Κεφάλαιο
5
-Δεν γίνεται κύριε, είπε
ο φρουρός.
-Είναι επείγον, είπε ο
Μιχάλης, στην γωνία έγινε ένα ατύχημα το πρωί. Από εκείνη τη στιγμή αγνοείται
ένα παιδάκι. Πρέπει να δω τι έχουν καταγράψει οι κάμερές σας.
-Γιατί δεν ασχολείται η
αστυνομία;
-Έχεις καμία ιδέα τι
γίνεται έξω; Η αστυνομία έχει πολλά να κάνει και επίσης το να πάω στην
αστυνομία και να ξεκινήσω την αναζήτηση θα πάρει πολύτιμο χρόνο.
Δεν ανέφερε ότι θα
έπαιρνε ακόμα περισσότερο χρόνο μέχρι να πάει κάποιος στο νοσοκομείο για
κατάθεση από τη Μαρίνα μιας και ο ίδιος δεν ήταν πατέρας της Λυδίας για να
ξεκινήσει την έρευνα.
-Δεν μπορώ να σας τις
δείξω.
-Είναι ζήτημα ζωής και
θανάτου.
-Φέρτε μου ένα ένταλμα
και θα σας δείξω ό,τι θέλετε.
Ο Μιχάλης τον κοίταξε με
έναν τρόπο που δεν άφηνε περιθώριο παρεξήγησης. Αν μπορούσε θα τον στραγγάλιζε
επί τόπου.
-Θα σου φέρω, αλλά αν
χαθεί ένα κοριτσάκι για το λόγο αυτό, θα εύχεσαι να ήσουν αυτός που θα έχει
πεθάνει.
Ο Μιχάλης στράφηκε να
φύγει και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν άνδρα με κουστούμι. Εκείνος τον
κοίταξε καλά καλά και μετά είπε:
-Ναι, καλά σας
αναγνώρισα. Κύριε λοχία, εσείς δεν θα με θυμάστε.
-Και όμως σε θυμάμαι,
είπε ο Μιχάλης. Αλλά Σωκράτη, δεν χρειάζεται να μες λες κύριε λοχία, δεν είμαι
πια στο στρατό.
Ο άνδρας έριξε μια ματιά
στο μπαστούνι του Μιχάλη.
-Τραυματισμός;
-Όχι, δεν παρέμεινα μόλις
τελείωσε η θητεία μου και ξεμπέρδεψα με εκείνους τους μπελάδες που ξέρεις.
Ο Σωκράτης ένευσε, ήξερε
σε τι αναφερόταν ο Μιχάλης, ένα μπλέξιμο που είχε στο τέλος της θητείας του
έχοντας ρίξει γροθιά σε έναν δόκιμο αξιωματικό.
-Εσύ; Πως βρέθηκες εδώ;
ρώτησε ο Μιχάλης.
-Είμαι διευθυντής του καταστήματος
εδώ. Ελάτε να πιούμε έναν καφέ. Διακοπές κάνετε στην πόλη μας ή περαστικός;
-Ήρθα να επισκεφτώ έναν
φίλο. Να πιούμε έναν καφέ αλλά κάποια άλλη στιγμή τώρα έχω ένα πρόβλημα και
πρέπει να πάω στην αστυνομία.
-Αστυνομία; Τι πρόβλημα;
Μήπως μπορώ να βοηθήσω;
Ο Μιχάλης του εξήγησε εν
τάχει τι είχε συμβεί και ο Σωκράτης στράφηκε στον άνδρα της ασφάλειας.
-Βρες αυτό που θέλει.
-Μα είναι…
-Τώρα Μιλτιάδη, ένα παιδί
έχει χαθεί.
Το πούλμαν ήταν ως
συνήθως γεμάτο θόρυβο σαν μελίσσι σε ημέρα δραστηριότητας. Το σύστημα ήχου του
οχήματος έπαιζε μουσική, πολλοί είχαν τη δική τους μουσική και σχεδόν όλοι
μιλούσαν με τους γύρω τους.
-Ευχαριστώ, που με άφησες
να καθίσω δίπλα σου, είπε η Βελίκα στον Γουίλλιαμ.
-Γιατί όχι;
-Για τους πιο πολλούς
είμαι ανεπιθύμητη, το θεωρούν προσβολή να καθίσουν δίπλα μου. Δίπλα στο φυτό.
-Αηδίες, είπε ο
Γουίλλιαμ, εκείνοι τα καταφέρνουν καλύτερα;
-Όχι, είπε η Βελίκα, αλλά
δεν τους νοιάζει αρκεί να είναι σε θέση να με πουν φυτό. Ή και μερικά άλλα
κοσμητικά.
-Τι άλλο; Δεν έτυχε να
ακούσω ποτέ άλλο, είπε συνοφρυωμένος ο Γουίλλιαμ.
-Δεν τα φωνάζουν, γιατί
αν προσέξει καθηγητής τι λένε θα έχουν πρόβλημα, μην κοιτάς που συνήθως δεν το
κάνουν. Πότε είδες καθηγητή να προσέχει τι λένε οι μαθητές ειδικά στην αυλή;
Οπότε, έχω ακούσει και το μυξοπαρθένα και το μπάζο.
Η Βελίκα σταμάτησε για
μια στιγμή.
-Το μυξοπαρθένα σημαίνει
ότι δεν είμαι στα αλήθεια; Έτσι δεν είναι;
Κοκκίνισε και κοίταξε
αλλού.
-Όχι, είπε ο Γουίλλιαμ. Όχι,
ακριβώς, σημαίνει ότι τεχνικά είσαι παρθένα αλλά έχεις επιθυμίες που είναι
πρόστυχες και άσεμνες.
-Και το μπάζο; Σημαίνει
οικοδομικό υλικό που έχει ξεμείνει από το χτίσιμο, σωστά; Τα Ελληνικά μου δεν
είναι ακόμα τέλεια.
-Ναι, σημαίνει τα
υπολείμματα οικοδομής αλλά στην αργκό το λένε για την άσχημη κοπέλα ή για τον
άχρηστο σε κάτι.
Η Βελίκα κούνησε το
κεφάλι της κοιτώντας κάτω.
-Τώρα βγάζει νόημα.
-Ποιο;
-Κάτι που είπε ο
Αυγερινός.
-Μπα; Τι είπε;
-Με ρώτησε αν είχα
μεταλλικό κρεβάτι στο δωμάτιο και του είπα ότι είχα ξύλινο με κολονάκια κάτω
κάτω στην άκρη. Τότε είπε ότι τέτοιο μπάζο που είμαι θα τα ίσιωσα για να
διασκεδάσω και εγώ. Εννοούσε ότι είμαι τόσο άσχημη που κανένα αγόρι δεν θα
ήθελε να…
Ο Γουίλλιαμ έκανε να
σηκωθεί όρθιος αλλά η Βελίκα άπλωσε το χέρι της να τον συγκρατήσει. Την επόμενη
στιγμή το πούλμαν πήρε μια απότομη στροφή στέλνοντας τον Γουίλλιαμ πίσω στη
θέση του με την πλάτη όμως στο παράθυρο μιας και είχε αρχίσει να γυρίζει να πει
στον Αυγερινό την γνώμη του γι’ αυτόν, και την Βελίκα στην αγκαλιά του.
Ο Γουίλλιαμ την κράτησε
εμποδίζοντάς την να πέσει αλλά όχι να βρεθεί κολλημένη πάνω του. Η Βελίκα
κρατήθηκε από εκείνον και πήρε μια βαθιά ανάσα κατατρομαγμένη.
-Όλα καλά, είπε ο
Γουίλλιαμ. Δεν έγινε τίποτα, είσαι εντάξει.
Η Βελίκα ένευσε και την
ένιωσε να χαλαρώνει στην αγκαλιά του. Η κοπέλα είχε τρομάξει και δεν άφησε την
αγκαλιά του γρήγορα αλλά εκείνος δεν είχε κανένα πρόβλημα, κάθε άλλο. Δεν ήθελε
να την αφήσει. Ένιωθε τόσο όμορφα που η κοπέλα είχε βρεθεί στην αγκαλιά του και
την κρατούσε με την τρυφερότητα και την προσοχή που θα κρατούσε κάτι πολύτιμο,
αν και θα δυσκολευόταν να σκεφτεί κάτι πιο πολύτιμο.
Πήρε μια βαθιά ανάσα
εισπνέοντας το διακριτικό της άρωμα. Η Βελίκα έχοντας συνέλθει από το ξάφνιασμα
τραβήχτηκε πίσω στη θέση της αλλά παρερμήνευσε την βαθιά ανάσα του.
-Σε χτύπησα; ρώτησε
ανήσυχη.
-Όχι, όχι, έκανε ο
Γουίλλιαμ, όλα καλά.
Η Ιωάννα που καθόταν από
την άλλη πλευρά του διαδρόμου χαμογέλασε. Τώρα ήταν σίγουρη για το ποια ήταν η
εκλεκτή του Γουίλ.
Όπως είχε ελπίσει ο
Μιχάλης, η κάμερα ασφαλείας του ΑΤΜ είχε τις απαντήσεις που αναζητούσε. Μετά το
τρακάρισμα η Λυδία είχε βγει από το αυτοκίνητο. Δεν έδειχνε τραυματισμένη αλλά
μόνο ξαφνιασμένη από το αναπάντεχο συμβάν, γεγονός που εξηγούσε γιατί δεν πήγε
κοντά στην μητέρα της, που εκείνη τη στιγμή αλλά είχε απομακρυνθεί. Ήθελε να
επιστρέψει σπίτι πιθανότατα.
Ο Μιχάλης ευχαρίστησε τον
Σωκράτη και αφού του υποσχέθηκε να βγουν για φαγητό μια μέρα άφησε την τράπεζα.
Έστριψε στο στενό και έριξε μια ματιά γύρω του. Το χιόνι σκέπαζε τα πάντα,
ακόμα και αν υπήρχαν ίχνη της Λυδίας τώρα είχαν πλέον χαθεί. Ωστόσο δεν άφησε
την απελπισία να τον αποθαρρύνει ή να τον σταματήσει.
Έφτασε στην επόμενη γωνία
και στάθηκε. Ο δρόμος που αντίκριζε ήταν ένας μικρός δρόμος άδειος από
αυτοκίνητα ή πεζούς και καλυμμένος με χιόνι. Δεν έχασε το θάρρος του παρότι δεν
φαινόταν να υπάρχει κάποιος που ίσως είχε δει τη Λυδία. Προχώρησε στο δρόμο
αγνοώντας τον πόνο που δυνάμωνε στο πόδι του. Το περπάτημα στο χιόνι τον
καταπονούσε και το κρύο δεν βοηθούσε την κατάσταση.
Αλλά δεν θα σταματούσε αν
δεν έβρισκε τη Λυδία. Δεν ήταν δικό του παιδί δεν ήταν καν αίμα του αλλά δεν
είχε σημασία. Αυτή τη στιγμή βασιζόταν σε εκείνον και δεν θα την απογοήτευε.
Στην επόμενη γωνιά
πρόσεξε έναν άστεγο που είχε κουλουριαστεί κάτω από το υποτυπώδες κάλυμμα που
προσέφερε μια εσοχή του τοίχου προσπαθώντας να προφυλαχθεί από τον αέρα και το
χιόνι. Ο Μιχάλης στάθηκε. Αυτός ο άνθρωπος μπορεί να είχε δει κάτι, θα ήταν εδώ
από το πρωί, δεν θα είχε μετακινηθεί σε μια μέρα σαν αυτή.
Τον πλησίασε και στάθηκε
μπροστά του.
-Χρειάζομαι τη βοήθειά
σου, είπε, μήπως είδες ένα κοριτσάκι…
Δεν πρόλαβε να
ολοκληρώσει την φράση του. Δίπλα στον άστεγο υπήρχε ένας σωρός από κουρέλια
σκεπασμένος με χαρτόνια. Αυτός ο σωρός αναδεύτηκε και από μέσα βγήκε η Λυδία.
-Μιχάλη!
Το κοριτσάκι έτρεξε και
τον αγκάλιασε.
-Δόξα τω Θεώ, είπε ο
άστεγος. Ήρθε πριν από λίγο και μου είπε ότι η μαμά της χτύπησε αλλά εκείνη δεν
ήθελε να πάει με τους ανθρώπους που την πήραν γιατί ήταν ξένοι. Ήθελε να πάει
σπίτι της αλλά κρύωνε.
Ο Μιχάλης κοίταξε τη
Λυδία που έδειχνε μια χαρά, ούτε τρομαγμένη ούτε καταπονημένη.
-Την σκέπασα με ό,τι
μπορούσα, είπε ο άνδρας, αλλά φοβόμουν ότι δεν θα άντεχε το κρύο.
-Απόψε δεν θα τα
καταφέρεις ούτε εσύ αν μείνεις έξω, είπε ο Μιχάλης, θα είναι άσχημο, βρες ένα
καταφύγιο, εντάξει;
Έβαλε στο χέρι του άντρα
χρήματα.
-Βρες ένα καταφύγιο ή ένα
ξενοδοχείο για απόψε και θα δούμε τι μπορεί να γίνει γενικά.
-Σε ευχαριστώ, είπε ο
ηλικιωμένος.
-Όχι, είπε ο Μιχάλης, εγώ σε ευχαριστώ. Γιατί βοήθησες τη Λυδία.
2 σχόλια:
Δόξα το Θεό, βρέθηκε η Λυδία. Να κάτι καλό επιτέλους. Πήραμε ανάσα. Άνθρωπος ο άστεγος κυριολεκτικά.
Επειδή ατύχησε στην ζωή του δεν σήμαινε ότι έχασε και την ανθρωπιά του, γεγονός που συμβαίνει πολλές φορές με εκείνους που τα έχουν όλα.
Δημοσίευση σχολίου