Κεφάλαιο
Πρώτο
Μια
Ναυτική Αποστολή
Με
Πολύ Διαφορετικά Μέλη
Η βροχή είχε από ώρα
αρχίσει να πέφτει κάνοντας το γκρίζο πρωινό ακόμα πιο σκοτεινό. Βέβαια ήταν ο
πλέον συνηθισμένος καιρός για την εποχή αλλά και για την πόλη του Λονδίνου. Η
πρωτεύουσα της Βρετανίας φημιζόταν για τον καιρό της αυτό σε όλα τα μήκη και τα
πλάτη της αυτοκρατορίας. Το νερό έπεφτε ορμητικό και σχημάτιζε μεγάλα παγωμένα
ρυάκια στους δρόμους.
Η Σάρα Κέρμπι προσπαθούσε
να τα αποφεύγει αυτά τα ρυάκια, δεν ήταν μόνο ότι θα λερωνόταν αλλά θα πάγωνε
κιόλας. Και δε διέθετε δεύτερα παπούτσια. Κουβαλώντας το μεγάλο κοφίνι με τα
λαχανικά από την αγορά έτρεχε να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο ξενοδοχείο
του Broken Arms όπου εργαζόταν σαν παραδουλεύτρα.
Σκλάβα πες καλύτερα,
σκέφθηκε η κοπέλα, δεν έπαιρνε μισθό, δούλευε με μόνο αντάλλαγμα το φαγητό και
την στέγη πάνω από το κεφάλι της. Μια φορά στο τόσο έπαιρνε και λίγο ύφασμα για
καινούρια ρούχα. Αυτό ήταν όλο παρότι η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου, η Μαίρη
Κόβακ, είχε υποχεθεί στον πατέρα της να την προσέχει πριν ο πλοίαρχος Κέρμπι
αποπλεύσει για το ταξίδι που έμελε να είναι το τελευταίο του.
Έφτασε στο ξενοδοχείο και
μπήκε στο τεράστιο χωλ. Άφησε το κοφίνι κάτω και σκούπισε τη βροχή από το
πρόσωπό της. Ετοιμαζόταν να το ξαναπιάσει όταν δυο μικρά χέρια ήρθαν να τη
βοηθήσουν. Εκείνη κοίταξε με ευγνωμοσύνη την Αντέλα. Η Αντέλα ήταν μια μιγάδα
από τις Γαλλικές αποικίες στην Καραϊβική, είχε αιχμαλωτισθεί πάνω σε ένα
εμπορικό Γαλλικό πλοίο και είχε βρεθεί στην υπηρεσία της Μαίρης μιας και δεν υπήρχε
κανείς να καταβάλλει λύτρα για εκείνη ή να ενδιαφέρεται για το τι θα γίνει.
-Ευχαριστώ, είπε η Σάρα.
-Μην ευχαριστείς, είπε με
την τραγουδιστή της προφορά η Αντέλα, είμαστε φίλες.
-Ναι είμαστε, είπε η
Σάρα.
-Μην τεμπελιάζετε!
Προχωράτε στην κουζίνα γρήγορα! φώναξε μια βαριά φωνή και οι δυο κοπέλες
έσπευσαν να κάνουν όπως τους είπε. Ήταν ο επιστάτης και βοηθός της Μαίρης και
δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
Άφησαν το κοφίνι στην
κουζίνα και η μαγείρισσα τους είπε να βγουν για λίγο στην αυλή, ήταν η μόνη που
θα μπορούσαν να πουν ότι τις αντιμετώπιζε με κάποια συμπάθεια.
Μπροστά από το ξενοδοχείο
απλωνόταν μια χαλικόστρωτη αυλή. Σ’ αυτήν σταματούσαν άμαξες που έφερναν ή
έπαιρναν πελάτες του ξενοδοχείου και από’ δω παραλάμβαναν και οι σταβλίτες τα
άλογα. Τώρα, χάρη και στη βροχή, δεν υπήρχε σχεδόν κανένας στην αυλή και οι δυο
κοπέλες στάθηκαν κοντά στην πόρτα του ξενοδοχείου προστατευμένες από την βροχή
κάτω από την μαρκίζα της πρόσοψης.
-Μακάρι να μας αφήνανε
λίγο να πάρουμε μια ανάσα, είπε η Σάρα τρίβοντας τα χέρια της που είχαν
κοκκινίσει από το κοφίνι.
-Μόνο τη νύχτα, και αυτό
για λίγο, είπε η Αντέλα με παράπονο. Ελπίζω τουλάχιστον ότι την Πέμπτη θα
έχουμε το απόγευμά μας.
-Αν δεν βρει πάλι τρόπο
να μας το στερήσει η μέγαιρα. Αλλά αν βγούμε.... Κοίτα Αντέλα.
Η Σάρα λέγοντας τα
τελευταία λόγια έβγαλε από τον κόρφο της ένα μικρό λευκό μαντίλι και το
ξεδίπλωσε, από μέσα πρόβαλλε ένα αστραφτερό χρυσό νόμισμα.
-Μια γκινέα, θαύμασε η
Αντέλα. Που βρήκες τόσα λεφτά;
-Μου τα έδωσε ένας καλός
άνθρωπος, ένας.....
-Εγώ λέω ότι τα έκλεψες,
παλιοθήλυκο!
Η Σάρα αναπήδησε
τρομαγμένη και το νόμισμα έπεσε από τα χέρια της. Ο επιστάτης είχε ήδη βάλει
τις φωνές κατηγορώντας τη για κλέφτρα και σε λίγο είχαν μαζευτεί γύρω τους όλοι
οι άνδρες που δούλευαν στις εξωτερικές δουλειές, σταβλίτες, υπηρέτες, αχθοφόροι
αλλά και οι καμαριέρες. Κατέφτασε και η Μαίρη που άκουσε την κατηγορία από τον
επιστάτη.
-Βέβαια, είπε σηκώνοντας
από τα χαλίκια το νόμισμα, μια παραδουλεύτρα δεν μπορεί να απέκτησε με κάποιον
άλλο τρόπο αυτά τα χρήματα. Κύριε Σμιθ, πρέπει να τιμωρηθεί.
-Μάλιστα κυρία, είπε ο
επιστάτης.
Με ένα νεύμα του δυο
άνδρες έπιασαν την Σάρα και τη γυρίσανε με την πλάτη προς εκείνον, ύστερα ο
ένας σήκωσε το φουστάνι της αποκαλύπτοντας τα γυμνά της πόδια και τους γλουτούς
της. Ο Σμιθ κρατούσε τώρα ένα ξύλινο αντικείμενο σαν ρακέτα, ήταν διάτρητο ώστε
να φεύγει ο αέρας και να μην φέρνει αντίσταση κάτι που θα καθιστούσε το κάθε
χτύπημα πολύ πιο επίπονο. Το σήκωσε και το κατέβασε με ορμή αλλά δεν έφτασε
ποτέ στο στόχο του. Τσακίστηκε με ένα ηχηρό κρακ, αυτό που το είχε τσακίσει
ήταν ένα γιαταγάνι με φαρδιά, αστραφτερή λάμα. Και το κρατούσε ένας ψηλός
Άραβας ντυμένος με μια εντυπωσιακή μπλε κελεμπία και λευκό σαρίκι.
-Πως τολμάς να
ανακατεύεσαι αράπη; είπε η Μαίρη.
-Αν δεν ήταν ατιμωτικό να
βάψω τη λάμα μου με αίμα ανυπεράσπιστης γυναίκας θα ήσουν νεκρή τώρα, είπε ο
Άραβας με καλλιεργημένη φωνή. Φαινόταν να έχει μάθει Αγγλικά στην Οξφόρδη ή το
Καίμπρητζ.
-Ποιος είσαι;
-Είμαι ο Αζίζ Σαχ Αντίν
Ιμπν Ρασίντ, εμίρης του Ρας – Αλ – Καϊμά. Εγώ της έδωσα το νόμισμα.
-Είσαι ψεύτης! είπε η
Μαίρη. Γιατί της το έδωσες; Είναι ερωμένη σου;
Τα μάτια του Άραβα
στένεψαν. Ήταν προφανώς ότι τον είχε προσβάλλει. Αλλά δεν έδειξε να την
ενδιαφέρει, έκανε ένα νόημα στο Σμιθ και τους υπόλοιπους αλλά την ίδια στιγμή
ένα κονσέρτο από μεταλλικούς ήχους όπλων που οπλίζουν την έκαναν να κοιτάξει
προς την είσοδο του ξενοδοχείου. Εκεί στεκόταν ένας άνδρας, στο δεξί χέρι του
κρατούσε ένα σπαθί, δεν ήταν το σύνηθες ξίφος που είχαν οι περισσότεροι, ήταν
μια βαριά σπάθα, σωστή ρομφαία. Στο άλλο του κρατούσε μια πιστόλα που σημάδευε
τον Σμιθ. Γύρω του ήταν μαζεμένοι μια ομάδα ανδρών, ναυτικοί, αν έκρινε κανείς
από το ντύσιμό τους, και όλοι οπλισμένοι.
-Δεν θα ήταν συνετό να
τον προσβάλλεις, είπε ο άνδρας ήσυχα, ο τελευταίος που το έκανε το μετάνιωσε.
-Αστυνομία! ούρλιαξε η
Μαίρη Κόβακ.
Μια ομάδα ανδρών
κατέφτασε με τυφέκια και μαζί τους ένας άνδρας έφιππος. Δάκρυα ανέβηκαν στα
μάτια της Σάρας όταν τον είδε, ήταν ο λόρδος Κόρθαξ, ο εραστής της Μαίρης. Όπως
πάντα είχε ένα μικρό στρατό από υπηρέτες και λακέδες μαζί του. Αναμέτρησε την
κατάσταση με το βλέμμα και αμέσως κινήθηκε να πάει στο πλευρό της ερωμένης του.
-Είμαι ο λόδος Κόρθαξ, ο
πρώτος λόρδος του ναυαρχείου είναι φίλος μου. Παραδώστε τα όπλα σας και τους
δυο αυτούς που απείλησαν μια κυρία ανώτερή τους και θα το ξεχάσω το
περιστατικό. Αλλιώς θα φροντίσω να σας κρεμάσουν όλους σαν στασιαστές.
-Δεν στασίασαν, απάντησε
ο άνδρας ενώ θηκάρωνε τη σπάθα του και περνούσε την πιστόλα σε μια θήκη στη
ζώνη του. Ακολούθησαν εμένα. Άρα δεν έχεις τίποτα μαζί τους. Απλά μου είναι
κάπως αφοσιωμένοι. Μήπως θα μπορούσαμε να το παραβλέψουμε όλο αυτό;
-Όχι. Θα σας δω όλους
στην κρεμάλα.
-Το’ ξερα. Πάντα
αναγνωρίζω ένα κάθαρμα όταν το βλέπω.
-Πως τολμάς να μιλάς έτσι
σε έναν καλύτερό σου ναύτη;
-Καλύτερος; Αμφιβάλλω.
Ο άνδρας χαμογέλασε.
Έκανε ένα νόημα στη Σάρα.
-Αν σε πειράξει κανείς,
στείλε μου ένα μήνυμα, μένω στο λιμάνι στην ταβέρνα ο Κασμάς και το Φτυάρι.
Απλά να ζητήσουν τον σερ Μάικ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου