Κεφάλαιο
19
Η Βελίκα ακούμπησε το
βρεγμένο μαντήλι στο μέτωπο της Ιωάννας. Παρότι ήταν κρύο, η κοπέλα το δέχτηκε
με ανακούφιση. Άνοιξε τα μάτια της και την κοίταξε.
-Ευχαριστώ, ψιθύρισε.
-Πώς νιώθεις; Ξέρεις πού
είσαι;
Η Ιωάννα ένευσε
καταφατικά.
-Στο πούλμαν… Κοιμήθηκα
πολύ;
-Όχι.
-Διψώ… Μπορείς να μου
δώσεις λίγο νερό;
Η Βελίκα ένευσε και
σηκώθηκε όρθια.
-Έχει κανείς μπουκάλι με
νερό; ρώτησε.
-Για να δώσεις στην
αρρωστιάρα φίλη σου; είπε ο Αυγερινός. Μετά θα είναι άχρηστο, δεν θα μπορεί να
πιει άλλος. Αλλά κοίτα έξω, έχει άφθονο χιόνι. Νερό είναι ξέρεις και αυτό. Ή
δεν το ξέρεις, φύτουλα;
-Δεν μπορεί να πιει
παγωμένο νερό, θα την κάνει χειρότερα.
-Σκοτίστηκα! Και ξέρεις
κάτι; Κανείς δεν νοιάζεται, ο ιππότης σου δεν είναι εδώ να σε βοηθήσει και…
-Σταμάτα πια, είπε ένας
νεαρός που καθόταν λίγο πιο μπροστά, δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες. Και η κοπέλα
είναι άρρωστη. Δείξε λίγη κατανόηση. Στάνιτς, έχω εγώ. Πάρε αυτό.
Έδωσε στην Βελίκα ένα
μπουκαλάκι νερό.
-Έχω κι άλλο, κράτα το
για την Φαρμάκη.
-Στάνιτς, είπε ο
Αυγερινός, μην ανησυχείς για τον αγαπημένο σου, είμαι σίγουρος ότι η Τάνια θα
τον κρατήσει ζεστό.
-Σταμάτα, είπε ο Αλέξης.
Το τελευταίο πράγμα που μας χρειάζεται, είναι εχθρότητες. Έχουμε να βγάλουμε
μια νύχτα και θα πρέπει να το κάνουμε μόνοι μας φοβάμαι.
-Αν τους βρούμε, τι θα
κάνουμε; ρώτησε ο Νικήτας.
-Αναλόγως.
-Δηλαδή;
-Αν ο καιρός το επιτρέπει,
θα μας παραλάβει ένα ελικόπτερο. Αν αυτό δεν είναι δυνατόν, θα πρέπει να
μείνουμε μαζί της και με τα υπόλοιπα παιδιά. Και αν τα υπολογίζω σωστά δεν
είναι τόσο ανυπεράσπιστη, είπε ο Μιχάλης κοιτώντας το χιόνι που συνέχιζε να
πέφτει.
-Τι σε κάνει να το λες
αυτό; ρώτησε ο Νικήτας χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από τον δρόμο.
-Κάτι που διάβασα, είπε ο
Μιχάλης με ένα αινιγματικό χαμόγελο.
-Τάνια, τι έχεις; ρώτησε
ο Γουίλλιαμ κρατώντας την ακόμα πάνω του. Τι συμβαίνει; Ίσως μπορώ να σε
βοηθήσω.
Η κοπέλα είχε ηρεμήσει, ο
άγριος θρήνος είχε μετατραπεί σε ένα απαλό αναφιλητό. Ανασηκώθηκε και κοίταξε
τον Γουίλλιαμ στα μάτια.
-Σε έκανε να απορείς αυτό
που είπα για τον πρώτο μου… ξεκίνησε και σταμάτησε.
-Μπορείς να μου μιλήσεις,
την διαβεβαίωσε ο Γουίλλιαμ.
-Άρχισα την ερωτική μου
ζωή στα 15 μου, είπε η Τάνια. Στην αρχή ήταν αυτά τα χαζά του σχολείου αλλά
έγινε κανονική σχέση ως που με κάλεσε σπίτι του για ένα ποτό. Πήγα περιμένοντας
ότι θα ολοκληρώναμε. Αυτό έγινε, μόνο που ήταν και ο αδερφός του εκεί και αυτό
που μου έκαναν…
Η Τάνια σταμάτησε και
πήρε βαθιά ανάσα.
-Στην καλύτερη περίπτωση
λέγεται ομαδικό σεξ αλλά δεν θα ήσουν μακριά αν έλεγες βιασμός. Δεν ήταν ότι
εξαναγκάστηκα με την βία αλλά δεν είχα και πολλά περιθώρια…
-Λυπάμαι.
-Πήγα στην μητέρα μου
κλαίγοντας. Ξέρεις τι είπε; Αυτό θα σε μάθει να προσέχεις, και μετά ζήτησε από
το αγόρι χρήματα για να μην δώσουμε συνέχεια. Όταν την επόμενη χρονιά ένας
φίλος της με κοίταξε με ερωτικό ενδιαφέρον, τον άφησε να με πάει στο κρεβάτι
και μετά του ζήτησε χρήματα και μια καλή μετάθεση…
Ο Γουίλλιαμ είχε μείνει
άφωνος. Πάντα θεωρούσε την Τάνια μια επιπόλαιη κοπέλα που ήταν εύκολη στις
σεξουαλικές της σχέσεις και τώρα έβλεπε ότι αυτό ήταν το αποτέλεσμα λαθών του
παρελθόντος.
-Κατάλαβα ότι το σεξ
είναι δύναμη. Ταυτόχρονα διψούσα για μια σχέση… Να νιώσω και εγώ αγαπημένη… Και
δεν την είχα… Μετά τα έφτιαξα με τον Δενδρινό. Περνούσαμε καλά αλλά…
Η Τάνια χαμογέλασε αλλά
δεν υπήρχε ίχνος ευθυμίας σε αυτό το χαμόγελο.
-Με χρησιμοποιούσε και
εκείνος. Ήμουν η κάλυψη για να μην καταλάβει κανένας την αληθινή εκλεκτή της
καρδιάς του… την οποία φυσικά έχει ήδη πάρει…
-Αυτό είναι το μυστικό
που μου είπες ότι ξέρεις; ρώτησε ο Γουίλλιαμ.
-Ναι. Ποια είναι η
αληθινή του…
Ο Γουίλλιαμ σήκωσε το
χέρι του διακόπτοντάς την.
-Δεν θέλω να ξέρω. Αυτό
είναι κάτι προσωπικό του.
-Ακόμα και αν είναι κάτι
ντροπιαστικό; Κάτι παράνομο και απαγορευμένο;
-Δεν είναι δική μου
δουλειά.
-Για άλλη μια φορά
αποδεικνύεις ότι είσαι διαφορετικός.
Η Τάνια τραβήχτηκε και
μετά σηκώθηκε όρθια.
-Πραγματικά είσαι τόσο
διαφορετικός. Καταλαβαίνεις; Εγώ έζησα με τελείως άλλο τρόπο.
Άρχισε να ντύνεται και ο
Γουίλλιαμ σηκώθηκε και την μιμήθηκε.
-Ακόμα και έτσι, όμως, είχα
την παρηγοριά της μητέρας μου… Ότι εκείνη νοιαζόταν. Με πρόσεχε. Μέχρι σήμερα…
-Τι έγινε σήμερα;
-Σήμερα κατάλαβα ότι δεν
την απασχολώ καθόλου, το μόνο που την νοιάζει είναι ο εαυτός της. Φρόντισε να
φύγει και να γλιτώσει την ταλαιπωρία και τον όποιο κίνδυνο, και δεν μου είπε
τίποτα ούτε πριν ούτε αφού το έκανε. Ούτε μια λέξη… Ό,τι είπε σε όλους σας ήταν
και για μένα. Σαν μην ήμουν κόρη της.
-Λυπάμαι.
Ο Γουίλλιαμ ολοκλήρωσε το
ντύσιμό του και προχώρησε προς την πόρτα.
-Εδώ είναι ζεστά, είπε η
Τάνια. Ίσως πρέπει να έρθουμε εδώ.
-Δεν ξέρω αν αντέχουν
όλοι να περπατήσουν τόσο δρόμο και δεν ξέρω πώς θα μπορούσαμε να μετακινήσουμε
την Ιωάννα.
-Ας ξεκινήσουμε, είπε η
Τάνια.
Ο Γουίλλιαμ έβαλε στο
άνοιγμα του τζακιού το μεταλλικό πλέγμα που απέτρεπε να τιναχτεί κάτι έξω από
την εστία και να βάλει φωτιά.
-Θα σβήσει σε λίγο χωρίς
νέα ξύλα αλλά καλύτερα να είμαστε σίγουροι.
Προχώρησε προς την πόρτα.
-Πάμε τώρα πίσω, η Ιωάννα
τα χρειάζεται αυτά τα φάρμακα.
Βγήκαν έξω και ο
Γουίλλιαμ έκανε έναν μορφασμό.
-Σίγουρα δεν είμαι
πλασμένος για τον καιρό αυτό.
-Νιώθεις καλά;
Ο Γουίλλιαμ ένευσε και
έδωσε στην Τάνια τα φάρμακα.
-Καλύτερα να τα έχεις εσύ
για την περίπτωση που ξανασωριαστώ πουθενά.
-Είσαι ξεχωριστός
άνθρωπος, είπε η Τάνια. Δεν ξέρω γιατί η μητέρα μου δεν σε συμπαθεί.
-Α, δεν με συμπαθεί, ε;
είπε ο Γουίλλιαμ και η θυμηδία στη φωνή του δεν διέφυγε από την κοπέλα.
-Το ξέρεις;
-Βεβαίως. Θυμάσαι πέρισυ που
κάνατε μια αποχή, κάπου τον Φεβρουάριο…
-Ναι, και εσύ δεν
συμμετείχες.
-Τέταρτη ώρα είχαμε την μάνα
σου, ήρθε και βρήκε εμένα μόνο στην τάξη. Με εξέταζε επί είκοσι επτά λεπτά. Δεν
έκανα ούτε ένα λάθος. Σηκώθηκε, υπέγραψε το απουσιολόγιο και έφυγε.
-Γι’ αυτό έχεις τους
βαθμούς που έχεις, δεν μπορεί να βρει έναν λόγο να στους μειώσει… παρότι δεν σε
χωνεύει. Αλλά γιατί δεν σε χωνεύει;
-Αυτό έγινε στην πρώτη…
δεν ήσουν στο δικό μας τμήμα τότε.
-Ναι, ήρθα στην δευτέρα
για να ταιριάζουν οι ώρες μου με την κατεύθυνση. Τι έγινε;
-Η μητέρα σου έκανε ένα
άκομψο σχόλιο για τους μικτούς γάμους. Το είπε γενικά αλλά κοιτούσε την Βελίκα.
-Τίποτα πιο αποτυχημένο
από έναν μικτό γάμο. Δύο γονείς από διαφορετικούς λαούς και παιδιά που δεν
ανήκουν σε κανέναν, δήλωσε με αέρα αυθεντίας η Ελευθερία Χατζή. Για να μην
δυσαρεστήσουν έναν γονιό δεν εναγκαλίζονται ποτέ κανέναν από τους δύο λαούς και
γίνονται αποτυχημένα.
Ήταν άνοιξη και τα
παράθυρα έφερναν μια ευχάριστη δροσιά. Ο Γουίλλιαμ καθόταν δίπλα σε ένα από
αυτά και άφηνε το αεράκι να του χαϊδεύει το πρόσωπο. Κοίταξε την καθηγήτρια και
μετά την Βελίκα που είχε απομείνει να την κοιτάζει.
Αυτό δεν μπορούσε να
περάσει έτσι.
-Αλέξανδρος ο Μακεδών,
Κωνσταντίνος ο Μέγας, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος,
Εδουάρδος ο Τρίτος…
-Θες να πεις κάτι,
Μπριαν;
-Ναι, ανέφερα πέντε
βασιλείς που ήταν παιδιά τέτοιων γονέων και μείνανε στην ιστορία.
-Δεν ήξερα ότι οι γονείς
του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν ήταν και οι δύο Έλληνες, ειρωνεύτηκε η καθηγήτρια
για να πάρει την έτοιμη απάντηση:
-Για τα δεδομένα της
εποχής ήταν από διαφορετικό λαό, η Ολυμπιάδα ήταν από την Ήπειρο.
-Και ο Μεγάλος
Κωνσταντίνος;
-Ο Κωνστάντιος ο Χλωρός
ήταν Ρωμαίος, η αγία Ελένη Εβραία. Η μητέρα του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου
ήταν Σέρβα. Εξ ου και το προσωνύμιο Δράγασης. Οι δύο Πλανταγενέτ είχαν πατέρα
Άγγλο και μητέρα Γαλλίδα.
-Εξαιρέσεις.
-Μπορώ να συνεχίσω και με
άλλους, είπε ο Γουίλλιαμ.
-Δεν θα ανοίξουμε
συζήτηση, Μπριαν! Στο μάθημά μας…
-Κατάλαβα, είπε η Τάνια.
Την σύγχυσες για τα καλά!
-Από τότε με έχει στα
μαύρα κατάστιχα.
-Και δεν… ξεκίνησε η
Τάνια αλλά σταμάτησε καθώς ακούστηκε ένα μακρόσυρτο αλύχτισμα.
-Τι ήταν αυτό;
-Λύκος, είπε ο Γουίλλιαμ
ανήσυχος.
Ακούστηκαν και άλλα να
απαντούν στο πρώτο.
Παρά την χρήση της
θέρμανσης, μέσα στο πούλμαν έκανε αρκετό κρύο. Όλοι ήταν κουκουλωμένοι στις
θέσεις τους προσπαθώντας να μείνουν ζεστοί. Μιλούσαν λίγο μεταξύ τους για να
παίρνουν θάρρος και η αναπνοή τους δημιουργούσε λευκά συννεφάκια στην παγωμένη
ατμόσφαιρα.
Η Αλεξία ήταν χωμένη στην
αγκαλιά του αδερφού της και ένιωθε ζεστή και ασφαλής.
-Θα αργήσουν να μας
βρουν, λες; ρώτησε τον αδερφό της.
-Το πρωί, πιστεύω, πια.
-Δεν με νοιάζει, αφού
είμαι μαζί σου.
Η Βελίκα καθισμένη στην γαλαρία κοιτούσε έξω. Όσο αργούσε ο Γουίλλιαμ, τόσο ο φόβος την έπαιρνε στην παγωμένη του αγκαλιά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου