Κεφάλαιο
Τέταρτο
Η
Μάχη
-Να σας προσφέρω ένα
δροσιστικό; Κάτι από τους υπέροχους χυμούς που φτιάχνουμε από τα τροπικά μας
φρούτα;
Ο σερ Τόμας Άλκοτ, ο
κυβερνήτης της Τζαμάικα, ήταν ένας μέσου ύψους γεμάτος άνδρας με μαύρα πονηρά
μάτια και ίδιου χρώματος μαλλιά αν και οι περισσότεροι έξω από το κυβερνητικό
μέγαρο δε το ήξεραν καθώς φορούσε τότε την επίσημη λευκή πουδραρισμένη περούκα.
-Όχι ευχαριστούμε,
απάντησε ο Τζέημς. Ας περάσουμε στο θέμα μας. Σας μιλήσαμε ήδη για την αποστολή
μας. Υπάρχουν πληροφορίες που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν;
-Ναι, έχουμε αρκετές
πληροφορίες. Μόνο που δεν θα χαρείτε όταν τις μάθετε.
-Γιατί αυτό;
-Το Βικτουάρ βρίσκεται
στο Φορ Ντε Φρανς, ο στρατηγός Νουαγιόν άλλαξε τις διαταγές που είχαν από τον
Βιλνέβ, δεν θα κινηθούν για να παρεμποδίσουν το εμπόριό μας. Το Βικτουάρ θα
λάβει μέρος σε μια επιχείρηση που ο Νουαγιόν ετοιμάζει. Σκοπός της εκστρατείας
ίσως να είναι η Τζαμάικα!
-Πόσο καιρό το ξέρετε
αυτό;
-Μόλις λίγες μέρες, είπε
ο κυβερνήτης. Στο ενδιάμεσο έστειλα μήνυμα στο Λονδίνο με ένα εμπορικό πλοίο
παρότι ως που να έχω το όποιο νέο πιθανότατα η κατάσταση εδώ θα είχε εξελιχθεί.
Φυσικά πήρα τα μέτρα μου για την άμυνα.
-Μπορώ να ρωτήσω ποια
είναι αυτά;
-Έθεσα τη φρουρά σε
ετοιμότητα και δημιουργήσαμε και ένα σώμα από ντόπιους. Δεν είναι το ίδιο
μάχιμοι αλλά θα μπορέσουμε να απωθήσουμε μια επίθεση.
Ο Τζέημς κοίταξε τον Γιάρροου,
όπως και ο ίδιος, ο ύπαρχός του είχε εκπλαγεί δυσάρεστα με τα νέα. Ο πλοίαρχος
σηκώθηκε και πήγε κοντά στο παράθυρο του γραφείου του κυβερνήτη. Από το σημείο
αυτό φαινόταν το Ανίκητος.
-Καλύτερα να μην
περιμένουμε εδώ την επίθεση, να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό στη θάλασσα.
Ο κυβερνήτης τον κοίταξε
όπως ήταν καθισμένος πίσω από το βαρύ μαονένιο γραφείο του.
-Έχουμε μόλις τέσσερις
φρεγάτες εδώ και ακόμα τέσσερα σλουπ. Μικρή δύναμη.
-Ξέρουμε πόσα πλοία έχει
ο Νουαγιόν;
-Όχι.
-Υπάρχει ένα πλοίο ακόμα
στο λιμάνι, είπε ο Τζέημς που εξακολουθούσε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο,
και είναι αρκετά καλά οπλισμένο. Δεν έχει ανεβασμένη σημαία.
-Είναι το Νταρ Ραμόζα,
είπε ο κυβερνήτης. Είναι Αυστριακό.
-Αυστριακό; απόρησε ο
Τζέημς. Τι δουλειά έχει εδώ;
-Μετέφερε τον πρέσβη της
αυτοκρατορίας στην Ουάσινγκτον και πιάσανε λιμάνι εδώ λόγω της κακοκαιρίας την
προηγούμενη εβδομάδα.
-Είναι σε πόλεμο με τη
Γαλλία, ίσως θα μπορούσαμε να τους πείσουμε να πολεμήσουν μαζί μας.
-Πιθανόν, είπε ο σερ
Τόμας. Θα μιλήσω στον χερ Ρίχτερ, τον πλοίαρχό τους.
-Μαζί με το Ανίκητος δέκα
πλοία, είπε ο Γιάρροου. Από άνδρες;
-Η φρουρά μας είναι
εξακόσιοι άνδρες, είπε ο κυβερνήτης, υπό τη διοίκηση του ταγματάρχη Φάμπιαν. Οι
ντόπιοι είναι άλλοι εκατόν πενήντα.
Σιγή απλώθηκε για λίγο
στο γραφείο. Ο Τζέημς στράφηκε και κοίταξε προς τα μέσα. Το βλέμμα του στάθηκε
σε ένα πορτραίτο του Χένρι Μόργκαν, που κοσμούσε τον απέναντι από το παράθυρο
τοίχο, δίπλα σε έναν χάρτη της Τζαμάικα.
-Ο Χένρι είχε δίκιο,
ψιθύρισε και καθώς οι άλλοι δυο άνδρες στο δωμάτιο τον κοίταζαν ξαφνιασμένοι
είπε, πρέπει να επιτεθούμε εμείς πρώτοι.
-Στη Μαρτινίκα; Αδύνατον!
Είναι καλά οχυρωμένη! είπε ο σερ Τόμας έχοντας προφανώς φρίξει με την ιδέα.
-Και ο Παναμάς ήταν, είπε
ο Τζέημς. Μπορεί να γίνει, αν μόνο ξέραμε την δύναμη του εχθρού. Και ίσως να
μπορούμε να τη μάθουμε.
-Πως; απόρησε ο σερ Τόμας
αλλά ο Γιάρροού χαμογέλασε.
-Κυβερνήτα αν δεν μας
θέλετε κάτι άλλο να πηγαίνουμε, θέλω να συναντήσω αύριο το απόγευμα τους
κυβερνήτες των υπόλοιπων πλοίων και τον διοικητή της φρουράς στο Ανίκητος.
-Θα το φροντίσω.
Ο Μάικ και ο Αζίζ
βρίσκονταν στη γέφυρα του Ανίκητος και συζητούσαν όταν έφτασε ένας πεζοναύτης
που ανέβηκε στη γέφυρα και παρέδωσε ένα μήνυμα από τον πλοίαρχο γραμμένο σε ένα
χαρτί που είχε ύστερα διπλωθεί στα τέσσερα. Ο πλοηγός το ξεδίπλωσε και διάβασε
το μήνυμα. Στράφηκε στον πεζοναύτη.
-Πες στον πλοίαρχο ότι θα
το φροντίσω άμεσα.
-Μάλιστα.
Ο πεζοναύτης ξανάφυγε και
ο Μάικ στράφηκε στον Αζίζ.
-Πρέπει να βγω στην πόλη
τελικά.
-Γιατί;
-Θυμάσαι τι έκανα όταν
γνωριστήκαμε;
-Νόμιζα ότι είχε
τελειώσει.
Ο πλοηγός κούνησε
αρνητικά το κεφάλι του, κατέβηκε από τη γέφυρα και μετά από το πλοίο στην
προκυμαία.
Ο Τζέημς ήξερε ότι δεν
ωφελούσε να φθείρει τον εαυτό του με σκέψεις πάνω σε ένα πρόβλημα για το οποίο
δεν είχε αρκετά δεδομένα. Έτσι μετά την επίσκεψη στο κυβερνείο συνέχισαν όπως
είχαν προγραμματίσει με τον Γιάρροου και με τις κυρίες και η επικείμενη μάχη έμεινε στο πίσω μέρος
του μυαλού του.
Το τέλος του απογεύματος
και το βράδυ πέρασαν σε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα, ο Τζέημς απολάμβανε την παρέα
της Μάργκαρετ, όπως συνειδητοποίησε, όλο και περισσότερο. Δεν ήταν να απορεί
κανείς, ήταν μια πνευματώδης γυναίκα που είχε διατηρήσει το θάρρος της και τη
διάθεσή της για ζωή παρά τις αναποδιές και τις δυσκολίες.
Αφού δείπνησαν σε μια
μικρή ταβέρνα κοντά στη θάλασσα, που φαινόταν σαν να την είχε καταλάβει το
πλήρωμα του Ανίκητος καθώς ήταν μαζεμένοι εκεί πολλά μέλη του πληρώματος και οι
πεζοναύτες, ο Γιάρροου και η σύζυγός του αποφάσισαν να επιστρέψουν στο πλοίο. Ο
Τζέημς πρότεινε στην Μάργκαρετ να κάνουν έναν περίπατο. Εκείνη το δέκτηκε και
πήγαν να περπατήσουν στα πλακόστρωτα δρομάκια κοντά στο λιμάνι.
Ο πλοίαρχος έτεινε το
μπράτσο του και η Μάργκαρετ ακούμπησε το χέρι της. Λίγο πίσω τους ακουλουθούσε
μια ομάδα από πεζοναύτες καθώς η περιοχή αυτή δεν ήταν ασφαλής ακόμα και για
έναν άφοβο μαχητή σαν τον Τζέημς. Συζητούσαν ήσυχα απολαμβάνοντας την ησυχία
και τη βραδινή δροσιά.
Ένα χαμίνι του λιμανιού
στάθηκε στην προκυμαία κοντά στην σκάλα επιβίβασης του Ανίκητος. Πέταξε στο
κατάστρωμα κάτι που έκανε κρότο.
-Μας πέταξε πέτρα, είπε
ένας ναύτης, να πάρει.
Ο Μάικ μάζεψε την πέτρα.
Γύρω της ήταν τυλιγμένο ένα χαρτί.
-Μη φοβάσαι, είπε, δεν
ήταν για κακό. Έπρεπε να παραδώσει ένα μήνυμα. Στράφηκε στον Αζίζ. Πρέπει να
πάω σε ένα καπηλειό. Θα χρειαστώ την Αντέλα, εκείνη θα ξέρει την πόλη.
-Ποιον θα συναντήσεις;
-Δεν τον ξέρω, έχει
συνθηματικό όνομα και δεν έχουμε ποτέ συναντηθεί.
-Άρα μπορεί να είναι και
παγίδα, είπε ο Άραβας.
-Σίγουρα
δεν θα είναι εύκολο, είπε ο Μάικ, αλλά ίσως έμαθε αυτά που θέλουμε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου