Κεφάλαιο
2
Από τη Γιάφα
κατευθύνθηκαν προς την Ιερουσαλήμ σε τακτικές σειρές. Σχεδόν όλοι δεν είχαν
ξανάρθει και έβλεπαν με έκπληξη τους φωνακλάδες εμπόρους με τα ασυνήθιστα είδη,
εξωτικά φρούτα και κομψοτεχνήματα, μπαχαρικά και υφάσματα, τα περίεργα ζώα όπως
οι καμήλες και τα πολύχρωμα ρούχα ειδικά των Γασμούλων.
Η ζέστη φυσικά ήταν αυτό
που δυσκολεύονταν να συνηθίσουν περισσότερο και πολλοί παρά τις προφυλάξεις
είχαν καεί και το δέρμα τους ξεφλούδιζε.
Στρατοπέδευσαν έξω από
την Ιερουσαλήμ και ο Μάικ έσπευσε να επισκεφθεί τον Βαλδουίνο. Έδωσε άδεια στους
άνδρες του να μπουν στην πόλη αλλά ζήτησε να μην δημιουργήσουν φασαρίες. Οι άρχοντες
ανάμεσα στους διοικητές του στρατού του, μπήκαν στην πόλη και βρήκαν καταλύματα.
Ο Γουίλλιαμ και οι
υπόλοιποι δόκιμοι ιππότες ακόλουθοι του σερ Μάικ μπήκαν στην πόλη μαζί με τους
ακολούθους των άλλων ιπποτών και πήγαν να προσκυνήσουν στο ναό της Αναστάσεως.
Με δέος μπήκαν στο ναό που έχει χτισθεί πάνω στο σημείο που ήταν ο Γολγοθάς και
εκτείνεται ως το μνημείο που τέθηκε ο θεάνθρωπος και από όπου αναστήθηκε. Προσκύνησαν
τον Πανάγιο Τάφο γονυπετείς και ορκίστηκαν να πολεμήσουν με όλες τους τις δυνάμεις
για να μην πέσει στα χέρια των απίστων. Μετά το προσκύνημα ο Γουίλλιαμ και ο
Λάιαμ ξεκίνησαν να επιστρέψουν στο στρατόπεδο ενώ οι υπόλοιποι έφυγαν σε
αναζήτηση φαγητού σε κάποια ταβέρνα και γυναικείας συντροφιάς όπως είπε ο Άιαν.
Οι δυο δόκιμοι πλησίαζαν
την πύλη της πόλης όταν ακούστηκαν ουρλιαχτά σε ένα σπίτι στο δρόμο και μια
φωνή που καλούσε απεγνωσμένα σε βοήθεια τόσο στα Αγγλικά όσο και στα Γαλλικά.
Οι δυο νεαροί γνώριζαν αμφότερες τις γλώσσες, όπως και οι περισσότεροι ευγενείς
της πατρίδας τους, και έτσι έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει. Χτύπησαν δυνατά την
πόρτα και ένας ευνούχος άνοιξε.
-Τι ζητείτε στον οίκο του
κυρίου μου Σόλομον Σαλαβάρ;
-Ποιος φώναξε για
βοήθεια;
-Δεν άκουσα τίποτα, είπε
ο ευνούχος αδιάφορα αλλά κοιτώντας τα όπλα που είχαν και οι δυο τραβήξει.
Ο Γουίλλιαμ τον παραμέρισε
και μπήκε στο σπίτι μαζί με τον Λάιαμ. Η κραυγή για βοήθεια ακούστηκε ξανά και οι
δυο δόκιμοι πέρασαν γρήγορα μια αυλή για να βρεθούν σε ένα περιστύλιο όπου μια
κοπέλα που έκλαιγε έξω από μια πόρτα. Μόλις τους είδε είπε γρήγορα:
-Σας παρακαλώ, βοηθήστε,
θα την σκοτώσει.
Μόλις τους μίλησε ο
Γουίλλιαμ αναγνώρισε την Φελίσιτυ.
-Ποιον θα σκοτώσουν;
-Την κυρία μου, εκεί
μέσα.
Ο Γουίλλιαμ κλώτσησε
δυνατά την πόρτα που άνοιξε αποκαλύπτοντας ένα πλούσια επιπλωμένο δωμάτιο και
μια σκηνή αγριότητας. Μια γυναίκα ήταν κουλουριασμένη στο πάτωμα και ένας
άνδρας στεκόταν από πάνω της και τη χτυπούσε με κάτι που έμοιαζε με μαστίγιο. Ο
Γουίλλιαμ προχώρησε και τον άρπαξε από τον καρπό του χεριού που ήταν ήδη
υψωμένο για να χτυπήσει. Είδε ότι αυτό που κρατούσε ο άνδρας δεν ήταν μαστίγιο
αλλά η ζώνη του. Εκείνος στράφηκε ξαφνιασμένος, δεν είχε καταλάβει ότι είχαν
μπει στο δωμάτιο πάνω στην παραφορά του. Με τη σειρά του ο Γουίλλιαμ ξαφνιάστηκε
γιατί είχε αναγνωρίσει τον βίαιο άνδρα. Ο Κλωντ Κίρμπυ ήταν κατακόκκινος από οργή
και την προσπάθεια.
-Πως τολμάς… ξεκίνησε αλλά
σταμάτησε.
Είχε αναγνωρίσει τον
Γουίλλιαμ. Το βλέμμα του στάθηκε στο χιτώνα του Γουίλλιαμ. Όπως όλοι οι άνδρες
που είχαν ξεκινήσει για να πολεμήσουν υπό τον σερ Μάικ στους Αγίους Τόπους, έτσι
και αυτός έφερε στον ώμο τον σταυρό. Και οι σταυροφόροι ήταν σεβαστοί στο
βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Πέρα του ότι ήξερε ποιον άρχοντα υπηρετούσε και ότι
εκείνος θα τον υπεράσπιζε.
Ο Γουίλλιαμ ένιωσε φρίκη
βλέποντας την Κάθρην σε αυτή τη θέση και η πρώτη του σκέψη ήταν να σκοτώσει
επιτόπου το κτήνος που είχε την ατυχία να παντρευθεί αλλά θυμήθηκε τη διαταγή
του σερ Μάικ να μη δημιουργήσουν μπελάδες.
-Είναι η γυναίκα μου!
Μπορώ να τη συνετίσω, είπε γνέφοντας περιφρονητικά στην γυναίκα στα πόδια του.
-Ναι αλλά ο Κύριος είπε
έλεος θέλω και όχι θυσία και ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλέτω, είπε ο Λάιαμ.
Να είσαι ελεήμον και επιεικής.
-Ιππότης είσαι η παπάς;
είπε ο Κίρμπυ κοιτώντας τον με απέχθεια.
-Ιππότης με τη βοήθεια
του Θεού, είπε ο Λάιαμ, αλλά θυμάμαι και το λόγο του Κυρίου όπως πρέπει να
κάνει κάθε Ιππότης.
-Ναΐτες είσαστε; Αυτοί
είναι έτσι προσκολλημένοι στο Θεό και το λόγο του! είπε μια νέα φωνή και
στράφηκαν να δουν έναν άνδρα που είχε μόλις μπει.
-Ποιος είσαι εσύ; ρώτησε ο
Γουίλλιαμ.
-Ο Σόλομον Σαλαβάρ, ο
κύριος του οίκου αυτού. Εσείς; Ναΐτες;
-Όχι, ακόλουθοι του σερ
Μάικ Πλανταγενέτ, λόρδου του Γκρέηστοουκ.
-Του φίλου του βασιλιά,
είπε υπολογιστικά ο άνδρας.
-Να μην κακομεταχειρίζεσαι
τη γυναίκα σου, είπε ο Γουίλλιαμ στον Κίρμπυ και πλησίασε να την σηκώσει.
Σηκωθείτε κυρία, δε θα σας χτυπήσει άλλο.
Εκείνη έπιασε το χέρι που
της έτεινε και σηκώθηκε. Γύρισε να τον αντικρίσει και ο Γουίλλιαμ αντίκρισε το
κλαμένο πρόσωπό της. Απαλά της σκούπισε τα δάκρυα και την κοίταξε στα μάτια.
Εκείνη ένευσε ότι ήταν καλά και εκείνος την άφησε.
Ο Βαλδουίνος ο Δ’ ανέλαβε
το θρόνο του βασιλείου της Ιερουσαλήμ έφηβος ακόμα και έμεινε στην ιστορία για
τη γενναιότητά του. Πολέμησε τους Άραβες και αποκατέστησε αρκετά το βασίλειο. Δυστυχώς
από παλιά είχε προσβληθεί από λέπρα κάτι που υπέσκαπτε την υγεία του και
περιόριζε σημαντικά τα όσα μπορούσε να κάνει.
Είχε πάρει στο δωμάτιο
που ζούσε τον Τίμιο Σταυρό για να τον βλέπει και να παίρνει θάρρος στις
δυσκολίες τόσο του αξιώματος όσο και της ασθένειάς του. Υποδέχθηκε τον Μάικ στο
δωμάτιο αυτό ενώ είχε απλωμένο πάνω σε ένα μεγάλο τραπέζι έναν χάρτη και τον
μελετούσε. Ο Μάικ τον αγκάλιασε και ο βασιλιάς το ανταπέδωσε.
-Δεν πρέπει να το κάνεις
αυτό φίλε μου, μπορεί να μοιραστείς την καταδίκη μου και αυτό δεν θα το ήθελα.
-Είμαι πρόθυμος να το
ρισκάρω, πως μπορώ να σε βοηθήσω;
-Πόσους άνδρες έχεις;
-Κάτι παραπάνω από 1500
μάχιμους άνδρες.
-Ένας εμίρης του
Σαλαντίν, ονόματι Μπαϊμπάρς κατέλαβε ένα φρούριο έξω από το Κεράκ, μπορείς να
το ανακαταλάβεις πιστεύεις; Έχει μεγάλες δυνάμεις και κάπου το ένα τρίτο αυτών
είναι τοξότες.
-Θα τα καταφέρουμε, θα
ξεκινήσουμε το πρωί. Θα ζητήσω από τους Ναΐτες να επιτρέψουν στο τμήμα που
ταξίδεψε μαζί μου να λάβει μέρος στην επιχείρηση.
-Θα το κάνουν πιστεύω. Πολεμάνε
σαν λιοντάρια για αυτήν την πόλη. Εξάλλου έχουν προσωπικά με τον Μπαϊμπάρς,
πριν ένα μήνα έπιασε τρεις δικούς τους και τους βασάνισε για να αλλαξοπιστήσουν
και αρνήθηκαν οπότε τους σταύρωσε.
-Ανηλεής και φανατικός.
Δεν θα σε απασχολεί σε λίγο φίλε μου.
-Το ελπίζω. Πότε θα ξεκινήσεις
λες;
-Με το πρώτο φως το πρωί,
να προλάβουμε όσο γίνεται την δροσιά πριν πιάσει αυτή η καταραμένη κάψα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου