Η άμαξα σταμάτησε στον
φαρδύ πλακόστρωτο δρόμο που διέτρεχε το λιμάνι κάθετα πρός τις αποβάθρες και
παράλληλα με την γαλήνια, τελείως δίχως κύματα νερά του ποταμού. Ο αμαξάς
πήδηξε από το κάθισμά του κάτω και άνοιξε την πόρτα. Η Μέγκαν ήταν η πρώτη που βγήκε και ακολούθησε
η Κάθρην, η μητέρα τους και τελευταία η Ελεωνόρ. Ο αμαξάς ξεφόρτωσε από την
άμαξα τα μπαούλα.
-Θα μπορούσατε να μας
βοηθήσετε με τα πράγματα μέχρι να βρούμε το πλοίο που θα ταξιδέψουμε; ρώτησε η
Μάργκαρετ αλλά εκείνος αρνήθηκε.
-Να πάρετε αχθοφόρους,
είπε άκεφα ενώ επέστρεφε στη θέση του και έπαιρνε τα χαλινάρια των αλόγων.
Η Μάργκαρετ έσκυψε το
κεφάλι, δεν ήξερε καν που ήταν το πλοίο και έλπιζε να γλιτώσει το έξοδο αυτό,
τα οικονομικά τους ήταν τόσο περιορισμένα.
-Τι ψάχνετε κυρία; Αν
επιτρέπεται;
Γύρισε και αντίκρισε έναν
ψηλό άνδρα με την κόκκινη στολή των πεζοναυτών και με αυστηρό παρουσιαστικό.
-Ψάχνω το Ανίκητος, είπε,
θα επιβιβαστούμε σε αυτό με τις κόρες μου. Αλλά έχουμε.... σταμάτησε καθώς είδε
τον νεαρό άνδρα να χαμογελάει.
-Είμαι ο λοχαγός Τζώρτζ
Κάμπελ, διοικητής των πεζοναυτών του πλοίου. Θα είναι ευχαρίστησή μου να σας
συνοδεύσουμε εκεί με τους άνδρες μου.
Μόνο τότε η Μάργκαρετ
πρόσεξε το απόσπασμα των πεζοναυτών που παρατεταγμένο σε τετράδες περίμενε τον
αξιωματικό του. Εκείνος ένευσε και μερικοί στρατιώτες ήρθαν να πάρουν τα
μπαούλα των γυναικών.
-Σας είμαι υπόχρεη.
-Μην το συζητάτε, είπε ο
λοχαγός, πάμε στο πλοίο ούτως ή άλλως.
Ο Μάικ ακολούθησε τον
κλητήρα με τη συνοδεία των ανδρών του πληρώματος που είχαν ακολουθήσει από το
πλοίο. Πριν μπει στην αίθουσα ωστόσο εντόπισε κάποιον που χρειαζόταν, ήταν ο
σερ Τζάσπερ Σάουθεραντ, ένας ευγενής με το ασυνήθιστο χόμπι να αναλαμβάνει
δίκες που άλλοι δεν ήθελαν και θεωρούσαν χαμένες.
-Τζάσπερ!
-Μάικ! Καιρό έχω να σε
δω, έλεγα ότι ήσουν στη θάλασσα.
Ο σερ Τζάσπερ ήταν ένας
εύσωμος κοκκινοπρόσωπος άνδρας με μεγάλη άνεση λόγου που πάντα συνόδευε με
πολλές έντονες εκφραστικές κινήσεις.
-Σήμερα θα αποπλεύσω. Πάω
βόρεια, ναυτικός αποκλεισμός στους Δανούς, αλλά να μείνει μεταξύ μας.
-Μάλιστα, μάλιστα. Και
πως από' δω; Ο Τζέρεμι μου είπε ότι κατάφερες να εκνευρίσεις τον Κόρθαξ. Σε
μήνυσε; Ευχαρίστως να σε αναλάβω, θα χαρώ να του τρίψω τη μούρη στο χώμα.
-Όχι δεν με μήνυσε αν και
σίγουρα έχουμε ένα λογαριασμό να κλείσουμε. Η υπόθεση που με απασχολεί είναι
μιας φτωχής κοπέλας που κατηγορείται για κλοπή, είπε ο Μάικ και θέλω να την
ελευθερώσω. Είναι η ίδια κοπέλα από την οποία ξεκίνησε και το περιστατικό με
τον Κόρθαξ.
Ο σερ Τζάσπερ άκουσε τον
Μάικ με μεγάλη προσοχή και μετά χαμογέλασε. Κοίταξε στην αίθουσα. Ύστερα ξανά
τον νεαρό άνδρα απέναντί του.
-Δικάζει ο λόρδος Σεντ
Τζων. Υπέροχα.
Άφησε τον Μάικ χωρίς να
του εξηγήσει περισσότερα και προχώρησε στον διάδρομο ανάμεσα στις σειρές των
καθισμάτων του κοινού προς τη Σάρα που ακριβώς εκείνη τη στιγμή κλήθηκε στο
ειδώλιο του κατηγορουμένου από τον γραμματέα του δικαστηρίου.
Προς έκπληξη του
κοριτσιού ανέλαβε την υπεράσπισή του και η Μαίρη κατάθεσε ότι είχε ανακαλύψει
ότι η παραδουλεύτρα στο ξενοδοχείο της
είχε κλέψει ένα σάλι. Δεν την είχε αντιληφθεί η ίδια αλλά είχε βρεθεί
μετά στα πράγματά της. Την είχε υποψιαστεί γιατί ήταν και άλλη φορά ύποπτη για
κλοπή και την είχε σώσει η κακώς εννοούμενη φιλανθρωπία. Αφού τα κατέθεσε όλα
αυτά κάθισε στο εδώλιο του μάρτυρα με μια έκφραση ενάρετης δικαίωσης στο
πρόσωπό της. Ο σερ Τζάσπερ πήρε το λόγο και πέρασε αμέσως στην επίθεση.
-Δεν αληθεύει ότι κάνατε
την ίδια σκέψη για την γκινέα που είδατε την πελάτισσά μου να κρατάει;
-Ποια γκινέα; Σιγά μην
είχε αυτό το παλιοθήλυκο τόσα λεφτά.
-Το αρνείστε λοιπόν;
-Φυσικά.
-Καλώ τον Μάικ Γκόρντον.
Ο Μάικ προχώρησε στο
διάδρομο πλησιάζοντας την έδρα του δικαστή που είπε:
-Είσαστε ο Μάικ Γκόρντον;
-Μάλιστα.
-Εργάζεστε;
-Είμαι πλοηγός του HMS
Ανίκητος.
-Δεν φοράς στολή,
πετάκτηκε η Μαίρη Κόβακ αλλά ο δικαστής χτύπησε οργισμένος το σφυρί στην έδρα
κόβοντάς την.
-Ο κανονισμός απαιτεί την
επίσημη στολή μόνο κατά τις επίσημες περιστάσεις που αναφέρονται σε αυτόν ρητά
και ονομαστικά. Η παραλαβή των προμηθειών και η ετοιμασία του πλοίου για
απόπλου δεν είναι επίσημες περιστάσεις.
-Μια δίκη είναι όμως!
πετάκτηκε ξανά η Μαίρη Κόβακ με μια θριαμβευτική έκφραση στο πρόσωπό της.
Ασεβείς στο δικαστήριο. Πως περιμένεις να γίνει δεκτή η κατάθεσή σου;
-Το ίδιο κάνετε και' σεις
και αν συνεχίσετε θα σας κλείσω μέσα για ασέβεια προς το δικαστηρίου, είπε ο
Σεντ Τζων αυστηρά. Συνεχίστε μάρτυς. Πείτε μας για το περιστατικό το οποίο
επικαλείται η υπεράσπιση.
Ο Μάικ το έκανε χωρίς να
παραλείψει τίποτα και χωρίς να κρύψει ότι είχε βρει την επέμβασή του
διασκεδαστική αλλά και δίκαιη.
-Μπορεί να επιβεβαιώσει
άλλος κανείς τα λεγόμενά σας;
-Φυσικά, είπε ανενδοίαστα
ο Μάικ και απαρίθμησε όλα τα μέλη του πληρώματος που ήταν μαζί του στο
περιστατικό και τονίζοντας ποιοι ήταν και τώρα μαζί του.
Ο δικαστής τον άκουσε με
προσοχή, η ατάραχη διήγηση του Μάικ τον είχε πείσει και το γεγονός ότι είχε
μαζί του μάρτυρες αποδείκνυε την αλήθεια σε όσα έλεγε. Οι παρεμβάσεις της
αντιδίκου εξάλλου του είχαν αποκαλύψει πολλά για το χαρακτήρα της. Έτσι
μπορούσε να καταλάβει ότι όλα είχαν γίνει όπως έλεγε η Σάρα.
-Το δικαστήριο αφού
σκέφθηκε κατά το νόμο, είπε, αποφάσισε ότι η κατηγορουμένη είναι αθώα και ότι η
ενάγουσα ενήργησε δολίως. Η άσκηση ένδικων μέσων επαφίεται στην κατηγορούμενη.
-Δεν θέλω να ασκήσω
δίωξη, είπε η Σάρα.
-Έχει καλώς, είπε ο
Τζέρεμι Σεντ Τζων. Όσο για εσάς κυρία Κόβακ πρέπει να τονίσω ότι καταθέσατε
ψευδώς και αυτό συνιστά ψευδορκία. Θα ορίσουμε δικάσιμο και θα καταβάλετε
τριάντα λίρες στερλίνες ως εγγύηση.
Η Μαίρη Κόβακ χλόμιασε
και στράφηκε προς τη Σάρα.
-Αυτό δεν τελείωσε εδώ.
-Τελείωσε, είπε κοφτά ο
Μάικ. Η δεσποινίς Κέρμπι θα μπαρκάρει στο Ανίκητος. Μην απειλείτε λοιπόν το
πλήρωμά μου γιατί δεν το επιτρέπω και είναι παράνομο, είμαστε σε πόλεμο όσο και
αν μερικοί χαμένοι στην ευδαιμονία τους το ξεχνάνε.
Άφησαν την σκληρόκαρδη
ξενοδόχο να τακτοποιήσει τις εκκρεμοτητές της με το νόμο και αφού αποχαιρέτησαν
τον σερ Τζάσπερ βγήκαν στο δρόμο.
-Άλεξ, είπε ο Μάικ σε
έναν νεαρό δόκιμο που ακολοθούσε μαζί με τους υπολοίπους άνδρες του πληρώματος,
θα πας με την Σάρα να πάρει τα πράγματά της από το ξενοδοχείο. Ξέρεις τι να
κάνεις αν κάποιος δοκιμάσει να σε σταματήσει.
-Μάλιστα σερ! είπε ο
νεαρός. Ελάτε μαζί μου δεσποινίς.
Ο Τζέημς Κάλχουν στάθηκε
στην γέφυρα του πλοίου του ντυμένος στα μαύρα, όπως έκανε πάντα όταν δεν
φορούσε την στολή του. Εξέτασε το κατάστρωμα, όλα ήταν τακτοποιημένα, τα άρμενα
είχαν δεθεί, τα μπρούντζα γυαλιστεί, οι προμήθειες είχαν φορτωθεί όπως και τα
απαραίτητα πυρομαχικά και ήταν όλα έτοιμα για την αναχώρησή τους.
Πρόσεξε τον Τζώρτζ Κάμπελ
να επιβιβάζεται στο πλοίο συνοδεύοντας μια γυναίκα και μετά είδε πως
ακολουθούσαν και ακόμα τρεις, η τελευταία σχεδόν παιδί ακόμα. Ήταν λοιπόν οι
επιβάτιδες που περίμεναν. Είδε τον Νίκολας να πλησιάζει και να λέει κάτι
βιαστικά στον Κάμπελ που έδωσε αμέσως μια κοφτή εντολή σε μερικούς άνδρες του
που κουβαλούσαν τις αποσκευές των τεσσάρων γυναικών.
Κατέβηκε από την γέφυρα
στο κατάστρωμα και πλησίασε τις γυναίκες. Η μεγαλύτερη από εκείνες στράφηκε και
τον αντίκρισε και ο πλοίαρχος χάθηκε για μια στιγμή στο ζεστό βλέμμα της.
Ύστερα πρόσεξε την κούραση που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό της και κατάλαβε ότι
χρειαζόταν ανάπαυση από το ταξίδι της.
-Καλώς ήθατε στο πλοίο,
είμαι ο πλοίαρχος Τζέημς Κάλχουν.
-Πλοίαρχε, είμαι η
Μάργκαρετ Άσκουιθ, σας είμαι υπόχρεη που δεχθήκατε να μας μεταφέρετε.
-Δεν είναι παρά το
πρέπον, απάντησε ο πλοίαρχος και η γυναίκα προχώρησε να του συστήσει τις κόρες
της. Όμορφες νεαρές κυρίες αλλά καμία με την γοητεία της μητέρας τους.
-Ελπίζω να μην σας
καθυστερήσαμε, είπε η Μάργκαρετ.
-Θα αποπλεύσουμε με την
μεσημεριανή παλίρροια. Κύριε Γιάρροου, φώναξε στον ύπαρχο. Αναφέρατε κατάσταση
του πλοίου.
-Εφοδιασμός και
ετοιμασίες περατωμένες, αν επιστρέψει και ο Μάικ με τους υπόλοιπους από το
δικαστήριο θα είμαστε και όλοι παρόντες.
-Εντάξει, ελπίζω να μην
μονομαχήσει με τον λόρδο Κόρθαξ. Ο ναύαρχος έχει απαγορεύσει τις μονομαχίες και
θα δυσαρεστηθεί.
-Ο Κόρθαξ να δεις, είπε ο
Νίκολας και ακούστηκαν γέλια από πολλούς από τους άνδρες.
-Μπόουνς, είπε σε έναν
από τους κελευστές του πλοίου ο Τζέημς. Οδήγησε τις κυρίες στο κατάλυμμά τους.
-Μάλιστα! απάντησε ο
κελευστής Χάραλντ Μπόουνς που σαν για να διαψεύδει το επώνυμό του ήταν ένας
ψηλός και εύσωμος άνδρας. Ελάτε από' δω κυρίες, προσέξτε παρακαλώ τα σχοινιά
τούτου του καρονά.
Ήταν έτοιμες να περάσουν
στο εσωτερικό του πλοίου όταν άκουσαν τον Νίκολας να φωνάζει.
-Επιστρέφει ο Μάικ και ο
Μπόουντεν με τους άλλους, είναι και ο Αζίζ μαζί τους.
-Ωραία, είπε ο Τζέημς.
Ετοιμαζόμαστε για σαλπάρισμα!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου