Κεφάλαιο
20
Ο Γουίλλιαμ και η Τάνια
προχώρησαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στον δρόμο. Δεν είχαν δει ακόμα λύκους
αλλά τους είχαν ακούσει ξανά χωρίς, όμως, να μπορούν να καταλάβουν αν ήταν
κοντά τους ή μακριά.
-Τι θα κάνουμε αν βρούμε
τους λύκους μπροστά μας;
-Δεν ξέρω, ελπίζω να τους
φοβίσει ο φακός, να τον περάσουν για φωτιά. Όλα τα ζώα φοβούνται την φωτιά.
-Θα μας επιτεθούν;
-Ένας φίλος του πατέρα
μου συνάντησε κάποτε λύκους. Ήταν εδώ κοντά κιόλας, τον αγνόησαν τελείως.
-Καλό αυτό.
-Ήταν καλοκαίρι και δεν
ήταν πεινασμένοι, πράγμα που δεν ισχύει τώρα, φοβάμαι. Αλλά ας ελπίσουμε ότι
δεν θα τους δούμε από κοντά όπως ο Μιχάλης.
-Κάτι πέρασε στον δρόμο,
είπε η Αλεξία κοιτώντας ευθεία μπροστά από το πούλμαν.
Το μεγάλο παράθυρο στο
μέτωπο του πούλμαν ήταν ακόμα καθαρό από χιόνι. Λόγω της μεγάλης επιφάνειας και
της κάθετης θέσης του, είχε πιάσει χιόνι μόνο στις άκρες ενώ τα περισσότερα από
τα άλλα παράθυρα είχαν πλέον καλυφθεί από πολύ έως και τελείως.
-Λύκοι, είπε ο Αλέξης. Μην
φοβάσαι, δεν είμαστε στόχος και δεν μπορούν να μπουν.
-Μπορούν να βολευτούν με
τον Μπριαν και την Μαρκάτου που είναι έξω, σχολίασε ο Αυγερινός.
Ένα επιφώνημα τρόμου
ξέφυγε από τα χείλη της Βελίκα και ο Αλέξης ένιωσε την αγαπημένη του να ριγεί
στα χέρια του.
-Θες να σε πετάξω έξω να
δούμε αν θα σε προτιμήσουν οι λύκοι; είπε απότομα στον Αυγερινό και εκείνος
αποφάσισε ότι δεν ήταν συνετό να συνεχίσει την συζήτηση.
-Η θερμοκρασία έχει
κατέβει στους μείον εννιά, είπε ο Νικήτας κοιτώντας τα όργανα στο ταμπλό
μπροστά του.
-Πολύ κρύο για να είναι
έξω κανείς, θα δυσκολέψουν τα πράγματα για αυτά τα παιδιά.
-Έχω βρεθεί και σε μείον
δεκαοκτώ στον Έβρο, είπε ο άνθρωπος της ΕΥΠ. Πολύ κρύο.
-Δεν συμπαθώ το τόσο
κρύο, είμαι νότιος, είπε ο Μιχάλης, αλλά έχω βρεθεί στην Ανταρκτική. Παρότι
ήταν το καλοκαίρι της περιοχής, το κρύο ήταν φοβερό.
Κοίταξε το χιόνι που
έπεφτε ακόμα πυκνό.
-Δεν θα κάνει τόσο κρύο
αλλά δεν είναι και εξοπλισμένοι για να το αντέξουν.
-Και να κινδυνεύουν και
από έναν δολοφόνο. Γιατί αν σκοτώσει τον στόχο, δεν θα αφήσει μάρτυρες.
-Αν το κάνει από κοντά.
-Δεν γίνεται να το κάνεις
αλλιώς, με τις συνθήκες που διαμορφώνονται πρέπει να μπει στο πούλμαν τους ή να
το ανατινάξει. Κακά νέα για όλους.
Ο Γουίλλιαμ ήταν ο πρώτος
που το είδε και το έδειξε και στην Τάνια. Το πούλμαν έμοιαζε τώρα να είναι
παχτωμένο στο χιόνι καθώς είχε μαζευτεί πολύ σε όλο το μήκος του και οι ρόδες
δεν ξεχώριζαν πια.
-Φτάσαμε, είπε η κοπέλα.
Φιγούρες φάνηκαν να
κινούνται λίγο πιο μακριά.
-Λύκοι, είπε η Τάνια.
-Πάμε, είπε ο Γουίλλιαμ,
δεν είναι κοντά στο πούλμαν, ίσως καταφέρουμε να φτάσουμε χωρίς να μας
πλησιάσουν.
Έκαναν μερικά βήματα και
σταμάτησαν. Ο Γουίλλιαμ είπε:
-Κάτι ακόμα, αν χρειαστεί
να τρέξουμε, τρέχεις και δεν κοιτάς πίσω. Εντάξει;
-Μα…
-Μόνο να πας τα φάρμακα!
Πάμε!
Οι λύκοι δεν φάνηκαν να
τους δίνουν σημασία στην αρχή. Ο Γουίλλιαμ και η Τάνια πλησίασαν το πούλμαν και
προχώρησαν προς την πόρτα του. Τότε ένας λύκος σήκωσε το κεφάλι του και
οσμίστηκε τον αέρα. Ύστερα γρύλισε άγρια.
-Τρέξε! είπε ο Γουίλλιαμ
στην Τάνια.
Δεν ήταν εύκολο. Τα πόδια
τους βυθίζονταν στο μαζεμένο χιόνι και δεν μπορούσαν να κινηθούν γρήγορα.
Αντίθετα οι λύκοι φαίνονταν να περπατάνε στην επιφάνειά του χωρίς να βυθίζονται
σ’ αυτήν καθόλου. Πλησίαζαν πολύ γρήγορα.
Ο πρώτος λύκος ήταν πια
μόλις μέτρα μακριά τους. Ο Γουίλλιαμ τράβηξε το στιλέτο της Βελίκα από την ζώνη
του. Ίσως να μπορούσε να αντιμετωπίσει έναν λύκο με αυτό αλλά με όλη την αγέλη
δεν είχε καμία ελπίδα να τα καταφέρει.
Τα φώτα του πούλμαν
άναψαν τυφλώνοντας τους λύκους και η κόρνα του αντήχησε δυνατά μέσα στην
σιγαλιά της νύχτας. Οι λύκοι σκόρπισαν αλυχτώντας και ο Γουίλλιαμ με την Τάνια
έφτασαν στην πόρτα που άνοιξε και μπήκαν μέσα.
Βρήκαν τον Αλέξη στο
τιμόνι, εκείνος είχε την ιδέα για τα φώτα και την κόρνα.
-Ευχαριστώ, είπε ο
Γουίλλιαμ, μας έσωσες την ζωή.
Ο Αλέξης ένευσε και
έσβησε τα φώτα. Σκοτάδι και ησυχία απλώθηκε και πάλι αλλά οι λύκοι δεν
πλησίασαν, είχαν χάσει το θήραμά τους.
Ο Γουίλλιαμ και η Τάνια
πήγαν πίσω με τα φάρμακα και η Βελίκα σηκώθηκε και αγκάλιασε σφιχτά τον
αγαπημένο της. Εκείνος την έσφιξε πάνω του και έμειναν έτσι για λίγο
αγκαλιασμένοι, ανακουφισμένοι που βρίσκονταν και πάλι μαζί.
-Τα καταφέρατε; ρώτησε η
κοπέλα.
-Ναι, φέραμε φάρμακα.
Το σχολείο ήταν γεμάτο
σαν να ήταν κανονική μέρα λειτουργίας, πολλοί μαθητές δεν είχαν φύγει
περιμένοντας να δουν τι θα γινόταν με τους συμμαθητές τους και είχαν καταφτάσει
και πολλοί ανήσυχοι γονείς. Οι καθηγητές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τους
καθησυχάσουν.
Ο Μπερτάτος αναρωτιόταν
αν είχε κάνει κακώς που είχε αφήσει πίσω την Χατζή και δεν είχε μείνει ο ίδιος.
Ήδη είχε ακούσει κάποιους από τους γονείς να σχολιάζουν αυτό το γεγονός.
Αγωνιούσε για τους
μαθητές που είχαν μείνει πίσω, καθώς δεν είχε ακόμα καταφέρει να βρει κάποιον
για να πάει να βοηθήσει με την κατάσταση.
Η Βελίκα κάθισε στην θέση
δίπλα στον Γουίλλιαμ και χώθηκε στην αγκαλιά του. Εκείνος την κράτησε κοντά του
και την σκέπασε με το μπουφάν που είχε ρίξει πάνω του. Η Βελίκα ακούμπησε το
κεφάλι της στο στέρνο του.
-Κρυώνεις; την ρώτησε.
-Όχι, είμαι εντάξει.
Φοβήθηκα για σένα.
-Είμαι εντάξει.
-Κινδύνεψες όμως.
-Πέρασε, μην το
σκέφτεσαι.
-Δεν θα το άντεχα να
πάθεις κάτι. Δεν…
Ο Γουίλλιαμ έσκυψε και
την φίλησε απαλά στα χείλη. Η κοπέλα έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε.
-Σε αγαπώ… ψιθύρισε ανάμεσα σε δύο φιλιά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου