Όλοι Οι Δρόμοι Οδηγούν Στην Αγάπη - 12

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο 12


Η Μέλοντι είχε συναίσθηση της εντύπωσης που έκανε στους άνδρες και κοίταξε τον νεαρό μπροστά της με έκπληξη προσπαθώντας να καταλάβει αν μιλούσε σοβαρά ή αν την πείραζε. Ο Μαξιμίλιαν όμως το εννοούσε και η Μέλοντι εκπλάγηκε. Δεν ήταν στην ηλικία των υπόλοιπων, το είχε μάθει αυτό αφού πήγαινε για το δεύτερο πτυχίο του άρα ήταν στη δική της ηλικία.
-Θα πάω σπίτι, απάντησε επιλέγοντας να υποκριθεί ότι δεν είχε καταλάβει που το πήγαινε για την περίπτωση που είχε παρερμηνεύσει τις προθέσεις του. Γιατί;
-Έλεγα αν θες να πάμε για έναν καφέ ή ένα ποτό, είπε ο Μαξιμίλιαν.
-Ναι, θα το ήθελα.
-Εντάξει τότε, μόλις τελειώσουμε, Έχεις αυτοκίνητο;
-Όχι, ήρθα με λεωφορείο εδώ.
-Κανένα πρόβλημα, έχω εγώ αυτοκίνητο.

Η Νιόβη έβγαλε το μπλε φόρεμα και το κρέμασε στην ντουλάπα στο καμαρίνι που θα ήταν το δικό της, Ένιωθε τόσο ευτυχισμένη που νόμιζε πως θα σπάσει η καρδιά της τόσο γρήγορα που χτυπούσε.
Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Ορίστε, ήταν εδώ, στο δικό της καμαρίνι στα παρασκήνια ενός θεάτρου όπου θα έπαιζε σε ένα έργο σαν πρωταγωνίστρια. Της ήρθε να ξεφωνίσει από τη χαρά της. Και δεν ήταν μόνο αυτό, την ευτυχία της συμπλήρωνε η πρόσκληση σε δείπνο του Τόμας. Καθώς ντυνόταν αναρωτιόταν τι θα έφερνε αυτή η νύχτα.

-Θα με πετάξεις στο σπίτι; ρώτησε ο Μιχάλης τον Αλέξανδρο. Ο Μαξιμίλιαν που μ’ έφερε έχει άλλο πρόγραμμα για απόψε.
-Σχεδόν όλοι θα βγουν, είπε η Ρεμπέκα, εσύ θα μείνεις μέσα;
-Α, δεν ξέρεις καλά τον κύριο από’ δω, είπε ο Αλέξανδρος. Δεν βγαίνει έξω, ζει μια ζωή πολύ κλειστή. Μια φορά κατάφερε μόνο να μπει στη ζωή αυτή κάποια και...
-Αλέξανδρε! είπε ο Μιχάλης κοφτά στη μητρική τους γλώσσα. Αυτό δεν είναι θέμα για συζήτηση.
-Πονάει ακόμα; είπε ο Αλέξανδρος με έναν απολογητικό τόνο. Λυπάμαι φίλε μου.
Η Ρεμπέκα παρακολούθησε τη στιχομυθία στη γλώσσα που δεν καταλάβαινε με ένα χαμόγελο. Κατάλαβε ότι ο Μιχάλης θύμωσε και είπε ναζιάρικα:
-Άσε με να μείνω απόψε μαζί σου απόψε, θα σε χαλαρώσω.
Ο Μιχάλης κοίταξε τον φίλο του που σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.
-Άσε, είπε ο Μιχάλης θα τα βολέψω αλλιώς.
Απομακρύνθηκε από τον Αλέξανδρο και τη Ρεμπέκα και αναζήτησε τη Ντήντρα. Δεν άργησε να την εντοπίσει στο σκοτάδι των τελευταίων σειρών. Πήγε κοντά της όσο γρήγορα του επέτρεπε το πόδι του. Εκείνη τον είδε να έρχεται και σκούπισε βιαστικά τα δάκρυά της.
-Α, εδώ είσαι, είπε πλησιάζοντας ο Μιχάλης. Πως σου φάνηκε το έργο μας;
-Πολύ όμορφο, απάντησε σφιγμένα η Ντήντρα, και εκείνη είναι θεά.
«Ηλίθια! Πως σου ξέφυγε αυτό;» μάλωσε τον εαυτό της. «Δεν μπορείς να μην πεις αυτό που σκέφτεσαι;»
Δεν μπορούσε όμως και ήξερε το γιατί. Η τραγική της εμπειρία με τον Πάνκχερστ είχε φέρει στην επιφάνεια την ανάγκη να στηριχτεί σε κάποιον, κάποιον που θα τη φρόντιζε, θα την προστάτευε, κάποιον που θα την αγαπούσε. Ο Μιχάλης το είχε κάνει αυτό και την πονούσε η σκέψη πως το είχε κάνει από οίκτο και όχι από αγάπη. Πως αγαπούσε την Ρεμπέκα που δεν είχε ανάγκη κανέναν, δυναμική και αυτάρκης καθώς ήταν.
-Ποια; Η Νιόβη; Είναι πολύ καλή.
-Ε... Ναι… Είναι πολύ καλή, είπε η Ντήντρα ανακουφισμένη από την παρανόηση του Μιχάλη.
-Θέλεις να γυρίσεις πίσω; ρώτησε ο Μιχάλης. Θα πάω για έναν περίπατο, όχι μεγάλο δεν μου το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, αν θες να έρθεις μαζί μου.
-Ναι θα το ήθελα, είπε η Ντήντρα.
-Πάμε τότε.
Βγήκαν μαζί με τους υπόλοιπους από το θέατρο. Αυτή η νύχτα θα ήταν μεγάλη για πολλούς.

-Τα πήγαμε πολύ καλά για πρώτη φορά, είπε ο Τόμας καθώς οδηγούσε προς το εστιατόριο που είχαν επιλέξει με τη Νιόβη για το δείπνο τους.
-Ναι, δεν το περίμενα αλλά το’ χουν πάρει ζεστά όλοι.
-Και δένουν όλοι πολύ αρμονικά σαν ομάδα αν και δεν σπουδάζουν υποκριτική όλοι. Θα τα πάμε καλά.
-Πρέπει να κερδίσουμε αυτό το γουρούνι τον Πάνκχερστ, είπε με μένος η Νιόβη.
-Βλέπω η κόντρα κρατάει καλά, σχολίασε με ένα χαμόγελο ο Τόμας, κάτι που θυμίζει ένα πράγμα που ήθελα να σου πω νωρίτερα μα το ξέχασα.
-Τι;
-Το νέο μέλος της αδελφότητας, μια όμορφη κοπελίτσα... Ντήντρα; Σωστά το είπα;
-Ναι, Ντήντρα, είναι όντως όμορφη κοπέλα, είπε σφιγμένα η Νιόβη.
Δεν ήταν κανονικά άτομο που ζήλευε αλλά ακούγοντας τον Τόμας να λέει όμορφη τη Ντήντρα ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά της, τον ήθελε και της ήταν επώδυνο να σκέφτεται πως εκείνος πρόσεχε κάθε άλλη κοπέλα εκτός από την ίδια.
-Τι τρέχει; ρώτησε κοφτά.
-Ζήλεψες; ρώτησε ο Τόμας κοιτάζοντάς την λοξά καθώς οδηγούσε. Ο τόνος της την είχε προδώσει.
-Όχι, δεν ζήλεψα, αρνήθηκε την κατηγορία η Νιόβη.
-Κι όμως ζήλεψες, είπε ο Τόμας με ένα χαμόγελο. Δεν θα’ πρεπε τη στιγμή που κάθε άλλη κοπέλα στην αδελφότητα βρίσκεται στη σκιά σου.
Η Νιόβη γύρισε και κοίταξε τον Τόμας μην μπορώντας να πιστέψει αυτό που μόλις είχε ακούσει. Δεν περίμενε τέτοια φιλοφρόνηση ποτέ από’ κείνον.
-Τι τρέχει με την Ντήντρα; ρώτησε για να κρύψει την ταραχή της.
-Ο Πάνκχερστ λέει ότι είναι... Πως να το πω. Ότι της αρέσει να προκαλεί αλλά όταν φτάσει η ώρα... Καταλαβαίνεις δεν τολμάει. Δεν το έθεσε τόσο ευγενικά βέβαια.
-Ο Πάνκχερστ είναι καθίκι, είπε η Νιόβη. Δεν φτάνει αυτό που της έκανε; Πρέπει να συνεχίσει να τη βασανίζει;
-Τι έκανε;
-Δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό, είπε η Νιόβη. Ήταν πολύ τραυματική εμπειρία και το ότι δεν κατέρρευσε το οφείλει στην τύχη που έφερε στο δρόμο της το Μιχάλη εκείνο το βράδυ. Δεν θέλω να μιλήσουμε γι’ αυτό.
Ο Τόμας έκοψε ταχύτητα καθώς έφταναν στον προορισμό τους.
-Εντάξει, της είπε. Ας μιλήσουμε για κάτι πιο χαρούμενο. Τα μαθήματα του Φόρτενς, ας πούμε.
Η Νιόβη γέλασε. Ο Τζέρεμι Φόρτενς ήταν καθηγητής Ιστορίας του Θεάτρου. Ήταν ο κλασσικός τύπος του αφηρημένου λόγιου και στα μαθήματά του έπεφτε πάντα πολύ γέλιο. Γέλιο μέχρι δακρύων μιλώντας κυριολεκτικά. Ο Φόρτενς ήταν ωστόσο αγαπητός στους φοιτητές του για δυο λόγους, κατείχε το αντικείμενό του και μπορούσε να μεταδώσει τις γνώσεις του και δεν έκοβε ποτέ παρά μόνο αυτούς που τα πήγαιναν τελείως χάλια. Η αναφορά στο συγκεκριμένο καθηγητή έφτιαξε το κέφι της Νιόβης που μπήκε στο εστιατόριο μαζί με τον Τόμας χαμογελαστή και νιώθοντας πολύ όμορφα.

Ο Μιχάλης και η Ντήντρα άφησαν τους πολύβουους δρόμους και ακολούθησαν μια πιο ήσυχη διαδρομή. Η κοπέλα ήταν βυθισμένη σε σκέψεις και σιωπηλή.
-Τι έχεις; τη ρώτησε απαλά ο Μιχάλης, Έγινε τίποτα στο θέατρο;
-Όχι, είπε η Ντήντρα χωρίς να τον κοιτάζει.
-Δεν ήσουν έτσι πριν, παρατήρησε ο Μιχάλης. Σου είπε κάποιος κάτι; Ξέρεις ότι μπορείς να μου μιλήσεις.
Η Ντήντρα συνέχισε να περπατάει. Ο ήχος μιας βροντής ακούστηκε δυνατός πάνω από τα κεφάλια τους. Η Ντήντρα δεν τον άκουσε καν χαμένη στις σκέψεις της. Ένιωθε την επιθυμία να κλάψει αλλά δεν ήθελε να το κάνει μπροστά του. Γιατί τη μια φορά που είχε βρεθεί κάποιος με πραγματικό ενδιαφέρον για εκείνη - ενδιαφέρον για την Ντήντρα σαν άτομο και όχι επειδή είχε όμορφο σώμα ή μεγάλο στήθος - ήταν κάποιος που ήδη είχε κοπέλα;
Δεν μπόρεσε να κρατήσει άλλο τα δάκρυα της, Άρχισαν να κυλάνε ενώ μια ακόμη βροντή τάραζε τα ουράνια.
-Κλαις; Γιατί;
Ο Μιχάλης την έπιασε και την γύρισε προς το μέρος του.
-Τι είναι Ντήντρα μου;
Αυτό το «μου» ακούστηκε σαν ειρωνεία στην κοπέλα.
-Μην το λες, ψέλλισε αδύναμα. Μην λες τίποτα.
Βροχή άρχισε να πέφτει, πρώτα αργές μεγάλες σταγόνες και μετά καταρρακτώδης σαν να είχε χυθεί από τον ουρανό ένας ποταμός.
-Πρέπει να φυλαχθούμε αλλιώς θα μουσκέψουμε, είπε ο Μιχάλης.
-Κάνε ό, τι θες. Μη νοιάζεσαι για’ μένα! φώναξε η Ντήντρα. Εγώ μπορεί να θέλω να βραχώ ή να αρρωστήσω ή να πεθάνω!
Ο Μιχάλης την κοίταζε σαστισμένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Η Ντήντρα ένιωθε πληγωμένη, εγκαταλελειμμένη και ήθελε να τα βγάλει όλα αυτά από μέσα της.
-Θα με κρατήσεις; είπε. Θα μου πεις ότι θα πάνε όλα καλά; Μην το πεις γιατί δεν θα πάνε. Όχι για’ μένα.
Ο Μιχάλης έπιασε τα χέρια της. Εκείνη τα τράβηξε, Άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο που φορούσε. Ο Μιχάλης της έπιασε και πάλι τα χέρια.
-Θα αρρωστήσεις Ντήντρα.
Την τράβηξε στην αγκαλιά του.
-Θα είμαι πάντα εδώ για’ σένα.
Η Ντήντρα έτρεμε και δεν ήταν από την βροχή. Ήθελε να τον πιστέψει , α χ πόσο το ήθελε, αλλά ήξερε πως δεν μπορούσε να το δεχθεί. Δεν ήθελε οίκτο.
-Κι εκείνη; ρώτησε. Πως το παίρνει ότι είσαι μαζί μου αντί να είσαι μαζί της; Φαίνεται πόσο σε θέλει.
-Ποια;
-Η κοκκινομάλλα που ήρθε με τον αδερφό της Νιόβης.
-Η Ρεμπέκα;Δεν έχω τίποτα με τη Ρεμπέκα!
Η Ντήντρα τον κοίταξε.
-Δεν έχεις;
-Όχι ανάθεμά την! Θα το ήθελε μα όχι.
Η Ντήντρα ένιωσε μια ανακούφιση που δεν είχε ξανανιώσει όμοια της ποτέ, Ένιωσε ξαφνικά να ζαλίζεται, η ένταση είχε υποχωρήσει και την άφηνε εξαντλημένη, Ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν. Ο Μιχάλης τη συγκράτησε και την έσφιξε πάνω του.
Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Βρέθηκαν να κοιτάζονται από απόσταση αναπνοής. Άγγιξε τα χείλη της απαλά, τρυφερά, τα χάιδεψε με τα δικά του. Εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του.
Ο Μιχάλης τραβήχτηκε ίσα για να την κοιτάξει. Αυτό που είδε στα γαλανά μάτια της διέλυσε κάθε αμφιβολία του, έδιωξε κάθε φόβο του. Τα χείλη τους ενώθηκαν και η Ντήντρα δέχθηκε το πρώτο της φιλί, Έκλεισε τα μάτια της και παραδόθηκε σε αυτό που ένιωθε χωρίς φόβο και θλίψη αυτή τη φορά. Μόνο με αγάπη.

-Μου αρέσει η βροχή, είπε η Νιόβη κοιτώντας έξω.
Με τον Τόμας είχαν πάρει ένα τραπέζι με θέα έξω και τώρα η κοπέλα κοίταζε τη βροχή.
-Και’ μένα, είπε ο Τόμας, μου αρέσει ειδικά όταν είμαι στο κρεβάτι στα ζεστά και έξω γίνεται χαλασμός.
Η Νιόβη γύρισε και τον κοίταξε έκπληκτη. Της άρεσε η βροχή και όπως το είχε περιγράψει ο Τόμας ήταν σαν να άκουγε τον εαυτό της. Ήταν περίεργο αλλά η έλξη που είχε αρχίσει να νιώθει γι’ αυτόν αποδεικνυόταν όσο περνούσε η ώρα και πιο δικαιολογημένη. Ταιριάζανε σε τόσα πολλά, από τα σημαντικότερα στα πλέον ασήμαντα.
-Τι σκέφτεσαι;
Ο Τόμας άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το δικό της πάνω στο τραπέζι. Το χέρι του ήταν ζεστό και απαλό. Η Νιόβη δεν τράβηξε το χέρι της, το άγγιγμά του έστελνε ένα ευχάριστο ρίγος να διατρέξει όλο το σώμα της, όλο το είναι της, Ένιωθε τόσο όμορφα που ευχήθηκε να μπορούσε να παγώσει το χρόνο σ’ αυτήν την στιγμή.
-Δεν μου είπες τι σκέφτεσαι, είπε ο Τόμας, κάτι πολύ ευχάριστο αν κρίνω από την έκφρασή σου.
-Ναι, είπε η Νιόβη και για να αποφύγει τις εξηγήσεις κοίταξε το ρολόι της. Να πηγαίνουμε;
-Εντάξει, είπε ο Τόμας.
Τακτοποίησε το λογαριασμό - η Νιόβη διαφώνησε σ’ αυτό αλλά ο Τόμας επέμεινε - και μετά άφησαν τη ζεστή ατμόσφαιρα του εστιατορίου για να βγουν στη βροχή.
-Μου αρέσει όπως μυρίζει η ατμόσφαιρα όταν βρέχει, είπε η Νιόβη.
Έτρεξαν στο αυτοκίνητο και μπήκαν μέσα ενώ μια αστραπή έκανε για μια στιγμή τη νύχτα μέρα. Ο Τόμας έβαλε μπρος και ξεκίνησαν. Η Νιόβη τοποθέτησε την τσάντα της στο δάπεδο δίπλα στα πόδια της και άγγιξε φευγαλέα το χέρι του Τόμας που άλλαζε ταχύτητα. Αντιστάθηκε με δυσκολία στην παρόρμηση να του χαϊδέψει το χέρι και έγειρε πίσω στο κάθισμά της, Ένιωθε μια σπάνια ευφορία σαν να είχε πιει κάποιο εκλεκτό κρασί. Δεν είχε πιει, ήξερε πως το συναίσθημα αυτό προερχόταν από τον άνδρα δίπλα της.
Ο Τόμας πάρκαρε μπροστά στο σπίτι της αδελφότητας και βγήκαν, Έτρεξαν γρήγορα στη βεράντα όπου ήταν προστατευμένοι από την βροχή.
-Θα’ έρθεις μέσα; ρώτησε η Νιόβη.
-Όχι, πρέπει να φύγω, είπε ο Τόμας.
-Άρα εδώ λέμε καληνύχτα.
-Ναι.
Ο Τόμας έσκυψε προς το μέρος της και τη φίλησε στο μάγουλο, στην άκρη των χειλιών.
-Καληνύχτα και όνειρα γλυκά, είπε.
-Καληνύχτα, ψέλλισε η κοπέλα.
Ο Τόμας κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και μπήκε στο αυτοκίνητο. Ενώ απομακρυνόταν η Νιόβη έκανε πίσω και ακούμπησε στον τοίχο, Έφερε το χέρι της στο σημείο που την είχαν αγγίξει τα μαλακά σαν το βελούδο χείλη του.
Τώρα ήξερε πολύ καλά τι ένιωθε.

Αυτήν την νύχτα δεν ήταν μόνο η Νιόβη που σκεφτόταν έναν άνδρα. Η Ντήντρα στο σκοτάδι του δωματίου της σκεφτόταν τον Μιχάλη και το τι μπορεί να της επεφύλασσε το μέλλον μαζί του. Είχαν έρθει στο σπίτι μούσκεμα από τη βροχή και την είχε καληνυχτίσει με άλλο ένα τρυφερό φιλί, Έκλεισε τα μάτια της με τη σκέψη ότι ίσως να μην πληγωνόταν αυτήν την φορά.
Στο διπλανό δωμάτιο η Κέητ που ήδη κοιμόταν ονειρευόταν. Τα όνειρά της ήταν τα ρομαντικά όνειρα μιας ερωτευμένης έφηβη αλλά και τα ερωτικά όνειρα μιας γυναίκας που ξέρει πως βρήκε το σύντροφο της ζωής της.

Ο Μιχάλης μπήκε βιαστικά στο δωμάτιό του. Στο δρόμο που ερχόταν είχε βγάλει το πουκάμισό του και είχε σκεπάσει την Ντήντρα και εκείνος είχε μείνει με τη φανέλα. Είχε βραχεί μέχρι το κόκκαλο, Έβγαλε τη φανέλα και προχώρησε στο μπάνιο όπου άρπαξε μια πετσέτα και άρχισε να σκουπίζει τα μαλλιά του και μετά το σώμα του. Απαλλακτικέ και από τα υπόλοιπα βρεγμένα ρούχα του και μπήκε κάτω από το ντουζ. Το ζεστό νερό ήταν ανακουφιστικό στο παγωμένο σώμα του. Δυο φορές τις τελευταίες μέρες είχε βρεθεί κάτω από βροχή και ήταν και οι δυο εξ’ αιτίας της Ντήντρα.
Χαμογέλασε. Δεν μπορούσε ωστόσο να αρνηθεί αυτά που ένιωθε για αυτό το ευαίσθητο κορίτσι. Θα έκανε τα πάντα για εκείνη.
Βγήκε από το μπάνιο τυλίγοντας μια μεγάλη πετσέτα γύρω από τη μέση του, Άναψε το μικρό πορτατίφ δίπλα στο κρεβάτι του και έμεινε άναυδος. Στο κρεβάτι του ήταν καθισμένη η Ρεμπέκα. Καθόταν στην κορυφή του κρεβατιού με την πλάτη στο κεφαλάρι και τα πόδια της μαζεμένα μπροστά της. Δεν φορούσε τίποτα άλλο παρά μόνο ένα πουκάμισο με κουμπωμένο μόνο το πρώτο και το τελευταίο κουμπί έτσι ώστε να τονίζεται το πλούσιο στήθος της και να φαίνεται η επίπεδη κοιλιά της. Το πουκάμισο σταματούσε στους γοφούς της τραβώντας το βλέμμα στα καλοσχηματισμένα πόδια της. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πλησίασε τον Μιχάλη που είχε μείνει άφωνος.
-Τι θες εδώ; είπε τελικά.
-Ο Αλέξανδρος ήθελε να δει την αδερφή του και ήρθαμε. Εγώ ήθελα να δω εσένα, είπε η Ρεμπέκα ξεκουμπώνοντας το πουκάμισό της και αφήνοντας το να γλιστρήσει στο δάπεδο.
Πλησίασε τον Μιχάλη και τον αγκάλιασε. Το γυμνό στήθος της πίεσε το στέρνο του ενώ η Ρεμπέκα κολλούσε πάνω του και τον φιλούσε, η γλώσσα της γλίστρησε στα χείλη του. Ήταν τόσο εύκολο να αφεθεί. Να αφεθεί στη λαγνεία, στον πόθο που η γυμνή γυναίκα στην αγκαλιά του προσπαθούσε να του εμπνεύσει. Ήταν τόσο εύκολο.
-Αφέσου, ψιθύρισε η Ρεμπέκα απαλά, α αποπλανητικά ενώ τα χέρια της χάιδευαν το λαιμό του και μετά τη γυμνή πλάτη του. Κάνε μου έρωτα, έλα να απολαύσεις τον απαγορευμένο καρπό που αρνείσαι στον εαυτό σου. Ξέρω ότι το θέλεις.
Δεν θα ήταν άνθρωπος αν δεν ένιωθε τον πειρασμό, δεν θα είχε ποτέ ξανά τον εαυτό του σε εκτίμηση αν υπέκυπτε.
Το χαστούκι βρήκε την Ρεμπέκα τελείως απροετοίμαστη. Την τίναξε πίσω και έπεσε χάνοντας την ισορροπία της. Για καλή της τύχη προσγειώθηκε στο κρεβάτι του Μιχάλη. Έμεινε εκεί σαστισμένη κοιτώντας τον με βλέμμα θολό και ανεξιχνίαστο, Έφερε αργά το χέρι στο μάγουλό της. Ο Μιχάλης ακούμπησε στον τοίχο πίσω του και πήρε βαθιά ανάσα, Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του.
Ύστερα πλησίασε την Ρεμπέκα. Κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και την κοίταξε, Άπλωσε το χέρι του στο μάγουλο που την είχε χτυπήσει.
-Συγνώμη, είπε κοιτάζοντάς τη στα μάτια. Δεν είχα το δικαίωμα να σε χτυπήσω. Ήταν μια ασυλλόγιστη αντίδραση. Με πίεσες σε κάτι αντίθετο με τις αρχές μου.
Σταμάτησε να μιλάει. Χάιδεψε απαλά το μάγουλό της πριν συνεχίσει.
-Είσαι πολύ όμορφη κοπέλα και δεν αμφιβάλλω για το πως θα ήταν αν κοιμόμουν μαζί σου. Όμως δεν αρκεί αυτό. Δεν αρκεί απλά η σεξουαλική επαφή. Νιώθεις όμορφα αλλά μετά τι;
Η Ρεμπέκα πήρε το χέρι του από το μάγουλό της και το κράτησε στα δικά της. Καταλάβαινε τώρα πως είχε κατορθώσει να της αντισταθεί, ποια ήταν η δύναμή του και ταυτόχρονα το τρωτό του σημείο. Και για πρώτη φορά έβλεπε τι θα μπορούσε να είχε κάνει διαφορετικό στη ζωή της. Αγκάλιασε τον Μιχάλη χωρίς ερωτική πρόθεση αυτή τη φορά και του ψιθύρισε:
-Τυχερή εκείνη που θα αγαπήσεις, μακάρι να ήμουν εγώ.
Αποτραβήχτηκε και άρχισε να ντύνεται. Κοίταξε τον Μιχάλη και διαπίστωσε πως εκείνος είχε αποστρέψει ιπποτικά το βλέμμα του. Μόλις τελείωσε ήρθε κοντά του. Εκείνος σηκώθηκε από το κρεβάτι με μια ανεξιχνίαστη έκφραση στο πρόσωπό του. Η Ρεμπέκα τον φίλησε απαλά στο μάγουλο και βγήκε από το δωμάτιο.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου