Κεφάλαιο
9
Η Βελίκα δεν είχε ποτέ
της αγκαλιάσει άνδρα, ούτε φίλο ούτε ερωτικά και να που τώρα είχε αγκαλιάσει
τον Γουίλλιαμ σφιχτά σαν να ήταν εραστές, γυμνή από τη μέση και πάνω, ντυμένη
μόνο με τον στηθόδεσμό της. Ακόμα και αυτό δεν το είχε διανοηθεί ποτέ, ότι θα
την έβλεπε κάποιος ντυμένη μόνο με αυτό. Τώρα δεν σκεφτόταν όλα αυτά, το μυαλό
της ήταν στραμμένο σε ένα πράγμα, να ανακάμψει ο Γουίλλιαμ.
-Ας μην πάθει τίποτα,
παρακάλεσε. Το έπαθε εξαιτίας μου, εξαιτίας μου τον χτύπησε ο άλλος. Ας
είμασταν στην Μοράβια τώρα και θα έβλεπε πού θα βρισκόταν το κάθαρμα! Ας μην
πάθει…
Ο Γουίλλιαμ σταμάτησε να
τρέμει σιγά σιγά. Η Βελίκα άρχισε να τον νιώθει πιο ζεστό στα χέρια της. Η
αναπνοή του άρχισε να γίνεται πιο κανονική και μπορούσε να νιώσει τον χτύπο της
καρδιάς του να αποκτά ρυθμό. Πήρε μια βαθιά ανάσα ανακουφισμένη και ακούμπησε
το κεφάλι της στο στέρνο του.
-Ευχαριστώ, είπε ο
Γουίλλιαμ σιγανά, μου έσωσες την ζωή πιθανότατα.
-Δεν θα χρειαζόσουν
σώσιμο αν δεν είχες μπλέξει με το κάθαρμα για χάρη μου. Σε ευχαριστώ.
Ο Γουίλλιαμ την κοίταξε.
-Δεν θα τον άφηνα να
βλάψει καμία γυναίκα, πόσο δε εσένα.
Η Βελίκα τον κοίταξε
ξαφνιασμένη με το πάθος που χρωμάτισε την φωνή του και εκείνος της ανταπέδωσε
το βλέμμα. Η κοπέλα κοίταξε κάτω αμήχανη, δεν ήταν συνηθισμένη στην εγγύτητα
που είχαν και παρότι το είχε κάνει ανενδοίαστα για να βοηθήσει τον Γουίλλιαμ,
τώρα ερχόταν αντιμέτωπη με τις συνέπειες. Είχε πλήρη συναίσθηση ότι μόνο το
ύφασμα του στηθόδεσμου της βρισκόταν ανάμεσα στο σώμα του και το δικό της, των
χεριών του στη μέση της και το πώς εκείνη άγγιζε την πλάτη του.
Τον ξανακοίταξε. Αυτό που
είδε στα μάτια του την συνεπήρε. Την έκανε να ξεχάσει τα πάντα, ακόμα και γιατί
είχαν βρεθεί έτσι. Υπήρχε μόνο εκείνη και εκείνος μέσα στο ζεστό περιβάλλον που
το πανωφόρι της δημιουργούσε.
Ο Γουίλλιαμ είχε συνέλθει
αρκετά για να έχει συναίσθηση του ότι κρατούσε στην αγκαλιά του τη Βελίκα με το
σώμα της κολλημένο στο δικό του. Αν δεν συνερχόταν ακόμα από το σοκ του κρύου,
θα μπορούσε να πιστέψει ότι ονειρεύεται. Κρατούσε στα χέρια του την κοπέλα που
του δημιουργούσε τόσο έντονα αισθήματα και ήταν μόνοι τους. Αυτή τη στιγμή
μάλιστα σαν μην υπήρχε κανείς άλλος στον κόσμο.
Όταν η Βελίκα τον κοίταξε
ξανά στα μάτια, χάθηκε στο βλέμμα της. Έκανε το μόνο που του φαινόταν σωστό, το
μόνο που του φαινόταν λογικό να κάνει. Έγειρε και τη φίλησε.
Τα χείλη της ήταν απαλά,
απαλά σαν μετάξι λένε συνήθως, εκείνος όμως δεν μπορούσε να δεχτεί την
παρομοίωση, δεν είχε ξανανιώσει κάτι τόσο απαλό και τόσο γλυκό. Τα χείλη της
μισάνοιξαν και ο Γουίλλιαμ τα χάιδεψε με τα δικά του. Την κράτησε πάνω του και
εκείνη δεν τραβήχτηκε. Χάιδεψε απαλά την πλάτη του απολαμβάνοντας το πρώτο της
φιλί.
-Ρε σεις, δεν του το
είχα! Ο τύπος είναι αχαλίνωτος. Το πρωί πήδηξε την Φαρμάκη και μετά όταν
σταματήσαμε την Στάνιτς και τώρα ξανά τη Στάνιτς, είπε ο Πέτρος Αναστασίου. Δεν
φανταζόμουν ότι είναι τόσο δραστήριος. Όλες τις μέρες στην εκδρομή, μας το
έπαιζε υπεράνω, δεν τον είχαμε δει ούτε καν να μιλάει με γυναίκα.
-Την ανάβει φαίνεται την
βάρβαρη, είπε ο Δημήτρης στον κολλητό του. Ποια γυναίκα κουβαλάει μαχαίρι;
Μπορεί και να την ξεπληρώνει που τον έσωσε. Μόνος του δεν θα τα έβγαζε πέρα.
Αλλά κάτσε να το πω στον Μπερτάτο και θα δει τι έχει να πάθει.
-Δεν νομίζω ότι θέλεις να
το κάνεις αυτό, είπε ο Αλέξης που είχε πλησιάσει.
-Μπα και γιατί;
-Γιατί έβγαλε μαχαίρι για
να σε σταματήσει από το να τον τσακίσεις στο ξύλο, δεν θα σου πει μπράβο γι’
αυτό, ξέρεις.
Δεν πρόλαβαν να πουν κάτι
άλλο γιατί ο καθηγητής φώναξε να επιστρέψουν στο πούλμαν.
-Πρέπει να γυρίσουμε,
είπε απαλά η Βελίκα.
Ο Γουίλλιαμ ένευσε και
έπιασε το πανωφόρι, η Βελίκα ανατρίχιασε καθώς ερχόταν σε επαφή με τον παγωμένο
αέρα. Ένιωσε τις θηλές της να σκληραίνουν και κοκκίνισε καθώς ήξερε ότι όντας
μόνο με το στηθόδεσμο θα ήταν κάτι εμφανές στον Γουίλλιαμ. Του έριξε μια ματιά
και διαπίστωσε ότι όχι μόνο κρατούσε το πανωφόρι της έτσι ώστε να μην μπορούν
να την δουν οι υπόλοιποι αλλά και ο ίδιος είχε αποστρέψει το βλέμμα.
Μόλις ντύθηκε εκείνη της
έδωσε το παλτό και ντύθηκε και εκείνος. Ξεκίνησαν να επιστρέψουν στο πούλμαν.
Καθώς βάδιζαν η Βελίκα γλίστρησε το χέρι μέσα στο δικό του. Ο Γουίλλιαμ το
έσφιξε.
Ο Μιχάλης κοίταξε τις
σημειώσεις του.
-Έχετε φαξ που μπορώ να
χρησιμοποιήσω; ρώτησε την υπάλληλο στο αρχείο.
-Όχι, είπε εκείνη, αλλά
ακριβώς έξω από την πύλη του νοσοκομείου υπάρχει ένα βιβλιοπωλείο που έχει φαξ
για το κοινό.
Ο Μιχάλης την ευχαρίστησε και έφυγε αφού έβαλε
τον φάκελο στην θέση του όπως τον βρήκε.
Βρήκε το βιβλιοπωλείο, ο
ιδιοκτήτης του είχε ανοίξει το κατάστημα παρά τον καιρό και έστειλε το φαξ.
-Αυτό είναι στην Αθήνα,
παρατήρησε πληκτρολογώντας τον αριθμό.
«Και πού να’ ξερες!»
σκέφτηκε ο Μιχάλης με ένα χαμόγελο αλλά αρκέστηκε να πει:
-Αθηναίος είμαι.
-Για δουλειές ήρθατε;
-Διακοπές.
-Σας έκλεισε ο καιρός;
-Όχι, δεν ήταν να φύγω
ακόμα, άσε που μου αρέσει αυτός ο καιρός.
-Αυτός ο καιρός είναι
δύσκολος, εγώ μένω δίπλα και μπόρεσα και ήρθα άλλοι δεν το κατάφεραν… Έτοιμο.
-Ευχαριστώ.
Ο Μιχάλης πλήρωσε και
επέστρεψε στο νοσοκομείο για να πάρει την Λυδία.
Το πούλμαν έμοιαζε να
πλέει σε μια λευκή ατέρμονη νεφέλη, έτσι όπως χιόνιζε ασταμάτητα και τίποτα δεν
φαινόταν από τα χαρακτηριστικά του τοπίου. Πολλοί είχαν γλαρώσει, ανάμεσά τους και
η Αλεξία, χωμένη στην αγκαλιά του αγαπημένου της.
Εκείνος ήταν πανευτυχής
να την κρατά στην αγκαλιά του να νιώθει την αναπνοή της στο λαιμό του, το ζεστό
βάρος του στήθους της στο στέρνο τού. το σώμα της στα χέρια του.
Η Τάνια ήρθε να αμαυρώσει
την στιγμή σαν κάποιος που ρίχνει κάρβουνο σε έναν ολόλευκο τοίχο. Έσκυψε και
του ψιθύρισε:
-Απόλαυσέ το τώρα που
μπορείς, σύντομα θα είστε παρίες, και όλοι θα σας αποφεύγουν. Τι θα κάνεις για
να ζήσετε; Θα την βγάλεις στο κλαρί;
Ο Αλέξης γύρισε και την
κοίταξε και η έκφρασή του ήταν τέτοια που η Τάνια πισωπάτησε σαν να έβλεπε τον
ίδιο τον θάνατο ενώ ο Αλέξης έλεγε:
-Αν την βλάψεις ορκίζομαι
στον Θεό τον ίδιο ότι θα σε σκοτώσω!
Η Τάνια απομακρύνθηκε και
ο Αλέξης έστρεψε το βλέμμα του στην αγαπημένη του που πλέον κοιμόταν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου