Κεφάλαιο
16
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα
όταν άρχισαν να το διαλύουν και να αποσύρονται για ύπνο. Ο Τόμας και η Νιόβη
ήταν από τους τελευταίους που είχαν μείνει ξύπνιοι, Έμειναν για λίγο μπροστά
στο τζάκι να συζητούν και μετά σηκώθηκαν να πάνε για ύπνο. Πρόσεξαν πως ο
Μιχάλης ήταν ακόμα καθισμένος στο γραφείο του διαβάζοντας ένα βιβλίο. Τον
πλησίασαν και ο Τόμας ρώτησε:
-Έχεις αϋπνίες;
-Ανησυχώ για την Ντήντρα,
κάτι τη στενοχωρεί και δεν μου λέει τι. Δεν έχει κατέβει από το δωμάτιό της από
τη στιγμή που έλαβε εκείνο το γράμμα.
-Πήγαινε να της μιλήσεις,
είπε η Νιόβη. Δεν είναι παρεξηγήσιμο να πας μια φορά στο δωμάτιό της. Όλοι
ξέρουν εξ’ άλλου πως είστε μαζί.
-Ίσως να πρέπει.
-Να σου ζητήσω μια χάρη;
είπε ο Τόμας.
-Πες το, είπε ο Μιχάλης
καθώς σηκωνόταν από τη θέση του.
-Μπορώ να χρησιμοποιήσω
την εμπειρία μου από το θεατρικό για μια εργασία στη σχολή; Ρωτάω επειδή θα
πρέπει να κάνω αναφορά στο έργο αλλά και στη συνεργασία με τους συντελεστές του
οπότε καταλαβαίνεις.
-Κανένα πρόβλημα.
-Ευχαριστώ.
Ανέβηκαν μαζί στον
δεύτερο όροφο. Ο Τόμας και η Νιόβη προχώρησαν προς το δωμάτιο της κοπέλας ενώ ο
Μιχάλης σταμάτησε έξω από το δωμάτιο της Ντήντρα.
-Η Σήλια θέλει να έρθει
εδώ, είπε ο Τόμας. Μένει στο σπίτι μου προς το παρόν μιας και εγώ θα περάσω τη
νύχτα μου εδώ.
Μπήκαν στο δωμάτιο και η
Νιόβη στράφηκε και τον κοίταξε.
-Εντάξει, ας έρθει στην αδελφότητα.
Της είπες πως λειτουργούμε;
-Ναι, και της αρέσει. Της
μίλησα και για’ σενα.
-Και τι είπες; ρώτησε με
ένα πονηρό χαμόγελο η Νιόβη ενώ ξεκούμπωνε τα κουμπιά του πουκαμίσου του.
-Της είπα ότι είσαι
αξιολάτρευτη και δεν θέλω να σε χάσω, ψιθύρισε ο Τόμας και την φίλησε με πάθος παίρνοντας
την κατάσταση στα χέρια του.
Ο Μιχάλης στάθηκε για μια
στιγμή αναποφάσιστος μπροστά στην πόρτα της Ντήντρα και μετά την άνοιξε. Ήταν
αυτό σχεδόν που περίμενε. Η κοπέλα είχε αποκοιμηθεί με τα ρούχα κουλουριασμένη
πάνω στο κρεβάτι. Τη σκέπασε με μια κουβέρτα και κάθισε δίπλα της.
Η Ντήντρα ξύπνησε με μια
κραυγή και ανακάθισε βαριανασαίνοντας. Το όνειρο που είχε δει ήταν τόσο ζωντανό.
Συνειδητοποίησε πως ήταν σκεπασμένη με κουβέρτα, ότι ο Μιχάλης καθόταν απέναντί
της στην μόνη καρέκλα του δωματίου και τώρα σηκωνόταν για να έρθει κοντά της
ταυτόχρονα με το γεγονός ότι δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της.
-Ησύχασε, είπε ο Μιχάλης απαλά.
Ήταν μόνο ένα όνειρο.
Κάθισε κοντά της και η
Ντήντρα αναζήτησε καταφύγιο στην αγκαλιά του.
-Φοβάμαι, είπε η Ντήντρα,
μην μ’ αφήσεις μόνη.
-Δεν θα σε αφήσω, είπε ο
Μιχάλης χαϊδεύοντας τα μακριά μαλλιά της.
Η Ντήντρα τον φίλησε στα
χείλη και αυτό το φιλί ήταν πολύ διαφορετικό από όσα του είχε ως τώρα δώσει. Τα
φιλιά της Ντήντρα δεν ήταν τα γεμάτα πάθος φιλιά των ερωτευμένων, ήταν τα
τρυφερά και απαλά φιλιά αγάπης και ειδικά της πρώτης αγάπης. Απόψε όμως δεν
ήταν έτσι. Η Ντήντρα τον φιλούσε με πρωτόγνωρο για’ κείνη ερωτισμό και ο
Μιχάλης μάντεψε τι ζητούσε. Την εξασφάλιση ότι θα ήταν κοντά της, κάτι την είχε
τρομάξει πολύ για να τη σπρώξει σε μια πράξη αντίθετη με το χαρακτήρα της.
Η Ντήντρα τον ξαναφίλησε
με θέρμη και έπιασε το χέρι του με σκοπό να το οδηγήσει στο σώμα της. Τα
δάκτυλά τους μπλέχτηκαν, το φιλί έγινε πιο βαθύ. Ήταν πολύ πιο δύσκολο να
αρνηθεί στην Ντήντρα απ’ ό,τι ήταν στη Ρεμπέκα γιατί την Ντήντρα την αγαπούσε
δεν ήταν απλά ο πειρασμός που έπρεπε να νικήσει. Ήταν όμως σίγουρος για την
απόφασή του, δεν θα εκμεταλλευόταν τη στιγμή αδυναμίας της αγαπημένης του.
-Ντήντρα, είπε όπως την
είχε στην αγκαλιά του, είσαι φοβισμένη. Κοιμήσου τώρα και θα μιλήσουμε το πρωί.
-Μείνε κοντά μου.
-Στο υπόσχομαι, πάντα θα
είμαι κοντά σου.
Την ξάπλωσε πίσω στο
κρεβάτι της και γονάτισε δίπλα της κρατώντας το χέρι της. Το γόνατό του του
έστειλε ένα κύμα πόνου αλλά το αγνόησε.
Γαληνεμένη από την
παρουσία του και τη σιγουριά που αυτή της προσέφερε η Ντήντρα αποκοιμήθηκε και
πάλι.
Δίπλα από το μαξιλάρι της
ο Μιχάλης διέκρινε ένα χαρτί και το πήρε στο ελεύθερο χέρι του. Δεν άργησε να
καταλάβει πως ήταν ένα γράμμα που είχε σταλθεί από τη οικογένεια της Ντήντρα
στην ίδια. Ήταν ένα γράμμα λιτό και γεμάτο απελπισία. Η δύσκολη οικονομική θέση
της οικογενείας της είχε γίνει ακόμα πιο δυσχερής και δεν υπήρχαν ελπίδες για
βελτίωση. Το γεγονός πως εκείνη έμενε σε αδελφότητα και σπούδαζε με υποτροφία
της επέτρεπε να συνεχίσει τις σπουδές της αλλά τα πράγματα ήταν δύσκολα.
Αυτό ήταν λοιπόν που
έθλιβε την αγαπημένη του. Δεν της το έγραφαν καθαρά αλλά υπήρχε η έμμεση πίεση
να αφήσει τις σπουδές της για να πάει να βοηθήσει την οικογένεια της. Θα ήταν
κρίμα, η Ντήντρα ήταν λαμπρή φοιτήτρια, δεν έπρεπε να παρατήσει τις σπουδές
της.
Ο Μιχάλης κοίταξε το
γαληνεμένο πρόσωπο της αγαπημένης του, ευτυχώς σ’ αυτό της το πρόβλημα μπορούσε
να δώσει τη λύση.
Η Νιόβη κατέβηκε στο
ισόγειο μαζί με τον Τόμας. Βρήκαν μόνο τον Μαξιμίλιαν να πίνει καφέ. Τον καλημέρισαν
και ο Τόμας πήγε να βάλει καφέ.
-Σε προειδοποιώ, είπε η
Νιόβη, ο καφές του Μαξιμίλιαν είναι πολύ δυνατός.
-Εντάξει, όπως μου αρέσει,
είπε εκείνος.
Η Νιόβη στράφηκε στον
Μαξιμίλιαν.
-Δεν έχει σκάκι σήμερα;
-Δεν ξέρω που είναι ο Μιχάλης.
Ανησύχησα που δεν τον βρήκα όρθιο - ξέρεις ότι είναι ο πρώτος που ξυπνάει - και
πήγα στο δωμάτιό του. Δεν είναι εκεί. Η Νιόβη και ο Τόμας κοιτάχτηκαν και μετά
η κοπέλα είπε:
-Ίσως πέρασε αλλού τη
νύχτα του.
-Που αλλού; είπε ο
Μαξιμίλιαν.
-Εγώ πρέπει να πηγαίνω, είπε
ο Τόμας.
Η Νιόβη τον συνόδεψε στην
πόρτα και τον φίλησε στα χείλη.
-Μην αργήσεις, του
ψιθύρισε.
-Θα έρθω το μεσημεράκι με
τη Σήλια.
-Εντάξει.
Ο Τόμας προχώρησε προς το
αυτοκίνητό του και η Νιόβη έμεινε να τον κοιτάζει αναλογιζόμενη πόσο είχε
αλλάξει η ζωή της τον τελευταίο μήνα. Ενώ ο Τόμας απομακρυνόταν ένας νεαρός με
μηχανάκι πάρκαρε και ξεπεζεύοντας την πλησίασε κρατώντας ένα πακέτο.
-Η κυρία Κομνηνού; ρώτησε.
-Η ίδια.
-Από τον κύριο Λάσκαν, υπογράψτε
εδώ για την παραλαβή.
Ο νεαρός έφυγε και η
Νιόβη έμεινε να ανοίγει το κλεισμένο σε σελοφάν πακέτο που περιείχε το πρώτο
σενάριο που της πρότειναν να παίξει.
Η Ντήντρα ξύπνησε
νιώθοντας πολύ διαφορετικά απ’ όταν κοιμήθηκε. Δίπλα της ο Μιχάλης είχε
αποκοιμηθεί όπως ήταν γονατισμένος και το χέρι του ήταν ακόμα μπλεγμένο με το
δικό της. Βούρκωσε, ήξερε πόσο δύσκολο ήταν για’ κείνον όπως ήταν
τραυματισμένος να περάσει τη νύχτα γονατισμένος δίπλα της. Την αγαπούσε τόσο
πολύ. Έσκυψε και τον φίλησε απαλά ενώ αναρωτιόταν τι είχε κάνει αυτόν τον αρκετά
μεγαλύτερό της άνδρα να της δώσει τέτοια αγάπη. Το άγγιγμά της ξύπνησε το
Μιχάλη που χαμογέλασε αντικρίζοντάς τη. Έκανε να σηκωθεί και μια έκφραση πόνου
σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Σφίγγοντας τα δόντια ολοκλήρωσε την κίνησή του. Χλόμιασε
και παραπάτησε, προσπάθησε να ανακτήσει την ισορροπία του αλλά δεν μπόρεσε και
έπεσε. Για καλή του τύχη έπεσε πάνω στο κρεβάτι της Ντήντρα.
-Εγώ φταίω, είπε η κοπέλα
και πρόσθεσε σκύβοντας από πάνω του, είσαι καλά;
-Συνηθισμένα πράγματα, είπε
ο Μιχάλης, και δεν φταις εσύ αν εγώ κάνω κάτι που ξέρω πως δεν πρέπει.
-Εγώ φταίω όμως που
πέρασες τη νύχτα σου γονατισμένος δίπλα μου.
-Δεν έχει σημασία, είπε ο
Μιχάλης ενώ ανακαθόταν στο κρεβάτι δίπλα της. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι
μπορώ να σε βοηθήσω με το πρόβλημα που αντιμετωπίζεις.
-Δεν πρέπει... Δεν μπορώ
να το δεκτώ αυτό, Έχεις ήδη κάνει πολλά για’ μένα.
-Και θα κάνω και αυτό, είπε
ο Μιχάλης.
Η Ντήντρα τον αγκάλιασε
και τον φίλησε. Ο χρόνος έμοιαζε να σταματάει και τα προβλήματα να ξεχνιούνται
σε τέτοιες στιγμές. Όταν αποχωρίστηκαν ο ένας τον άλλο η Ντήντρα ψιθύρισε:
-Τι καλό έχω κάνει και
μου αξίζει τόση αγάπη.
-Ποτέ δεν θα μπορέσω να
στο εκφράσω, είπε ο Μιχάλης, έλα πάμε για πρωινό και θα σου πω τι θα κάνουμε με
τα χρήματα που χρειάζονται.
Η Νιόβη είχε επιστρέψει
στην απομόνωση του δωματίου της για να διαβάσει
το σενάριο της ταινίας που της έστειλε ο Λάσκαν. Τα χέρια της έτρεμαν
καθώς άνοιγε το σελοφάν. Ήταν από την έξαψη και τη συγκίνηση, ήταν πια ηθοποιός,
της είχαν στείλει σενάριο για να αποφασίσει αν θα πάρει μέρος.
Η πρώτη σελίδα έγραφε «Επιχειρήσεις
Λάσκαν» και από κάτω «Πρώτη Αγάπη.» Γύρισε σελίδα και διάβασε τον τίτλο: Σύνοψη.
Ήταν η περίληψη της ιστορίας.
Η Άμυ Ρότζερς έρχεται στη
Νέα Αγγλία για να αναλάβει ως οικοδασκάλα της μικρής Ανιές της κόρης του τοπικού
γαιοκτήμονα Γκρέγκορι Χήθκλιφ. Αντιμετωπίζει θαρραλέα την αυστηρότητά του αλλά
και την αντιπάθεια του αδερφού του Άιαν. Η Άμυ αναλαμβάνει τα καθήκοντά της και
γρήγορα η Ανιές τη συμπαθεί και αρχίζει να της ανοίγεται. Η Άμυ μαθαίνει πως η
μητέρα της και γυναίκα του Γκρέγκορι πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες και πως
της έμοιαζε πολύ. Μαθαίνει ακόμα από τη νταντά της μικρής πως ο Άιαν ήταν
ερωτευμένος μαζί της και ο άνδρας της το ήξερε. Η Άμυ έλκεται από τον Άιαν και
γίνονται εραστές. Η σχέση τους όμως δεν μένει κρυφή και ο Γκρέγκορι αντιδρά
εξαιρετικά βίαια. Η Άμυ όμως θα μείνει με τον Άιαν σε ένα δραματικό φινάλε.
Της άρεσε.
Γύρισε σελίδα και άρχισε
να διαβάζει:
«Μακρινό πλάνο σε ένα
μεγάλο ιστιοφόρο, κοντινό στην κοπέλα που κοιτάει τον ωκεανό ακουμπισμένη στην κουπαστή
του καταστρώματος...»
Όταν κατέβηκε στο ισόγειο
είχε πάρει την απόφασή της, θα έπαιρνε μέρος στην ταινία αν ο Λάσκαν δεχόταν
δυο - τρεις ενστάσεις της. Ήθελε και τη γνώμη του Τόμας σαν σκηνοθέτη και θα
ήταν το πρώτο που θα του έλεγε μόλις ερχόταν κάτι που έγινε ακριβώς εκείνη τη
στιγμή. Είχε κατέβει πάνω στην ώρα για να ανοίξει στον Τόμας. Μαζί του ήταν μια
κοπέλα με μαύρα μαλλιά και καστανά μάτια.
Ο Τόμας έκανε τις
συστάσεις και η Νιόβη τους οδήγησε στο μεγάλο δωμάτιο όπου βρίσκονταν τα
περισσότερα μέλη της αδελφότητας για να τη συστήσει.
-Έχω νέα να σου πω, είπε
στον αγαπημένο της, ο Λάσκαν μου έστειλε το σενάριο. Είναι πολύ καλό.
-Χαίρομαι, είπε ο Τόμας
και την αγκάλιασε.
Φιλήθηκαν κάτω από το
υπολογιστικό βλέμμα τη Σήλια.
Όταν πήγαν στο κοινό
δωμάτιο η Νιόβη σύστησε στους υπόλοιπους το νέο μέλος. Μόνο η Άλεξ πρόσεξε τον
τρόπο που η Σήλια κοίταζε τον Άνταμ και την Κέητ και έτσι ήταν η μόνη που
υποψιάσθηκε πως θα είχαν μπελάδες.
Ο Άνταμ και η Κέητ
ανέλαβαν να ξεναγήσουν την Σήλια στη σχολή, της έδειξαν τα κατατόπια, που
γίνονταν ποια μαθήματα και κατόπιν κάθισαν σε μια καφετέρια για έναν καφέ.
-Μ’ αρέσει εδώ, είπε η
Σήλια καθώς καθόταν σε μια άνετη πολυθρόνα και σταύρωνε τα πόδια της, είχε
λεπτό και γυμνασμένο σώμα και ήταν προφανές πως της άρεσε να το επιδεικνύει. Μου
αρέσει η πόλη και η σχολή, και μ’ αρέσει και η αδελφότητα.
-Χαίρομαι, είπε η Κέητ, μάλλον
θα προσαρμοστείς πιο εύκολα από’ μένα. Η προσαρμογή μου ήταν δύσκολη και αν δεν
ήταν ο Άνταμ...
-Πόσο καιρό είστε μαζί
εσείς οι δυο; είπε η Σπήλια παίρνοντας την κούπα της με τον αχνιστό καφέ.
-Δυο μήνες περίπου, είπε
η Κέητ.
-Δεν υπάρχει πρόβλημα με
την αδελφότητα που εσείς οι δυο είστε μαζί;
-Όχι, είπε ο Άνταμ, γιατί
να υπάρχει;
-Γιατί φαντάζομαι πως οι
νύχτες σας θα είναι πιο θερμές από άλλων, είπε η Σήλια κάνοντας την Κέητ να
κοκκινίσει.
-Η προσωπική ζωή του
καθενός είναι αυτό ακριβώς, προσωπική, πήρε το λόγο ο Άνταμ. Δεν ανακατευόμαστε
ο ένας στου άλλου.
-Εντάξει, συγνώμη που
ρώτησα. Ο ξάδερφός μου με τη Νιόβη; Πόσο καιρό είναι μαζί;
-Λίγο αλλά είναι φανερό
το πόσο αγαπιούνται, είπε η Κέητ.
-Δεν ξέρω, είπε η Σήλια,
νομίζω πως στον Τόμας ταιριάζει μια λιγότερο δυναμική και περισσότερο ερωτική
γυναίκα.
-Νομίζω πως οι δυο τους
έχουν μάτια μόνο ο ένας για τον άλλο.
4 σχόλια:
Μολις βρισκω χρονο ερχομαι και διαβαζω τις συνεχειες!!!Παντα τελειες!!!Να εισαι καλα και καλο Σαββατοκυριακο
Καλό Σαββατοκύριακο κεφάτε φίλε μου, σε λίγο έρχεται και η συνέχεια.
σ ευχαριστω παω να διαβασω τα επομενα κεφαλαια!!
Το προτελευταίο κεφάλαιο είναι στη διάθεσή σου και αύριο έρχεται το φινάλε.
Δημοσίευση σχολίου