Τα Μονοπάτια Του Έρωτα - 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ξύπνησε γρήγορα, δεν είχε περάσει πολύ από την ώρα που κοιμήθηκε αν και στο σκοτάδι της καμπίνας δεν μπορούσε να πει πόσο ακριβώς. Διαπίστωσε ότι είχε γυρίσει ανάσκελα στον ύπνο του αλλά δεν ήταν ο μόνος που είχε μετακινηθεί, η Άντζι είχε επίσης αλλάξει θέση. Το κεφάλι της αναπαυόταν τώρα στο στέρνο του και τον είχε αγκαλιάσει με το ένα χέρι της.

Αποφάσισε να μην κινηθεί και την ξυπνήσει. Του άρεσε εξάλλου όπως την είχε δίπλα του και άκουγε την ανάσα της. Ήταν κάτι που ταίριαζε στο χαρακτήρα του. Αποκοιμήθηκε.

Η Άντζι ξύπνησε και διαπίστωσε ότι κοιμόταν πάνω στον Μιχάλη, ήταν άνετα καθώς εκείνος ήταν πολύ πιο μεγαλόσωμος και της άρεσε που ήταν ζεστός. Έκλεισε τα μάτια της και έμεινε έτσι για λίγο. Ήταν τόσο περίεργο, αυτό που ονειρευόταν ότι θα ήταν η κατάληξη της νύχτας της με το Σταύρο είχε γίνει με κάποιον άλλο. Μπορεί να μην είχαν προηγηθεί χάδια και ερωτική πράξη αλλά είχε καταλήξει να κοιμηθεί δίπλα σε έναν άνδρα, σε έναν που της είχε φερθεί πολύ πιο όμορφα από εκείνον που εκείνη ήθελε.

Του ήταν ευγνώμων για τη στάση του, μια στάση πολύ ευγενική και προστατευτική. Ένιωσε μια τρυφερότητα, που δεν είχε ξανανιώσει, για τον Μιχάλη και ανασηκώθηκε τόσο ώστε να μπορεί να τον φιλήσει. Εναπέθεσε απαλά ένα φιλί στο μάγουλο κοντά στα χείλη. Ύστερα τραβήχτηκε στο πλάι και τον άγγιξε ελαφρά στον ώμο για να τον ξυπνήσει. Έπρεπε να το κάνει, για να μπορέσει να σηκωθεί από την κουκέτα χρειαζόταν να σηκωθεί ο ίδιος πρώτα.

Ο Μιχάλης ξύπνησε αμέσως.

-Καλημέρα, είπε η Άντζι.

-Καλημέρα, της είπε. Θες να σηκωθείς;

-Ναι, είπε η κοπέλα.

Ο Μιχάλης σηκώθηκε και η Άντζι έκανε το ίδιο. Εκείνος απέστρεψε το βλέμμα του αμέσως και αυτό γιατί η Άντζι είχε πέσει να κοιμηθεί σχεδόν ολόγυμνη. Φορούσε μόνο ένα εσώρουχο, για να κοιμηθεί είχε βγάλει το μποξεράκι, που προφανώς το φορούσε σαν σορτσάκι κα όχι σαν εσώρουχο όπως τα αγόρια, και τη φανέλα. Βιάστηκε να ντυθεί και μετά του είπε:

-Εντάξει, μπορείς να κοιτάξεις.

Ο Μιχάλης το έκανε και η Άντζι χαμογέλασε.

-Είσαι πολύ ευγενικός. Σε ευχαριστώ για όλα.

-Ε καλά, δεν έσωσα και τη ζωή σου, είπε ο Μιχάλης προσπαθώντας να κρύψει ότι ένιωθε άβολα που τον ευχαριστούσε. Λίγη ναυτία είχες.

-Τη ζωή μου όχι, την αξιοπρέπειά μου σίγουρα, είπε η Άντζι και τον αγκάλιασε. Σε ευχαριστώ.

Αυθόρμητα τον φίλησε στο μάγουλο και βγήκε από την καμπίνα. Ο Μιχάλης ξάπλωσε και πάλι. Στην κουκέτα πλανιόταν το άρωμα που φορούσε η Άντζι. Στο μυαλό του ήρθε το πώς την είχε δει έστω και στιγμιαία, το γυμνό, λεπτό της σώμα, τα στήθη της στητά και συμμετρικά… Όχι, είπε στον εαυτό του, δεν μπορείς να την σκέφτεσαι έτσι, δεν είναι δική σου και δεν είναι πρέπον. Και αν θες να τη σκέφτεσαι, σκέψου το χαμόγελό της. Ήταν γλυκό χαμόγελο, σκέφθηκε και αποκοιμήθηκε.

 

Η Δανάη έγραφε στον πίνακα το θέμα του δοκιμίου που ήθελε να γράψουν, δεν ήταν εύκολο και ήταν ένα θέμα με πιθανότητες να το βρουν μπροστά τους στις εξετάσεις οπότε όλοι παρακολουθούσαν με προσοχή. Ή σχεδόν όλοι. Ο Βαγγέλης και ο Σταύρος ασχολούνταν με την ίδια τη Δανάη και μάλιστα όχι σαν καθηγήτρια.

-Της κάνει ωραίο κώλο αυτό το παντελόνι, είπε ο Βαγγέλης και ο Σταύρος χαμογέλασε.

-Σφικτό, είπε και γύρισε στους πίσω. Δεν είναι ωραία η Δάρα σήμερα;

Ο Ερνέστος αναδεύτηκε στη θέση του σαν να ήθελε να αρπάξει τον Σταύρο από τον λαιμό αλλά εκείνος δεν το πρόσεξε. Έκλεισε το μάτι στον Βαγγέλη και απευθύνθηκε στον Μιχάλη.

-Σκέψου τη σκυμμένη στην έδρα και εσύ να είσαι από πίσω, εκτός και αν προτιμάς στα όρθια στον πίνακα.

Ο Ερνέστος έδωσε μια σφαλιάρα στο Σταύρο.

-Τι’ ναι ρε; έκανε εκείνος.

-Να σέβεσαι, είπε ο Ερνέστος, μιλάς για μια γυναίκα που είναι κυρία, δεν μιλάς για καμιά του δρόμου που ούτε εκεί θα έπρεπε να εκφράζεσαι έτσι.

-Ναι καλά, είπε ο Σταύρος και κούνησε το στυλό μπροστά στον Μιχάλη δασκαλίστικα, ας έσκυβε γυμνή μπροστά σου και ας μην της τον έχωνες.

Ο Μιχάλης τινάχθηκε όρθιος και τον χαστούκισε, ο Σταύρος και ο Βαγγέλης σηκώθηκαν επίσης. Έκαναν να ορμήσουν στο Μιχάλη αλλά ξαφνικά ο Σταύρος δέχθηκε ακόμα ένα χτύπημα, ο Ερνέστος έσπευδε να βοηθήσει τον φίλο του.

Η Δανάη στράφηκε εκείνη τη στιγμή προς τους μαθητές και είπε αυθόρμητα:

-Αυτοί χτυπιούνται!

Πήγε κοντά τους γρήγορα.

-Τι συμβαίνει, γιατί αρπαχτήκατε;

-Είχαμε μια διαφωνία, είπε ειρωνικά ο Σταύρος.

-Για τη σεξουαλικότητα των γυναικών, είπε με ύφος ο Βαγγέλης.

Ο Μιχάλης άρπαξε το στυλό του Σταύρου και τον έσπασε στα δύο.

-Την επόμενη φορά θα είναι ο λαιμός σου, είπε ψυχρά.

-Θες να πας λίγο έξω να ηρεμήσεις; πρότεινε η Δανάη.

Ο Μιχάλης ένευσε παίρνοντας βαθιές ανάσες.

-Σας ευχαριστώ.

 

Ο Ερνέστος διηγήθηκε την ιστορία στην Δανάη αναφέροντας τα αρχικά σχόλια των συμμαθητών τους σαν να είχαν διατυπωθεί γενικά για τις κοπέλες και όχι για εκείνη συγκεκριμένα.

-Θα πρέπει να έβαλαν για παράδειγμα κάποια που να εκτιμάτε, ωστόσο, για να αρπαχτήκατε έτσι.

-Ναι, είναι κάποια σημαντική, είπε ο Ερνέστος.

-Και τυχερή που υπερασπιστήκατε έτσι την τιμή της.

Μια ανακοίνωση ακούστηκε ότι η τραπεζαρία του πλοίου ήταν τώρα ανοιχτή.

-Ώρα για πρωινό, είπε ο Ερνέστος.

-Πρέπει να πας να ξυπνήσεις τον Μιχάλη.

-Δεν τρώει πρωινό, λέγοντας να τον ξυπνήσω εννοούσε για το μεσημέρι.

-Εσύ; Τρως πρωινό;

-Φυσικά, θα πάω.

Ο Ερνέστος σηκώθηκε και είπε:

-Μισό λεπτό να τα αφήσω όλα όπως τα βρήκα και να πάμε για πρωινό.

Σταμάτησε απότομα. Μιλώντας τόση ώρα με την Δανάη ελεύθερα είχε ξεχάσει ότι δεν ήταν με μια συμμαθήτριά του αλλά με μια καθηγήτρια. Μπορεί να μη βρίσκονταν στο σχολείο αλλά υπήρχε ένα ιεραρχικό κενό.

-Ναι, είπε με ένα χαμόγελο η Δανάη και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει και πάλι κανονικά.

 

Η Άντζι μπήκε στην καμπίνα της και βρήκε τις τρεις συγκατοίκους της να είναι ξύπνιες και να συζητούν. Η Μαρία ήταν ξαπλωμένη στην κουκέτα της, πάνω από τη δική της, η Χριστίνα απέναντι ήταν καθισμένη στην δική της με το μαξιλάρι στην αγκαλιά της όπου ακουμπούσε τους αγκώνες της, η Μαρίνα στην κάτω κουκέτα ήταν ξαπλωμένη, γυμνή με ένα εσώρουχο μόνο. Ένιωσε την επιθυμία να της ορμήσει και να σβήσει το αυτάρεσκο χαμόγελο από τα χείλη της αλλά συγκρατήθηκε.

-Καλημέρα, είπε.

-Καλώς την, είπε η Χριστίνα, πώς πέρασες τη νύχτα σου;

-Όμορφα, είπε η Άντζι και κάθισε στην κουκέτα της.

-Λεπτομέρειες παρακαλώ, είπε η Χριστίνα προστακτικά.

-Φαίνομαι για κορίτσι που φιλιέται και το λέει;

-Δηλαδή δεν;

-Δεν είπα αυτό επίσης, εσείς;

-Εγώ το απόλαυσα, είπε η Μαρίνα, μιλάμε για άγριο σεξ και δεν είχα ξανανιώσει τέτοιο ερεθισμό. Στον οργασμό ούρλιαξα.

-Πόσοι ήταν απόψε;

-Ένας αλλά πέρασα υπέροχα.

-Αναρωτιέμαι, είπε η Μαρία, πώς είναι. Δεν έχω ακόμα…

-Παρθένα; είπε η Μαρίνα, α, αυτό πρέπει να αλλάξει.

Η Μαρία κοκκίνισε.

-Ώπα, ηρέμησε, είπε η Χριστίνα, αυτή είναι δική της απόφαση και θα την πάρει όταν θα είναι έτοιμη.

Στράφηκε στην Μαρία.

-Είναι μια υπέροχη εμπειρία αλλά χρειάζεται η κατάλληλη στιγμή με τον κατάλληλο άνθρωπο, μην βιαστείς λοιπόν.

-Πάμε για πρωινό; ρώτησε η Άντζι, πεινάω μπορώ να πω.

Ντύθηκαν και βγήκαν από την καμπίνα.

-Σοβαρά τώρα, είπε η Χριστίνα στην Άντζι, ήσουν με κάποιον; Έκανες έρωτα απόψε;

-Γιατί;

-Δείχνεις τόσο… ήρεμη… γαληνεμένη.

-Ναι, ε; Κοιμήθηκα καλά και ας μην έκανα έρωτα απόψε.

-Πώς και έτσι; Είχες ραντεβού με τον Σταύρο, δεν είχες;

-Προτίμησε την Μαρίνα, είπε η Άντζι και κοίταξε με φονικό βλέμμα την Μαρίνα που προπορευόταν και η στενή φόρμα της δεν έκρυβε ότι φορούσε ένα ελάχιστο εσώρουχο από κάτω.

-Να πάρει, είπε η Χριστίνα, δεν έχει ιερό και όσιο η τσούλα. Αλλά τότε εσύ;

-Κοιμήθηκα με κάποιον… κυριολεκτικά. Κοιμήθηκα στην αγκαλιά του αλλά να μείνει μεταξύ μας.

-Εντάξει, τι λες να φάμε για πρωινό;

 

Ο Μιχάλης άνοιξε τα μάτια του και βρέθηκε να κοιτάζει την από πάνω κουκέτα. Ήταν ακόμα μόνος του στην καμπίνα. Ανασηκώθηκε και κοίταξε την ώρα. Ετοιμάστηκε και βγήκε. Ανέβηκε στο κατάστρωμα και κοίταξε την θέα. Τώρα δεν έβλεπε πια στεριά, μόνο θάλασσα. Προχώρησε προς την πλώρη για να αποφύγει και τον ήλιο. Βρήκε εκεί κάποιους συμμαθητές του που αγνάντευαν.

-Κοίτα εκεί, είπε ένας στον διπλανό του δείχνοντάς του ένα νησάκι λίγο μεγαλύτερο από βράχο, με έναν μαρμάρινο κίονα πάνω.

-Είμαστε ακόμα στα χωρικά μας ύδατα; ρώτησε ο άλλος.

-Μπα, όχι, είπε ο Μιχάλης, είναι μακριά για να είναι στις Διαποντίους Νήσους.

-Άρα τι είναι; Αλβανία;

-Ναι.

-Και θα μας λένε μετά οι Αλβανοί ότι έχουν πολιτισμό με τα δικά μας αρχαία.

Ο Ερνέστος ήρθε και κάθισε δίπλα στον Μιχάλη.

-Κοιμήθηκες;

-Εντάξει, τώρα μπορώ να κρατήσω άλλο ένα εικοσιτετράωρο όρθιος.

-Θα χρειαστεί, είπε ο Ερνέστος, θα αργήσουμε να φτάσουμε στο Μπάρι, δεν ξέρω πόσο ή αν θα προλάβουμε να κοιμηθούμε.

-Κανένα πρόβλημα. Εσύ τι έκανες;

-Ήπια καφέ με την Δανάη, πήγαμε και για πρωινό.

Ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του.

-Είναι υπέροχος άνθρωπος, είπε ο Ερνέστος. Έχουμε πολλές κοινές απόψεις και καταλαβαίνει πράγματα που…

Στράφηκε και κοίταξε τον Μιχάλη.

-Δεν είναι σαν άλλες.

-Προφανώς.

-Θα χαρώ να ξαναπιώ έναν καφέ μαζί της.

-Πολύ πιθανόν να γίνει, έχουμε κάτι μέρες μπροστά μας.

 

Το Viscountess ήταν Κυπριακό αλλά από πλευράς γευμάτων θα μπορούσε να είναι και Βρετανικό. Το μεσημεριανό ήταν στις 11:30 και το δείπνο στις 19:30. Μετά το γεύμα και μιας και πολλοί είχαν ξενυχτίσει, πήγαν για ύπνο και επικράτησε ησυχία. Ήταν και πάλι αρκετοί για να γεμίσει το σαλόνι και έτσι ο Μιχάλης βολεύτηκε στον προθάλαμο όπου υπήρχε ένα μικρό τραπέζι. Άρχισε να γράφει και σύντομα ξέχασε τα πάντα ώσπου μια σκιά έπεσε πάνω στο κείμενό του.

Σήκωσε το βλέμμα του και αντίκρισε τον Βαγγέλη.

-Τι γράφεις; ρώτησε εκείνος. Την εμπειρία σου με την Άντζι; Καλό κομμάτι και δεν στο’ χα.

-Θα γράψω τον επικήδειό σου, είπε ο Μιχάλης, αν δεν ξεκουμπιστείς.

Ο Βαγγέλης δεν έκανε καμία κίνηση και ο Μιχάλης σηκώθηκε όρθιος. Τότε έκανε πίσω και βγήκε στο κατάστρωμα με τον Μιχάλη να ακολουθεί αποφασισμένος να του δώσει ένα μάθημα. Βγήκε στο κατάστρωμα και έστριψε δεξιά για τη σκάλα που οδηγούσε στο επόμενο κατάστρωμα και εκεί κάποιος έπεσε με φόρα πάνω του. Έκανε ένα βήμα πίσω και βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο, και με τη Μαρία στην αγκαλιά του. Η κοπέλα τον κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια.

-Συγνώμη, είπε, έπεσα από τη σκάλα. Σε χτύπησα;

-Όχι, είμαι εντάξει, όλα καλά. Μου ξέφυγε μόνο το κωλόπαιδο, καλά την επόμενη φορά θα τον φτιάξω.

Άφησε τη Μαρία από τα χέρια του και επέστρεψε στο έργο του.

Λίγο πιο ψηλά στη σκάλα, η Μαρίνα χαμογέλασε ικανοποιημένη.

 

Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν το Viscountess III μπήκε στο λιμάνι του Μπάρι. Ο Μιχάλης με τον Ερνέστο ήταν από τους πρώτους που αποβιβάστηκαν, αυτή τη φορά αντί να περιμένουν είχαν κατέβει νωρίς για να είναι έτοιμοι να βγουν. Είχαν βαρεθεί στο πλοίο, όπως και οι περισσότεροι, μετά από τόσες ώρες ειδικά καθώς εκείνοι το είχαν γυρίσει όλο και τη νύχτα. Κυριολεκτικά το είχαν γυρίσει. Δεν είχαν πάει μόνο όπου απαγορευόταν, στη γέφυρα και το μηχανοστάσιο, και δεν είχαν κατεβεί στο γκαράζ πού ήταν αποπνικτικά.

Στάθηκαν στην προκυμαία και ο Μιχάλης έκανε τον σταυρό του. Στο ερωτηματικό βλέμμα του Ερνέστου έδειξε στην απέναντι πλευρά του λιμανιού μια μεγάλη εκκλησία.

-Ο άγιος Νικόλαος, πολιούχος του Μπάρι, είπε.

-Ε δεν είναι καθολική εκκλησία;

-Ναι, αλλά έχει τα λείψανα του αγίου Νικολάου.

-Του δικού μας αγίου Νικολάου; Που γιορτάζει στις 6 Δεκεμβρίου;

Ο Μιχάλης ένευσε συμφωνώντας και την επόμενη στιγμή παραπάτησε καθώς κάποιος έπεσε στην πλάτη του με φόρα. Όντας αρκετά σωματώδης κλονίστηκε αλλά δεν έπεσε. Αντίθετα κράτησε όρθια τη Μαρία, που ήταν εκείνη που είχε πέσει πάνω του.

-Συγγνώμη, τραύλισε η κοπέλα. Δεν ξέρω πώς σκόνταψα. Δεύτερη φορά σήμερα. Είμαι αδικαιολόγητη.

Ο Μιχάλης χαμογέλασε.

-Δε με σκότωσες κιόλας.

Η Μαρία είχε κοκκινίσει και κοίταζε το τσιμέντο στα πόδια της.

-Σοβαρά δεν έγινε τίποτα, έλα να σε πάω μέχρι το πούλμαν.

Μαζεύτηκαν όλοι μαζί και η Δανάη πήρε το λόγο:

-Καλώς ήρθατε στην Ιταλία. Η ώρα εδώ είναι μια ώρα πίσω από τη δική μας. Θα πάμε στο Σορέντο και στο ξενοδοχείο που έχουμε κλείσει εκεί. Τα δωμάτια είναι τρίκλινα οπότε θα χωριστείτε λίγο διαφορετικά από ό,τι στις καμπίνες. Να σας πω και δύο πραγματάκια για να έχετε υπόψιν όσον αφορά τις αγορές σας εδώ. Η λίρα, έτσι τη λένε άσχετα αν εμείς τη λέμε λιρέτα για να την ξεχωρίζουμε από την Αγγλική, είναι σοβαρά υποτιμημένο νόμισμα, η αναλογία με τη δραχμή…

Ο Μιχάλης τα ήξερε αυτά και έριξε μια ματιά γύρω του. Όλοι πρόσεχαν τις οδηγίες αλλά ο Ερνέστος πρόσεχε την ίδια τη Δανάη.

-Μάλιστα, σκέφθηκε ο Μιχάλης και μετά έκανε να στραφεί και εκείνος προς την καθηγήτρια.

Δεν πρόσεξε ότι η Μαρία τον κοιτούσε.

 

Αφήσανε το Μπάρι στις έντεκα και κάτι και πήραν το δρόμο για το Σορέντο. Οι περισσότεροι είχαν αποκοιμηθεί μέσα στο σκοτάδι. Ο Μιχάλης ήταν από τους λίγους που δεν το είχαν κάνει, απολάμβανε τη διαδρομή στο σκοτάδι με τη συνοδεία μουσικής.

Έριξε μια ματιά στο πίσω κάθισμα από εκείνον, εκεί καθόταν ο Ερνέστος ο οποίος δεν κοιμόταν και ο οποίος σιγοψιθύριζε τους στίχους του All For Love μαζί με το τρίο των ερμηνευτών.

Και ο Μιχάλης δεν είχε καμία αμφιβολία ποια σκεφτόταν.

 

Φτάσανε στο Σορέντο στις 04:30. Το ξενοδοχείο που θα διέμεναν, το Λεόνε, ήταν στην οδό Παρσιάνο, ένα μικρό στενό δρόμο. Κατέβηκαν από τα δύο πούλμαν και αναστάτωσαν την ήσυχη γειτονιά πρώτα και το ξενοδοχείο μετά με την άφιξή τους και την διαδικασία να τακτοποιηθούν σε δωμάτια.

Ο Μιχάλης θα μοιραζόταν το δωμάτιο 310 με τον Ερνέστο και τον Δημήτρη. Ήταν ένα απλό δωμάτιο, στον τρίτο και τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου, με τρία μονά κρεβάτια τοποθετημένα παράλληλα και ένα μικρό μπουντουάρ στον τοίχο με ένα σκαμπό. Μιας και εκείνοι ήθελαν να κοιμηθούν, ο Μιχάλης δέχτηκε να πάρει τελευταίος σειρά για μπάνιο.

Ενώ ο Δημήτρης έμπαινε για ένα μπάνιο, μουσική ακούστηκε από το διπλανό δωμάτιο.

-Για όνομα του Θεού, είπε ο Ερνέστος, όρεξη έχουν πρωινιάτικα. Πάω να τους πω να το κλείσουν.

-Άσε το σε’ μενα, είπε ο Μιχάλης, δεν σκοπεύω να κοιμηθώ. Ετοιμαστείτε εσείς.

Βγήκε στον διάδρομο και χτύπησε την πόρτα του διπλανού δωματίου. Του άνοιξε η Μαρίνα ντυμένη με ένα μποξεράκι και με μια φανέλα.

-Καλώς τον, έλα να μας κάνεις παρέα.

Ήταν με δύο ακόμα κοπέλες που εκείνος δεν ήξερε, συμμαθήτριες από άλλο τμήμα αλλά δεν ήξερε ούτε καν τα ονόματά τους.

-Όχι, ευχαριστώ. Απλά θα ήθελα να χαμηλώσετε την μουσική, τα παιδιά δίπλα θέλουν να κοιμηθούν.

-Εσύ δεν θα κοιμηθείς;

-Όχι, θέλω να γράψω.

-Είσαι τελείως ξενέρωτος, είπε η Μαρίνα.

-Ας το κλείσουμε, είπε μια από τις άλλες, Να κοιμηθούμε και εμείς λίγο.

-Ευχαριστώ, είπε ο Μιχάλης και επέστρεψε στο δωμάτιό του.

Έκανε ένα μπάνιο και μετά κάθισε να γράψει.

 

Πήραν πρωινό στις επτά το πρωί, τηγανητά αυγά με μπέικον, βούτυρο και μαρμελάδα και καφέ. Ο Μιχάλης είχε καθίσει με τον Ερνέστο σε ένα τραπέζι  και ο δεύτερος σέρβιρε καφέ, όταν πλησίασαν η Χριστίνα, η Μαρία και η Άντζι.

-Μπορούμε να καθίσουμε; ρώτησε η Χριστίνα.

-Βεβαίως, είπε ο Ερνέστος, καφέ;

-Ευχαριστώ.

-Κοιμηθήκατε καλά; ρώτησε ο Μιχάλης.

-Πολύ καλά, είπε η Χριστίνα.

-Κοιμήθηκα καλύτερα στο πλοίο, είπε η Άντζι με ένα ζεστό χαμόγελο.

Ο Ερνέστος την κοίταξε. Είπε αυτό που νομίζω; αναρωτήθηκε ο νεαρός άνδρας.

-Καλύτερα από όλους κοιμήθηκε ο Δήμου, είπε η Χριστίνα, κοιμήθηκε στην Πάτρα και ξύπνησε στο Σορέντο. Σηκωτό τον κατεβάσανε από το πλοίο στο Μπάρι.

-Μετά από τόσες δραμαμίνες τι περίμενες; σχολίασε ο Ερνέστος.

Ο πρώτος που τελείωσε ήταν ο Μιχάλης και σηκώθηκε.

-Πάω μια μικρή βόλτα και έρχομαι.

Βγήκε από το ξενοδοχείο και περπάτησε στον ήσυχο δρόμο. Ήταν ακόμα πρωί και λίγοι άνθρωποι βρίσκονταν ήδη έξω. Ακολούθησε τον δρόμο ως τη διασταύρωση με την οδό Σαν Αντόνιο, σταμάτησε και κοίταξε το μικρό παρεκκλήσιο της Καρδιάς της Παρθένου και μετά πήρε το δρόμο της επιστροφής. Του άρεσε αυτή η ησυχία που είχε η Ιταλική πόλη, όπως του άρεσε και στην Αθήνα βέβαια η πρωινή ησυχία.

Δεν αργήσανε να αποχαιρετήσουν το Λεόνε και το Σορέντο και μετά από μια σχετικά σύντομη διαδρομή μιάμισης ώρας φτάσανε στον προορισμό τους. Κατέβηκαν από τα πούλμαν και μαζεύτηκαν όλοι μαζί.

-Κυρίες και κύριοι, είπε η Δανάη, καλώς ήρθατε στην Πομπηία.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου