Κεφάλαιο
15
Η Νιόβη ξύπνησε από ένα
χάδι που από τα μαλλιά της πέρασε στην ντελικάτη καμπύλη του λαιμού της και από’
κει στο γυμνό ώμο της κατηφορίζοντας προς το πλευρό της, Άνοιξε τα μάτια της
και αντίκρισε το πρόσωπο του Τόμας. Χαμογέλασε και άπλωσε το χέρι της να τον χαϊδέψει
και’ κείνη. Τα ακροδάχτυλά της χάιδεψαν τα μάγουλα και το σαγόνι του, ένιωσε το
τσίμπημα από τα γένια του που είχαν αρχίσει να φυτρώνουν και την απαλότητα των
χειλιών του. Εκείνος παραμέρισε το χέρι της και την τράβηξε στην αγκαλιά του, τα
χείλη του διαδέχθηκαν το χέρι του στο χάδι πάνω της.
-Αυτό ήταν το πιο
γλυκό ξύπνημα που είχα ποτέ, αναστέναξε
με ευχαρίστηση η Νιόβη.
Ο Τόμας τη φίλησε και
χάιδεψε τα μακριά μαλλιά της που έπεφταν στον ώμο της όπως είχε ανασηκωθεί.
-Πρέπει να φύγω, είπε.
-Ναι, μου είχες πει κάτι
πως πρέπει να σηκωθείς πρωί, είπε η Νιόβη χαϊδεύοντας τον.
-Πρέπει να πάω να πάρω τη
Σήλια.
-Ποια είναι η Σήλια;
ρώτησε η Νιόβη χωρίς όμως να ζηλεύει, τώρα πια ήξερε πως ο Τόμας την αγαπούσε
και δεν υπήρχε καμία άλλη στη ζωή του.
-Είναι μια ξαδέρφη μου
που έρχεται στη Βοστώνη για να ολοκληρώσει τις σπουδές της και υποσχέθηκα να τη
βοηθήσω να εγκατασταθεί και να προσαρμοστεί.
-Αν θέλει να μπει σε αδελφότητα...
-Ναι, ξέρω.
Ο Τόμας τη φίλησε και
σηκώθηκε από το κρεβάτι. Η Νιόβη τον παρακολούθησε να ντύνεται μισοκοιμισμένη
και αφού ο Τόμας την αποχαιρέτησε με ένα παρατεταμένο φιλί ξανακοιμήθηκε.
Ο Μιχάλης άφησε το χαρτί
που κρατούσε πάνω στο γραφείο του και κοίταξε τον συννεφιασμένο ουρανό έξω
χωρίς στην πραγματικότητα να τον βλέπει χαμένος στις σκέψεις του. Το χαρτί που
μέχρι πριν λίγα δευτερόλεπτα είχε στα χέρια του ήταν ένα γράμμα από τη Ρεμπέκα.
Ο φάκελος δεν είχε όνομα αποστολέα και είχε ξαφνιαστεί διαπιστώνοντας πως ήταν
από’ κείνη. Του έγραφε για τη ζωή της στη Νέα Υόρκη, είχε ξαναρχίσει τις
σπουδές που είχε διακόψει όταν είχε αρχίσει να βγαίνει με τον Αλέξανδρο. Δεν
είχε σχετιστεί με κάποιον, μετά από τη νύχτα που είχε δοκιμάσει να κάνει μαζί
του έρωτα δεν είχε άλλη φορά αγγίξει ερωτικά κάποιον. Αναζητούσε μια σχέση που
θα ήταν παραπάνω από σαρκική ηδονή, κάποιον που θα την αγαπούσε για αυτό που
ήταν και όχι για ό, τι μπορούσε να του προσφέρει σαν ερωμένη.
Ξανακοίταξε το γράμμα. Διάβασε
το τελευταίο κομμάτι ξανά:
"Νιώθω σαν να
ξαναγεννήθηκα και ξέρω πολύ καλά πως το οφείλω σε’ σενα. Είναι περίεργο πως ένα
πείσμα, κάτι που ξεκίνησε σαν παιχνίδι κατέληξε να αλλάξει τη ζωή μου. Σου
είμαι ευγνώμων για αυτό. Δεν μπορώ να το εκφράσω αλλιώς.
Σου στέλνω μια φωτογραφία
μου, θέλω να την κρατήσεις για να θυμάσαι πως κάποτε άλλαξες την πορεία μιας
ζωής. Με αγάπη Ρεμπέκα."
Η φωτογραφία την έδειχνε
σε ένα πάρκο, τίποτα το προκλητικό ή ερωτικό. Αναρωτήθηκε αν πράγματι η επαφή
του μαζί της είχε αλλάξει την πορεία της ζωής της ή αν η Ρεμπέκα είχε παγιδευθεί
σε μια συμπεριφορά που δεν μπορούσε -η φοβόταν -να αλλάξει και εκείνος της είχε
δώσει την αφορμή να το κάνει.
Έκρυψε το γράμμα και τη
φωτογραφία. Η Ρεμπέκα του είχε γράψει πως δεν είχε καμία επαφή με τον Αλέξανδρο
και του ζητούσε να μην του μιλήσει γι’ αυτήν την επικοινωνία τους. Θα το
σεβόταν αυτό.
Ευχήθηκε νοερά το
καλύτερο στη Ρεμπέκα και στράφηκε και πάλι στη μελέτη του.
Η Νιόβη είχε μόλις ξυπνήσει
όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και απάντησε:
-Εμπρός, ανοιχτά είναι.
Ανακάθισε στο κρεβάτι
ξεχνώντας πως ήταν γυμνή, ευτυχώς που ήταν η Άλεξ.
-Μάλλον παρακοιμήθηκα
αφού έχεις ξυπνήσει και’ συ, είπε η Νιόβη.
-Ε, ναι μεσημέριασε, είπε
η Άλεξ.
-Άργησα να κοιμηθώ.
-Το φαντάζομαι, είπε η
Άλεξ με έναν τρόπο που έκανε τη Νιόβη να κοκκινήσει αμήχανη αλλά την επόμενη
στιγμή η φίλη της γέλασε και είπε: Εντάξει μην ντρέπεσαι και’ γω το ίδιο θα
είχα κάνει. Λοιπόν, ήρθα να σε ξυπνήσω γιατί λέμε να πάμε όλοι μαζί για ένα
γεύμα Μουρίνο’ς, ξέρεις για τα επινίκια.
-Μέσα, είπε η Νιόβη, κανονίστηκε.
Βρείτε τα με τα μεταφορικά μέσα και κατεβαίνω. Να πάρω και τον Τόμας για να
ξέρει που θα με βρει.
-Ε ναι, είπε η Άλεξ, μη
σε χάσει.
Η Νιόβη αντέδρασε
πετώντας στη φίλη της ένα μαξιλάρι.
-Είμαι ευτυχισμένη, ποτέ
μου δεν έχω νιώσει έτσι.
Ο Μιχάλης σταμάτησε και
γύρισε να κοιτάξει τη Ντήντρα, η κοπέλα ανταπέδωσε το βλέμμα, το δικό της
γεμάτο ανείπωτη αγάπη.
-Μίλησέ μου για’ σενα, είπε
η κοπέλα. Όλοι ξέρουν πως είσαι παλιός φίλος του αδερφού της Νιόβης και πως
είσαι ο καλύτερος φοιτητής που είχε ποτέ ο Ράινχαρτ. Ξέρουμε πως έχεις πάθος με
το γράψιμο και τη μελέτη κάτι που μας βοήθησε να νικήσουμε στο μαραθώνιο. Αυτά
τα ξέρουν όλοι. Θέλω να μάθω ποιος είσαι.
-Δεν ξέρεις; χαμογέλασε ο
Μιχάλης.
Η Ντήντρα τον αγκάλιασε.
-Ξέρω πως είσαι ένας
άνθρωπος που βάζει τους άλλους πάνω από τον εαυτό του, είπε, και ξέρω πόσα σου
οφείλω εγώ. Δεν ξέρω για’ σένα όμως, που ζεις κανονικά, με τι ασχολείσαι, ούτε
καν πόσων ετών είσαι.
-Δεν θες να ξέρεις
πίστεψέ με, ίσως να σε τρόμαζαν αυτά που θα μάθαινες.
-Τίποτα δεν θα μπορούσε
να αλλάξει τη γνώμη μου για’ σενα, είπε η Ντήντρα και τον φίλησε απαλά στα
χείλη. Εκείνος την αγκάλιασε. Χωρίστηκαν τόσο όσο να της ψιθυρίσει:
-Σ’ αγαπώ, Ντήντρα.
Δάκρυα ευτυχίας ανέβλυσαν
από τα μάτια της. Τα χείλη του χάιδεψαν τα δικά της. Τη μαγεία έσπασε μια
σκληρή απωθητική φωνή:
-Καλά Κάρτερ παραλίγο να
μη σε γνωρίσω ντυμένη.
Ο Πάνκχερστ στεκόταν λίγο
πιο πέρα. Τα μάτια του πρόδιδαν το μίσος που ένιωθε.
-Φαντάζομαι πως πληρώνεις
για τη χάρη που σου έκανε να σβήσει εκείνη τη φωτογραφία.
Πριν προλάβουν να
αντιδράσουν ο Πάνκχερστ απομακρύνθηκε προς την παρέα του που περίμενε πιο πέρα
ρίχνοντας μια ματιά στην Ντήντρα. Η κοπέλα ρίγησε, ο χάρος θα είχε πιο
εύσπλαχνο βλέμμα.
Την ξανακοίταξε όταν
έφτασε στους φίλους του, δεν προμήνυε τίποτα καλό ο τρόπος που την κοίταζε.
Στο εστιατόριο πήραν μια
αίθουσα μόνοι τους και το γιόρτασαν. Το κέφι τους ήταν αμείωτο και μεταδοτικό,
ακόμα και η Ντήντρα ένιωσε το φόβο να καταλαγιάζει, Έφαγαν, ήπιαν και έκαναν
προπόσεις χαρούμενοι για τη νίκη τους και ξένοιαστοι από διαβάσματα αφού
απείχαν μόνο μια βδομάδα από τις διακοπές των Χριστουγέννων. Μετά το γεύμα
επέστρεψαν στο σπίτι της αδελφότητας όπου επιδόθηκαν κεφάτα σε έναν ζωηρό
χιονοπόλεμο στην πρασιά έξω από το σπίτι.
Ο πρώτος που αποσύρθηκε
ήταν ο Μιχάλης που το τραυματισμένο πόδι του δεν του επέτρεπε πολλές τέτοιες
δραστηριότητες, Άφησε το πεδίο της μάχης και ανέβηκε στη βεράντα. Σχεδόν αμέσως
φώναξε στην αγαπημένη του:
-Έχεις γράμμα!
Η Ντήντρα άφησε το
χιονοπόλεμο και ήρθε κοντά του με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα. Πήρε το φάκελο και
χαμογέλασε.
-Είναι από το δικούς μου.
Θα πάω μέσα να το διαβάσω.
-Να πας, είπε ο Μιχάλης.
Την προσοχή του τράβηξε
μια λευκή λιμουζίνα που πάρκαρε εκείνη τη στιγμή μπροστά στο σπίτι, Ένας σοφέρ
με στολή βγήκε βιαστικός και πήγε να ανοίξει την πόρτα πίσω απ’ όπου βγήκε ένας
κουστουμαρισμένος άνδρας και ακολούθησε μια γυναίκα με φόρεμα και, παρά το
κρύο, αβυσσαλέο ντεκολτέ. Αγνοώντας τις χιονόμπαλες που εκτοξεύονταν από παντού
προχώρησε προς το σπίτι. Φτάνοντας κοντά ρώτησε τον Μιχάλη:
-Μήπως ξέρετε που μπορώ
να βρω την κυρία Κομνηνού; Μου είπαν ότι μένει εδώ.
-Ναι βέβαια, είπε ο
Μιχάλης και φώναξε: Νιόβη! Έχεις επισκέψεις!
Η κοπέλα πλησίασε, ήταν
και’ κείνη αναψοκοκκινισμένη από το χιονοπόλεμο και τα μακριά μαλλιά της
κοσμούνταν από νιφάδες που έλαμπαν σαν μικρά διαμαντάκια.
-Παρακαλώ; είπε.
-Ονομάζομαι Τζέημς Λάσκαν,
είπε ο άνδρας, Έχω μια πρόταση για’ σας.
-Τι είδους πρόταση;
-Είμαι κινηματογραφικός
παραγωγός, είπε ο άνδρας, και θέλω να σας ζητήσω να πρωταγωνιστήσετε στη νέα
μου ταινία.
Η Νιόβη έμεινε άφωνη.
Ήταν αδύνατο, ονειρευόταν!
-Μπορούμε να πάμε μέσα;
-Ναι, είπε ξαναβρίσκοντας
τη μιλιά της. Περάστε.
-Πάγωσαν τα χέρια μου, είπε
η Κέητ μπαίνοντας στο δωμάτιό της με τον Άνταμ και βγάζοντας τα μάλλινα γάντια
της που είχαν μουσκέψει από το χιόνι. Ο Άνταμ πήρε τα χέρια της στα δικά του
και τα έτριψε.
-Καλύτερα τώρα, είπε η
κοπέλα.
Ο Άνταμ την τράβηξε στην
αγκαλιά του και η Κέητ δεν είχε αντίρρηση.
-Εδώ είναι ζεστά, είπε
πριν τα χείλη της ενωθούν με του Άνταμ.
Στο διπλανό δωμάτιο η
Ντήντρα καθόταν στο κρεβάτι της κρατώντας ακόμα το γράμμα από τους δικούς της
στο χέρι της. Δάκρυα στάλαζαν πάνω του μουτζουρώνοντάς το.
Η Νιόβη οδήγησε τον
Τζέημς Λάσκαν και τη συνοδό του στο κοινό δωμάτιο. Καθώς ο Μιχάλης έκανε να
κατευθυνθεί προς το δωμάτιό του η κοπέλα έπιασε το χέρι του.
-Θα εκτιμούσα τη γνώμη
σου σ’ αυτό το θέμα.
-Εντάξει.
Κάθισαν σε έναν καναπέ
απέναντι στον Λάσκαν και τη συνοδό του που σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το
στήθος αλλά αυτή η επίδειξη πήγε χαμένη στον Μιχάλη που ήταν άτρωτος σ’ αυτά τα
παιχνίδια όπως είχε αποδείξει στην Ρεμπέκα.
-΄Έχετε μια πρόταση για’ μένα,
είπε η Νιόβη προσπαθώντας να ακουστεί σαν επαγγελματίας.
-Ναι είπε ο Λάσκαν, έχω
ετοιμάσει μια παραγωγή και είμαι στη φάση του κάστινγκ. Σας είδα χθες στο
θέατρο και μου άρεσε το παίξιμό σας. Είστε ότι πρέπει για τον πρωταγωνιστικό
ρόλο. Είστε νέα, άγνωστη στο σταρ σύστεμ και θα κάνετε αίσθηση.
-Θα το σκεφθώ σίγουρα, είπε
η Νιόβη, με κολακεύει η πρόταση.
-Η αμοιβή σας θα είναι
δέκα χιλιάδες δολάρια και ποσοστό επτά τοις χιλίοις από τα ακαθάριστα έσοδα της
ταινίας.
-Είναι μια καλή αμοιβή
για νέα ηθοποιό που είναι ταλαντούχα αλλά όχι γνωστή, είπε η γυναίκα. Μ’
αρέσεις Νιόβη Κομνηνού και θα χαρώ να παίξουμε μαζί.
Η Νιόβη την κοίταξε και
δεν είχε καμία αμφιβολία για το πως είχε κερδίσει την θέση της στο πλευρό του
Λάσκαν.
-Σίγουρα με κολακεύει η
εμπιστοσύνη σου...
-Κάρμεν, Κάρμεν Ντέηνς, είπε
η άλλη γυναίκα.
-Μόνο που θα πρέπει να
αποφασίσεις γρήγορα καθώς ο χρόνος μας πιέζει και θέλουμε να αρχίσουμε
γυρίσματα αμέσως μετά τις γιορτές.
-Αυτή η βιασύνη δεν μου
αρέσει, είπε ο Μιχάλης μιλώντας στη μητρική τους γλώσσα, μην δεχθείς καμία
συμφωνία πριν να δεις το σενάριο.
-Δεν είχα τέτοια πρόθεση,
απάντησε με ένα χαμόγελο η Νιόβη και είπε στον Λάσκαν. Εντάξει θα το σκεφθώ
αλλά θα ήθελα να μου στείλετε το σενάριο.
Ο Λάσκαν το σκέφθηκε ενώ
η συνοδός του κοίταζε με ενδιαφέρον, που δεν χωρούσε παρερμηνεία, τον Μαξιμίλιαν.
Τελικά ο παραγωγός είπε:
-Εντάξει δεν υπάρχει
πρόβλημα, θα στο στείλω με έναν υπάλληλο απ’ αυτούς των εξωτερικών εργασιών.
Σηκώθηκε όρθιος και
έτεινε το χέρι του στη Νιόβη αλλά όχι στον Μιχάλη και βγήκε.
-Φαίνεται πως θα κάνεις
καριέρα στον κινηματογράφο, είπε ο Μιχάλης μ’ ένα χαμόγελο.
Τα νέα της πιθανής
κινηματογραφικής καριέρας της Νιόβης παρέμειναν το κλίμα ευφορίας που η νίκη
τους στο μαραθώνιο είχε δημιουργήσει και ετοίμασαν για το βράδυ μια μικρή
γιορτή με τιμώμενο πρόσωπο την αρχηγό τους που η τύχη της είχε ξαφνικά
χαμογελάσει σε όλους τους τομείς.
Μαζεύτηκαν στο μεγάλο
κοινό δωμάτιο και δείπνησαν συζητώντας και πειράζοντας τη Νιόβη για την πρόταση
που είχε λάβει ενώ προσπαθούσαν να μαντέψουν το είδος της ταινίας και το ρόλο
που θα καλείτο να παίξει. Της ευχήθηκαν καλή τύχη και ένα Όσκαρ τον επόμενο
Μάρτιο.
Ο Κόλιν Πάνκχερστ καθόταν
στο γραφείο του στο σπίτι που διέθετε έχοντας τα πόδια του πάνω στο
λουστραρισμένο ξύλο και ξεφυλλίζοντας το πιο πρόσφατο τεύχος του playboy. Από
την "ευγενή" αυτή ασχολία τον σταμάτησε ένα χτύπημα στην πόρτα του
γραφείου.
-Εμπρός, είπε
βαριεστημένα ο Πάνκχερστ για να αλλάξει ύφος μόλις είδε τον κουστουμαρισμένο
άνδρα που μπήκε.
-Λοιπόν; ρώτησε απότομα.
-Έχω νέα, είπε εκείνος.
-Ακούω, είπε ξερά ο
Πάνκχερστ.
-Η οικογένεια της Κάρτερ
οφείλει 25000 και οι συναλλαγματικές έληξαν.
-Άψογα.
Ο Πάνκχερστ κατέβασε τα
πόδια του από το τραπέζι και άρχισε να γράφει μια επιταγή. Την έκοψε από το μπλοκ και την έδωσε στον άλλο.
-25000, είπε, θα
πληρώσεις την οφειλή και θα πάρεις τις συναλλαγματικές.
-Αυτό είναι παράνομο, δεν
μπορεί να γίνει. Αν πληρωθούν ακυρώνονται και κλείνει η υπόθεση. Θα πρέπει να
κάνεις συμφωνία για το πως θα αποπληρώσουν εσένα.
-Ξέρω τη νόμιμη διαδικασία,
είπε ο Πάνκχερστ. Εγώ θέλω τις συναλλαγματικές.
Έγραψε μια δεύτερη
επιταγή και την έδωσε στον άλλο.
-Θα τις έχεις τις
συναλλαγματικές, είπε εκείνος μόλις είδε το ποσό. Για τα λεφτά αυτά τη σκοτώνω
κι’ όλας.
-Όχι, είπε ο Πάνκχερστ. Μην
την πειράξεις. Φέρε μου τις συναλλαγματικές, μετά θα την κάνω να υποφέρει τόσο
που να εύχεται να πεθάνει.
Χαμογέλασε και ο άλλος
έκανε πίσω σαν να είχε μόλις αντικρίσει τον ίδιο το διάβολο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου