Κεφάλαιο
1
Λίγα πράγματα μπορούσαν
να κάνουν ένα κάστρο να βουίζει από τις προετοιμασίες και την έξαψη,
περισσότερο από μια από τις μεγάλες γιορτές που απαιτούσαν προετοιμασίες και
είχαν και πανηγύρια με μεγάλα τραπέζια. Ένα από αυτά ήταν ένας γάμος, ακόμα και
αν δεν ήταν του κυρίου του κάστρου.
Ο σερ Μάικ Πλανταγενέτ χαμογέλασε
με την σκέψη αυτή. Ο γάμος πράγματι δεν ήταν δικός του. Ήταν ενός προστατευόμενου
του βασιλιά που ήθελε να παντρευτεί την τελευταία γόνο μιας παλιάς οικογένειας.
Ξέροντας τον νεαρό σερ Κλωντ Κίρμπι, ο Μάικ ήταν σίγουρος ότι ο Ερρίκος είχε
επιβάλλει το γάμο για πολιτικούς λόγους.
Κοίταξε έξω από το
παράθυρο το συννεφιασμένο πρωινό. Ως εκεί που μπορούσε να δει το χιόνι σκέπαζε
τα χωράφια και τα χωριά της περιοχής της οποίας ήταν άρχοντας εδώ και πολλά χρόνια.
Η ανάμειξή του στο γάμο αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι η νύφη ήταν ορφανή και ο
ίδιος είχε εκτελέσει χρέη τοποτηρητή της περιοχής του πατέρα της οπότε ήταν
κατά κάποιο τρόπο μέσα στα καθήκοντά του να παραδώσει τη νύφη. Γι’ αυτό και ο γάμος
θα γινόταν στο κάστρο του.
Η προοπτική μια γιορτής
μέσα στο χειμώνα είχε ξεσηκώσει ευχάριστα το προσωπικό του κάστρου και είχαν
ριχτεί με τα μούτρα στις δουλειές που έπρεπε να γίνουν. Καθώς ο ίδιος δεν είχε σκοπό
να παντρευτεί ξανά δεν θα είχαν εύκολα την ευκαιρία να ξαναγιορτάσουν γάμους
στο κάστρο.
Το βλέμμα του στάθηκε
στην αυλή. Με κρύο και με χιόνι οι ακόλουθοί του και δόκιμοι Ιππότες δεν έλεγαν
να χάσουν την εξάσκησή τους. Διέκρινε τον Άιαν, γιο του σερ Άλεμαρ Πέην, που
αντάλλασσε χτυπήματα με τον Γουίλλιαμ Κάλεντον κάτω από τα βλέμματα δύο ακόμα
συντρόφων τους, του Μαξιμίλιαν Φίτζγουότερ και του Τζόναθαν Στόουν. Ο
μεγαλόσωμος Μαξιμίλιαν δεν πτοείτο από τον καιρό σε βαθμό που να είναι γυμνός
από τη μέση και πάνω. Ακόμα ένας πέμπτος ακόλουθος, ο Λάιαμ Νέβιλ, καθόταν σε
ένα βαρέλι και τους παρακολουθούσε τυλιγμένος σε έναν επενδύτη με γούνα. Να και
κάποιος που δεν άντεχε το κρύο.
Ο Γουίλλιαμ και ο Άιαν
ξαναδιασταύρωσαν τα σπαθιά τους με έναν ήχο που έφτασε ως τον σερ Μάικ. Οι
πέντε αυτοί ακόλουθοί του είχαν δέσει σαν ομάδα παρά τις διαφορετικές τους καταβολές.
Ο Άιαν, ο Μαξιμίλιαν και ο Τζόναθαν ήταν γιοι ευγενών που είχαν έρθει να
μαθητεύσουν στο κάστρο του και θα κληρονομούσαν μια μέρα τους τίτλους και τις γαίες
των πατεράδων τους. Ο Λάιαμ ήταν γιος ενός ευγενούς επίσης αλλά δεν ήταν ο
πρωτότοκος, κάθε άλλο, ήταν ο τρίτος. Ο πρωτότοκος είχε κληρονομήσει τον πατέρα
τους, ο δεύτερος είχε μπει στον κλήρο και ο τρίτος είχε πάρει το δρόμο των
όπλων. Γινόταν πολλές φορές έτσι. Οι υπόλοιποι γιοι που δεν είχαν περιουσία να
λάβουν ακολουθούσαν αυτούς τους δρόμους, γίνονταν στρατιώτες ή ιερωμένοι. Ο
Γουίλλιαμ ήταν ορφανός, ο πατέρας του είχε σκοτωθεί πολεμώντας για τον βασιλιά
και ο σερ Μάικ είχε αναλάβει να τον μεγαλώσει στον οίκο του.
-Άρχοντά μου;
Ο σερ Μάικ στράφηκε προς το
εσωτερικό του μεγάλου δωματίου που ήταν το γραφείο του. Στην είσοδο στεκόταν,
συνεσταλμένος όπως πάντα, ο γραφέας του, ο Πήτερ.
-Ναι, Πήτερ;
-Ένας αγγελιοφόρος ήρθε
για εσάς άρχοντά μου, έχει ταξιδέψει από μακριά.
-Φέρε τον μέσα, είπε ο
σερ Μάικ.
Ήταν και ο ίδιος ένα
μεγαλόσωμος και δυνατός άνδρας. Είχε ανδρωθεί στους πολέμους μεταξύ του Ερρίκου
και του σφετεριστή Στεφάνου και είχε γίνει ένας επίφοβος πολεμιστής. Μετά το
τέλος του εμφυλίου είχε πολεμήσει στη Γαλλία αλλά και στους Αγίους Τόπους
εναντίον των Αράβων επιδρομέων.
Άφησε το παράθυρο και
πήγε να καθίσει στην πολυθρόνα του πίσω από το βαρύ έπιπλο που χρησιμοποιούσε
ως γραφείο και στο οποίο βρίσκονταν εκτός από τα απαραίτητα για γραφή, μελάνη
και φτερό μαζί με έτοιμες περγαμηνές, μια σειρά από αναφορές για τις σοδειές
και τις εργασίες που έπρεπε να γίνουν όταν θα άνοιγε ο καιρός.
Ο Πήτερ επέστρεψε με έναν
άνδρα ντυμένο με βαριά ρούχα. Εκείνος έκανε μια υπόκλιση στον σερ Μάικ και είπε
με έντονη ξενική προφορά:
-Είθε ο Θεός να ευλογεί
αυτό το σπιτικό και τον κύριό του, άρχοντά μου φέρνω ένα μήνυμα από την Αυτού
Μεγαλειότητα, τον βασιλέα Βαλδουίνο τον Δ’.
Έδωσε στον Πήτερ ένα
τυλιγμένο ρολό που εκείνος μετέφερε στον κύριό του. Ο σερ Μάικ το διάβασε και
μετά άφησε την περγαμηνή στο γραφείο του σκεφτικός. Τελικά χαμογέλασε.
-Έχεις πάει ποτέ στους Αγίους
Τόπους, Πήτερ; ρώτησε.
Ο Γουίλλιαμ Κάλεντον ήταν
αρκετά γεροδεμένος και ένας επιδέξιος πολεμιστής. Με τους φίλους του υπολόγιζαν
ότι κάπου τον επόμενο χρόνο θα έπαιρνε το χρίσμα του Ιππότη, ίσως και οι υπόλοιποι.
Ειδικά ο Άιαν που ήταν ένας αμφιδέξιος ξιφομάχος και πανούργος σαν πολεμιστής.
-Έχουμε επισκέψεις, είπε
ο Λάιαμ από τη θέση του.
Στράφηκαν όλοι καθώς μια
ομάδα ιππέων έμπαινε στην αυλή του κάστρου. Ήταν όλοι ντυμένοι με επίσημα ακριβά
ρούχα και φαίνονταν να είναι ευγενείς. Είχαν προπορευθεί της ακολουθίας τους,
ένοπλοι συνοδοί, υπηρέτες και αποσκευές, για να κάνουν εντυπωσιακή είσοδο.
-Έι εσύ! Είπε ο
προπορευόμενος ιππέας ένας κομψευόμενος αριστοκράτης με περιποιημένο γενάκι και
ένα βαρύ πανωφόρι. Που μπορώ να βρω τον σερ Μάικ;
-Πες μου το όνομά σου και
θα σου πω, είπε ο Γουίλλιαμ ήσυχα στον οποίο είχε απευθυνθεί.
-Πως τολμάς να μου μιλάς
έτσι βρωμοχωριάτη;
-Μπήκες στο κάστρο έτσι
και θες τον σερ Μάικ, είναι καθήκον μου να ρωτήσω ποιος είσαι και τι ζητάς.
-Είμαι ο Άνταμ Ντε Σάλις,
λόρδος φύλακας των πέντε λιμανιών.
-Είμαι ο Γουίλλιαμ
Κάλεντον, ακόλουθος του σερ Μάικ, θα πω να ειδοποιήσουν για την άφιξή σας.
Ο Γουίλλιαμ κάλεσε έναν
από τους υπηρέτες και τον έστειλε να ειδοποιήσει. Ύστερα στράφηκε να συνεχίσει
την εξάσκησή του.
-Τολμάς και μας γυρίζεις
την πλάτη;
Ο Γουίλλιαμ γύρισε να
αντικρίσει και πάλι τους νεοφερμένους. Αυτός που είχε μιλήσει ήταν ένας νεαρός
άνδρας φρεσκοξυρισμένος και περιποιημένος.
-Θέλατε και κάτι άλλο; είπε.
-Είμαι ο σερ Κλωντ Κίρμπυ,
είπε ο άνδρας, θα έλεγα ότι οφείλεις να υποκλίνεσαι στους ανωτέρους σου.
-Σε λίγο θα είμαι και εγώ
Ιππότης, είπε ο Γουίλλιαμ.
-Όχι μετά από αυτά που θα
πούμε στον σερ Μάικ, έτσι θείε;
Ο Κλωντ στράφηκε στον Ντε
Σάλις που ένευσε συμφωνώντας. Δεν πρόλαβε να πει όμως τίποτα καθώς πλησίασε ο
σερ Νάιτζελ, ο διοικητής της φρουράς του κάστρου.
-Ο σερ Μάικ σας περιμένει,
είπε κοιτώντας τους με το βλέμμα που είχε τρομοκρατήσει πολλούς αντιπάλους του
στο πεδίο της μάχης αλλά και στις κονταρομαχίες. Ελάτε μαζί μου.
Τον ακολούθησαν χωρίς να
πουν τίποτα.
Ο Άνταμ Ντε Σάλις ήταν
παραπάνω από ικανοποιημένος με τις ετοιμασίες του γάμου και ο Κλωντ Κίρμπυ δεν
ενδιαφερόταν καθόλου. Αντίθετα ενδιαφερόταν για ένα άλλο θέμα, την τιμωρία του
αγενούς χωριάτη που τους είχε προσβάλλει στην αυλή. Διηγήθηκε στον σερ Μάικ τα
όσα είχαν διαμειφθεί πριν λίγο και κατέληξε:
-Λίγο μαστίγωμα θα του
διδάξει την θέση του και το σωστό τρόπο να φέρεται και να μιλάει στους ανωτέρους
του.
-Στους ανωτέρους του; Θα γίνει
Ιππότης, δεν θα είσαι ανώτερος τότε.
-Μα δεν θα είναι παρά ένας
χωριάτης που κέρδισε…
-Κέρδισα το χρίσμα της Ιπποσύνης
στο πεδίο της μάχης, είπε κοφτά ο σερ Μάικ. Δεν υπάρχει τίποτα μεμπτό σε κάτι
τέτοιο.
-Ναι αλλά και πάλι εσείς είστε
ευγενής, έχετε συγγένεια και με τον βασιλιά σωστά;
-Ναι, είναι αλήθεια, αλλά
ποιος σου είπε ότι ο Γουίλλιαμ δεν είναι ευγενής; Επειδή είναι ορφανός;
-Είναι;
-Ο πατέρας του σκοτώθηκε
πολεμώντας στο πλευρό του βασιλιά οπότε καλό θα είναι να μην τον προσβάλλεις
μπροστά του γιατί ακόμα ο Ερρίκος θυμάται τον σερ Αίθελγουλφ Κάλεντον.
-Τέλος πάντων, είπε ο
Κίρμπυ θέλοντας να αποφύγει μια σύγκρουση με τον σερ Μάικ. Οι ετοιμασίες είναι
έτοιμες για το βράδυ;
-Ναι, είναι, εκτός από τα
μαγειρεία όπου έχουν ακόμα να κάνουν πράγματα.
Η λαίδη Κάθρην Λεμέρ, ήταν
μόλις δεκαοκτώ ετών αλλά μιας και δεν είχε οικογένεια έπρεπε να αποκτήσει μια δική
της. Γι’ αυτό θα παντρευόταν τον Κλωντ Κίρμπυ παρότι δεν τον είχε ποτέ
συναντήσει. Ήταν μια όμορφη κοπέλα με μακριά καστανά μαλλιά και γλυκά μελιά μάτια.
Ονειρευόταν την αγάπη που άκουγε να υμνούν οι τροβαδούροι μα ήξερε ότι δεν ήταν
πιθανό να της συμβεί, θα παντρευόταν όποιον της όριζαν, έλπιζε να ήταν απλά τυχερή
στην επιλογή που θα έκαναν για εκείνη.
Αναστέναξε. Ευχήθηκε για
μια ακόμα φορά να πήγαιναν όλα καλά. Ήταν κρίμα που ο βασιλιάς δεν είχε δεχθεί
να την υιοθετήσει ο σερ Μάικ, σίγουρα θα είχε φροντίσει για να της βρει έναν
καλό σύζυγο. Τα όσα είχε ακούσει για τον Κλωντ Κίρμπυ δεν ήταν ενθαρρυντικά και
είχε παρακολουθήσει από το παράθυρό της την άφιξή του και την αντιπαράθεσή του
με τους δόκιμους που εξασκούνταν με τα όπλα τους.
Δεν θα ευτυχούσε μαζί του,
ήταν σίγουρη.
Άφησε το βιβλίο που
διάβαζε, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Ίσως το να βγει λίγο έξω θα της έκανε
καλό. Κάλεσε αμέσως την κυρία επί των τιμών της.
-Φρόντισε για δύο άλογα,
δεν θα πάμε μακριά, ως το δένδρο της Κυράς.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου