Κεφάλαιο
8
Ο Μιχάλης έτριψε το
γόνατό του όπως καθόταν στο μικρό γραφειάκι στην άκρη της αίθουσας του αρχείου.
Πίσω του, μια απέραντη αίθουσα ήταν γεμάτη με βιβλιοθήκες από ντέξιον
κατάφορτες με φακέλους. Είχε βρει τον φάκελο του, και τον είχε φέρει στο
γραφειάκι για να τον διαβάσει.
Το παλιό τραύμα του,
όμως, είχε κάνει αισθητή την παρουσία του. Δεν ήταν μόνο το κρύο που τον έκανε
να πονάει. Ήταν και η κόπωση, είχε περπατήσει αρκετά και με το χιόνι αυτό ήταν
μια διπλά δύσκολη δουλειά. Δεν τον πείραζε, αρκεί που είχε βρει την Λυδία.
Άνοιξε τον φάκελο και
διάβασε το πρώτο φύλλο: «λχιας (ΠΖ) Μιχαήλ…»
Η συντομογραφία του
στρατού, σκέφτηκε με ένα χαμόγελο, λοχίας πεζικού και καλά το πεζικού, στο
λοχίας τι γλίτωναν; Διάβασε τις τιμές των εξετάσεων και τις αντέγραψε σε ένα
μπλοκ σημειώσεων. Μετά κοίταξε τι άλλο είχε ο φάκελος. Βρήκε την ακτινογραφία
που είχε κάνει τότε και μετά έναν άλλο φάκελο. Κάποιος είχε βάλει κατά λάθος έναν
άλλο φάκελο μέσα στο δικό του.
Τον άνοιξε. Άρχισε να
διαβάζει.
-Για φαντάσου,
μονολόγησε.
Άρχισε να κρατάει
σημειώσεις.
-Νομίζω ότι ο καιρός
χειροτερεύει, είπε ο Γουίλλιαμ.
Το χιόνι έπεφτε τόσο
πυκνό που το πούλμαν έμοιαζε να πλέει σε ένα ονειρικό λευκό κόσμο ανάμεσα στις
νιφάδες που έπεφταν στροβιλίζοντας σαν να χόρευαν στους ήχους ενός ουράνιου
βαλς που μόνο εκείνες άκουγαν.
-Ναι, είπε η Βελίκα, η
χιονοθύελλα δυναμώνει. Μου αρέσει το θέαμα ωστόσο. Εδώ δεν χιονίζει τόσο πολύ,
ήμουν συνηθισμένη σε μεγαλύτερες περιόδους χιονοπτώσεων.
-Αυτό το παράπονο το έχω
και εγώ. Θα ήθελα περισσότερο χιόνι.
-Μου άρεσε να κατεβαίνω
τις πλαγιές με έλκηθρο, αντίθετα δεν συμπάθησα ποτέ τα σκι.
-Σου λείπει πολύ η ζωή
εκεί που ήσουν πριν;
-Ναι, πολύ. Ένιωθα το
πρωτόκολλο να με πνίγει μερικές φορές αλλά ήταν ωραία και όταν έκανα κανένα
λάθος ο μπαμπάς μου έκλεινε το μάτι ότι όλα είναι εντάξει και δεν πειράζει.
-Ποιο πρωτόκολλο;
-Οι επίσημες συνήθειες,
πάντα με μπέρδευαν… Τα μαχαιροπήρουνα στο τραπέζι, ας πούμε…
-Α, κατάλαβα. Δεν έχω
ιδέα από τέτοια, πίστεψέ με.
Η Βελίκα του χάρισε ένα
χαμόγελο.
-Σε πειράζει να αλλάξουμε
θέση; ρώτησε μετά.
Ο Γουίλλιαμ, όπως και
πριν, καθόταν προς το παράθυρο και η Βελίκα προς τον διάδρομο. Η κοπέλα
σηκώθηκε όρθια και εκείνος έκανε να περάσει πίσω της για να αλλάξουν θέση. Την
επόμενη στιγμή το πούλμαν δονήθηκε σαν το είχε χτυπήσει η γροθιά ενός γίγαντα
και ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε από πίσω σαν να είχε εκραγεί βόμβα. Η Βελίκα
έπεσε πίσω και για δεύτερη φορά βρέθηκε στην αγκαλιά του Γουίλλιαμ και μάλιστα
όχι απλά στην αγκαλιά του αλλά καθισμένη στα πόδια του και όπως εκείνος την
είχε από ένστικτο πιάσει να μην πέσει, είχε βρεθεί κολλημένη πάνω του.
Ο Γουίλλιαμ κοκκίνησε.
Δεν ήταν μόνο ότι βρισκόταν για δεύτερη φορά να έχει στην αγκαλιά του τη Βελίκα.
Όπως την είχε πιάσει καθώς έπεφτε πάνω του τα χέρια του ήταν στην μέση της και
το αριστερό είχε βρεθεί κάτω από το ανασηκωμένο πουλόβερ της. Ακουμπούσε στο
γυμνό της δέρμα και καθώς η Βελίκα ήταν αδύνατη, ένιωθε κάτω από το χέρι του
την ραχοκοκαλιά της.
-Συγγνώμη, της είπε… Δεν…
-Εγώ πρέπει να ζητήσω
συγγνώμη… Δεύτερη φορά σήμερα.
Συνειδητοποίησε τότε
γιατί της ζητούσε συγγνώμη. Τον κοίταξε στα μάτια, ένιωσε μια πρωτόγνωρη
τρυφερότητα για τον νεαρό αυτό άντρα. Την είχε αγγίξει άθελά του, και όχι με
κάποιον απρεπή τρόπο, αλλά και πάλι ζητούσε συγγνώμη όπως του επέβαλλε η ευγενική
φύση του.
Ένιωθε το χέρι του στην
πλάτη της, ζεστό και απαλό, ένα ευγενικό κράτημα. Αναρωτήθηκε πώς θα ήταν το
χάδι του και σκέφτηκε πόσο τυχερή θα ήταν η κοπέλα που θα αγαπούσε αυτός ο
άνδρας.
Ο Αλέξης ένιωσε το
τράνταγμα πολύ πιο δυνατά από τον Γουίλλιαμ και την Βελίκα. Το ένστικτό του
ήταν να αγκαλιάσει την κοιμισμένη Αλεξία και για να μην χτυπήσει και τα
αντανακλαστικά του αποδείχτηκαν πολύ καλά. Η κοπέλα ξύπνησε αλλά δεν τρόμαξε
καθώς βρισκόταν στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Ο Αλέξης είχε αισθανθεί πολύ
περισσότερο το τράνταγμα γιατί καθόταν πιο πίσω, και εξαιτίας αυτού όπως και
της μεγαλύτερης γνώσης που είχε για τα αυτοκίνητα από τον Γουίλλιαμ, κατάλαβε
τι είχε συμβεί.
-Έσκασε το λάστιχο, είπε
ενώ το πούλμαν σταματούσε σιγά σιγά στην άκρη του δρόμου.
Η Αλεξία άνοιξε τα μάτια
της.
-Τι έγινε; ρώτησε
νυσταγμένα.
-Έσκασε το λάστιχο και
υποθέτω θα πρέπει να κατέβουμε για να μπορέσει ο οδηγός να αλλάξει τη ρόδα.
Ο Μπερτάτος ήρθε να
επιβεβαιώσει τα λόγια του.
-Κατεβείτε από το πούλμαν
αλλά μην απομακρυνθείτε.
Οι μαθητές φόρεσαν
μπουφάν και παλτό και κατέβηκαν από το πούλμαν.
-Μπρρ…. Ψόφο κάνει! είπε
μια κοπέλα βγαίνοντας.
Οι περισσότεροι παρέμειναν
εκεί γύρω στην άκρη του δρόμου. Ο Γουίλλιαμ πήγε πιο πέρα, εκεί που ο δρόμος έστριβε
να δει την θέα καθώς έπεφτε το χιόνι. Το θέαμα τον έκανε να ξεχαστεί μέχρι που
δέχτηκε ένα βίαιο χτύπημα ανάμεσα στους ώμους που τον τίναξε μπροστά. Ο
Γουίλλιαμ έχασε την ισορροπία του και έπεσε. Κύλισε στην πλαγιά αλλά σταμάτησε
στην βάση ενός θάμνου που έριξε πάνω του ένα βαρύ φορτίο από χιόνι. Δεν πρόλαβε
να σηκωθεί.
Ο Αυγερινός βρέθηκε από
πάνω του, έβαλε το γόνατό του στο στέρνο του Γουίλλιαμ και είπε με φωνή που
αλλοίωνε το μίσος:
-Τώρα θα σου μάθω να
υπερασπίζεσαι την χωριάτα, θα σε τσακίσω, ρε παλιομαλάκα. Θα σου κάνω τα μούτρα
τέτοια που ούτε η χειρότερη πόρνη δεν θα θελήσει να πάει μαζί σου όσα και να
της δώσεις.
-Σταμάτα! Τι κάνεις;
Ήταν η Ιωάννα με την Βελίκα
που είχαν πλησιάσει.
-Του δίνω ένα μάθημα.
-Σταμάτα! είπε απότομα η Βελίκα
και η φωνή της ήταν αυστηρή και σκληρή, τελείως διαφορετική από αυτό που όλοι
είχαν συνηθίσει.
Ο Αυγερινός αδιαφόρησε
και έκανε να κατεβάσει τη γροθιά του αλλά αναγκάστηκε να σταματήσει νιώθοντας
στο λαιμό του κάτι παγωμένο και αιχμηρό.
-Σταμάτα, είπε η Βελίκα
με έναν τόνο που έδειχνε ότι εννοούσε όσα έλεγε, αλλιώς θα σου κόψω το λαιμό
και δεν θα λυπηθώ.
Ο Αυγερινός κοίταξε λοξά
και είδε ότι η κοπέλα κρατούσε ένα στιλέτο με περίτεχνη λαβή. Τραβήχτηκε αργά
μακριά της και από τον Γουίλλιαμ.
-Είσαι τρελή, είπε,
τελείως τρελή. Τι νομίζεις ότι κάνεις μ’ αυτό το πράγμα;
-Δεν σε αφήνω να
σκοτώσεις κάποιον που είναι καλύτερός σου.
-Κάτσε να το πω στον
Μπερτάτο και θα δούμε.
Ο Αυγερινός απομακρύνθηκε
φουριόζος και η Βελίκα στράφηκε στον Γουίλλιαμ που είχε σηκωθεί εν τω μεταξύ.
-Είσαι καλά;
-Ναι, μου επιτέθηκε
αιφνιδιαστικά και από πίσω. Πρέπει να αλλάξω με την πρώτη ευκαιρία. Μόλις
ξεκινήσουμε μάλλον.
Η Βελίκα κούνησε το
κεφάλι της κοιτώντας τον.
-Δεν μπορείς να
περιμένεις.
Ο Γουίλλιαμ είχε αρχίσει
να μπλαβιάζει. Η κοπέλα έριξε μια ματιά γύρω και εντόπισε ένα μικρό πέτρινο
δωματιάκι στο δρόμο. Κάποια παλιά ξεχασμένη στάση των ΚΤΕΛ πιθανότατα.
-Πρέπει να αλλάξεις
ρούχα, είπε, μπορείς να πας εκεί.
Ο Γουίλλιαμ έγνευσε και
πήγε στο πούλμαν. Πήρε το σακίδιό του και πήγε στο μικρό κτίσμα. Έβγαλε το
φούτερ που φορούσε και ακολούθησε το πουκάμισο και η φανέλα του. Σταμάτησε. Δεν
μπορούσε να συνεχίσει, είχε αρχίσει να τρέμει ανεξέλεγκτα και δεν μπορούσε να
κουνήσει τα δάχτυλά του. Η Βελίκα το είδε και έτρεξε κοντά του.
-Είσαι σε κατάσταση σοκ.
Έβγαλε γρήγορα το παλτό
της και μετά το πουλόβερ της μένοντας μόνο με το στηθόδεσμό της. Έριξε το χοντρό
πανωφόρι της στην πλάτη του Γουίλλιαμ και μετά τον αγκάλιασε σφιχτά κολλώντας
το σώμα της πάνω του. Ο Γουίλλιαμ την αγκάλιασε κλείνοντας και τους δύο τους
μέσα στο παλτό.
-Ωραία, είπε η κοπέλα.
Πρέπει να πάρεις από τη δική μου θερμότητα αλλιώς θα πάθεις σοκ και ανακοπή από
το κρύο.
-Πώς το ξέρεις αυτό;
ψιθύρισε ο Γουίλλιαμ.
-Οδηγίες επιβίωσης, έχω
ζήσει σε πιο βαριά κλίματα, είπε η Βελίκα και ένιωσε τον Γουίλλιαμ να κολλάει
πάνω της.
Ήξερε ότι ήταν γιατί ήταν
παγωμένος ως το μεδούλι αλλά ξαφνικά δεν θα την πείραζε αν δεν ήταν ο μόνος
λόγος.
-Πάμε για ένα γρήγορο;
είπε η Τάνια στον Αλέξη. Εκεί στα δέντρα.
Έδειξε μια συστάδα
δένδρων λίγο πιο πίσω από το πούλμαν. Ο Αλέξης ένευσε και την ακολούθησε εκεί.
Η Τάνια γύρισε και τον αντίκρισε μόλις φτάσανε και ήταν μακριά από τους
υπόλοιπους.
-Καλά είναι εδώ.
-Φαινόμαστε.
-Δεν πειράζει, δεν
χρειάζεται να γδυθούμε για να σε πηδήξω.
-Τι εννοείς;
Η Τάνια χαμογέλασε
απολαμβάνοντας το ότι είχε το πάνω χέρι.
-Με πήδηξες αρκετά,
Αλέξη, είπε πρόστυχα, τώρα είναι η σειρά μου να σε πηδήξω μέχρι να ματώσεις.
-Τι λες; Τρελάθηκες;
-Ξέρω τι κάνεις με την
Αλεξία τις νύχτες και όχι μόνο. Για να μην το κάνω κοινό μυστικό, θέλω
πεντακόσια χιλιάρικα.
Η σαστισμάρα του Αλέξη
κράτησε μόνο μια στιγμή.
-Θες να με εκβιάσεις;
Εμένα; Έναν Δενδρινό, ξέρεις ποιος είναι ο πατέρας μου; Θα σε τυλίξει σε μια
κόλλα χαρτί.
-Αμφιβάλλω αν θα θελήσει
να σας βοηθήσει όταν δει πόσο ανώμαλοι είστε οι δυο σας, πέταξε η Τάνια και
απομακρύνθηκε λικνίζοντας τους γοφούς της προκλητικά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου