Κεφάλαιο
17
Το μεταφορικό μέσο που
εξασφάλισε ο Ραξής στον Μιχάλη ήταν ένα μεγάλο τζιπ με κίνηση στους τέσσερεις
τροχούς και συμβατικές πινακίδες. Όταν ο Μιχάλης μπήκε στη θέση του συνοδηγού,
ο οδηγός, ένας νέος άνδρας με σφριγηλό σώμα και έξυπνο παρουσιαστικό,
συστήθηκε:
-Σημαιοφόρος Νικήτας
Ραξής.
-Αδερφός του Νίκου;
-Ο πιο μικρός από τους
τέσσερεις.
-Δεν είσαι λίγο μακριά
από την θάλασσα;
-Αν σου πω ότι δεν έχω
μπει ποτέ σε πλοίο ή σε ναύσταθμο;
-ΕΥΠ;
Ο Νικήτας χαμογέλασε.
-Ο Νίκος είπε ότι τα
πιάνεις γρήγορα.
-Σου εξήγησε ποια είναι η
αποστολή μας;
-Ναι, και δεν
εμπιστεύεται τις τοπικές αρχές, εξαιτίας του καιρού είναι δύσκολο να στείλει
άλλους εδώ, οπότε είναι τυχερός που βρήκε εσένα. Μετά ήρθα σε επικοινωνία και
εγώ, επιστρέφω από άλλη δουλειά γι’ αυτό είμαι εδώ, και με έστειλε να σε βρω.
-Ωραία, πάμε να
εκτελέσουμε την αποστολή μας.
-Που πάμε;
-Ας αρχίσουμε από το
δεύτερο λύκειο, να δούμε αν επέστρεψαν οι εκδρομείς.
Ο Γουίλλιαμ προχωρούσε
στην μέση του δρόμου. Ήταν επικίνδυνο για την περίπτωση που θα ερχόταν κάποιο
όχημα, αν και δεν φαινόταν πιθανό να συμβεί κάτι τέτοιο με τον καιρό αυτό, αλλά
απαραίτητο για να μην χάσει τον δρόμο μέσα στο σκοτάδι. Ένας λόγος που τον είχε
οδηγήσει στην συγκεκριμένη επιλογή, ήταν ότι στο κέντρο είχε λιγότερο χιόνι και
ήταν πιο εύκολο να περπατήσει. Η Τάνια περπατούσε δίπλα του τυλιγμένη στο
μπουφάν της και αμίλητη.
Όσο και αν δεν την
συμπαθούσε, έπρεπε να της το αναγνωρίσει, δεν είχε εκφράσει κανένα παράπονο για
τον καιρό ή την δυσκολία της διαδρομής που είχαν ξεκινήσει να κάνουν.
Περπατούσε γρήγορα και δεν έδειχνε να φοβάται που βρίσκονταν μόνοι τους στην
ερημιά.
Είχε αποφασίσει να
περπατήσουν μισή ώρα και αν δεν έβρισκαν αυτό που αναζητούσαν να γυρίσουν πίσω.
Ίσως το καταφύγιο να ήταν πιο μακριά από όσο υπολόγιζε. Δεν ήθελε να
διακινδυνεύσει να χαθούν ή να εξαντληθούν και να μην μπορούν να επιστρέψουν.
Σκόνταψε σε μια μεγάλη
μάζα χιονιού και έπεσε με τα μούτρα. Το χιόνι σταμάτησε την πτώση από το να
είναι επώδυνη ή επικίνδυνη αλλά τον μούσκεψε για δεύτερη φορά εκείνη την ημέρα.
Σηκώθηκε και άναψε το φακό που είχε μαζί του.
-Μάλιστα, είπε, ο δρόμος
στρίβει, θα βγαίναμε από την πορεία μας. Έκανε ένα καλό αυτή η χιονόμαζα. Πάμε
από’ δω λοιπόν.
-Είσαι καλά; Θα παγώσεις
έτσι που βράχηκες.
-Αναγκαστικά θα πρέπει να
περιμένω να γυρίσουμε, δεν έχω ρούχα μαζί μου για να αλλάξω.
Ο Γουίλλιαμ έσβησε το
φακό και περίμενε να προσαρμοστούν τα μάτια του.
-Πάμε, είπε.
Είχε αρχίσει να σκέφτεται
αν θα έπρεπε να γυρίσουν πίσω, όταν είδε το καταφύγιο.
-Δόξα τω Θεώ, είπε.
Επιτάχυνε το βήμα του όσο
του επέτρεπε η κούραση που είχε αρχίσει να νιώθει και τα παγωμένα πόδια του.
Έφτασαν στο ξύλινο κτίσμα και ο Γουίλλιαμ ανέβηκε την σκάλα ως την πόρτα με
δυσκολία. Το κρύο είχε αρχίσει να τον επηρεάζει περισσότερο από όσο θα ήθελε.
Μπήκαν μέσα και ο
Γουίλλιαμ άναψε το φακό του. Βρήκε το διακόπτη του ρεύματος αλλά δεν είχε
κανένα αποτέλεσμα, μάλλον είχε κοπεί η ηλεκτροδότηση. Ανακάλυψε επίσης ένα
τηλέφωνο που όμως δεν λειτουργούσε, αν ήταν χαλασμένο ή χρειαζόταν ρεύμα δεν
μπορούσε να το ξέρει, και τελικά αυτό για το οποίο είχαν έρθει εδώ: το
φαρμακείο.
Έκανε προχωρήσει προς το
εντοιχισμένο λευκό κουτί με τον κόκκινο σταυρό αλλά τα γόνατά του λύγισαν και
έπεσε στο πάτωμα. Η Τάνια ήρθε δίπλα του και τον κοίταξε ανήσυχη:
-Είσαι καλά;
-Ναι… Απλά πιο παγωμένος
από ό,τι νόμιζα. Δες το φαρμακείο τι έχει.
Η Τάνια πλησίασε το
μεγάλο κουτί και το άνοιξε.
-Έχει ντεπόν, έχει και πονστάν
και αλγκοφρέν.
-Εντάξει θα πάρουμε
ντεπόν και αλγκοφρέν. Όχι πονστάν.
-Γιατί όχι; Είναι δυνατό
φάρμακο έχω ακούσει.
-Ακριβώς γι’ αυτό τον
λόγο, είπε ο Γουίλλιαμ, είναι αλλεργική στην ασπιρίνη, μπορεί να μην κάνει να
πάρει ούτε πονστάν το οποίο είναι ένα φάρμακο που πρέπει να λαμβάνεται με
προσοχή ακόμα και από ανθρώπους χωρίς τέτοια θέματα.
-Πόσα να πάρουμε;
-Μια καρτέλα από το κάθε
ένα θα πρέπει να είναι υπεραρκετή. Δεν…
Ο Γουίλλιαμ σταμάτησε να
μιλάει και την επόμενη στιγμή έχασε τις αισθήσεις του.
Ο Μιχάλης και ο Νικήτας
φτάσανε στο σχολείο μόλις μετά το πρώτο πούλμαν με τους εκδρομείς. Ο μικρός
αδερφός του Ραξή πάρκαρε μπροστά στην είσοδο της αυλής και πλησίασαν το
μαζεμένο πλήθος μαζί με τον Μιχάλη, που απευθύνθηκε στους καθηγητές.
-Συγγνώμη που σας
απασχολώ, είπε ο Μιχάλης. Αλλά πρόκειται για ένα σημαντικό θέμα.
-Ποιος είστε; ρώτησε ο
Μπερτάτος.
-Είμαι απεσταλμένος από
την ΓΑΔΑ όπως και ο κύριος, είπε ο Μιχάλης και ένευσε προς τον Νικήτα που
μπορούσε να δείξει και ταυτότητα.
-Για τι πρόκειται;
-Για μια μαθήτριά σας,
είπε ο Μιχάλης. Επιστρέψατε όλοι από την εκδρομή; Μας είχαν πει ότι είναι δύο
πούλμαν.
-Δυστυχώς όχι, είχαμε ένα
ατύχημα.
Ο καθηγητής εξήγησε τι
είχε συμβεί και πρόσθεσε:
-Αφήσαμε τον άλλο οδηγό
στο κέντρο αλλά δεν ξέρω αν θα βρει βοήθεια.
-Μπορώ να έχω μια λίστα
των μαθητών που έμειναν;
Ο Μπερτάτος δεν είχε
αντίρρηση. Ο Μιχάλης τον διάβασε και στράφηκε στον Νικήτα.
-Έχει μείνει στο άλλο
πούλμαν. Μάθε από τον οδηγό όσα μπορείς και πάμε να τους βρούμε. Θα ενημερώσω
τον Νίκο.
Η Βελίκα πλησίασε την
πόρτα του πούλμαν.
-Μπορείς να την ανοίξεις;
ρώτησε τον Αλέξη.
-Ναι, θες να βγεις έξω;
-Ναι, θέλω να βρέξω με το
χιόνι ένα μαντήλι για να το βάλω στο μέτωπο της Ιωάννας. Ως που να μας φέρουν
αντιπυρετικά, είναι το μόνο που μπορώ να της κάνω για να την ανακουφίσω.
Ο Αλέξης ένευσε και
άνοιξε την πόρτα. Η κοπέλα βγήκε, δεν χρειαζόταν να πάει και μακριά το χιόνι
ήταν παντού γύρω της. Ενώ μούσκευε το μαντήλι, αναρωτήθηκε τι να έκανε ο
Γουίλλιαμ και ευχήθηκε να μη βρισκόταν σε κίνδυνο. Ένα άσχημο προαίσθημα της
έφερε ένα ρίγος σαν ένα παγωμένο χέρι να είχε αγγίξει τη σπονδυλική της στήλη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου