Εκείνη Τη Νύχτα

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η απογραφή των πολιτών ήταν θεμελιώδης για τους Ρωμαίους από την ίδρυση σχεδόν της Ρώμης και αποτελούσε το πρωταρχικό καθήκον των κηνσόρων. Ως εκείνη την εποχή περιοριζόταν στους Ρωμαίους πολίτες. Εκείνη την εποχή όμως ο Οκταβιανός αποφάσισε να το επεκτείνει σε όλους τους πολίτες της αυτοκρατορίας του. Από τη Ρώμη η εντολή έφυγε για όλες τις επαρχίες της μεγάλης αυτοκρατορίας και μερικούς μήνες μετά έφτασε και στην Ιουδαία. Αντίθετα όμως με την υπόλοιπη αυτοκρατορία εκεί η απογραφή είχε μια ιδιομορφία.

Όταν για πρώτη φορά είχε απογραφεί ο Ισραηλιτικός λαός αυτό είχε γίνει κατά φυλή, μια παράδοση που είχε συνεχιστεί μέσα στους αιώνες και σήμαινε ότι θα έπρεπε να γίνει στην πατρίδα της κάθε φυλής. Έτσι όταν δημοσιεύθηκε το διάταγμα του αυτοκράτορα πολλοί Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να ταξιδέψουν για να απογραφούν. Για τη φυλή του Ιούδα, στην οποία σαν απόγονοι του Δαυίδ ανήκαν ο Ιωσήφ και η Μαρία, η πατρίδα αυτή ήταν η μικρή κωμόπολη της Βηθλεέμ. Ο Ιωσήφ και η ετοιμόγεννη Μαρία ξεκίνησαν για το ταξίδι, πεζός εκείνος πάνω σε ένα γαϊδουράκι εκείνη.

Το ταξίδι ήταν κουραστικό αλλά το χειρότερο τους ανέμενε φτάνοντας στη Βηθλεέμ. Εξαιτίας των πολλών που είχαν ταξιδέψει για την απογραφή είχαν γεμίσει όλα τα χάνια και τα πανδοχεία, που δεν ήταν ούτως ή άλλως πολλά σε μια τόσο μικρή κωμόπολη, και τα καταλύματα γενικώς για ξένους.

Ο Ιωσήφ και η Μαρία κατέφτασαν ένα γλυκό βραδάκι στην κωμόπολη που γέννησε τον προφήτη και βασιλιά του Ισραήλ. Υπήρχε ακόμα αρκετός κόσμος στους δρόμους και από τα πανδοχεία και τα χάνια ακούγονταν φωνές και θόρυβος καθώς όσοι είχαν φτάσει σε αυτά προσπαθούσαν να βολευτούν και να περάσουν καλά την νύχτα. Ο Ιωσήφ άφησε την Μαρία να περιμένει σε ένα σημείο και έτρεξε να ρωτήσει για να βρει ένα κατάλυμα αλλά από παντού έπαιρνε αρνητικές απαντήσεις που ποικίλλαν από ένα απλό όχι ως εχθρικές αποπομπές. Επέστρεψε άπρακτος κοντά σε εκείνη που σε λίγο θα γινόταν μητέρα του Θεού. Πήρε και πάλι τα ηνία του γαϊδουριού στο οποίο επέβαινε η Μαρία και προχώρησαν, είχε απομείνει ακόμα ένα χάνι για να ρωτήσουν. Σταμάτησαν έξω από τη μεγάλη πόρτα και ο Ιωσήφ έκανε να μπει για να ρωτήσει. Αλλά πριν ακόμα προλάβει να το κάνει ένας βιαστικός και πολυάσχολος πανδοχέας του έκλεισε την πόρτα φωνάζοντας στους υπηρέτες του και ο Ιωσήφ στράφηκε αποκαμωμένος να φύγει. Είχαν ξεκινήσει με την Μαρία να φύγουν όταν άνοιξε και πάλι η πόρτα. Μια ηλικιωμένη γυναίκα βγήκε τυλιγμένη σε ένα βαθύχρωμο σάλι.                                                 

-Δεν μπορώ να σας φιλοξενήσω εδώ, είπε, αλλά αν βγείτε έξω από τη Βηθλεέμ εκεί που ο δρόμος κάνει τη στροφή θα βρείτε μια σπηλιά για τα ζώα, μπορείτε να μείνετε εκεί και δεν θα σας ενοχλήσει κανείς.

Ο Ιωσήφ την ευχαρίστησε και ξεκίνησε να κάνει όπως του είπε. Τραβώντας από τα γκέμια το γαϊδουράκι που έφερε την Μαρία, προχώρησε προς την έξοδο της κωμόπολης. Εκεί όπως τους είχε πει η γυναίκα ήταν ένας στάβλος για ζώα σε μια σπηλιά. Ο Ιωσήφ οδήγησε μέσα εκεί το γαϊδουράκι και βοήθησε τη Μαρία να ξεπεζέψει. Δεν υπήρχε παρά μια αγελάδα δεμένη εκεί που μασουλούσε ήσυχα λίγα χόρτα. Έδεσε εκεί δίπλα της το υποζύγιό τους. Έστρωσε ένα μανδύα και βοήθησε την Μαρία να καθίσει στο σανό που ήταν στρωμένο σε μια πλευρά. Κάποια τρόφιμα τα είχε στα πράγματά τους και απ’ έξω είχε δει ένα πηγάδι απ’ όπου θα μπορούσε να αντλήσει νερό, είχαν τα απαραίτητα. Αλλά το μωρό θα χρειαζόταν ζεστασιά, έπρεπε να βρει φωτιά.

Θα έπρεπε να φροντίσει αμέσως μόλις τακτοποιούσε λίγο την Μαρία. Μόλις εκείνη κάθισε στο πρόχειρα ετοιμασμένο κρεβάτι εκείνος έβγαλε από τα πράγματά τους τα λίγα τρόφιμα και σκεπάσματα που είχαν μαζί τους και τα έφερε κοντά της. Ύστερα πήγε και έφερε νερό και ξεκίνησε να βρει φωτιά αλλά και μαία να βοηθήσει την Μαρία στον επερχόμενο τοκετό.

Βιαζόταν, ήταν πατέρας και άλλων παιδιών από τον πρώτο του γάμο και ήξερε ότι δεν θα αργούσε να έρθει η ώρα του τοκετού. Βέβαια αυτό δεν ήταν δικό του παιδί αλλά γιος του Θεού και σίγουρα εκείνος δεν θα άφηνε να πάθει τίποτα αλλά μιας και μητέρα και παιδί είχαν ανατεθεί στη φροντίδα του θα έκανε ό,τι έπρεπε.

Λίγο πιο πέρα είδε μια φωτιά να καίει, βοσκοί για να είναι έξω στην εξοχή νυχτιάτικα. Θα μπορούσε να πάρει από εκεί φωτιά και να μάθει που θα έβρισκε μια μαία.

Κατευθύνθηκε γρήγορα προς το σημείο εκείνο αλλά ξαφνικά στάθηκε και όχι μόνο αυτός. Κάθε κίνηση έπαψε, δεν κινείτο τίποτα, ούτε τα φυλλώματα των δένδρων από τον αέρα, ούτε η αντανάκλαση της φλόγας στη φωτιά, ούτε καν τα πουλιά στον ουρανό. Δεν ακουγόταν τίποτα, ούτε σκύλοι να αλυχτούν, ούτε πρόβατα να βελάζουν, ούτε φωνές από τη Βηθλεέμ. Απόλυτη ησυχία.

Κατάλαβε.

Ο άναρχος Θεός είχε λάβει αρχή σαν άνθρωπος, είχε έρθει στον κόσμο. Τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο.

Όλα επανήλθαν στην κανονική τους κατάσταση και ο Ιωσήφ προχώρησε προς τους ποιμένες.

 

Ήταν μια κάπως μεγάλη ομάδα βοσκών. Για να μην κινδυνεύουν από τα αρπακτικά ή από ληστές είχαν μαζευτεί κοντά με τα ζώα τους και με τα μεγάλα ποιμενικά σκυλιά τους. Τώρα μέσα στη νύχτα ήταν καθισμένοι γύρω από τη φωτιά και συζητούσαν φυλάσσοντας τα κοπάδια τους.

-Η αποψινή νύχτα είναι περίεργη, είπε ο ένας, τόση ησυχία και γαλήνη δεν έχω ξαναδεί.

-Καλά εσύ όλο οιωνούς και σημάδια βλέπεις, τον πείραξε ένας άλλος.

-Και όμως δεν την ησυχία, δες τον ουρανό, σαν να είναι πιο κοντά μας απόψε.

Ένας άνθρωπος φάνηκε να πλησιάζει προς μεγάλη έκπληξη των βοσκών. Πως είχε περάσει από τους άγρυπνους φύλακες των κοπαδιών που ήταν τα σκυλιά; Δεν είχαν γαβγίσει καθόλου. Ούτε το λίγο που συνήθιζαν σε εκείνους που αναγνώριζαν.

-Καλή σας εσπέρα, είπε ευγενικά και με μια φωνή που φανέρωνε πράο και γαλήνιο άνθρωπο. Είδα τα φωτιά σας και πλησίασα. Μπορώ να πάρω λίγα αναμμένα κάρβουνα να τα πάω στο κατάλυμά μας, η γυναίκα μου μόλις γέννησε.

-Να σου δώσουμε ευχαρίστως, είπε ο πρώτος, αλλά που θα τα βάλεις; Δεν έχουμε τίποτα να στα βάλουμε, βοσκοί είμαστε.

Ο Ιωσήφ δεν το είχε σκεφθεί αλλά εκείνη τη στιγμή η απάντηση του ήρθε σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα, Άπλωσε την άκρη του χιτώνα του στο χέρι του και απίθωσε επάνω δύο αναμμένα κάρβουνα. Ευχαρίστησε τους βοσκούς και ξεκίνησε να επιστρέψει κοντά στη Μαρία.

-Μα τι άνθρωπος είναι αυτός; απόρησαν οι βοσκοί. Οι σκύλοι δεν τον γαβγίζουν και τα κάρβουνα δεν τον καίνε.

-Σας το είπα, αυτή η νύχτα, είναι διαφορετική.

Αλλά τα θαύματα για απόψε δεν είχαν τελειώσει. Πριν ακόμα αποσώσουν την κουβέντα τους οι βοσκοί ένας άγγελος εμφανίσθηκε μπροστά τους γεμίζοντάς τους με την ουράνια δόξα του Κυρίου. Εκείνοι έπεσαν τρομαγμένοι στο έδαφος και δεν τολμούσαν να τον αντικρίσουν.

-Μην τρομάζετε! τους είπε ο άγγελος. Σας φέρνω ένα χαρμόσυνο άγγελμα, που θα γεμίσει με χαρά μεγάλη όλον τον κόσμο. Σήμερα στην πόλη του Δαυίδ γεννήθηκε για χάρη σας σωτήρας και αυτός είναι ο Χριστός, ο Κύριος. Και τούτο το σημείο είναι για να τον αναγνωρίσετε, θα βρείτε βρέφος σπαργανωμένο και ξαπλωμένο σε φάτνη.

Ξαφνικά φάνηκαν και πολλοί άλλοι άγγελοι, μια αληθινή ουράνια στρατιά, κοντά στον άγγελο που τους μίλησε και έψαλλαν μελωδικά:

Δόξα εν υψίστοις Θεώ

και επί γης ειρήνη,

εν ανθρώποις ευδοκία.

Μόλις οι άγγελοι έφυγαν στον ουρανό ένας από τους βοσκούς είπε:

-Ας πάμε λοιπόν ως τη Βηθλεέμ να δούμε αυτά που έγιναν και μας τα έκανε γνωστά ο Κύριος.

Τρέχοντας πήγαν ως τη Βηθλεέμ και βρήκαν το σπήλαιο και είδαν το βρέφος στη φάτνη και ανήγγειλαν στον Ιωσήφ και τη Μαρία τι τους είπε ο άγγελος και γιατί ήρθαν. Εκείνοι εξεπλάγησαν με τα όσα τους είπαν, η δε Μαρία τα κράτησε όλα αυτά ζωντανά μέσα στην καρδιά της.

Οι βοσκοί επέστρεψαν δοξάζοντας και υμνώντας τον Θεό για όλα όσα είδαν και άκουσαν που ήταν όπως τους είχαν ειπωθεί.

Δεν επρόκειτο όμως να είναι η μόνη που θα προσκυνούσαν τον νεογέννητο Θεό που είχε γίνει άνθρωπος.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου