οι δυο κόρες της έδειχναν να
έχουν προσαρμοστεί στο ταξίδι αυτό. Η σκέψη της πήγε στην Ελεωνόρ.
Κατά τη διάρκεια της
ναυμαχίας η Μέγκαν της είχε εκμυστηρευθεί τη σύντομη στιχομυθία της Ελεωνόρ με
τον Μάικ. Η Μάργκαρετ ήξερε πως η μεγάλη της κόρη δεν ήταν ανοιχτή σαν τη
μικρότερη αλλά δεν ήταν και σνομπ. Αυτή η συμπεριφορά της έδειχνε μια άρνηση να
δεκτεί την νέα κατάσταση της ζωής της και δεν μπορούσε να κάνει κάτι να την
βοηθήσει.
-Συγνώμη σερ, μπορώ να
ανέβω στη γέφυρα;
Η Μάργκαρετ γύρισε
ξαφνιασμένη. Είχε χαθεί στις σκέψεις της και είχε ξεχάσει τη Μέγκαν που είχε
τώρα απευθυνθεί με ευγένεια αλλά θαρραλέα στον Μάικ Γκόρντον.
-Σε ενδιαφέρει η
ναυσιπλοία βλέπω!
-Μάλιστα σερ, είναι κρίμα
που δεν μπορεί μια γυναίκα να κυβερνήσει πλοίο. Δεν είναι;
-Θα το ήθελες;
-Πάρα πολύ. Θα είναι πολύ
όμορφα να ταξιδεύεις με δυνατό άνεμο, ο αέρας να σου ανεμίζει τα μαλλιά και να
φουσκώνει τα πανιά. Ο ωκεανός μπροστά σου να τον ταξιδέψεις, να τον
εξερευνήσεις.
-Μίλησες σαν γνήσιος
ναυτικός!
-Ο μπαμπάς μου ήταν
πλοίαρχος, είχα ταξιδέψει με το πλοίο του.
Ο Μάικ κοίταξε το
κορίτσι, η Μέγκαν δεν μπορούσε να το ξέρει αλλά γνώριζε τον πατέρα της, είχαν
πολεμήσει μαζί και εκείνος ήταν που είχε φέρει το πλοίο του πίσω στο Γιβλαρτάρ
μετά την ναυμαχία του Αμπουκίρ και στην συνέχεια στην πατρίδα. Και φαινόταν ότι
ούτε η Μάργκαρετ τον θυμόταν, καλύτερα, δεν θα ήθελε να της υπενθυμίζει τη
θλίψη της όταν χήρεψε.
-Αφού σε ενδιαφέρει τόσο
πολύ η ναυτική τέχνη, είπε, και αφού θα ταξιδέψετε κάμποσο καιρό μαζί μας, έχω
να σου προτείνω κάτι.
Η Μέγκαν τον κοίταξε με
προσοχή περιμένοντας να δει που θα κατέληγε αυτή η συζήτηση.
-Στο ταξίδι αυτό εγώ θα
εκπαιδεύω τους δοκίμους, είπε ο Μάικ, με την αδειά μου θα παρακολουθήσεις τα
μαθήματα.
-Ευχαριστώ σερ, είπε το
κορίτσι αληθινά συγκινημένο και η Μάργκαρετ πήρε το λόγο.
-Σας είμαστε πραγματικά
υπόχρεες σερ Μάικ.
-Δεν χρειάζεται.
Εκείνη τη στιγμή η
καμπάνα του πλοίου χτύπησε μεσημέρι και κατά το έθιμο ο αξιωματικός υπηρεσίας
το ανήγγειλε στον πλοίαρχο που ανέβαινε εκείνη τη στιγμή στη γέφυρα.
-Δεκτόν, είπε ο Τζέημς.
-Έλα Μέγκαν, είπε η
μητέρα της στην έφηβη, πάμε στην καμπίνα μας, πρέπει να ετοιμαστούμε για το
γεύμα. Αφήσαμε και την αδερφή σου μόνη της.
-Δεν νομίζω να την
πείραξε, μάλλον το προτιμάει αυτές τις μέρες.
-Να είναι μόνη; Γιατί;
απόρησε ο Μάικ.
-Έχει λυπηθεί πολύ για
την αλλαγή αυτή στη ζωή μας, είπε με ειλικρίνεια η Μέγκαν.
-Την καταλαβαίνω, δεν
είναι εύκολες οι αλλαγές, αλλά ας μην απογοητεύεται.
-Μακάρι να το δει και
εκείνη, είπε η Μάργκαρετ και με τη Μέγκαν επέστρεψαν στην καμπίνα τους.
Το Ανίκητος συνέχισε να
πλέει σε μια άδεια θάλασσα μέχρι που το σκοτάδι άρχισε να πέφτει. Τότε
συνάντησαν ένα πλοίο που δεν έφερε το πλήρωμα σε θέση μάχης όπως το πρωί μιας
και ήταν δικό τους, το Πολυδεύκης, που ερχόταν από τη Μεσόγειο. Οι δυο
πλοίαρχοι αντάλλαξαν πληροφορίες και νέα και μετά τα δυο πολεμικά συνέχισαν την
πορεία τους.
Η Μάργκαρετ δέχθηκε μια
πρόσκληση από τον πλωτάρχη Γιάρροου να δειπνήσει με εκείνον και τη σύζυγό του
στο καρέ των αξιωματικών. Την δέχθηκε, ήθελε να γνρίσει την σύζυγο του πλωτάρχη
που το προηγούμενο βράδυ ήταν αδιάθετη.
Η Κάθρην ανέλαβε να συνοδεύσει την Μάργκαρετ στο κατάστρωμα για
να παρακολουθήσει το μάθημα των δοκίμων μιας και η Ελεωνόρ εξακολουθούσε να
είναι απρόθυμη να βγει από την καμπίνα.
Απόψε η φωτεινότητα της
νύχτας ήταν η κατάλληλη για να γίνει ένα μάθημα αστρονομίας. Ο Μάικ είχε
συγκεντρωμένους τους δώδεκα δοκίμους γύρω του και τους έκανε μάθημα. Δεν είχε
τον τυπικό ξερό τόνο των καθηγητών αλλά τους έκανε ένα πολύ παραστατικό μάθημα
με παραδείγματα και δείχνοντάς τους στην πράξη τι ήθελε από αυτούς.
Η Μέγκαν καθόταν πάνω
στον κιλίβαντα ενός κανονιού και άκουγε μαγεμένη. Οι δόκιμοι είχαν παρατηρήσει
την παρουσία της, ακούστηκε και κάποιο σφύριγμα μάλιστα από κάποιον, αλλά δεν
είχαν δείξει να τους πείραζε η παρουσία της ούτε είχαν ρωτήσει γι' αυτή.
Άκουγε για την τροχιά των
αστεριών και ποια δεν δύουν σε κάθε εποχή ώστε να είναι χρήσιμα σαν σημεία
αναφοράς, για το πως μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ώστε να πάρουν το στίγμα τους
και για όρους όπως αζιμούθιο και συντεταγμένες.
Παρά την αφοσίωσή της στα
λεγόμενα του Μάικ πρόσεξε την Ελεωνόρ που είχε βγει στο κατάστρωμα και είχε
σταθεί κοντά στο μεσιανό κατάρτι με την πλάτη στην κουπαστή. Ακριβώς τη στιγμή
που η Ελεωνόρ ακουμπούσε στην κουπαστή το πλοίο έγειρε απότομα από μια ξαφνική
και έντονη πνοή ανέμου. Η κοπέλα έχασε την ισορροπία της και έπεσε κάνοντας την
Μέγκαν να ουρλιάξει.
Ο Μάικ γύρισε
ξαφνιασμένος από την κραυγή της. Η Μέγκαν του έδειξε προς το σημείο που είχε
εξαφανιστεί η αδερφή της και εκείνος κατάλαβε. Ξεζώστηκε γρήγορα τη ζώνη με τα
όπλα του και φώναξε:
-Άνθρωπος στη θάλασσα.
Ύστερα πήδηξε στο
σκοτεινό ωκεανό.
Τον υποδέχθηκε η παγωμένη
αγκαλιά του Ατλαντικού αλλά δεν έδωσε σημασία καθώς είχε συνηθίσει στα κρύα
αυτά νερά. Κλώτσησε δυνατά για να επιστρέψει στην επιφάνεια και αναζήτησε την
Ελεωνόρ. Ήταν σκοτεινά παντού γύρω του αλλά είχε καλή αίσθηση του
προσανατολισμού και έτσι κολύμπησε προς το σημείο που είχε πέσει η κοπέλα.
Μπορούσε να ακούσει εξάλλου την προσπάθειά της να παραμείνει στην επιφάνεια.
Με δυνατές απλωτές άρχισε
να κολυμπάει παλεύοντας με το κύμα σε κάθε του κίνηση. Άκουσε πίσω του τις
διαταγές για να σταματήσει το πλοίο, ήξερε εκ πείρας ότι θα χρειαζόταν να διανύσει
κάποια απόσταση. Έπρεπε να φτάσει την Ελεωνόρ και να την κρατήσει στην
επιφάνεια ως που να τους περισυλλέξουν.
Έφτασε κοντά της καθώς η
κοπέλα χανόταν κάτω από την επιφάνεια του νερού. Αυτή τη φορά οι δυνάμεις της
την εγκατέλειψαν και δεν ξαναβγήκε στην επιφάνεια. Βούτηξε στο νερό, τώρα
βρέθηκε σε ένα απόλυτο σκοτάδι αλλά πλέον ήταν κοντά. Απέφυγε να βρεθεί σε
επαφή με τα απλωμένα χέρια της, ήταν σε κατάσταση πανικού και θα αρπαζόταν από
πάνω του δυσκολεύοντας την κατάσταση, πέρασε κάτω από αυτά και την αγκάλιασε
από τη μέση. Ύστερα έδωσε ώθηση με τα πόδια μεταφέροντας και τους δυο στην
επιφάνεια.
Πήρε βαθιά ανάσα και
γύρισε με την πλάτη στον καιρό, ήταν πιο ξεκούραστο το κολύμπι έτσι, ήταν σε
σχεδόν ύπτια θέση και είχε τραβήξει στο στήθος του την Ελεωνόρ για να ακουμπάει
και να μπορέσει να ξεκουραστεί. Η κοπέλα ήταν χλωμή, είχε τρομάξει και είχε
πιει και πολύ νερό, ήταν καταβεβλημένη.
Τώρα δεν μπορούσε να δει
το Ανίκητος καθώς είχε ξεμακρύνει. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσαν να γυρίσουν το
πλοίο, ο αέρας θα ήταν εξαιρετικά αντίθετος. Θα έπρεπε να σταματήσουν το πλοίο
και να κατεβάσουν μια βάρκα για να τους περιμαζέψουν. Αλλά αυτό θα έπαιρνε
χρόνο. Και δεν ήξερε αν τον είχαν. Σε αυτά τα νερά δεν υπήρχαν καρχαρίες ή άλλα
ζώα που θα έθεταν σε κίνδυνο τις ζωές τους αλλά το κρύο μπορούσε να τους
σκοτώσει το ίδιο εύκολα.
Με έναν αναστεναγμό η
Ελεωνόρ έχασε τις αισθήσεις της. Ο Μάικ έσφιξε τη λαβή του γύρω από τη μέση της
ενώ ανασήκωσε το κεφάλι της που είχε γείρει προς το στήθος της για να μην
πνιγεί.
Κοίταξε ολόγυρα, έπρεπε
να βγουν από το νερό γρήγορα αλλά βρίσκονταν μίλια μακριά από κάθε στεριά.
Η Μέγκαν έμεινε να
κοιτάζει το σημείο απ' όπου είχε χαθεί η αδερφή της και είχε πηδήξει ο Μάικ στο
νερό. Δεν μπορούσε να το πιστέψει αυτό που είχε συμβεί. Είχε ουρλιάξει από
ένστικτο όταν είδε την Ελεωνόρ να πέφτει αλλά τώρα ένιωθε παγωμένη,
μουδιασμένη, βυθιζόταν σε μια κατάσταση σοκ.
Ένιωσε ένα χέρι να
ακουμπάει στον ώμο της, το άγγιγμα ήταν συμπονετικό αλλά ταυτόχρονα και
στιβαρό, άγγιγμα ναυτικού. Γύρισε να δει ποιος ήταν. Αντίθετα με ό,τι περίμενε
δεν ήταν ένας από τους θαλασσοδαρμένους ναυτικούς του πληρώματος αλλά ένα αγόρι
λίγο πιο μεγάλο από εκείνη. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο ανοιχτό στο στέρνο,
παντελόνι και μπότες ως το γόνατο.
-Θα τη σώσει ο Μάικ, είπε
απαλά, κάπως ντροπαλά.
Η Μέγκαν τον αναγνώρισε.
Τον έλεγαν Άλεξ Στιούαρτ και ήταν ένας από τους δοκίμους του Ανίκητος.
-Η Ελεωνόρ δεν ξέρει
κολύμπι, είπε άτονα.
-Θα την πρόλαβε ο Μάικ
μην ανησυχείς. Να, γυρνάμε να τους πάρουμε.
Ήταν αλήθεια, ο Τζέημς
είχε ακούσει την κραυγή του Μάικ και είχε έρθει στην γέφυρα. Ανενδοίαστα
διέταξε αλλαγή πορείας και καθώς μιλούσαν αυτό ήδη συνέβαινε.
Εκείνη τη στιγμή βγήκε
στο κατάστρωμα και η Μάργκαρετ μαζί με την σύζυγο του Γιάρροου. Η Κάθρην έτρεξε
στη μητέρα της να της πει τα άσχημα νέα.
Ο Μάικ ένιωθε παγωμένος
ως τα βάθη του είναι του, ήξερε ότι σε λίγο θα άρχιζε να τον κυριεύει η
νυσταλέα λήθη του κρύου και όταν θα υπέκυπτε θα πνιγόταν μαζί με την κοπέλα
στην αγκαλιά του. Τώρα δεν έβλεπε τίποτα γύρω, η ομίχλη σερνόταν στην επιφάνεια
σχεδόν του νερού.
Με ένα τίναγμα η Ελεωνόρ
ανέκτησε τις αισθήσεις της. Έκανε να κινηθεί αλλά ο Μάικ την απέτρεψε.
-Μην κινείσαι, κάνε
οικονομία στις δυνάμεις σου, θα τις χρειαστείς πιο μετά.
Η Ελεωνόρ έγειρε το
κεφάλι της στον ώμο του. Έτρεμε από το κρύο.
-Θα μας βρουν λες;
-Ναι, απάντησε ο Μάικ. Αν
δεν είχε αυτήν την ομίχλη θα βλέπαμε το πλοίο.
-Νομίζω ότι βλέπω φως,
είπε η Ελεωνόρ και με κόπο σήκωσε το χέρι της.
Ο Μάικ κοίταξε
συνοφρυωμένος προς την κατεύθυνση που του είχε υποδείξει. Δεν ήταν η σωστή για
να είναι το Ανίκητος αλλά είχε δίκιο, πρέπει να βρισκόταν εκεί ένα πλοίο.
Και ύστερα είδε πορτοκαλί
λάμψεις, το αδιάψευστο σημάδι πλοίου που είχε ανοίξει πυρ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου