Τα Μονοπάτια Του Έρωτα - 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

Στην Ματίνα,

γιατί χωρίς εσένα αυτή η ιστορία δεν θα είχε γραφεί.

 

 

1.

 

-Είναι κακογραμμένο, έτσι; Δεν το συζητάμε.

-Φυσικά είναι κακογραμμένο.

-Ωχ! Θα έχουμε μποφόρ στο ταξίδι! Αφού συμφώνησε και αυτός ότι είναι κακογραμμένο.

-Δεν είναι κακογραμμένο για τα γεγονότα αλλά για το πως είναι γραμμένο.

-Ε και μας λέει και κάτι άσχετα. Μια παράγραφος για την Ανεξάρτητη Μεραρχία που έφτασε λέει συντεταγμένη και δε διαλύθηκε. Πρέπει να το θυμόμαστε;

-Ναι! Μια μεραρχία ήταν κάπου δέκα χιλιάδες άνδρες, ήταν άθλος αυτό που κατάφεραν. Μια σύγχρονη κάθοδος των Μυρίων.

-Συγνώμη μπορώ να δω το διαβατήριό σας;

Η συζήτηση αυτή γινόταν στην ουρά για τον έλεγχο των διαβατηρίων στο λιμάνι της Πάτρας, ένα από τα μεγαλύτερα στη χώρα. Η παρέα των μαθητών που συζητούσε για το βιβλίο της ιστορίας στο οποίο θα εξετάζονταν σε λίγους μήνες για την εισαγωγή τους στις πανεπιστημιακές σχολές είχαν φτάσει στην υπάλληλο που έλεγχε τα διαβατήρια και τους είχε διακόψει.

Η διαδικασία δεν ήταν χρονοβόρα. Καθώς θα ταξίδευαν από την Ελλάδα στην Ιταλία που ήταν επίσης χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτείτο μόνο μια επίδειξη του διαβατηρίου χωρίς σφραγίδες ή βίζα.

Ο πρώτος που πέρασε τον έλεγχο και βγήκε στην άπλα του λιμανιού είπε:

-Ώπα μάγκες, κάνει κρύο.

-Τι περιμένεις; του είπε ο επόμενος που βγήκε, είναι περασμένα μεσάνυχτα.

-Αλλά δεν φυσάει, είπε ένας τρίτος, εκείνος που είχε υπερασπιστεί το βιβλίο της ιστορίας θα έχουμε καλό ταξίδι.

-Αυτό πες το στον Δήμου.

-Γιατί;

-Έχει πάρει τόσες δραμαμίνες από τον φόβο του για τη ναυτία που δεν ξέρει που βρίσκεται.

Όλοι γέλασαν και εκείνος που είχε ρωτήσει κούνησε το κεφάλι του.

-Τη ναυτία; Φοβάται τη ναυτία;

 

Προχώρησε λίγο πιο πέρα και πήρε μια βαθιά ανάσα θαλασσινού αέρα. Του άρεσε η θάλασσα όπως και τα πλοία και δεν τον είχε ποτέ πειράξει ταξίδι. Απομακρύνθηκε από τους υπόλοιπους και άφησε να τον τυλίξει η ησυχία και το σκοτάδι.

Δεν τον πείραζε ποτέ η ησυχία και σίγουρα δε φοβόταν το σκοτάδι. Του άρεσε να αγναντεύει έτσι τη νύχτα τα μακρινά φώτα στον ορίζοντα. Ούτε τον πείραζε να μείνει μόνος, η φασαρία και η πολυκοσμία τον κούραζαν εξάλλου. Όπως αυτή που έκαναν οι ογδόντα τρεις συμμαθητές του καθώς περνούσαν τον έλεγχο των διαβατηρίων και μαζεύονταν στην προβλήτα.

Ήταν ένας ψηλός και σωματώδης νέος, είχε ύψος γύρω στο 1,85 και φαρδιές πλάτες, θα μπορούσε να παίζει μπάσκετ αλλά δεν τον ενδιέφερε καθόλου, όπως και τα περισσότερα αθλήματα. Έριξε μια ματιά στον έναστρο ουρανό και μετά έβγαλε τα γυαλιά του για να σκουπίσει τη νυχτερινή δροσιά από τους φακούς.

-Μιχάλη.

Στράφηκε και είδε να τον πλησιάζει ένας συμμαθητής του. Σωματώδης σαν τον ίδιο αν και όχι το ίδιο ψηλός ήταν φανατικός ποδηλάτης αλλά και παίχτης τόσο του μπάσκετ όσο και του ποδοσφαίρου.

-Δημήτρη, είπε.

-Κοιτάζεις τον καιρό; ρώτησε ο Δημήτρης.

-Δεν με ανησυχεί ο καιρός, απλά ήθελα να ξεφύγω λίγο από τη φασαρία.

Ο άλλος χαμογέλασε.

-Να ξεφύγεις από τη φασαρία και διάλεξες την πενταήμερη γι’ αυτό το σκοπό; Καλύτερα να καθόσουν σπίτι.

-Αν δεν ήταν η Πομπηία το ξέρεις ότι δε θα ερχόμουν.

Ο Δημήτρης κούνησε το κεφάλι του.

-Είσαι ανεκδιήγητος!

Άφησε το Μιχάλη να ρεμβάζει και επέστρεψε κοντά στους συμμαθητές του. Για εκείνον η εκδρομή αυτή ήταν η ευκαιρία για μια τελευταία διασκέδαση και για να ξεσκάσει πριν τη δοκιμασία των εξετάσεων. Και αν βέβαια γινόταν κάτι και με την Χριστίνα, δεν θα ήταν καθόλου κακό, κάθε άλλο.

Το πρόσωπο που τον ενδιέφερε περνούσε εκείνη τη στιγμή από τον έλεγχο διαβατηρίων. Η Χριστίνα ήταν μια ψηλή κοπέλα με μακριά καστανά μαλλιά και ένα υπέροχο χαμόγελο. Θα έκανε τα πάντα για να τη βλέπει να χαμογελάει. Το βλέμμα τους διασταυρώθηκε και η Χριστίνα του χαμογέλασε. Δεν έκανε όσο κρύο ήθελε; Εκείνος ένιωθε τώρα μια θέρμη που κανένα κρύο δεν θα διαπερνούσε.

 

Το Viscountess ΙΙΙ ήταν ένα μέσου μεγέθους πλοίο υπό Κυπριακή σημαία που εκτελούσε το δρομολόγιο Πάτρα – Μπάρι. Είχε χώρο για επιβάτες και οχήματα, εκτός από το συγκεκριμένο σχολείο απόψε δεν είχε άλλους επιβάτες εκτός από μερικούς οδηγούς φορτηγών.

-Ξέρεις τυπικά θα έπρεπε να μας σφραγίζουν τα διαβατήρια μιας και κάθε πλοίο θεωρείται έδαφος της χώρας της οποίας τη σημαία φέρει και η Κύπρος δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είπε ο Μιχάλης στον Δημήτρη καθώς παρακολουθούσαν τα πούλμαν τους να επιβιβάζονται.

Οι περισσότεροι είχαν αφήσει τις αποσκευές τους σε αυτά και κουβαλούσαν λίγα πράγματα. Το πόσο λίγα ήταν βέβαια αυτά ήταν ένα σχετικό θέμα. Από μια κοπέλα που κουβαλούσε μια βαλίτσα, ως το συγκάτοικό τους στην ίδια καμπίνα, τον Βαγγέλη, που ήταν με τα χέρια στις τσέπες ήταν μεγάλη η απόσταση.

-Σκέφτεσαι να θέλανε να κάνουνε τέτοιες διακρίσεις οι υπάλληλοι στα διαβατήρια; Δεν θα τελειώνανε ποτέ.

-Το δικό μου το σφραγίσανε.

-Το δικό σου Βάγγο, είπε ο Μιχάλης, το σφραγίσανε γιατί είναι Αμερικάνικο.

-Παιδιά, ακούστε με λίγο με προσοχή.

Αυτός που ζητούσε την προσοχή τους ήταν ο επικεφαλής της εκδρομής καθηγητής Ρήγας, μαθηματικός. Δίπλα του είχαν σταθεί και οι άλλοι τρεις συνοδοί. Ήταν ακόμα ένας καθηγητής, ο Γεωργίου, επίσης μαθηματικός, και δύο καθηγήτριες. Ήταν και οι δύο φιλόλογοι, η Αγγελέτου και η Δάρα.

-Κοίτα τη Δάρα, σκέψου τη μαζί σου κάτω από έναν καταρράκτη, εσύ γυμνός, εκείνη με ένα σι-θρου που δεν θα κρύβει τίποτα από αυτά τα υπέροχα μπαλκόνια της και…

Ο ψιθυριστός μονόλογος του Βαγγέλη διακόπηκε καθώς η απάντηση του Μιχάλη ήταν μια γρήγορη και καθόλου απαλή αγκωνιά στην κοιλιά.

-Θα πέσει κι άλλη, είπε προειδοποιητικά.

Ο Βαγγέλης δεν απάντησε κυρίως γιατί κατάλαβε ότι προσέλκυαν την προσοχή του Ρήγα και αυτό ήταν κάτι που κανένας μαθητής στα καλά του δεν ήθελε.

-Θα ανεβούμε στο πλοίο τώρα, με προσοχή μην έχουμε κανένα ατύχημα εντάξει; Δώστε βάση τώρα να σας πει η κυρία Δάρα πως σας μοιράσαμε στις καμπίνες. Αν θέλετε να κάνετε αλλαγές ελεύθερα αλλά δεν θέλω καυγάδες έτσι;

Η καθηγήτρια έκανε ένα βήμα μπροστά και συμβουλεύτηκε μια λίστα που κρατούσε.

-Καμπίνα ένα, είπε. Αβαγιανού, Αγγελή, Αλεξίου, Αληφραγκή. Καμπίνα δύο Άγας, Αγγελίδης, Αγγελίδης και Αδάμος…

-Δεν έχει και σέξι φωνή; είπε ο Βαγγέλης.

-Γιατί πρέπει να έχουν όλα να κάνουν με το σεξ; Έχουν και ψυχή, ξέρεις, είπε μια ήσυχη φωνή πίσω του.

Ο Βαγγέλης έκανε έναν μορφασμό και είπε:

-Από το κακό στο χειρότερο.

Αυτός που του είχε μιλήσει ήταν ο Ερνέστος Μπριαν, ένας συμμαθητής τους. Αν είχε διαφορές με τον Μιχάλη, ο Βαγγέλης τον Ερνέστο δεν ήθελε καν να τον βλέπει. Αλλά τώρα δεν απάντησε.

-Καμπίνα 9, λοιπόν, είπε ο Δημήτρης.

-Έχει σκάλες, είπε ο Μιχάλης, ας προηγηθούν άλλοι.

 

Αν υπήρχε ένας άνθρωπος που να είναι πιο εσωστρεφής από τον Μιχάλη αυτός ήταν ο Ερνέστος. Δεν μιλούσε πολύ και αυτό ήταν όταν υπήρχε κάτι να ειπωθεί, οι συνηθισμένες κουβέντες των συμμαθητών του για να περάσει η ώρα δεν τον ενδιέφεραν και δεν συμμετείχε ποτέ. Δεν ήταν σνομπ, απλά ήταν πιο σοβαρός από τους υπόλοιπούς που συνήθως η συμπεριφορά τους του φαινόταν ανώριμη. Βέβαια εκείνος ήταν και μεγαλύτερος κατά δύο χρόνια. Δεν ήταν τυχαίο που καθόταν στο ίδιο θρανίο με το Μιχάλη, στην αρχή τους είχαν βάλει μαζί μιας και το ύψος τους υπαγόρευε ότι έπρεπε να κάθονται πίσω, αλλά είχαν παραμείνει έτσι μιας και ταίριαζαν οι χαρακτήρες τους.

Ο Ερνέστος κάθισε σε ένα μεγάλο κάβο και παρακολούθησε τους υπόλοιπους που ανέβαιναν. Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με της Δάρα και εκείνη χαμογέλασε. Ο Ερνέστος αναρωτήθηκε γιατί άτομα σαν τον Βαγγέλη δεν μπορούσαν να δουν πέρα από τη σεξουαλικότητα της γυναίκας. Το βλέμμα του πήγε στο Μιχάλη και χαμογέλασε, εκεί βρισκόταν το άλλο άκρο. Ο Μιχάλης δεν έβλεπε τη σεξουαλικότητα, δεν έβλεπε καν τη γυναίκα. Εκείνος είχε το μυαλό του σε άλλα πράγματα σε βαθμό που να ξεχνούσε πρακτικά τον κόσμο γύρω του.

Ξανακοίταξε την Δανάη Δάρα. Εντάξει, δεν ήταν ψέματα ότι ήταν όμορφη γυναίκα, αλλά δεν ήταν αυτό μόνο. Ήταν καλή στη δουλειά της και ακόμα έβλεπε αυτό που έκανε ως λειτούργημα και όχι ως επάγγελμα και στον ίδιο είχε σταθεί πολύ.

Σηκώθηκε από τον κάβο.

-Πάμε; είπε στον Μιχάλη.

-Ναι, λίγοι μείνανε ακόμη να επιβιβαστούν.

Πέρασαν τον καταπέλτη και βρέθηκαν στο αχανές γκαράζ των αυτοκινήτων. Η ατμόσφαιρα εκεί ήταν βαριά από τις εξατμίσεις και βιάστηκαν να πάνε στη σκάλα για το επόμενο κατάστρωμα. Περνώντας την πόρτα βρέθηκαν σε έναν μακρύ διάδρομο με τις πόρτες των καμπινών ανοιχτές να τους περιμένουν. Έχοντας την οκτώ δεν άργησαν να την βρουν.

Οι καμπίνες του Viscountess ήταν δύο ειδών, δίκλινες ή τετράκλινες. Οι τετράκλινες είχαν από δύο κουκέτες σε κάθε πλευρά και στον τοίχο ανάμεσά τους ένα νιπτήρα και ένα μικρό ντουλαπάκι.

-Δεν μπορώ να ανέβω σε πάνω κουκέτα, είπε ο Μιχάλης, είμαι λίγο βαρύς για τέτοια κόλπα.

-Θα ανέβω εγώ, είπε ο Ερνέστος.

Οι δύο τους πιάσανε τις δύο δεξιά και οι άλλοι τις απέναντι.

-Δεν είναι για ψηλούς, σχολίασε ο Μιχάλης να δω πως θα τη βγάλουμε τη νύχτα.

-Εγώ θα κοιμόμουν και κάτω, είπε ο Δημήτρης. Είμαι πτώμα.

-Να σβήσω το φως; είπε ο Βαγγέλης.

-Ναι.

Σκοτάδι έπεσε στην μικρή καμπίνα. Για λίγο κανείς δεν μίλησε, μετά ο Μιχάλης είπε:

-Έχει φως εκεί στον τοίχο ή μου παίζουν παιχνίδι τα μάτια μου;

-Ναι… είπε ο Βαγγέλης και σηκώθηκε από την κουκέτα του. Είναι… Για φαντάσου… Έχει μια τρύπα.

-Τρύπα σε τοίχο πλοίου; Καθόλου ευοίωνο αυτό, σχολίασε ο Ερνέστος και γέλασαν.

-Δεν είναι εξωτερικός, μη φοβάσαι. Αλήθεια τι είναι από την άλλη πλευρά; είπε ο Βαγγέλης και κοίταξε στην τρύπα. Α! Καμπίνα… Και με γνωστές κατοίκους. Η Χριστίνα…

-Ποια Χριστίνα; πετάχτηκε ο Δημήτρης.

-Η Κλάδη, και η Άντζι, η Μαρία και εκείνη η κοκκινομάλλα μωρέ. Να δούμε με τι θα κοιμηθούν, η Άντζι τα έβγαλε όλα.

-Έλα, έλα στο κρεβάτι σου, είπε ο Μιχάλης. Δεν θα πάρεις μάτι τις κοπέλες που ετοιμάζονται για ύπνο.

-Δε σου είπαμε να κοιτάξεις.

-Βάγγο, είπε ο Δημήτρης. Πέσε να κοιμηθείς, νυστάζω.

Μουρμουρίζοντας ο Βαγγέλης έπεσε για ύπνο και το σκοτάδι επέστρεψε και πάλι. Ο Δημήτρης κοιμόταν σε λίγο, άκουγαν την αναπνοή του να βαθαίνει και να γίνεται ρυθμική.

Ο Μιχάλης άφησε το μυαλό του να ταξιδέψει σε αυτό που αποτελούσε πάντα την τελευταία του σκέψη το βράδυ, αυτά που έγραφε και διάβαζε, πράγματα που δεν είχαν καμία σχέση με το σχολείο και τις εξετάσεις ή την καθημερινότητα.

Δεν μπορούσε όμως να κοιμηθεί, οι κλειστοί χώροι δεν του άρεσαν ποτέ και το ότι χωρούσε στην κουκέτα ίσα ίσα, δεν βοηθούσε την κατάσταση. Σηκώθηκε και πήρε το σακίδιό του.

-Δεν κοιμάσαι; είπε ο Ερνέστος.

-Δεν βολεύομαι, θα πάω έξω.

-Έρχομαι και’ γω.

Βγήκαν από την καμπίνα και κοντοστάθηκαν.

-Πάμε έξω στο κατάστρωμα; ρώτησε ο Μιχάλης και ο φίλος του συμφώνησε.

Ανέβηκαν ακόμα μια σκάλα και βγήκαν σε ένα μικρό χώρο με πόρτες, από τη μια θα πήγαιναν για το σαλόνι του πλοίου, από την άλλη για το εστιατόριο αλλά στο πλάι δεν είχαν τοίχο, είχαν και εκεί πόρτες για να βγουν έξω στο κατάστρωμα του πλοίου. Αυτό έκαναν.

Έπλεαν στο Ιόνιο με πορεία βόρεια και έκανε κρύο τέτοια περασμένη ώρα. Η θέα όμως ήταν μια που άξιζε το κρύο και τον κόπο. Μακριά από τα φώτα της πόλης ο ουρανός αποκάλυπτε όλο το μεγαλείο του, εκατομμύρια άστρα λαμπύριζαν σαν νεόκοπα διαμάντια σε μαύρο βελούδο ενώ μακριά, στην ξηρά, τα φώτα έμοιαζαν να τα αντικατοπτρίζουν έτσι όπως τρεμόπαιζαν.

Ο Μιχάλης προχώρησε προς την πλώρη του πλοίου, έριξε μια ματιά πίσω και πάνω, προς τη γέφυρα του πλοίου, και μετά γύρισε και ακούμπησε στο παραπέτο και αφοσιώθηκε στη θέα. Ο Ερνέστος βολεύτηκε σε μια ανάλογη θέση και αφέθηκε στη γαλήνη της νύχτας.

Ακριβώς πίσω τους ήταν τα παράθυρα του σαλονιού αλλά οι κουρτίνες ήταν κλειστές και δεν ερχόταν έξω καθόλου από το φως ή το θόρυβο. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι μηχανές του πλοίου και η θάλασσα που έσκαγε πάνω στο κήτος του καθώς έπλεε με ταχύτητα.

-Θα μπορούσα να το κάνω αυτό για ώρες, είπε ο Μιχάλης.

Ο Ερνέστος χαμογέλασε, θα μπορούσε και ο ίδιος. Αλλά αντίθετα με τον φίλο του θα το απολάμβανε περισσότερο αν ήταν μαζί με κάποιο πρόσωπο που θα σήμαινε πολλά για εκείνον, που θα ήταν η μία. Αναστέναξε, δεν το έβλεπε πιθανό, όχι με τα κορίτσια που γνώριζε τώρα.

-Δεν θα ήθελες παρέα σε αυτόν σου τον ρεμβασμό; ρώτησε το Μιχάλη.

-Πέρα από’ σενα;

-Εννοώ αν ήσουν σε ένα άλλο ταξίδι, αν δεν ήταν σχολική εκδρομή.

-Και να ταξίδευα μόνος;

-Δε σου λείπει να έχεις μια αδερφή ψυχή; Κάποια να είναι σημαντική για εσένα;

Ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του.

-Ξέρεις τι γράφω, με διαβάζεις όταν το μάθημα είναι ανιαρό, τι λες; Ξέρεις μια κοπέλα που να μου ταιριάζει;

Ο Ερνέστος κοίταξε το σακίδιο του φίλου του, ήταν ένα μικρό για την πλάτη, όχι μεγαλύτερο από σχολική τσάντα. Ήταν σίγουρος ότι ο λόγος που αυτό το σακίδιο δεν είχε μείνει στο πούλμαν ήταν ότι στο περιεχόμενό του θα συμπεριλαμβάνονταν τα τρέχοντα γραπτά του. Ήταν η αγαπημένη ασχολία του Μιχάλη, έγραφε νουβέλες, διηγήματα, μικρές ιστορίες και μερικές φορές ποιήματα. Ο ίδιος είχε περάσει αρκετές φορές ευχάριστα την ώρα του, όταν δεν τον ενδιέφερε το μάθημα, διαβάζοντας τα έργα του Μιχάλη.

-Λίγο δύσκολο, όχι κάποια που ξέρουμε, νομίζω ότι γεννήθηκες κάπου δύο αιώνες καθυστερημένα.

 

Οι καθηγητές είχαν πάρει δίκλινες καμπίνες, οι άνδρες μαζί και οι γυναίκες μαζί. Αυτό δεν πείραζε καθόλου τη Δανάη Δάρα. Μόλις πήγαν στην καμπίνα κάθισε σε μια κουκέτα. Η Αγγελέτου σωριάστηκε στην απέναντι.

-Είμαι πτώμα.

-Ε κάναμε κάμποσο ταξίδι, μετά να τους βάλουμε στο πλοίο…

Η Αγγελέτου άνοιξε τη βαλίτσα της και έβαλε μέσα τα ρούχα της. Η Δανάη πρόσεξε μέσα κάτι που της κίνησε την περιέργεια.

-Τι τις θέλεις τις γόβες;

-Ε πως; Οι γόβες ομορφαίνουν τη γυναίκα, την κάνουν και πιο σέξι.

-Για ποιον; Για τους έφηβους που συνοδεύουμε; γέλασε η Δανάη.

-Όχι, μωρέ τα μυξιάρικα, γέλασε με τη σειρά της η Αγγελέτου. Αλλά ένα φλερτάκι στη Φοντάνα Ντι Τρέβι με έναν Ιταλό δε θα με πείραζε κιόλας.

-Στη Φοντάνα Ντι Τρέβι δεν θα έχουμε χρόνο για φλερτ, είπε η Δανάη, θα πρέπει να προσέχουμε τους δικούς μας μην κάνουν καμιά βουτιά ή πετάξουν κανέναν μέσα.

-Δεν έχεις άδικο, τι λες; Πέφτουμε για ύπνο τώρα που δεν χρειάζεται να τους προσέχουμε;

-Ναι.

Η Αγγελέτου γδύθηκε και έβαλε ένα νυχτικό, πρόσεξε ότι η Δανάη είχε βάλει μια μακό μπλούζα και ένα παντελόνι.

-Πιο πρακτικό, Μαρία μου.

 

-Σαν να κάνει αρκετό κρύο, τελικά, είπε ο Ερνέστος.

Ο Μιχάλης γύρισε και τον κοίταξε.

-Θα πας μέσα;

-Στο σαλόνι, όχι στην καμπίνα, δεν χωράω στην κουκέτα.

-Θα έρθω και εγώ, σκέφθηκα κάτι.

-Μη μου πεις, άσε με να μαντέψω. Καινούρια ιστορία.

-Ποίημα αλλά θα συνεχίσω και την ιστορία.

 

Η Χριστίνα Κλάδη ήταν όμορφη κοπέλα, ήταν ψηλή με γυμνασμένο σώμα και είχε πρόσωπο με αρμονικά χαρακτηριστικά. Τραβούσε τα βλέμματα και το ήξερε αλλά δεν την απασχολούσε, παρότι είχε κάνει κάποιες σχέσεις, δεν ήταν εκεί το μυαλό της, πρώτος σκοπός της ήταν η επιτυχία στις εξετάσεις για τη νομική. Ονειρευόταν να γίνει δικηγόρος από μικρή.

Αλλά παρά το διάβασμα δεν υποτιμούσε την αξία που είχαν οι χαρές της ζωής, το μπάσκετ που έπαιζε για να ξελαμπικάρει και να διοχετεύει την ενεργητικότητά της, η αυτή η εκδρομή που θα ήταν η απαραίτητη ανάπαυλα πριν τη μεγάλη δοκιμασία.

Τώρα ντυμένη με μια φανέλα και ένα μποξεράκι είχε ξαπλώσει στην μια από τις πάνω κουκέτες και μιλούσε με τις  συγκατοίκους της. Απέναντί της η Μαρία είχε αρχίσει να γλαρώνει ενώ κάτω έβλεπε την Άντζι να βάζει τα μποτάκια της ενώ ήταν και εκείνη ντυμένη με τον ίδιο τρόπο με την ίδια.

-Πας κάπου;

-Έχω ένα ραντεβού.

-Αργότερα έχω και εγώ, είπε η Μαρίνα, η κοπέλα κάτω από την Χριστίνα.

Η Άντζι την κοίταξε, η Μαρίνα είχε πέσει για ύπνο με ένα μικροσκοπικό εσώρουχο. Όχι ότι φορούσε και πολλά περισσότερα πριν, σκέφθηκε η Άντζι, ένα εφαρμοστό παντελόνι και ένα μπουστάκι που τόνιζε το τεράστιο στήθος της.

-Γιατί αργότερα;

-Να έχουν κοιμηθεί οι πιο πολλοί, μην μας πάρουν και χαμπάρι, είπε η Μαρίνα και της έκλεισε το μάτι.

-Κατάλαβα, είπε η Χριστίνα. Αρχίζει το ξεσάλωμα.

-Είμαστε 84 σε αυτήν την εκδρομή μην μετρώντας τους καθηγητές. Από τους 84 οι 40 είναι άντρες. Σκοπεύω να καλοπεράσω.

-Θα τους πάρεις όλους;

-Έ όχι όλους, εκείνον τον Φραγκίσκο του Γ1 δεν θα τον κοίταγα καν, όχι να πάω μαζί του. Ή αυτόν τον ψηλό στο 4.

-Τον Ερνέστο;

-Όχι, μωρέ τον άλλο, τον Μιχάλη. Τελείως ξενέρωτος, ο τύπος. Ο άλλος, ο Δημήτρης μου κάνει όμως, όπως και ο Ερνέστος.

Η Χριστίνα κράτησε μια νοερή σημείωση να ενημερώσει το Δημήτρη για τις προθέσεις της συμμαθήτριάς τους.

-Εγώ σας αφήνω, είπε η Άντζι και βγήκε.

-Καλή διασκέδαση, είπε η Μαρίνα, και μακριά από τα μπάζα!

 

Η Άντζι μπήκε στο σαλόνι και έριξε μια ματιά αναζητώντας τον λόγο που βρισκόταν εδώ αλλά δεν μπορούσε να τον βρει, ο Σταύρος δεν ήταν εδώ. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχαν πει συγκεκριμένη ώρα και δεν ήξερε και ποια ήταν η καμπίνα του να πάει να τον βρει, δεν είχε δώσει βάση όταν τις διάβαζε η Δάρα.

Κάθισε σε μια πολυθρόνα για να περιμένει, μια παρέα δίπλα της έπαιζε αγωνία, τους παρακολούθησε γελώντας με τα σχόλιά τους όταν δεν τραβούσαν καλό χαρτί ή τους ξεπερνούσαν οι συμπαίκτες τους. Μετά από μερικές παρτίδες βαρέθηκε και τράβηξε το κουρτινάκι για να δει έξω από το παράθυρο δίπλα της αλλά δεν υπήρχαν και πολλά να δει στο σκοτάδι. Το σταθερό κούνημα του πλοίου της έφερε νύστα αλλά δεν ήθελε να φύγει, θα χανόταν με το Σταύρο. Αναζήτησε ένα πρόχειρο μέρος για να πάρει έναν υπνάκο και βρήκε το κατάλληλο σημείο. Λίγο πιο πέρα ο Μιχάλης έγραφε σε ένα τραπέζι, το είχε καταλάβει όλο με τα χαρτιά του αλλά αυτό δεν την ενδιέφερε, ήταν ο καναπές απέναντί του που της χρειαζόταν.

Σηκώθηκε και πήγε κοντά του.

-Ο καναπές είναι άδειος;

Ο Μιχάλης ίσα που σήκωσε το βλέμμα.

-Ναι, είναι.

-Μπορώ να ξαπλώσω;

-Ελεύθερα, είπε ο Μιχάλης επιστρέφοντας στο γράψιμό του.

 

-Και τι θα κάνεις; Θα βουτήξεις να τους σώσεις; Τι θα με σταματήσει από το να σου φυτέψω μια σφαίρα;

Ο Τελευταίος Άρχοντας Της Χαμένης Πόλης χαμογέλασε.

-Της έδεσες τα πόδια και την έριξες να πνιγεί και εκείνος βούτηξε να τη σώσει και ενώ το βάρος είναι πολύ δεν την εγκαταλείπει. Δεν σε διδάσκει αυτό τίποτα;

-Μόνο ότι η αγάπη μπορεί να σκοτώσει κάποιον, είπε ο κακοποιός.

-Η αγάπη είναι η μόνη δύναμη που οι δυνάμεις του Σκότους δεν μπορούν, και ποτέ δεν θα μπορέσουν, να κατανοήσουν.

Ο Ιππότης άπλωσε το χέρι του πάνω από το νερό κοιτώντας έντονα τα δύο μπλεγμένα σώματα που βυθίζονταν και προς μεγάλη έκπληξη όλων γύρω άρχισαν να σηκώνονται προς την επιφάνεια. Κραυγές δυσπιστίας ακούστηκαν και όλοι άρχισαν να κάνουν πίσω απομακρυνόμενοι από εκείνον…

-Κάθεσαι και γράφεις και δεν παρατηρείς το θέαμα.

Ο Μιχάλης σταμάτησε και ύψωσε το βλέμμα.

-Ποιο θέαμα; ρώτησε τον Βαγγέλη που στεκόταν δίπλα του. Εκείνος έδειξε την Άντζι. Ο Μιχάλης την είχε τελείως ξεχάσει. Ήταν αλήθεια ότι η φανέλα περιέγραφε το στήθος της τέλεια και το μποξεράκι δεν κάλυπτε τελείως τις καμπύλες της αλλά όπως πάντα εκείνος δεν είχε σηκώσει το βλέμμα του.

-Κοιμάται, είπε, σκάσε μην την ξυπνήσεις.

Ο Βαγγέλης κούνησε το κεφάλι του και πήγε προς την παρέα που έπαιζε ακόμα αγωνία. Ο Μιχάλης κοίταξε την Άντζι. Γιατί όλοι πρόσεχαν τις καμπύλες της και όχι ότι είχε γλυκό πρόσωπο ειδικά όπως είχε αποκοιμηθεί τώρα;

Ήταν η σειρά του να κουνήσει το κεφάλι του και μετά πήρε ένα φύλλο χαρτί, είχε σκεφθεί ένα ποίημα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου