Κεφάλαιο
Τρίτο
Εν
Πλω
Στο Ανίκητος επικρατούσε
ευφορία καθώς ανέβαζαν την βάρκα στο πλοίο. Είχαν νικήσει ένα δεύτερο Γαλλικό
πλοίο, με την τελευταία ομοβροντία το κουρσάρικο είχε ανατιναχτεί, και είχαν
σώσει και τους δικούς τους από τη θάλασσα.
Ο Τζέημς διέταξε να
πάρουν και πάλι πορεία δυτικά για να διασχίσουν τον Ατλαντικό. Το πλοίο είχε
κάποιες ζημιές από τη δεύτερη αυτή ναυμαχία και την ανατίναξη του κουρσάρικου
που είχε γίνει τόσο κοντά στο Ανίκητος που να τους πετύχουν πολλά από τα
θραύσματα. Ο πλοίαρχος είχε αποφασίσει ωστόσο ότι δεν ήταν καμία ζημιά
επείγουσας φύσης και είχε στείλει το πλήρωμά του, πέρα από εκείνους που είχαν
υπηρεσία, να ξεκουραστεί.
Όταν η βάρκα ανελκύστηκε
στο πλοίο ο Μάικ ήταν ο πρώτος που πήδηξε στο κατάστρωμα κρατώντας στα χέρια
του την τυλιγμένη στην κουβέρτα Ελεωνόρ, οι δόκιμοι βλέποντάς τον στο φως που
ήταν περισσότερο τώρα τρόμαξαν. Ήταν κατάχλωμος, εμφανέστατα στα όρια της
κατάρρευσης. Μόλις πάτησε στο κατάστρωμα ωστόσο συνέχισε το δρόμο του προς την
πρώην καμπίνα του μεταφέροντας την Ελεωνόρ με προσοχή. Η Μάργκαρετ για μια
στιγμή τρόμαξε αλλά μετά κατάλαβε πως η κόρη της ήταν ζωντανή και έτι
προπορεύθηκε και άνοιξε την πόρτα. Ο Μάικ ξάπλωσε την κοπέλα απαλά στο κρεβάτι
που ήταν δικό του κανονικά και έκανε πίσω. Η κουβέρτα άνοιξε αποκαλύπτοντας το
σώμα της. Απέστρεψε ιπποτικά το βλέμμα και είπε στην Μάργκαρετ:
-Να την ντύσετε ζεστά και
θα είναι εντάξει.
Έκανε ένα βήμα προς την
πόρτα και ένιωσε τους τοίχους της καμπίνας να μετατοπίζονται βίαια. Λιποθύμισε
την επόμενη στιγμή. Ο Αζίζ που τον είχε ακολουθήσει πρόλαβε και τον έπιασε από
τη μέση για να μην πέσει με δύναμη στο πάτωμα και με τη βοήθεια του Μπόουνς τον
μετέφερε στην καμπίνα των δοκίμων.
Η Μάργκαρετ βγήκε στο
κατάστρωμα και ανάσανε με απόλαυση την θαλάσσινη αύρα. Φυσούσε ευνοϊκός άνεμος και τα πανιά
του Ανίκητος ήταν φουσκωμένα. Τα σκοινιά που τα κρατούσαν στις θέσεις τους
έτριζαν τεντωμένα και το πλόιο είχε αναπτύξει τη μέγιστη δυνατή με τον καιρό
αυτό ταχύτητα. Στάθηκε παράμερα για να μην εμποδίζει και κοίταξε γύρω. Στα
κατάρτια οι αρμενιστές ασχολούνταν με τα καθήκοντά τους και πιο ψηλά από όλους
ο παρατηρητής ανίχνευε τον ορίζοντα για προβλήματα. Ο μαραγκός και οι βοηθοί
του όπως και ο οπλουργός με τους δικούς του είχαν στρωθεί στις επισκευές
κάνοντας το πλοίο να αντηχεί από τος ήχους των σφυριών.
Το πλήρωμα ήταν σε καλή
διάθεση, είχαν ξεκινήσει για ένα μεγάλο ταξίδι και το είχαν κάνει με τον
καλύτερο τρόπο. Εργάζονταν στις επισκευές ή στα καθημερινά τους καθήκοντα με
προθυμία και δεν έλειπαν και κάποια πειράγματα.
Κοίταξε πέρα από τη
θάλασσα όπου στα βόρεια ξεχώριζαν οι ακτές της Αγγλίας. Πλησίαζαν το ακρωτήριο
του Λαντς Εντ, την τελευταία στεριά που θα έβλεπαν για αρκετές εβδομάδες.
Κοίταξε στη γέφυρα, ο
Τζέημς βρισκόταν εκεί και παρακολουθούσε το πλήρωμά του να εκτελεί τα καθήκονα
του. Στο πηδάλιο βρισκόταν ο Όλιβερ που είχε δεμένο το δεξιό χέρι του ψηλά
κοντά στον ώμο και στον καρπό. Δίπλα του βρισκόταν ο Γιάρροου.
Ο Μάικ δεν ήταν στην
γέφυρα και η Μάργκαρετ αναρωτήθηκε αν είχε συνέλθει από τη γενναία προσπάθεια
που είχε καταβάλλει για να σώσει την κόρη της. Η Ελεωνόρ ήταν καλά, την είχε
εξετάσει ο γιατρός του πλοίου και είχε απoφανθεί ότι την δεν είχε πάθει τίποτα
από την μικρή της περιπέτεια πέρα από το να χάσει ένα φόρεμα.
Η Ελεωνόρ ξύπνησε και
γύρισε ανάσκελα στο κρεβάτι, ένιωθε ζεστά και άνετα έτσι όπως ήταν. Φορούσε ένα
χοντρό νυχτικό και μια πουκαμίσα από πάνω, αναρωτήθηκε γιατί και μετά ήρθαν στο
μυαλό της όλα όσα είχαν γίνει τη νύχτα. Ανακάθισε. Ένιωθε πολύ καλά τώρα.
Έβγαλε την πουκαμίσα και το νυχτικό και άρχισε να ντύνεται.
Συνειδητοποίησε ότι ήταν
μόνη στην καμπίνα, φυσικά. Η Μέγκαν θα ήθελε να βγει στο κατάστρωμα και είχαν
πάει και η μητέρα με την αδερφή της για να την αφήσουν εκείνη να κοιμηθεί και
να ξεκουραστεί. Το είχε κάνει. Ένιωθε πολύ καλά.
Καθώς ντυνόταν σκέφθηκε
τον αυτόκλητο σωτήρα της, θα έπρεπε να τον ευχαριστήσει, αν εκείνος δεν είχε
αποφασίσει να βουτήξει για να την σώσει τώρα θα ήταν νεκρή. Θυμήθηκε πως είχε
μιλήσει μαζί του νωρίτερα και δεν ήταν καθόλου ευγενική. Ήταν αλήθεια πως δεν
ήταν της δικής τους κοινωνικής θέσης οι ναύτες αλλά είχε παραφερθεί. Ένιωσε να
κοκκινίζει. Δεν θα ήταν εύκολο να του ζητήσει συγνώμη αλλά θα έπρεπε να το
κάνει.
Βγήκε από την καμπίνα της
και προχώρησε στο κατάστρωμα. Είδε τη μητέρα της και πήγε προς το μέρος της.
Πιο μπροστά κοντά στην πλώρη βρισκόταν η Κάθρην και η Μέγκαν. Η μικρή της
αδερφή παρακολουθούσε με προσήλωση τους άνδρες που επανατοποθετούσαν ένα κανόνι
στη θέση του αφού είχαν επιδιορθώσει το παραπέτο που είχε χτυπηθεί στη
ναυμαχία.
Η Κάθρην αν και την
πρόσεχε μιλούσε με τον αρχηγό των πεζοναυτών. Πως τον έλεγαν; Η Ελεωνόρ δεν
είχε συγκρατήσει το όνομά του παρότι είχε συστηθεί όταν τις βοήθησε με τις
αποσκευές τους.
Δεν έβλεπε πουθενά τον
Μάικ και αναρωτήθηκε αν είχε τραυματιστεί στην προσπάθειά του να τη σώσει ή αν
απλά δεν βρισκόταν εδώ γιατί δεν είχε υπηρεσία. Σταμάτησε τελικά έναν
υποναύκληρο και τον ρώτησε:
-Συγνώμη κύριε, ο
αξιωματικός που εκπαιδεύει τους δοκίμους.... δεν τον βλέπω....
-Ο κύριος Γκόρντον είναι
στο θάλαμο των δοκίμων, είναι εκτός υπηρεσίας χθες που έπεσε στη θάλασσα για να
σώσει... Ο υπαξιωματικός σταμάτησε. Για να σώσει εσάς να υποθέσω;
-Ναι, είπε η Ελεωνόρ
κοκκινίζοντας. Μπορείτε να μου πείτε που είναι ο θάλαμος των δοκίμων;
Ο άνδρας το έκανε και η
Ελεωνόρ τον ευχαρίστησε. Ακολούθησε τις οδηγίες του και έφτασε στο θάλαμο. Μόλις
πέρασε την ανοιχτή πόρτα ένας δόκιμος είπε δυνατά και επίσημα:
-Κυρία στο θάλαμο!
Καθώς ο θάλαμος των
δοκίμων ήταν μια περιοχή που μπορούσε να βρεθεί μια γυναίκα ο κανονισμός
προέβλεπε την επίσημη αυτή προειδοποίηση για ενημέρωση των δοκίμων. Παρότι ήταν
νέoι ήταν πια άνδρες και δεν θα έπρεπε να εμφανιστούν απρεπώς σε μια γυναίκα.
Τώρα δεν υπήρχε πρόβλημα,
οι δόκιμοι ήταν όλοι ντυμένοι με τις στολές τους, μόνο ο Μάικ ήταν στο κρεβάτι
καθισμένος με την πλάτη στο τοίχωμα του πλοίου.
-Καλημέρα, είπε και στάθηκε
αμήχανη.
-Ελεύθεροι, είπε ο Μάικ
και οι δόκιμοι βγήκαν από την καμπίνα αφήνοντάς τους μόνους.
-Ευχαριστώ, είπε η
Ελεωνόρ. Πιο εύκολα έτσι..... Εννοώ να σου πω... Κοκίνισε και σταμάτησε. Πήρε
βαθιά ανάσα. Τι είχε πάθει;
Κοίταξε τον Μάικ. Την
περίμενε ευγενικά να συνεχίσει. Το πρόσωπό του έφερε ακόμα τα σημάδια της
ταλαιπωρίας που είχε υπομείνει αλλά έδειχνε καλά. Ήταν σκεπασμένος ως τη μέση
και γυμνός από τη μέση και πάνω. Στο πλευρό του είχε μια μακρόστενη ουλή.
-Σπαθί μαμελούκου στην
Αίγυπτο, είπε βλέποντας ότι κοιτούσε την ουλή.
-Συγνώμη, δεν ήθελα να σε
φέρω σε δύσκολη θέση.
-Κανένα πρόβλημα.
-Ήρθα για να σε
ευχαριστήσω, αν δεν ήσουν εσύ δεν θα ήμουν εδώ τώρα.
-Αν δεν ήμουν εγώ θα είχε
βουτήξει κάποιος άλλος.
-Δεν το έκανε.
-Δεν χρειαζόταν αφού είχα
πέσει εγώ, μου είχαν εμπιστοσύνη ότι θα τα καταφέρω, είπε με ένα χαμόγελο ο
Μάικ.
Η Ελεωνόρ χαμογέλασε. Τον
κοίταξε. Είχε πει το ένα από αυτά που έπρεπε αλλά δεν μπορούσε να πει το άλλο.
Ήταν δύσκολο να ζητήσει συγνώμη. Δεν μπορούσε να το κάνει.
-Καλή ανάρρωση, είπε
τελικά και γύρισε να φύγει.
-Ευχαριστώ, είπε ο Μάικ.
Αύριο θα μπορώ να αναλάβω και πάλι τα καθήκοντά μου, απλά ο γιατρός ήθελε να
ξεκουραστώ λίγο.
Η Ελεωνόρ βγήκε από την
καμπίνα και ο Μάικ έγειρε πίσω. Η διάσωσή της τον είχε εξαντλήσει περισσότερο
από όσο της είχε πει αλλά δεν ήθελε να το καταλάβει εκείνη. Την είχε συμπαθήσει
παρά τον ακατάδεκτο πολλές φορές τρόπο της και δεν ήθελε να αισθανθεί άσχημα
βλέποντάς τον εξαντλημένο. Έκλεισε τα μάτια του καθώς το Ανίκητος τραβούσε
δυτικά στον Ατλαντικό.
Η Ελεωνόρ καθόταν στο
κρεβάτι της και προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στο βιβλίο που κρατούσε αλλά ήταν
αδύνατον. Το μυαλό της γύριζε συνέχεια στον Μάικ. Της φαινόταν αδιανόητο ευθύς
εξαρχής να πηδήξει κάποιος στο σκοτεινό ωκεανό για να τη σώσει. Πόσο δε ένας
άνδρας που θα είχε κάθε λόγο να μην τον νοιάζει αν θα πνιγόταν. Τον είχε
ευχαριστήσει όπως έπρεπε αλλά τη βάραινε η συμπεριφορά της για την οποία δεν
είχε ζητήσει συγνώμη.
Τελικά άφησε το βιβλίο
και ξεκίνησε να βγει στο κατάστρωμα, φυσικά ήξερε ότι δεν θα τον έβρισκε αλλά
δεν ήταν πρέπον να πάει στο θάλαμο τν δοκίμων ούτε είχε και το θάρρος να το
κάνει αφού ακόμη και τώρα ήξερε πως δεν θα μπορούσε να ζητήσει συγνώμη.
Στάθηκε στο κατάστρωμα
και άφησε τον αέρα να χαϊδέψει το πρόσωπό της και να ανεμίσει τα μαλλιά της.
Στο κατάστρωμα επικρατούσε ησυχία. Ο άνεμος εξακολουθούσε να πνέει ούριος και
το Ανίκητος έπλεε σταθερά χωρίς πρόβλημα έτσι δεν υπήρχαν ανάγκες για πολλές
διαταγές. Όσοι δεν ήταν σε υπηρεσία είχαν μαζευτεί κυρίως στην πλώρη ή κάτω
στους χώρους του πληρώματος.
Αναρωτήθηκε τι να έκανε ο
Μάικ, αν ήταν καλά. Είχε φανεί αρκετά γενναίος αλλά δεν της είχε διαφύγει το
πόσο εξουθενωμένος ήταν. Είδε έναν από τους δόκιμους να κατεβαίνει από τη
γέφυρα και αποφάσισε να τον ρωτήσει.
-Συγνώμη κύριε, είπε,
μπορώ να σας κάνω μια ερώτηση;
-Παρακαλώ κυρία, είπε ο
δόκιμος.
-Μπορείτε να μου πείτε αν
ο σερ Μάικ είναι καλά;
-Ο σερ Μάικ είναι
κουρασμένος από τη νυχτερινή του περιπέτεια. Θα
πρέπει απλά να αναπαυθεί λίγο.
-Τον αποκαλείτε σερ Μάικ
λόγω.....
Ο δόκιμος την κοίταξε σαν
να τον είχε ρωτήσει τι χρώμα έχει ο ουρανός.
-Μα λόγω της θέσης του
κυρία, είναι κόμης του Λήθ.
Η Ελεωνόρ κοίταξε τον
δόκιμο δυσάρεστα ξαφνιασμένη. Ήταν ευγενής λοιπόν! Τώρα ένιωθε ακόμα πιο άσχημα
μιας και η συμπεριφορά της από την αρχή γινόταν τελείως αδικαιολόγητη. Και πως
θα μπορούσε να ζητήσει συγνώμη;
-Ευχαριστώ, είπε στον
δόκιμο και απομακρύνθηκε χαμένη σε σκέψεις.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου