Μέσα Στη Θύελλα - 6

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο 6

 

Το πούλμαν σταμάτησε, με ένα μικρό γλίστρημα στο χιόνι, μπροστά από τον σταθμό εξυπηρέτησης στην εθνική οδό και ο Μπερτάτος σηκώθηκε από την θέση του. Πήρε το μικρόφωνο και είπε:

-Για ακούστε, θα σταματήσουμε για μια ώρα. Φάτε κάτι, πάρτε καφέ ή ό,τι άλλο θέλετε και… Γκούρα, παιδί μου, θες να γίνεις ο πρώτος μαθητής που θα γυρίσει από εκδρομή τιμωρημένος;

-Όχι, κύριε!

-Μη μιλάς και μην πειράζεις την Ιωάννου! Λοιπόν… Πάτε και τουαλέτα μην σταματάμε μετά, ο καιρός δεν είναι φιλικός όπως βλέπετε. Εντάξει, κατεβείτε.

Οι μαθητές σηκώθηκαν να βγουν έξω, μόνο ο Γουίλλιαμ δεν έδειξε προθυμία να το κάνει.

-Δεν θα κατέβεις; ρώτησε η Βελίκα.

-Όχι, τώρα. Μόλις κατέβουν όλοι, θα κατέβω να πάω μια βόλτα στην ηρεμία.

-Κατάλαβα… Αν θες παρέα…πρότεινε δειλά η κοπέλα.

Ο Γουίλλιαμ χαμογέλασε.

-Ναι, βέβαια.

Βγήκαν τελευταίοι και περπάτησαν μακριά από τους υπόλοιπους.

 

-Πάμε να φάμε κάτι; είπε ο Αλέξης.

-Θέλω να πάω να φρεσκαριστώ, είπε η κοπέλα και ο Αλέξης την κοίταξε. Εκείνη του έκλεισε το μάτι και ο Αλέξης κατάλαβε. Την ακολούθησε και μπήκαν στον σταθμό αλλά κατέβηκαν προς τα μπάνια, στο υπόγειο. Εκεί η κοπέλα τον τράβηξε παράμερα και τον φίλησε στο στόμα. Ο Αλέξης ανταποκρίθηκε με πάθος, η γλώσσα του άνοιξε τα χείλη της και βρήκε την δική της κάνοντας το φιλί βαθύ και ηδονικό. Τα χέρια του Αλέξη γλίστρησαν στους γοφούς της και η Αλεξία τύλιξε τα πόδια της γύρω από την μέση του. Ένιωσε τον ανδρισμό του να την πιέζει και το σώμα της ρίγησε από προσμονή.

-Κρίμα που δεν μπορούμε να το κάνουμε εδώ, ψιθύρισε ο Αλέξης.

-Είναι δημόσιος χώρος, είπε η Αλεξία, δεν λες πάλι καλά που είμαστε έστω και για λίγο μόνοι μας!

-Ναι, βέβαια, σκέψου να μας πάρει κάποιο μάτι…

Δεν το ήξεραν, αλλά αυτό είχε ήδη γίνει. Γονατισμένη στην σκάλα, η Τάνια δεν πίστευε στα μάτια της.

 

Όσο απομακρύνονταν από τον σταθμό εξυπηρέτησης αυτοκινήτων, η ησυχία γινόταν όλο και πιο απόλυτη ως που έμειναν μόνο τα βήματά τους να ακούγονται στο χιόνι. Απολάμβαναν το χιονισμένο τοπίο και ο ένας την παρουσία του άλλου χωρίς να μιλάνε.

Στάθηκαν σε μια στροφή που έφερνε προς τα βουνά μπροστά τους όπου βαριά σύννεφα κάλυπταν τις κορυφές και το χιόνι φαινόταν να πέφτει ακόμα πιο πυκνό.

-Κακώς σταματήσαμε, είπε ο Γουίλλιαμ, ο καιρός θα χειροτερεύσει.

-Το πολύ – πολύ να πάμε πιο αργά, είπε η Βελίκα, δεν βιάζομαι κιόλας να σου πω. Η μητέρα μου θα γυρίσει αργά το βράδυ οπότε μόνη θα είμαι και στο σπίτι. Από την άλλη, θα χαρώ να γλιτώσω από μερικούς από τους συμμαθητές μας.

-Πράγμα που μου θυμίζει ότι πρέπει να πω δύο λογάκια στον Αυγερινό μαζί με μερικές ανάποδες!

-Μην χάνεις το χρόνο σου με τον ηλίθιο. Αν δεν ήταν να λείψει η μητέρα μου, δεν θα είχα έρθει στην εκδρομή, αλλά δεν ήθελε να μείνω μόνη.

Ο Γουίλλιαμ κοίταξε με συμπάθεια την κοπέλα που ήταν χαμένη στις σκέψεις της. Ήταν τρυφερή και ευαίσθητη αλλά ταυτόχρονα έκρυβε μέσα της δύναμη. Σαν να αισθάνθηκε το βλέμμα του, γύρισε και τον κοίταξε.

-Ξέρεις, είσαι από τους λίγους που μου φέρονται ευγενικά.

-Δεν βλέπω τον λόγο γιατί όχι, είπε ο Γουίλλιαμ.

Η Βελίκα χαμογέλασε.

-Μπορούμε να περπατήσουμε λες εκεί; ρώτησε δείχνοντας τα δέντρα στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Μου θυμίζει το Μέλανα Δρυμό, έχω περάσει μερικές από τις πιο ευτυχισμένες μου διακοπές εκεί. Όταν ζούσε ακόμα ο πατέρας μου…

Το βλέμμα της σκοτείνιασε και έσκυψε το κεφάλι στέλνοντας ένα κύμα πόνου στον Γουίλλιαμ που την κοιτούσε.

-Πάμε, είπε για να της αποσπάσει το μυαλό από τις δυσάρεστες σκέψεις.

Πέρασαν τον δρόμο και βρέθηκαν κάτω από τα δέντρα. Το χιόνι εδώ έπεφτε σε δεύτερη φάση στο έδαφος, πρώτα μαζευόταν στα κλαδιά των δένδρων και μετά έπεφτε σαν λεπτή πούδρα στο έδαφος όπου είχε ήδη μαζευτεί αρκετό.

Δεν είχαν προχωρήσει πολύ όταν άκουσαν από κάπου μπροστά τους ένα πονεμένο σκούξιμο. Το άκουσαν ξανά και δεν άργησαν να βρουν την πηγή του. Ένα μικρό καφέ αρκουδάκι είχε πιαστεί σε έναν θάμνο και δεν μπορούσε να απεγκλωβιστεί καθώς το ένα από τα πίσω πόδια του είχε πιαστεί σε μια διχάλα που σχημάτιζαν τα πιο χαμηλά κλαδιά του θάμνου.

-Πού βρέθηκε αυτό εδώ; είπε ο Γουίλλιαμ. Έπρεπε να κοιμάται.

-Ίσως κάτι να το ξύπνησε και βγήκε μια βόλτα, είπε η Βελίκα. Και τώρα έμπλεξε.

-Για να δούμε αν μπορούμε να το ξεμπλέξουμε, είπε ο Γουίλλιαμ και γονάτισε στο χιόνι.

Το αρκουδάκι τρόμαξε πιο πολύ με την εγγύτητα των ανθρώπων. Η Βελίκα γονάτισε δίπλα στον Γουίλλιαμ και χάιδεψε το κεφάλι του μικρού ζώου.

-Срећан Медо, είπε, Срећан Медо.

Άρχισε να τραγουδάει κάποιον σκοπό η κοπέλα στην μητρική της γλώσσα. Ο Γουίλλιαμ την έβρισκε υπέροχα μελωδική και δεν θα είχε αντίρρηση να μείνει να την ακούει. Το αρκουδάκι ησύχασε και ο Γουίλλιαμ το ελευθέρωσε. Εκείνο έβγαλε μια χαρούμενη κραυγή και τους τριγύρισε για λίγο. Μετά προχώρησε προς τα ενδότερα του δάσους όπου το υποδέχτηκε ένα βαθύ μουγκρητό και πρόβαλε μια τεράστια αρκούδα.

-Η μητέρα… είπε ο Γουίλλιαμ. Δεν είμαστε απειλή για το μικρό και δεν θα μας επιτεθεί, δεν επιτίθενται σε ανθρώπους οι φαιές αρκούδες. Αλλά μην κάνεις κάποια απότομη κίνηση και νομίζει ότι την απειλούμε εμείς.

Η Βελίκα ένευσε καταφατικά και ο Γουίλλιαμ ένιωσε το χέρι της να γλιστράει στο δικό του και να το σφίγγει. Η αρκούδα κοίταξε πρώτα αυτούς και μετά το αρκουδάκι της, που είχε ήδη ξεχάσει το πάθημά του και τριβόταν στα πόδια της μάνας του. Εκείνη με ένα γρύλισμα το έβαλε μπροστά και χάθηκαν ανάμεσα στα δέντρα.

-Πάνε πίσω στην φωλιά τους, είπε ο Γουίλλιαμ. Υποθέτω ότι θα τις ξαναδούν στην περιοχή την άνοιξη. Ας γυρίσουμε και εμείς.

-Ναι, πάμε. Αν αργήσουμε θα θυμώσει ο Μπερτάτος, είπε η Βελίκα.

Πήραν τον δρόμο της επιστροφής χωρίς να μιλάνε, αλλά δεν διέφυγε από τον Γουίλλιαμ ότι η Βελίκα κρατούσε το χέρι του ως που φτάσανε σχεδόν στον σταθμό πάλι.

 

Η Τάνια πήρε την μητέρα της κατά μέρος.

-Τάξε μου, είπε με μάτια που γυάλιζαν.

-Τι;

-Θα γίνουμε πλούσιες.

-Είσαι έγκυος;

-Όχι, αλλά μόλις ανακάλυψα κάτι ακόμα καλύτερο για να πάρω λεφτά από τον Δενδρινό.

-Μπα; Πώς;

-Τον έπιασα σε τρυφερές περιπτύξεις…

-Αυτό θα ήταν κάτι αν είχατε παντρευτεί, την έκοψε η Ελευθερία, τώρα είσαι απλά μια γκόμενα ανάμεσα…

-Με την Αλεξία! ήταν η σειρά της Τάνιας να διακόψει. Την φιλούσε με γλωσσόφιλο, λίγο ακόμα και θα την πηδούσε κιόλας!

Η Ελευθερία έμεινε με ανοιχτό το στόμα για μια στιγμή. Μετά το έκλεισε. Ύστερα συνήλθε από την έκπληξη και πρόφερε μια βλαστήμια.

-Έχεις δίκιο, θα γίνουμε πλούσιες!

 

Η Βελίκα ανέβηκε στο πούλμαν και ο Γουίλλιαμ έκανε να την ακολουθήσει αλλά δεν πρόλαβε. Ένα χέρι τον τράβηξε πίσω και βρέθηκε να αντικρίζει τον Δημήτρη Αυγερινό.

-Ρε, είσαι κρυφή πληγή, το ξέρεις;

-Τι εννοείς;

-Μας το παίζεις ήσυχος και σεμνός, μα μόλις δοθεί η ευκαιρία, τις παίρνεις όλες στην σειρά σαν κανονικός επιβήτορας. Πρώτα την Φαρμάκη και μετά την Στάνιτς. Για πες, ήταν παρθένα; Βόγκηξε όταν την ξέσκισες;

Ο Γουίλλιαμ αποσπάστηκε από την λαβή του και είπε:

-Άλλο ένα τέτοιο και θα φας ανάποδη που θα τη θυμάσαι μέχρι να πεθάνεις.

Ο Δημήτρης ύψωσε ειρωνικά το ένα φρύδι και είπε:

-Ξέρεις έχω ακόμα μια ερώτηση. Η Στάνιτς το έχει ξυρισμένο ή έχει θάμνο η χωρ…

Η φράση του έμεινε ανολοκλήρωτη καθώς ο Γουίλλιαμ περνούσε στην επίθεση, με μια κίνηση τόσο γρήγορη που δεν θα την περίμενε κανείς από εκείνον, και έριχνε μια γροθιά στο πρόσωπο του Αυγερινού. Εκείνος έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο χιόνι. Σηκώθηκε αμέσως βρίζοντας.

-Είσαι καλά, ρε; Για μια βρωμιάρα που ήρθε από ποιος ξέρει ποια τριτοκοσμική τρύπα;

-Δεν την άγγιξα, είπε ο Γουίλλιαμ ψυχρά, απλά κάναμε μια βόλτα. Αν την ξαναπροσβάλεις θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα.

-Τώρα θα σου πω εγώ τι θα έχουμε, είπε ο Δημήτρης αλλά δεν πρόλαβε να προχωρήσει στην πραγματοποίηση της απειλής του γιατί κατέφτασε ο Μπερτάτος.

-Μη στέκεστε! φώναξε. Ανεβείτε στο πούλμαν!

2 σχόλια:

Giannis Pit. είπε...

Πολύ όμορφη η σκηνή με το μικρό αρκουδάκι, Μιχάλη.

Νυχτερινή Πένα είπε...

Και πρόσφατα άκουσα στις ειδήσεις για ένα που ξύπνησε από την χειμερία νάρκη του και βγήκε βόλτα!

Δημοσίευση σχολίου