Ευχές

Author: Νυχτερινή Πένα /


Εύχομαι το νέο έτος 2020 να είναι καλό και ευτυχισμένο για όλους σας εκεί έξω, δημιουργικό και γεμάτο έμπνευση και προσωπική πραγμάτωση. Καλή Χρονιά.

Χίλιες Αναρτήσεις

Author: Νυχτερινή Πένα /


Η επόμενη ανάρτηση θα είναι η χιλιοστή. Χίλιες αναρτήσεις με ιστορίες σε συνέχειες, κείμενα, απόψεις σκέψεις, συγγραφή. Χίλιες αναρτήσεις που μοιράστηκα με όλους εσάς εκεί έξω μέσα σε τόσα χρόνια.
Γιατί το αναγγέλλω από την 999η; Είναι απλό, είπα την καθαυτή χιλιοστή ανάρτηση να την αφήσω για τις ευχές όπως ήρθαν τα πράγματα. Ελπίζω να φτάσω και τις δύο χιλιάδες αναρτήσεις και να τις γιορτάσω με όλους εσάς.

Ημερολόγιο Συγγραφέα 3

Author: Νυχτερινή Πένα /


Το έτος έφτασε στο τέλος του και είναι η ώρα του απολογισμού. Από τα έργα που είχα ξεκινήσει στην αρχή της χρονιάς ολοκληρώθηκαν όλα και έγραψα ακόμα κι άλλα μέσα στο έτος, αρκετά άλλα μάλιστα. Συνολικά έγραψα εννιά διηγήματα από είκοσι έως και εβδομήντα σελίδες, ένα ιστορικό δοκίμιο, τρεις μελέτες, τις δύο τις μετέφρασα και στα Αγγλικά ενώ σε μία έκανα και δεύτερη έκδοση με περισσότερο υλικό, μια συλλογή κειμένων, ένα αυτοβιογραφικό έργο και έναν αριθμό ποιητικών έργων. Φυσικά θα ήθελα περισσότερα αλλά δεν παραπονιέμαι κιόλας, για εργαζόμενος και μάλιστα με φόρτο εργασίας είναι μια χαρά.
Το 2019 λοιπόν μας φεύγει και έρχεται το 2020, τι θα γράψουμε σε αυτό; Μα αυτό είναι θέμα για ένα νέο ημερολόγιο συγγραφέα, του χρόνου, δηλαδή αύριο.

Ιστολόγιο του μήνα – Δεκέμβριος 2019

Author: Νυχτερινή Πένα /


Με τράβηξε η αντίφαση, από τη μια ο τίτλος, μη με διαβάσεις ποτέ και από κάτω ο προσδιορισμός: Ένα blog για τα βιβλία και την ανάγνωση. Έτσι μπήκα να κάνω μια βόλτα και δεν απογοητεύτηκα.
Είναι ένα ιστολόγιο αφιερωμένο στα βιβλία, παρουσιάζει πολλά βιβλία και μερικές φορές τη σχέση της συγγραφέως του με αυτά. Όποιος θέλει να ρίξει μια ματιά στα βιβλία λοιπόν δεν έχει παρά να πάει εδώ: https://donteverreadme.wordpress.com/

Μια Ανακοίνωση

Author: Νυχτερινή Πένα /


Τώρα που παρουσιάστηκαν όλα τα βιβλία που είναι προς το παρόν διαθέσιμα για κατέβασμα να πούμε πάλι ότι βρίσκονται στη δεξιά στήλη στην ενότητα βιβλία (είναι κάτω κάτω). Αν κάποιος διαπιστώσει πρόβλημα με κάποιον σύνδεσμο ας μου αφήσει ένα μήνυμα ή ένα μέηλ στο williamtear@gmail.com και εγώ θα το φτιάξω.

Τα Χρονικά Της Εσπέρια Ι – Η Συνωμοσία Της Σκιάς

Author: Νυχτερινή Πένα /


Το βασίλειο της Εσπέρια έχει μόλις βρει την ειρήνη μετά από μια ανταρσία κάποιων ευγενών εναντίον του βασιλιά Ερρίκου. Η ειρήνη αυτή όμως είναι απατηλή καθώς τώρα ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος από ποτέ. Γιατί ο καγκελάριος Χάρκους, ο ανώτερος αξιωματούχος μετά τον βασιλιά, δεν είναι αυτός που δείχνει και η προδοσία του απειλεί να ελευθερώσει ένα αρχαίο κακό. Μπορεί κάποιος να τον σταματήσει ή μήπως είναι ήδη πολύ αργά;
Μια περιπέτεια με μάγους και Ιππότες και την αιώνια πάλη καλού και κακού σας περιμένει σε αυτήν την ιστορία.

Στις Θάλασσες Του Κόσμου

Author: Νυχτερινή Πένα /


1802. Οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι μαίνονται. Ο πλοίαρχος Κάλχουν με το πλοίο του Ανίκητος αναλαμβάνει την αποστολή να καταδιώξει το Γαλλικό Βικτουάρ και να μην το αφήσει να παρεμποδίσει το Βρετανικό εμπόριο με τον νέο κόσμο. Στο ταξίδι αυτό όμως τον περιμένουν και άλλοι αντίπαλοι όπως και απρόβλεπτες άλλες καταστάσεις.
Μια περιπέτεια εποχής για τους λάτρεις του είδους.

Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων

Author: Νυχτερινή Πένα /


Στον κόσμο της Έρεμορ η μάχη καλού και κακού δεν είναι μόνο θέμα συνειδήσεως των ανθρώπων και των πράξεων αυτών, είναι ένας πόλεμος μεταξύ των δύο πλευρών. Σε μια μάχη ο μάγος Μπαγκράς στέλνει τον Ιππότη Ραμίρ Γκάνελον σε έναν άλλο κόσμο, τον δικό μας, χωρίς να έχει τη μνήμη του ή τις δυνάμεις του. Ένας ακόμα Ιππότης ακολουθεί για να τον βρει ενώ οι σύντροφοί τους προσπαθούν να ματαιώσουν τα σχέδια του σατανικού μάγου και στους δύο κόσμους.
Μια περιπέτεια φαντασίας σας περιμένει, σε αυτήν μου την ιστορία, δεν θα απογοητεύσει τους λάτρεις της δράσης και θα δούνε πως φαίνεται η Αθήνα σε κάποιον που ήρθε από πραγματικά αλλού!

Ο Πρώτος Ένορκος

Author: Νυχτερινή Πένα /




Η νεαρή Γκαμπριέλα Ράνσομ κατηγορείται για φόνο πρώτου βαθμού, προμελετημένη δηλαδή δολοφονία, αν καταδικασθεί θα εκτελεστεί. Η ίδια ισχυρίζεται ότι είναι αθώα και ήταν αυτοάμυνα. Κανείς δεν την πιστεύει εκτός από τη δικηγόρο της και τον βετεράνο των Ρέηντζερς Μάικ Μακ Γκρέγκορ που βρίσκεται στο σώμα των ενόρκων. Θα καταφέρουν να βρουν την αλήθεια και ποια είναι αυτή;
Μια δικαστική – αστυνομική περιπέτεια για τους φίλους του είδους.

Βιβλία

Author: Νυχτερινή Πένα /


Ο φίλος μου ο Γιάννης που επαινεί συχνά το γράψιμό μου με παρακινεί να προσπαθήσω πιο πολύ να το φέρω στους ανθρώπους γύρω μου να το διαβάσουν. Μου πρότεινε την πλατφόρμα του wattpad και πράγματι σκοπεύω να βάλω και εκεί έργα μου αλλά με την ευκαιρία σκέφθηκα να το κάνω και εδώ όπως είχα κάνει και στο παρελθόν. Έτσι θα ξεκινήσουμε με τέσσερα και σιγά σιγά θα ανεβάσω κι άλλα, ένα κάθε μήνα.
Μείνετε συντονισμένοι.

Χριστουγεννιάτικες Καμπάνες

Author: Νυχτερινή Πένα /


Καμπάνες! Καμπάνες!
Όλες μαζί το διαλαλούν
και το φωνάζουν,
τα Χριστούγεννα σήμερα
όλοι γιορτάζουν.

Καμπάνες μεγάλες το φωνάζουν
με ήχο βαθύ και δυνατό
μέσα στη νύχτα το κραυγάζουν.

Καμπάνες μικρές και καθαρές
γλυκές – γλυκές, μελωδικές,
προσθέτουν τη φωνή τους
σε τούτη τη νυχτιά,
Χριστούγεννα ήλθαν ξανά!

Καμπάνες αντηχούν μες στη νυχτιά
καλούν τους πάντες να γιορτάσουν ξανά
Χριστούγεννα πάλι μέσα από την καρδιά
λέγοντας σ’ όλους Χρόνια Πολλά!

Χριστούγεννα Στο Βουνό 3 - Τέλος

Author: Νυχτερινή Πένα /


Ξύπνησε από ένα άγγιγμα στον ώμο και όταν σηκώθηκε είδε ότι ήταν πολύ πρωί, είχε ξαστεριά και μπορούσε να δει τον ουρανό γεμάτο αστέρια. Τυλίχτηκε καλά το μπουφάν του μιας και το κρύο ήταν τσουχτερότατο. Ο Μάρκος είδε ότι είχαν ακόμα ένα γαϊδούρι τώρα φορτωμένο με πράγματα.
Η διαδρομή ως το Κακοπέρατο ήταν μια δύσκολη, ειδικά στο σκοτάδι υπό το φως μερικών φαναριών αλλά την έκαναν με κέφι μιας και ήταν για καλό σκοπό. Τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα ενώ ο Μιχάλης με τον ιερέα έψελναν από τους ύμνους της εορτής με τη συνοδεία του μπάρμπα Μήτσου που αποδεικνυόταν πολύ καλλίφωνος με τη βαθιά φωνή του.
«Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός, ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ…»
Ως που να φτάσουν στο εκκλησάκι είχε πιάσει να χιονίζει και πάλι και τα παιδιά έπιασαν να λένε το «Χιόνια στο καμπαναριό…»
Όταν φτάσανε μπήκαν μέσα και κάθισαν λίγο να ξαποστάσουν. Μετά οι γυναίκες έπιασαν να κάνουν λίγη φασίνα μέσα, ένα σκούπισμα και ξεσκόνισμα στους παμπάλαιους πάγκους που χρησίμευαν για στασίδια ενώ ο ιερέας με το Μιχάλη ετοίμαζαν τα των ακολουθιών.
-Παππού γιατί σηκωθήκαμε τόσο πρωί για την εκκλησία; ρώτησαν τα εγγόνια του τον μπάρμπα Βασίλη.
-Γιατί πριν από πολλά χρόνια η Παναγία μας έτσι μέσα στη νύχτα γέννησε τον Χριστό μας. Να μια τέτοια νύχτα ήταν που ένα άγγελος εμφανίστηκε σε απλούς βοσκούς σαν εμάς να τους πει ότι γεννήθηκε ο Χριστός μας και πήγανε πρώτοι εκείνοι να προσκυνήσουν και μετά οι μάγοι με τα δώρα, χρυσάφι, λιβάνι και ένα πολύτιμο άρωμα που το λένε σμύρνα.
Ο Μιχάλης πήρε θέση στο αναλόγιο και ο Σαμουήλ έβαλε ευλογητός. Σαν να  μην είχε περπατήσει τόσο δρόμο και να μην ήταν γέροντας, ο ιερέας ετέλεσε τον εσπερινό με την ίδια ζέση που θα το έκανε και στον καθεδρικό ναό. Ο Μιχάλης με την βοήθεια των δύο ηλικιωμένων βοσκών, που διάβασαν κυρίως τα αναγνώσματα, εκτέλεσε καθήκοντα ψάλτη. Οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν με κατάνυξη.
Ο Μάρκος καθισμένος σε έναν πάγκο ένιωθε σαν να είχε μεταφερθεί σε έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο εξαϋλωμένο, πιο κοντά στον ουρανό παρά στις γήινες έννοιες και φροντίδες, έναν κόσμο για τον οποίο είχε μόνο ακούσει ως τώρα αλλά δεν τον είχε ζήσει. Έβλεπε τους ανθρώπους γύρω του να προσεύχονται και να είναι ταυτόχρονα ήρεμοι, και χαρούμενοι στο φως που έδιναν τα κεράκια τους και η λαμπάδα που είχαν στο ψαλτήρι για να βλέπουν τα βιβλία.
Τελειώσανε τον εσπερινό και μπήκανε στον όρθρο, έξω το χιόνι έπεφτε απαλό και πυκνό. Ο μπάρμπα Μήτσος βγήκε και χτύπησε την μικρή καμπάνα όταν άρχισε ο όρθρος και μετά στις καταβασίες ψέλνοντας και εκείνος:
-Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε, Χριστός επί γης υψώθειτε…
Την ξαναχτύπησε στη δοξολογία για να σημάνει ότι έφτανε η ώρα της λειτουργίας.
Ο Μάρκος απορούσε με το πώς δεν πεινούσε με τόσο λίγο φαγητό χθες, ή πως δεν νύσταζε με τόσο λίγο ύπνο. Δεν ήταν λίγος συνειδητοποίησε, είχαν κοιμηθεί νωρίς και έχοντας κάνει τόσο ήσυχο ύπνο, είχε ξεκουραστεί.
-Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε…
Ο Σαμουήλ με το άγιο ποτήριο στα χέρια, κοινώνησε όλο το μικρό του εκκλησίασμα εκτός του Μάρκου, που δεν είχε προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο και δεν το είχε καν σκεφθεί, και μετά από λίγο έδωσε την απόλυση και τους μοίρασε το αντίδωρο. Κάθισαν μετά και ήπιαν καφέ και φάγανε λίγο, οι γυναίκες είχαν φέρει κεράσματα για να τους δυναμώσουν πριν πάρουν το δρόμο της επιστροφής.
Είχε ξημερώσει και ξεκινήσανε με τα παιδιά να τραγουδάνε:
«Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου…»
Ο Μάρκος πλησίασε τον Μιχάλη.
-Από το διάβασμά σου και μερικές άλλες παρατηρήσεις συμπέρανα ότι είσαι μορφωμένος. Και όμως δείχνεις να είσαι απόλυτα εξοικειωμένος με τη ζωή εδώ.
-Μπα! Είμαι παιδί της πόλης πίστεψέ με. Η απόλαυσή μου είναι τα βιβλία και με αυτά ασχολούμαι αλλά για να νιώσεις τις γιορτές δεν χρειάζεται επιτήδευση ή μεγάλα πάρτι, αρκεί μια ζεστή αγκαλιά, μερικοί δικοί σου άνθρωποι και αυτό είναι.
-Μπορεί να έχεις δίκιο. Αυτά είναι σίγουρα τα πλέον διαφορετικά Χριστούγεννα που έχω κάνει.
-Μπορεί, είπε ο Μιχάλης με ένα χαμόγελο καθώς έφταναν στο σπίτι, και μετά πρόσθεσε, αλλά σίγουρα θα έχουν από το καλύτερο φαγητό!
Ο Μάρκος άρχισε να γελάει, οι μυρωδιές μέσα από το σπίτι τον βεβαίωναν για αυτό.  


Τέλος

Χριστούγεννα Στο Βουνό 2

Author: Νυχτερινή Πένα /


Στην πόρτα στεκόταν ο ιερέας που είχε δει πιο μπροστά ο Μάρκος. Ο βοσκός, αν και ξαφνιάστηκε από την απρόσμενη επίσκεψη, είπε:
-Καλησπέρα δέσποτα, πως βρέθηκες εδώ πάνω;
-Καλησπέρα, καλά Χριστούγεννα. Πάω για το Κακοπέρατο. Περνάει το μονοπάτι;
-Θα’ χει χιόνι μα περνάει, το κόβουν τα πεύκα από την πάνω μεριά και δε μαζεύει ποτέ πολύ. Αλλά τι πάει να κάνει η αγιότης σου εκεί πάνω;
-Λέμε να λειτουργήσουμε στο μικρό εκκλησάκι εκεί, είπε ο ιερέας.
Ο πληθυντικός παραξένεψε το βοσκό. Ο ιερέας το κατάλαβε και έδειξε το δρόμο πίσω.
-Δεν είμαι μόνος, έχω και έναν βοηθό, έχουμε και το ζωντανό με τα πράγματά μας.
-Και θα πάτε εκεί πάνω;
-Ναι, θα συγυρίσουμε το εκκλησάκι, θα κάνουμε τον Εσπερινό. Θα κοιμηθούμε εκεί απόψε και σαν πάει πέντε θα βάλουμε ευλογητός.
-Και ποιος θα λειτουργηθεί;
-Όποιους στείλει ο Θεός.
Ο βοσκός κοίταξε έξω τον καιρό. Μετά στράφηκε πάλι στον ιερέα.
-Δέσποτα εμείς εδώ είμαστε μια οικογένεια, θα είναι ένας γείτονας ακόμα και πιο πάνω είναι ακόμα μια οικογένεια. Τι λες να μείνεις μαζί μας απόψε και το πρωί να ανεβούμε όλοι στο εκκλησάκι να μας λειτουργήσεις και να κατέβουμε να κάνουμε Χριστούγεννα εδώ;
Ο ιερέας το σκέφθηκε μια στιγμή και μετά φώναξε:
-Μιχάλη, έλα εδώ… Μην ανησυχείς, δεν πάει πουθενά μόνος του ο κυρ-Μέντιος.
Ο συνοδός του ιερέα πλησίασε με το μπαστούνι του στο χέρι και ο Μάρκος είδε ότι χώλαινε. Που πήγαινε μέσα στο χιόνι αφού δεν μπορούσε να περπατήσει καλά καλά; Ο ιερέας εξήγησε την πρόταση του βοσκού και ο Μιχάλης ένευσε:
-Ό,τι νομίζετε πάτερ.
-Θα κάνουμε έτσι.
-Ας είναι ευλογημένο.
-Ελάτε, ελάτε, είπε ο βοσκός και άνοιξε την πόρτα, Μάρθα, φώναξε, έλα να κεράσεις τους ξένους μας.
Ο ιερέας και ο συνοδός του αλλά και ο Μάρκος στράφηκαν ξαφνιασμένοι στη γυναίκα που ανέβαινε την σκάλα για το χαγιάτι μαζί με έναν μεγαλόσωμο όσο και ηλικιωμένο βοσκό σκεπασμένο με μια χοντρή κάπα.
-Καλά Χριστούγεννα Βασίλη, είπε ο μεγαλόσωμος ξένος με μια βαθιά φωνή που ταίριαζε στο μέγεθός του.
-Καλά Χριστούγεννα, καλώς ήρθες στο σπιτικό μου.
Οι δύο βοσκοί αντάλλαξαν μια γερή χειραψία και κάθισαν όλοι κοντά στη φωτιά να ζεσταθούν αφού ο ιερέας και ο συνοδός του βγήκαν και ξεφόρτωσαν το υπομονετικό υποζύγιό τους που ο οικοδεσπότης τους οδήγησε μετά στο στάβλο με τα δικά του ζωντανά. Οι δυο βοσκοί κάθισαν σε χαμηλά σκαμνιά, ο ιερέας κάθισε σε μια καρέκλα, ο Μιχάλης προτίμησε να καθίσει πάνω σε μια βελέντζα δίπλα στο τζάκι. Ακούμπησε στον τοίχο αφήνοντας το μπαστούνι του στο πάτωμα.
-Πιο βολικά από τα χαμηλά σκαμνάκια, είπε στον Μάρκο που τον κοίταζε.
Εκείνος κάθισε τον μιμήθηκε και κάθισε κοντά του.
-Από πού είσαι;
-Από την Αθήνα, γέννημα θρέμμα.
-Και πως βρέθηκες εδώ πάνω;
-Ήρθα για τα Χριστούγεννα. Ξέρω από παλιά τον πατέρα Σαμουήλ και ήρθα να τον δω και μιας και είχε την απόφαση αυτή για τα Χριστούγεννα είπα να μείνω.
Ο Μάρκος κούνησε το κεφάλι του.
-Δεν είχες να κάνεις τίποτα καλύτερο; Ρεβεγιόν;
-Πέρυσι ήμουν στην Τάιμς Σκουέαρ, εντάξει είναι μια εμπειρία αλλά δεν είναι αυτό που μετράει.
Είχαν αρχίσει να μαζεύονται και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του μπάρμπα Βασίλη, οι τρεις γιοι του με τις γυναίκες και τα παιδιά τους επιστρέφοντας από τις δουλειές και τις ετοιμασίες. Η γυναίκα του έψησε ψωμί στη φωτιά και έβαλε πάνω λάδι και ρίγανη και το πρόσφερε στους ξένους, στα παιδιά και τα εγγόνια της. Ανάψανε και δυο λάμπες με πετρέλαιο μιας και είχε πιάσει να σκοτεινιάζει.
-Ε τι άλλο ήθελες δηλαδή;
-Τα Χριστούγεννα είναι μια διαφορετική μέρα, θέλει άλλα πράγματα για να την καταλάβεις. Να πας στην εκκλησία, να αφήσεις τις έννοιες και τις σκοτούρες σου στα χέρια Εκείνου που γεννήθηκε σε σπήλαιο και κοιμήθηκε σε φάτνη για να μας σώσει εμάς. Είναι μια γιορτή και μια μέρα να είσαι με την οικογένεια. Και για να σε προλάβω, αν δεν έχεις οικογένεια, κάτι άλλο θα γίνεται για να βρεις αυτήν οικογενειακή θαλπωρή όπως εγώ.
-Δεν έχεις οικογένεια;
-Όχι, είμαι μόνος μου… Αλλά να όπως είπα, κάτι γίνεται για να βρεις αυτό που χρειάζεσαι μια τέτοια μέρα.
Ο Μάρκος τον κοίταξε και μετά βάλθηκε να κοιτάει τους οικοδεσπότες. Είχαν μια ζεστασιά, οι κινήσεις και οι τρόποι τους. Αρχίσανε να στρώνουν για την νύχτα. Ο παππούς έλεγε στα εγγόνια του ιστορίες για τα καλικατζάρια που σαν απόψε ανέβαιναν στον κόσμο να πειράξουν τους ανθρώπους.
-Κάθονται κάτω στα τρίσβαθα της γης και ροκανίζουν το δέντρο που τη στηρίζει μα σαν μυριστούν πως ήρθαν τα Χριστούγεννα βγαίνουν στον απάνω κόσμο και αρχίζουν τις σκανδαλιές. Χαλάνε τη φωτιά, σκορπούν τη στάχτη, χύνουν το γάλα και ξινίζουν το γιαούρτι. Γι’ αυτό δε σβήνουμε τη φωτιά όλες τις μέρες να κρατάει μακριά τα καλικαντζάρια. Μέχρι να φύγουν την παραμονή των Φώτων, πριν χτυπήσουν οι καμπάνες!
-Και τι γίνεται τότε παππού;
-Πάνε πάλι κάτω αλλά τι να δουν; Το δέντρο είναι και πάλι ολάκερο και αρχίζουν από την αρχή.
Ο Μιχάλης πήγε κοντά στον Σαμουήλ.
-Με την αλλαγή μας στο σχέδιο δεν κάναμε τον εσπερινό.
-Το πρωί, πριν τον όρθρο, είπε ο Σαμουήλ. Αφού φέτος δεν συνοδεύεται από λειτουργία.
Πέσανε για ύπνο. Ο Μάρκος έμεινε να κοιτάζει τα δοκάρια στο ταβάνι με τα διάφορα σκεύη και τρόφιμα κρεμασμένα από αυτά, το τζάκι που έκαιγε και τελικά αποκοιμήθηκε. Δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι λίγες φορές στη ζωή του ήταν τόσο γαλήνιος και ήρεμος.

Χριστούγεννα Στο Βουνό 1

Author: Νυχτερινή Πένα /


-Αναμένεται νέα επιδείνωση του καιρού μετά την άφιξη του χαμηλού βαρομετρικού που έχει επηρεάσει όλη τη χώρα φέρνοντας χιόνια και χαμηλές θερμοκρασίες.
Ο Μάρκος έκλεισε το ραδιόφωνο φουρκισμένος καθώς οδηγούσε στο ορεινό οδικό δίκτυο. Δεν θα έφτανε εγκαίρως. Τι ήθελε ο καιρός και άλλαξε τόσο απότομα; τώρα θα χαλούσε τελείως τα σχέδιά του. Μετά από τόση δουλειά είχε κανονίσει και αυτός να πάει για λίγη ξεκούραση και θα το έχανε από τον καιρό, θα αναγκαζόταν να σταματήσει σε ποιος ξέρει ποιο και από τον Θεό ξεχασμένο χωριό να περάσει τα Χριστούγεννα.
Προσπέρασε στο χιονισμένο δρόμο δύο πεζούς, ο ένας ήταν ιερέας, φορούσε το μαύρο ράσο και το χαρακτηριστικό καπέλο, να δεις πως το λέγανε; Καλυμμαύχι, θυμήθηκε. Περίεργο που το θυμήθηκε, χρόνια είχε να μπει σε εκκλησία και πολύ περισσότερο να μιλήσει σε παππά. Αλλά θυμήθηκε τη γιαγιά του, την κυρά Βαρέλαινα όπως την ήξεραν όλοι στο χωριό από τη δουλειά του άνδρα της, που ο πατέρας της ήταν παππάς και έλεγε ότι έξω από το σπίτι ή το ναό ο προπάππος του δεν το έβγαζε ποτέ το καλυμμαύχι. Δίπλα στον ιερέα περπατούσε ένας άνδρας με συνηθισμένα ρούχα, ντυμένος καλά για το κρύο. Κρατούσε και ένα ψηλό ραβδί πεζοπορίας, μάλλον για βοήθεια στο χιονισμένο έδαφος. Είχαν και ένα γάιδαρο που ακολουθούσε πιστά και τον κρατούσε από το χαλινάρι ο ιερέας. Ήταν φορτωμένος με ένα μεγάλο πλεκτό καλάθι από τα παλιά που έβλεπε κανείς μόνο σε εκθέσεις με είδη λαϊκής τέχνης και με ένα βαλιτσάκι από τη μια ενώ από την άλλη είχε ένα μικρό σακίδιο.
Τους άφησε πίσω και γρήγορα τους ξέχασε. Σκεφτόταν το πολυτελές ξενοδοχείο με τους επιφανείς προσκεκλημένους και το πλούσιο τραπέζι με το οποίο θα γιόρταζαν τα Χριστούγεννα που θα ξημέρωναν. Σαμπάνια, καλά κρασιά και εξαιρετικά εδέσματα, έτσι όπως γιορτάζουν εκείνοι που είναι κάποιοι. Ένα κλίμα χαράς και ευωχίας ακόμα και αν δεν ήξερες καλά καλά ούτε τους συνδαιτημόνες σου.
Και το οποίο δεν φαινόταν ότι θα κατάφερνε να δει. Το χιόνι πύκνωνε και πρόσθετε καινούρια στρώματα στο ήδη υπάρχον στο δρόμο. Σε λίγο δεν θα μπορούσε να συνεχίσει. Σχεδόν μόλις έκανε τη σκέψη βρήκε το δρόμο κλειστό. Σταμάτησε στην άκρη και βγήκε έξω βρίζοντας. Έβγαλε το κινητό του και έκανε να καλέσει βοήθεια αλλά διαπίστωσε πως δεν είχε σήμα. Με ακόμα περισσότερες βρισιές προχώρησε να βρει ένα σπίτι με τηλέφωνο.
Περπάτησε πολύ περισσότερο από όσο θα ήθελε και χάθηκε μέσα στο χιονιά. Δεν είδε τη στάνη παρά μόνο όταν έπεσε πάνω στην πόρτα της κάνοντας το τεράστιο τσοπανόσκυλο να τρελαθεί στο γάβγισμα. Η πόρτα στο χαγιάτι άνοιξε και ένας μεγαλόσωμος άνδρας κουκουλωμένος με μια βαριά κάπα άνοιξε. Του έριξε μια ματιά και είπε:
-Τι ζητάς εδώ πάνω αδερφέ;
-Έχασα το δρόμο μου, απάντησε ο Μάρκος.
-Πεζός;
-Όχι έχω αυτοκίνητο, ο δρόμος όμως έκλεισε από το χιόνι, έχετε τηλέφωνο μήπως για να δω τι μπορώ να κάνω;
-Τηλέφωνο; Όχι παλληκάρι μου, δεν έχω εδώ πάνω τηλέφωνο αλλά και ποιος θα βρεθεί να σε βοηθήσει; Πιάσαμε την αργία. Βάλε το αυτοκίνητο κανονικά στην άκρη και έλα μέσα να μην παγώσεις.
-Και να μείνω εδώ πάνω;
-Δεν έχει που να πας αλλού πιο κάτω έχει πάνω από ένα μέτρο χιόνι.
-Καλύτερα να γυρίσω πίσω, είπε σκασμένος ο Μάρκος.
-Ως που να φτάσεις στην Κατάρα θα έχεις αποκλειστεί.
-Να πάρει! είπε ο Μάρκος και πρόσθεσε μια βλαστήμια.
-Να σε χαρώ, του είπε ο βοσκός, μη λες τέτοια πράγματα σαν μέρα που’ ναι. Άντε έλα μέσα μην ξεπαγιάσεις.
Μπήκαν στο αγροτόσπιτο, ήταν μια μεγάλη σάλα και ο βοσκός τον οδήγησε στο τζάκι που έκαιγε μια ζωηρή φωτιά. Από τα μαυρισμένα δοκάρια της οροφής κρέμονταν λουκάνικα και καλάθια με τυριά.
-Αν μη τι άλλο τρως καλά εδώ, σχολίασε.
-Αύριο, πρώτα ο Θεός, είπε ο άλλος.
-Γιατί σήμερα δεν κάνει;
-Όχι δα! κρέας και τυρί μια μέρα πριν τα Χριστούγεννα!
Ο Μάρκος κατάλαβε ότι είχε κάνει κάποιο είδος γκάφας, κάποια παράβαση στον κώδικα σωστής συμπεριφοράς αυτού του ανθρώπου και βιάστηκε να αλλάξει κουβέντα.
-Μόνος είσαι εδώ πάνω;
-Όχι, όλοι εδώ είμαστε, τα παιδιά είναι στο κατώι στα ζώα, η κυρά έχει πάει πιο πάνω στο μπάρμπα – Μήτσελα να τον καλέσει να έρθει εδώ μαζί μας.
Ένα χτύπημα στην πόρτα τον διέκοψε.
-Α αυτοί θα’ ναι, είπε ο βοσκός και πήγε να ανοίξει αλλά τον περίμενε μια έκπληξη.

Ω όπως Ω Φτάσαμε Στο Τέλος

Author: Νυχτερινή Πένα /


Πράγματι αυτή η σειρά του αλφαβήτου έφτασε στο τέλος της αλλά μπορώ να πω ότι το έκανε πάνω στην ώρα για να κάνει χώρο για ένα μικρό Χριστουγεννιάτικο έργο να μπούμε στο κλίμα των ημερών. Πότε; Αύριο κιόλας.

Το Λιοντάρι

Author: Νυχτερινή Πένα /


Ο Ασάντ Χαλίλ είναι ένας επαγγελματίας δολοφόνος, ένας από τους καλύτερους στον κόσμο και γνωστός στη διεθνή τρομοκρατία ως «Το Λιοντάρι.» Ο πράκτορας της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας Τζον Κόρι τον είχε αντιμετωπίσει στο παρελθόν και με την επιστροφή του στο Αμερικάνικο έδαφος πρέπει να το κάνει πάλι και αυτή τη φορά να δώσει τέλος στην υπόθεση.
Σαν πλοκή ήταν καλή και υπήρχε δράση, δεν μπορώ να πω ότι πήγαινε αργά, ενώ κρατούσε την αγωνία. Αυτό που δεν μου άρεσε ήταν η ελαφρά σε πολλά σημεία ατμόσφαιρα και το χιούμορ του Κόρι που διηγείται την ιστορία σε πρώτο πρόσωπο.

Ψ όπως Ψυχραιμία

Author: Νυχτερινή Πένα /


Με έχουν περάσει πολλές φορές στις διακοπές για ξένο, δεν είναι μόνο τα ανοιχτά μου χρώματα, λευκό δέρμα και γαλανά μάτια, ή το ότι διαβάζω ξένα βιβλία. Είναι που είμαι φλεγματικός σαν Άγγλος, ίσως και περισσότερο. Δεν είναι εύκολο να με ταράξεις, είναι ακόμα πιο δύσκολο να με προσβάλλεις. Αυτό λοιπόν πολλές φορές μου το έχουν πει για κακό, είναι κακό να είσαι απαθής λένε. Κάθε άλλο απαντώ.
Είναι κακό να αντιδράς στα πάντα σαν να είναι νευρικό ερέθισμα, η απάθεια των ανατολίτικων πρακτικών είναι υπερβολή και σαν τέτοια σίγουρα κακή αλλά δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να μπορείς να είσαι απαθής και υπεράνω μικροτήτων και μίζερων ανθρώπων. Το επεδίωκα πάντα και πάντα θα το επιδιώκω και όσο το κατορθώνω είμαι χαρούμενος γι’ αυτό.
Εσείς πόσο ψύχραιμοι είστε; Φλεγματικοί σαν Εγγλέζοι λόρδοι ή αρπάζεστε αμέσως σαν Ιταλοί; 

Χ όπως Χάρτες

Author: Νυχτερινή Πένα /


Οι χάρτες είναι το τρίτο αντικείμενο που συλλέγω μετά από νομίσματα και γραμματόσημα. Πάντα με μάγευε αυτή η λεπτομερής απεικόνιση περιοχών που στις περισσότερες φορές δεν είχα καν πατήσει. Μου άρεσε να βρίσκω τη θέση μου στο χάρτη ή να παρακολουθώ σε αυτόν την πορεία ενός ταξιδιού.
Όταν άρχισα να γράφω οι χάρτες γίνανε ένα σημαντικό βοήθημα για να είναι σωστά αυτά που γράφω, να παρακολουθώ τις κινήσεις των ηρώων μου και να υπολογίζω το χρόνο των ταξιδιών τους, ακόμα περισσότερο σε ιστορίες που περιείχαν και μεγάλες μάχες και στρατηγικές όπου σχεδίαζα επί χάρτου και τις επιχειρήσεις.
Όταν άρχισα να ασχολούμαι με τα μυθιστορήματα φαντασίας η σχέση μου με τους χάρτες πήρε άλλη διάσταση, τώρα ήταν κόσμοι πλασμένοι από εμένα, οι χάρτες τους δεν υπήρχαν αν δεν τους έφτιαχνα εγώ. Οπότε άρχισα και να χαρτογραφώ, σαν ζωγράφος δεν πιάνω μία αλλά σαν χαρτογράφος δεν είμαι και άσχημος πρέπει να πω. Φτιάχνω ωραίους χάρτες.
Εσείς τι σχέση έχετε με τους χάρτες;

Φ όπως Φαντασία

Author: Νυχτερινή Πένα /


Από παιδί με χαρακτήριζε η ζωηρή φαντασία, όχι του στυλ να έχω φανταστικό φίλο ή να βλέπω παράξενα πράγματα στις σκιές αλλά με το να έχω την έμπνευση να στήνω πλοκές και ιστορίες με κάθε ευκαιρία, να τις παίξω με τα στρατιωτάκια μου ή με φίλους ή να τις διηγηθώ και φυσικά αργότερα να τις γράφω.
Μεγάλωσα σε έναν κόσμο όπου ήμουν ο μόνος που ήξερα τα βιβλιοπαιχνίδια στον περίγυρό μου, και που ελάχιστοι είχαν μια ιδέα του τι είναι φανταστικό. Διαπίστωσα ακόμα μεγαλώνοντας ότι η φαντασία ήταν από ανεπιθύμητη έως παρεξηγήσιμη, αν δεν ήσουν προσγειωμένος απόλυτα στην πραγματικότητα με στόχο την καλή δουλειά με καλές απολαβές δεν σε θεωρούσαν φυσιολογικό. Το αποτέλεσμα; Να με κοιτάζουν πολλοί λοξά ακούγοντας για μυθιστορήματα και μάλιστα φαντασίας. Από την πλευρά μου εγώ δεν έκανα ποτέ πίσω και κανέναν συμβιβασμό. Ήμουν και παραμένω οπαδός της φαντασίας και εκείνη υπηρετεί το περισσότερο του έργου μου.
Εσείς πόσο ρεαλιστές είστε; Πατάτε και με τα δύο πόδια στη γη ή ταξιδεύτε πρόθυμα και στους κόσμους της φαντασίας; Λογοτεχνικά την προτιμάτε;    


Υ όπως Υπομονή

Author: Νυχτερινή Πένα /


Είμαι άνθρωπος που δεν θυμώνει ποτέ σχεδόν. Όταν θυμώσω ο θυμός μου είναι τρομερός, ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Αλλά συμβαίνει εξαιρετικά σπάνια, είμαι συνήθως ήρεμος και υπομονετικός σε βαθμό που να εκνευρίζονται οι άλλοι! Κάποτε ένας πελάτης είπε:
-Απορώ πως αντέχεις με όλα αυτά.
Ένας άλλος με αποκαλεί μόνιμα η ήρεμη δύναμη.
Παλαιότερα απορούσα πως μπορώ να είμαι τόσο ήρεμος και υπομονετικός. Η εξήγηση που δίνω είναι ότι αυτό μου το έμαθαν οι περιπέτειες της υγείας μου και η φορά που ήρθα κοντά στο θάνατο. Όταν έχεις δει το θάνατο να σε περιμένει μαθαίνεις να μην δίνεις σημασία σε πολλά, να βλέπεις πόσο μικρά και ασήμαντα είναι. Οπότε απέκτησα μια πιο ανεκτική στάση προς τον κόσμο που με κάνει πιο ήρεμο.
Εσείς είστε ήρεμοι ή αρπάζετε εύκολα;

Τ όπως Ταχυδρομεία

Author: Νυχτερινή Πένα /


Είχα πάντα μια πολύ καλή σχέση με τα ταχυδρομεία, από τη μια είχα ξεκινήσει από πολύ μικρός να συλλέγω γραμματόσημα από την άλλη είχα πάντα μεγάλη αγάπη για την αλληλογραφία. Είχα πολλές φιλίες δι’ αλληλογραφίας ενώ είχα και με φίλους αργότερα όταν εγώ έφυγα για να σπουδάσω ή όταν εκείνοι πήγαν αλλού για σπουδές.
Το αποκορύφωμα ήταν στο στρατό που δεν έρχονταν σχεδόν ποτέ οι ταχυδρόμοι χωρίς να έχουν κάτι για’ μένα αφού αλληλογραφούσα με την αδερφή μου αλλά και έναν στενό φίλο που σπούδαζε τότε στο Λονδίνο.
Το μόνο που δεν έγραψα ποτέ ήταν γράμμα σε αγαπημένη μιας και δεν χρειάστηκε ποτέ. Ή για να είμαι ακριβής στη δική μου αγαπημένη γιατί έγραψα για την αγαπημένη άλλου μια φορά. Ήταν στο στρατό, πάνε πια πάνω από δεκαοκτώ χρόνια. Ήμουν μέσα αλλά χωρίς καθήκοντα και έγραφα όταν ήρθε ένας στρατιώτης μου και με παρακάλεσε να του γράψω ένα γράμμα στην κοπέλα του  μιας και εκείνος δεν ήξερε να γράφει καλά. Το έκανα πράγματι και τον βοήθησα να πει όσα ήθελε. Ήταν κάτι ωραίο και από τις λίγα καλά που είχα να θυμάμαι από το στρατό.

Το Φυλακτό - 3 - Τέλος

Author: Νυχτερινή Πένα /


ΙΙΙ.

Συνέχισαν το ταξίδι του το πρωί μετά από ένα σύντομο πρωινό και δεν σταμάτησαν παρά μόνο λίγο για να ξεκουραστούν τα άλογα και να φάνε για μεσημέρι. Το ταξίδι τους ήταν χωρίς άλλον κίνδυνο και λίγο πριν την δύση του ήλιου είδαν τη μονή της Πέτρας.
Η μονή είχε πάρει το όνομά της από το πλάτωμα στο οποίο βρισκόταν και τώρα καθώς την πλησίαζαν οι ταξιδιώτες έβλεπαν με δέος τα ψηλά τείχη της και πίσω από αυτά τα κτίσματα της μονής και τον τρούλο του ναού της.
-Ποιος έρχεται στην πύλη της μονής; απαίτησε μια φωνή καθώς πλησίαζαν. Η είσοδος δεν επιτρέπεται μετά τη δύση του ηλίου.
-Είμαι ο αδερφός Φαύστος, είπε ο νεαρός μοναχός, ο άγιος ηγούμενος μας περιμένει. Η πύλη του μοναστηριού άνοιξε και ο Βοτανειάτης με την μικρή του ομάδα την πέρασαν για να βρεθούν σε μια πλακόστρωτη αυλή που ευωδίαζε από βασιλικό και αγιόκλημα.
Οι μοναχοί μαζεύτηκαν γύρω τους κοιτώντας ανήσυχοι την Λυδία αλλά παραμέρισαν καθώς ένας ψηλός και ευθυτενής παρά τα χρόνια του μοναχός πλησίασε.
-Άγιε ηγούμενε ευλογείτε, είπε ο Φαύστος.
-Ο Θεός, είπε ο ηγούμενος. Χαίρομαι που σε έχουμε πάλι κοντά μας. Τι νέα από την Ερυσίβη; από την πρωτεύουσα;
Ο Βοτανειάτης όμως δεν πρόσεχε τα λόγια του. Την προσοχή του είχε τραβήξει το μενταγιόν. Το έδειξε.
-Το μενταγιόν αυτό, είπε, είναι σαν της Λυδίας.
-Το μενταγιόν αυτό, είναι μοναδικό. Κάθε άλλο που μπορεί να έχεις δει άρχοντά μου είναι απομίμηση, είπε ο ηγούμενος. Και δεν έχει τις δυνάμεις του κατά των δαιμόνων.
-Γι’ αυτό και θα το καταστρέψω, είπε μια φωνή βαριά και μοχθηρή. Αυτό ήθελα, να με φέρεται εδώ όπου μπορούσα να μπω μόνο αν μας καλούσαν μέσα.
Ο Βοτανειάτης γύρισε και αντίκρισε την Λυδία, το πρόσωπό της ήταν μια γκροτέσκα μάσκα, το σώμα της είχε πάρει το χρώμα της στάχτης, τα ρούχα της έπεφταν κουρελιασμένα από πάνω της. Την ίδια στιγμή από το δάσος βγήκε ένας ολόκληρος στρατός και έτρεξε προς το μοναστήρι μόνο που δεν ήταν ανθρώπινος. Ήταν όλοι ντυμένοι με πανοπλίες και οπλισμένοι με σπαθιά και ασπίδες με το έμβλημα της αυτοκρατορίας, και ήταν όλοι νεκροί. Νεκροκεφαλές φαίνονταν από τα κράνη τους και σκελετωμένα χέρια κρατούσαν τα όπλα. Επιτέθηκαν αμέσως.
-Αδερφέ, είπε ο ηγούμενος, εκτέλεσε τον εξορκισμό. Οι υπόλοιποι εμπρός να κρατήσουμε αυτό το μίασμα έξω από τη μονή μας.
-Ας τους βοηθήσουμε! είπε ο Βάλρους και ξεθηκάρωσε τα σπαθιά του, μπήκε στην μάχη με τον Λέοντα να τον ακολουθεί.
-Άρχοντα Βοτανειάτη, είπε ο Φαύστος, θα χρειαστώ τη βοήθειά σου. Κράτησέ την.
-Κράτησέ με, είπε αποπλανητικά η Λυδία, και το πρόσωπό της είχε γίνει ξανά το γλυκό γυναικείο που ήταν. Θυμάσαι πως ένιωσες κοιτώντας με;
Ο Φαύστος άρχισε να διαβάζει τον εξορκισμό. Η Λυδία συστράφηκε στα χέρια του Βοτανειάτη.
-Άσε με!
--Πνεύμα το αρχαίκακον, το εμφωλεύον εν αυτή έξελθε και άπελθε απ’ αυτής. Άπελθε μη είς κώμην και πόλιν αλλ’ εις γην έρημον και άβατον.
Η μάχη στην πύλη είχε ανάψει για τα καλά, κλαγγές όπλων και οι φωνές των τραυματισμένων αντηχούσαν στο χώρο, οι αντίπαλοί τους δεν έκαναν θόρυβο, δεν έβγαζαν ήχο όταν έπεφταν. Ένας θυελλώδης άνεμος είχε σηκωθεί και ο ουρανός είχε γεμίσει μολυβένια σύννεφα που δονούνταν από υπόκωφες βροντές.
Ο αδερφός Φαύστος συνέχισε:
-Επιτιμά σε δαίμονα ο Κύριος, ο έχω εξουσίαν και δύναμιν και διδών εξουσία σε εκείνους που είναι δικοί του, του πατείν επί όφεων και σκορπίων και πάσης της δυνάμεώς σου. Σε επετιμά και προστάσει σε, άπελθε.
Η Λυδία τρίφτηκε πάνω στον Βοτανειάτη.
-Έλα άρχοντά μου, πάρε με, είμαι δική σου.
Στο μυαλό του ήρθε πάλι η στιγμή που την είδε γυμνή στο λουτρό. Ένιωσε να τη θέλει, τη θέρμη του σώματός της να το τυλίγει, το βάρος των στηθιών της στα χέρια του. Τους γοφούς της πάνω του όπως την κράταγε.
Ο Βάλρους και ο Λέων μάχονταν στην πρώτη γραμμή ανάμεσα στους μοναχούς. Ο Λέων έβρισε καθώς ένας πολεμιστής βρέθηκε πίσω του και ίσα που πρόλαβε να τον σταματήσει με ένα χτύπημα που του πήρε το κεφάλι.
-Προτιμούσες το κελί σου; τον πείραξε ο Βάλρους.
-Εκεί είχε μόνο κατσαρίδες τουλάχιστον!
Ο αδερφός Φαύστος συνέχιζε τον εξορκισμό ενώ η μάχη μαινόταν.
-Πονάω, είπε με παράπονο η Λυδία, αφήστε με σας εκλιπαρώ.
Ο Βοτανειάτης κοίταξε τον μοναχό που κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Παρά το κρύο δειλινό ήταν κάθιδρος κάτι που ίσχυε και για τον πολεμιστή. Την κράτησε ακόμα πιο γερά προσπαθώντας να αγνοήσει την έλξη που ασκούσε πάνω του η επαφή της.
-Άπελθε εις τόπον σκοτεινόν και καταραμένον, είπε ο Φαύστος, σε άβυσσον εσχάτη.
Οι μοναχοί και οι δύο πολεμιστές δεν θα κρατούσαν πολύ ακόμη, ο εχθρός τους πίεζε και είχαν ήδη αρχίσει να υποχωρούν.
-Αμήν! ολοκλήρωσε τον εξορκισμό ο Φαύστος και η Λυδία συνταράχτηκε από έναν σπασμό. Μια καθόλα μη ανθρώπινη κραυγή βγήκε από το στόμα της καθώς ο δαίμονας την εγκατέλειπε νικημένος.
Την ίδια στιγμή οι σκελετικοί πολεμιστές σωριάζονταν και αυτοί στο έδαφος, στερημένοι από την κινητήριά τους δύναμη. Ο Βοτανειάτης άφησε την κοπέλα και πήρε βαθιά ανάσα. Απέναντί του ο Φαύστος γονάτιζε και ανέπεμπε μια ευχαριστήρια προσευχή στον Θεό.

-Το μενταγιόν μου είναι ένα ισχυρό όπλο πάνω στους δαίμονες και τα σχέδιά τους, είπε ο ηγούμενος.
Οι τρεις πολεμιστές και η Λυδία ήταν έτοιμοι να φύγουν. Είχαν μείνει μια βραδιά στη μονή και με το χάραμα της επόμενης μέρας ήταν στη σέλα και πάλι.
-Γι’ αυτό ο δαίμονας σκαρφίστηκε αυτό το σχέδιο για να έρθει εδώ και να το καταστρέψει. Αλλά για μια ακόμα φορά το καλό νίκησε. Σας ευχαριστούμε για τη βοήθειά σας.
Ο Βοτανειάτης κατένευσε και έδωσε το σύνθημα να ξεκινήσουν. Η Λυδία ίππευε και πάλι πίσω του. Ένιωθε τα στήθη της καθώς έγερνε στην πλάτη του, και ήξερε ότι δεν ήταν τυχαίο, μόνο αθώα δεν τον άγγιζε από το πρωί. Πριν τελειώσει το ταξίδι αυτό θα είχε χαρεί τον ερωτά της.
-Τι λες να κάνουμε τώρα; ρώτησε ο Βάλρους καθώς άφηναν το μοναστήρι πίσω τους.
Ο Βοτανειάτης το σκέφθηκε για μια στιγμή.
-Τι λες για μια στάση κατά του Μαρδοχαίου;
Τέλος

Το Φυλακτό - 2

Author: Νυχτερινή Πένα /


ΙΙ.

Ο Βοτανειάτης βγήκε από το νερό και αφού σκουπίστηκε καλά με την πετσέτα άρχισε να ντύνεται. Μετά τις φυλακές είχαν αφήσει τον αυλικό και είχαν μεταβεί στα λουτρά του Πανδρόσου, όπως είχε πει, όπου θα μπορούσαν να ξεπλύνουν από πάνω τους τη βρώμα της φυλακής πριν ντυθούν με καινούρια καθαρά ρούχα.
Τώρα με τα πάντα καθαρά, από τις μαύρες μπότες μέχρι τον ίδιου χρώματος μανδύα του, άρχισε να ζώνεται τα όπλα του, πολεμούσε με μια μεγάλη σπάθα αλλά έφερε πάντα μαζί του και ένα εγχειρίδιο. Πέρασε την καμάρα για τον επόμενο χώρο και στάθηκε. Μπορούσε να δει στην απέναντι κάμαρα την Λυδία να ντύνεται. Ήξερε ότι δεν ήταν σωστό αλλά δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα από την γυμνή μορφή της. Το δέρμα της ήταν στο χρώμα της κανέλλας, λείο και αψεγάδιαστο, τα πόδια ήταν μυώδη και καλοσχηματισμένα, τα φαντάστηκε σφιγμένα γύρω από τους γοφούς του. Κούνησε το κεφάλι του, είχε μείνει πολύ καιρό στη φυλακή μακριά από κάθε γυναίκα. Η Λυδία φόρεσε ένα απλό λευκό φόρεμα, συνηθισμένο στις αγροτικές κοινωνίες, γλίστρησε πάνω από τα βαριά στήθη της με τις ροδαλές θηλές και του γεμάτους γοφούς της. Μόλις το φόρεσε τίναξε τα μαύρα μαλλιά της  και έβγαλε το μενταγιόν έξω από το φόρεμα, προφανώς δεν ίσχυε το ίδιο για εκείνη όπως για τους άλλους, δεν την έβλαπτε που το άγγιζε.
Παρατήρησε το μενταγιόν καλύτερα, ήταν χρυσό, με ένα σχέδιο σκαλισμένο σαν ένα σύνολο από φύλλα, με μια πράσινη πέτρα στο κέντρο. Αναρωτήθηκε πως είχε βρεθεί στα χέρια της. Η κοπέλα προχώρησε προς το μέρος του και υποκλίθηκε δειλά.
-Είμαι έτοιμη άρχοντά μου.
Βγήκαν στον προθάλαμο όπου τους συνάντησαν οι άλλοι τρεις άνδρες. Ο Λέων Νεστάνης, ο υπασπιστής του, είχε πλυθεί και είχε χτενίσει τη γενειάδα του, αυτός και ο Βάλρους είχαν προλάβει να απολαύσουν και τις χάρες δυο γυναικών από τις υπηρέτριες των λουτρών. Σίγουρα είχαν στερηθεί τη γυναικεία συντροφιά τόσο καιρό όπως και ο ίδιος. Ο Λέων είχε οπλισθεί με ξίφος και ασπίδα, όπως και όταν πολεμούσαν με τον αυτοκρατορικό στρατό, ο Βάλρους Οστράγκεν, με τα δύο που χρησιμοποιούσε όντας αμφιδέξιος γεγονός για το οποίο είχε γίνει διάσημος στην αυτοκρατορική φρουρά, τη λεγόμενη των Βαράγγων.
-Τι θα κάνουμε τώρα στρατηγέ; ρώτησε ο Λέων.
-Θα ξεκινήσουμε το ταξίδι μας μόλις βρούμε μερικά άλογα.
-Δεν ξέρω να ιππεύω άρχοντά μου, είπε η Λυδία.
-Εντάξει, θα σε πάρω πισωκάπουλα, είπε ο Βοτανειάτης.

Η μονή της Πέτρας βρισκόταν στην δυτική πλευρά των ορέων του Κρίκου. Ήταν μια αρχαία μονή με παρελθόν μεγαλύτερο της χιλιετίας. Ήταν φημισμένη για την σοφία των μοναχών της και την πλούσια βιβλιοθήκη της αλλά και για τους αγώνες του τάγματος κατά των δαιμονικών δυνάμεων. Πριν υποχωρήσουν τα σύνορα της αυτοκρατορίας δεν ήταν τόσο απομονωμένη και πολλοί την επισκέπτονταν.
Απείχε από την Ακροκώμη και τα σύνορα δύο περίπου ημερών δρόμο. Η μικρή ομάδα του Βοτανειάτη άφησε πίσω της την πόλη και προχώρησε στους πρόποδες του βουνού. Οι τρεις πολεμιστές μιλούσαν μεταξύ τους για όσα είχαν ζήσει και τι τους περίμενε στον προορισμό τους. Ο Φαύστος μιλούσε λίγο αλλά φαινόταν ότι γνώριζε πολλά πράγματα για τις περιοχές και το παρελθόν της αυτοκρατορίας. Η Λυδία μιλούσε ελάχιστα.
Σταμάτησαν για να περάσουν τη νύχτα τους στα ερείπια ενός παλιού φυλακίου. Δύο τοίχοι που σχημάτιζαν γωνία είχαν διασωθεί όρθιοι και οι πλάκες του δαπέδου είχαν επιζήσει της μανίας της φύσης οπότε ήταν ένα καλό μέρος. Το ότι παραδίπλα βρισκόταν και μια πηγή με τρεχούμενο νερό το έκανε ακόμα πιο κατάλληλο. Ο Φαύστος μάζεψε ξύλα και άναψαν φωτιά ενώ μοιράστηκαν λίγα από τα τρόφιμα που είχαν αγοράσει από την πόλη πριν φύγουν. Οι τρεις πολεμιστές μοιράστηκαν τις βάρδιες για να φυλάξουν σκοπιά και μετά έπεσαν όλοι για ύπνο εκτός από τον Βοτανειάτη που είχε την πρώτη βάρδια.
Τους ξύπνησε ο Λέων που φυλούσε τη δεύτερη βάρδια. Είχε ακούσει κάτι μέσα στη σιγαλιά της νύχτας και πίστευε ότι ήταν κάτι που πλησίαζε προς το μέρος τους. Αυτό που πλησίαζε εμφανίστηκε ξαφνικά, ήταν ένα ον που παρόμοιο του δεν είχαν ξαναδεί. Έμοιαζε με φίδι αλλά ήταν πολύ μεγαλύτερο, οι κουλούρες του σέρνονταν πίσω του ενώ το ορθωμένο μέρος από το καλυμμένο με μαύρες φολίδες σώμα του ήταν πιο ψηλό από τον πολεμιστή. Ένα οστέινο στεφάνι προφύλασσε το λαιμό του και μια μαύρη γλώσσα οπλισμένη με ένα κεντρί που έσταζε δηλητήριο μπαινόβγαινε στο στόμα του.
-Για όνομα της Φρέια, τη είναι αυτό το πράγμα; Αναφώνησε ο Βάλρους.
-Ένας Υπερόφις, είπε ο Βοτανειάτης. Το κεντρί του είναι θανάσιμο μην το χάνετε από τα μάτια σας. Φαύστε, Λυδία, μείνετε πίσω.
Οι τρείς πολεμιστές ανοίχτηκαν καθώς προσπαθούσαν να κυκλώσουν το τέρας για να μην είναι σε θέση να παρακολουθήσει και τους τρεις και να του καταφέρουν το μοιραίο χτύπημα. Ο Υπερόφις επιτέθηκε τελικά στον Λέοντα που καλύφθηκε πίσω από την ασπίδα του η οποία δέχθηκε το χτύπημα από το τεράστιο τριγωνικό κεφάλι. Ο πολεμιστής δεν άντεξε την ορμή της πρόσκρουσης και έπεσε πίσω. Ο Υπερόφις σύριξε θριαμβευτικά αλλά όπως είχε το κεφάλι του χαμηλά έδωσε στον Βοτανειάτη την ευκαιρία να κατεβάσει με βία τη σπάθα του στο λαιμό του ακριβώς πίσω από την οστέινη πανοπλία του αποκεφαλίζοντάς τον.
-Τι άλλο θα δούμε, είπε ο Λέων ενώ σηκωνόταν όρθιος.
Η απάντηση ήρθε μέσα από τα δέντρα. Ήταν μια δράκα ψηλών, μεγαλόσωμων όντων με μυώδη σώματα και κυρτές πλάτες που ήταν οπλισμένα με τσεκούρια και ρόπαλα.
-Εγώ και η γλώσσα μου η μεγάλη, είπε ο Λέων, να πάρει. Τι είναι αυτά τα πλάσματα;
-Τελώνια, είπε ο Βάλρους με απέχθεια και προχώρησε να αντιμετωπίσει τα κακόβουλα όντα. Ο Βοτανειάτης και ο Λέων έσπευσαν να πάρουν θέση δίπλα του.
Αυτή η μάχη ήταν πιο δύσκολη από τη μάχη με τους πολεμιστές κάτω, τα τελώνια ήταν εξαιρετικά δυνατά και αιμοβόρα. Αν είχαν ένα μειονέκτημα ήταν η έλλειψη συντονισμού, δεν πολεμούσαν σαν ομάδα αλλά το καθένα μόνο του, έτσι πολλές φορές αλληλοεμποδίζονταν επιτρέποντας στους τρεις πολεμιστές να τα αντιμετωπίζουν και τελικά ένα προς ένα να τα σκοτώσουν.
Μόλις έπεσε και το τελευταίο τελώνιο νεκρό ο Βάλρους είπε:
-Είναι νύχτα, μπορείτε να κοιμηθείτε ακόμα κάμποσο. Να φυλάξω και’ γω την βάρδιά μου.
Ξάπλωσαν και πάλι. Ο Βοτανειάτης που είχε ξαπλώσει δίπλα στην Λυδία πρόσεξε ότι δεν κοιμόταν.
-Τι έχεις; τη ρώτησε χαμηλόφωνα.
-Φοβάμαι, αυτά τα… πράγματα ήρθαν για’ μενα.
-Θα σε προστατέψουμε, είπε ο Βοτανειάτης, μέχρι να απαλλαγείς από το μενταγιόν.
Η κοπέλα μετακινήθηκε πιο κοντά του.
-Ό,τι και αν γίνει; ψιθύρισε.
-Ναι, είπε ο Βοτανειάτης.
Η κοπέλα χαμογέλασε και αποκοιμήθηκε. Εκείνος όμως δεν το κατάφερε, όπως ήταν ξαπλωμένη έβλεπε το πλούσιο στήθος της να ανεβοκατεβαίνει στο ρυθμό της ανάσας της και θυμήθηκε την εικόνα της γυμνή στο λουτρό.