Ο Ραξής τον περίμενε όταν
έφτασε εκεί. Τόσο πρωί είχε παρκάρει στην άκρη του δρόμου χωρίς να ενοχλεί αφού
δεν υπήρχε σχεδόν κανένας άλλος. Ο Μιχάλης ανέβηκε με την κυλιόμενη σκάλα από
τον υπόγειο σταθμό και είδε αμέσως την μαύρη μερσεντές του επιθεωρητή.
Κατευθύνθηκε προς τα εκεί και κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Ο Ραξής ξεκίνησε
αμέσως.
-Ευχαριστώ που ήρθες,
Μιχάλη.
-Πάντα στη διάθεσή σου αν
και δεν ξέρω σε τι μπορώ να βοηθήσω. Έχεις σίγουρα τους πλέον ικανούς άνδρες.
-Ναι, απλά χρειάζομαι και
κάποιον έμπιστο άνθρωπο. Μόλις μαθευτεί θα γίνει μεγάλος σάλος. Θα έχουμε τα
όρνια του τύπου και τους κάθε είδους περίεργους και πάνω από όλα την κυβέρνηση
ολόκληρη στο κεφάλι μας.
-Κατάλαβα. Τι ξέρουμε;
-Δεν μου είπαν τίποτα
άλλο στο τηλέφωνο αλλά το ότι με πήρε ο αρχηγός λέει πολλά για την πίεση που θα
υπάρξει. Όσο για’ σενα πέρα από έμπιστος έχεις δείξει κάποιες ικανότητες
μοναδικές σε τέτοια θέματα.
-Αναγκάστηκα από διάφορες
περιστάσεις, είπε ο Μιχάλης, και συνήθως το πλήρωσα. Πως θα δικαιολογήσεις την
παρουσία μου εκεί;
-Στους δικούς μου θα πω
ότι σε χρειάζομαι γιατί ήξερες το νεκρό πράγμα που είναι αλήθεια, όλοι οι άλλοι
θα νομίζουν ότι είσαι αστυνομικός.
-Δεν δείχνω και τόσο για
αστυνομικός.
-Για την άμεση δράση ή
τις ειδικές ομάδες όχι για επιθεωρητής όμως μια χαρά. Και πρέπει να βρούμε την
άκρη, ποιος σκότωσε τόσους ανθρώπους, όχι μόνο γιατί θα το ζητάει ο υπουργός.
Ο Μιχάλης γύρισε και
κοίταξε τον Ραξή ξαφνιασμένος.
-Τόσους; Ποιον άλλο;
-Σκότωσε ακόμα τη γυναίκα
του καθηγητή και την κόρη του καθώς και τον μνηστήρα της. Σε ένα σπίτι με άλλα
τόσα άτομα προσωπικό που δεν πήρε χαμπάρι τίποτα. Δεν μας περιμένει τίποτα
εύκολο.
Οι δρόμοι της Αθήνας ήταν
ακόμα άδειοι, μόνο άνθρωποι που εργάζονταν πολύ πρωί βρίσκονταν στο δρόμο μια
ώρα πριν το ξημέρωμα και έμοιαζε σαν να κινούνταν σε έρημη πόλη. Έτσι δεν
άργησαν να φτάσουν στο σπίτι του καθηγητή, μια μεζονέτα περιτριγυρισμένη από
έναν μεγάλο κήπο και αποκομμένη από τον κόσμο με έναν ψηλό τοίχο ντυμένο με
κισσό. Έξω από τη μεγάλη δίφυλλη είσοδο του κήπου ήταν παρκαρισμένο ένα περιπολικό
και πιο πέρα ακόμα μερικά και άλλα οχήματα των αρχών.
-Εδώ είμαστε, είπε ο
Ραξής και πάρκαρε.
Βγήκαν από το αυτοκίνητο.
Ο Μιχάλης στηρίχθηκε στο μπαστούνι του και κοίταξε το σπίτι.
-Είχες έρθει ποτέ εδώ;
ρώτησε ο Ραξής.
-Όχι οι συναντήσεις με
τον καθηγητή ήταν πάντα στο γραφείο του στο πανεπιστήμιο.
Ο Ραξής προχώρησε προς το
σπίτι ακολουθούμενος από τον Μιχάλη, στην είσοδο του κήπου ένας αστυνομικός με
στολή έκανε ένα νόημα να σταματήσουν αλλά παραμέρισε μόλις ο επιθεωρητής του
έδειξε το σήμα. Όπως το είχε υποθέσει λίγα λεπτά νωρίτερα ο αστυνομικός θεώρησε
ότι ο Μιχάλης ήταν μαζί του και δεν τον σταμάτησε.
Διέσχισαν μια ομαλά
ανηφορική έκταση με γρασίδι περπατώντας σε ένα δρομάκι από πλάκες που θύμιζαν
παραδοσιακό πλακόστρωτο. Φτάνοντας στην πόρτα του σπιτιού άλλος ένας
αστυνομικός τους άνοιξε αλλά γνώριζε τον Ραξή και δεν χρειάστηκε επίδειξη
σήματος για να περάσουν.
Βρέθηκαν σε ένα
μακρόστενο χολ με ασπρόμαυρα πλακάκια σαν σκακιέρα, ήταν προφανές ότι ήταν απλά
ένας πρώτος χώρος υποδοχής Δεξιά υπήρχε μια τεράστια σειρά από κρεμάστρες για
παλτά και καπαρντίνες, ενώ απέναντι υπήρχε ομπρελοθήκη και ένας μεγάλος πίνακας
που έδειχνε ένα ηλιόλουστο τοπίο. Μετά δεξιά και αριστερά υπήρχαν μεγάλοι
ολόσωμοι καθρέφτες που έκαναν το ήδη μεγάλο χολ να δείχνει σπηλαιώδες.
Εκεί βρίσκονταν δύο
αστυνομικοί με στολή και ένας με πολιτικά, ο τελευταίος έδειχνε κουρασμένος και
ξαγρυπνισμένος. Μόλις είδε τον Ραξή άφησε τους ένστολους και πλησίασε.
-Νίκο. Χαίρομαι που θα
αναλάβεις εσύ αυτό το άλυτο κουβάρι.
-Φίλιππε, τι έχουμε εδώ;
-Τέσσερις νεκρούς και
κανένας δεν πήρε χαμπάρι τίποτα.
-Και βρίσκονται στο σπίτι
πόσα άτομα ακόμα; ρώτησε ο Ραξής.
-Κανονικά θα έπρεπε να
είναι τέσσερα αλλά ένας εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα. Ο Κομνηνός είχε τέσσερα
άτομα προσωπικό, μια μαγείρισσα, δύο καμαριέρες και έναν σοφέρ. Ο τελευταίος
εξαφανίστηκε, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν το έκανε με τη θέλησή του. Δεν θα
σου πω άλλα να μη σε επηρεάσω, πάνω είναι μια ομάδα της σήμανσης με τον Δονάτο.
-Εντάξει, θα ανέβω τώρα.
Το προσωπικό που είναι;
-Εκεί, είπε ο Φίλιππος
και έδειξε μια πόρτα πιο πέρα μετά τους καθρέφτες στα δεξιά. Είναι τα δωμάτιά
τους και τους είπα να μείνουν εκεί.
-Καλά έκανες. Λοιπόν,
ακολουθούμε την κλασσική διαδικασία, δεν μπαίνει κανείς, δεν βγαίνει κανείς από
όσους ήταν εδώ κατά τη διάπραξη του εγκλήματος. Και κρατάμε τους δημοσιογράφους
μακριά. Φίλιππε είσαι επικεφαλής όσο λείπω, κανόνισε τις βάρδιες για τη φύλαξη.
Ο Φίλιππος ένευσε και ο
Ραξής προχώρησε στο χολ, δεξιά υπήρχε μια πόρτα που όπως είχε πει ο άλλος
αστυνομικός οδηγούσε στα δωμάτια του προσωπικού ενώ αριστερά ανοιγόταν μια
αχανής κουζίνα. Στο βάθος υπήρχε μια επιβλητική μαρμάρινη σκάλα, φαρδιά όσο να
ανέβουν τρεις ή τέσσερις άνδρες μαζί.
Τα δωμάτια της
οικογενείας βρίσκονταν στον δεύτερο όροφο και ο Ραξής ακολουθούμενος από τον
αναγκαστικά πιο αργό Μιχάλη ανέβηκαν χωρίς να σταθούν στον πρώτο.
Στον δεύτερο η σκάλα
έβγαζε σε ένα χολ στο οποίο ανοίγονταν μερικές πόρτες. Βρίσκονταν πολλοί
αστυνομικοί εδώ, της σήμανσης κυρίως και του ιατροδικαστή. Δύο δωμάτια στα
δεξιά ήταν ξενώνες, μικρές κρεβατοκάμαρες με δικό τους μπάνιο, μετά ακριβώς
απέναντι από τη σκάλα ήταν ένα μεγάλο υπνοδωμάτιο και αριστερά από αυτό ένα
μεγάλο πολυτελές μπάνιο. Στα αριστερά, μετά το μπάνιο υπήρχε ακόμα ένα δωμάτιο.
Στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα
με το διπλό κρεβάτι υπήρχε ένα πτώμα, ένας νεκρός άνδρας, γύρω στα πενήντα,
ξαπλωμένος στο διπλό κρεβάτι. Ο Μιχάλης αναγνώρισε τον καθηγητή. Δύο άνδρες της
σήμανσης ήταν εδώ και ασχολούνταν με τη συλλογή στοιχείων. Στο ακριανό δωμάτιο
υπήρχε ακόμα ένα πτώμα, ήταν το δωμάτιο της κόρης του καθηγητή, μια κοπέλα όχι
πάνω από είκοσι με μια γλυκιά ομορφιά που ακόμα και ο θάνατος δεν είχε
αμαυρώσει. Είχε ένα όμορφο αθώο πρόσωπο, λευκό δέρμα και μαύρα μαλλιά σαν
Σίβυλλα του Μιχαήλ Άγγελου και κάτι σ’ αυτό έκανε τον Μιχάλη να νιώσει μια
φοβερή οργή για το δολοφόνο της.
-Θα τον βρούμε, στο
υπόσχομαι, είπε απαλά στην νεκρή κοπέλα, δεν θα μείνει ατιμώρητος.
Ο Ραξής έβαλε το χέρι του
στον ώμο του φίλου του. Ήξερε τι ήταν που τον έκανε να αντιδρά έτσι.
-Θες να περιμένεις έξω;
Ο Μιχάλης κούνησε το
κεφάλι του αρνητικά και έμεινε στη θέση του όσο ο Ραξής εξέταζε το δωμάτιο,
μετά τον ακολούθησε έξω από αυτό.
Τα άλλα δύο πτώματα ήταν
στον πρώτο από τους ξενώνες. Ένας άνδρας και μια γυναίκα. Ο άνδρας ήταν κάπου
μεταξύ είκοσι και τριάντα και ήταν ξαπλωμένος ολόγυμνος, η γυναίκα ήταν στο
πλευρό του ξαπλωμένη στο πλάι και έχοντας περάσει το ένα πόδι πάνω από το σώμα
του. Η σκηνή είχε κάτι το πρόστυχο που έκανε το Μιχάλη να τραβηχτεί πίσω να μην
την βλέπει. Ο Ραξής συνηθισμένος μετά από τόσα χρόνια προχώρησε και μίλησε με
τον αστυνόμο που ήταν επικεφαλής.
-Τι έχουμε εδώ;
-Τέσσερις νεκρούς, από τι
δεν ξέρουμε, κανένας δε φέρει κάποιο τραύμα. Είναι μερικές ώρες νεκροί είπε ο
ιατροδικαστής. Μόλις τελειώσει η σήμανση θα τους πάρει για νεκροψία. Αυτή είναι
η σύζυγος του Κομνηνού και ο μέλλων γαμπρός του.
-Ποιος τους βρήκε;
-Η μια καμαριέρα. Έπρεπε
να ξυπνήσει τον καθηγητή και ανέβηκε να το κάνει, διαπίστωσε ότι ήταν νεκρός
και έβαλε τις φωνές. Βλέποντας ότι κανένας δεν αντέδρασε από τους άλλους πήγε
στα δωμάτιά τους και τους βρήκε νεκρούς.
-Μάλιστα.
Ο επικεφαλής της
ιατροδικαστικής ομάδας πλησίασε. Ήταν ένας ψηλός, ξερακιανός άνδρας με μαλλιά
που είχαν ασπρίσει πρόωρα. Ο Ραξής τον ήξερε, ήταν πολύ καλός στη δουλειά του.
-Καλημέρα Νίκο, είπε, αν μπορεί
να είναι καλή μια μέρα που αρχίζει με τέτοιο τρόπο. Είμαστε έτοιμοι να φύγουμε,
η σήμανση τελείωσε με φωτογραφίες και συλλογή στοιχείων και αφού οι νεκροί
έχουν αναγνωρισθεί θα τους μεταφέρουμε.
-Εντάξει, ενημερώστε με
αμέσως μόλις έχετε κάποιο στοιχείο.
-Φυσικά.
Ο Ραξής έριξε μια ακόμα
ματιά στο δωμάτιο όπου βρισκόταν ο νεκρός καθηγητής και κατέβηκε πάλι τη σκάλα
για το ισόγειο. Το σπίτι είχε τον αέρα και την πολυτέλεια αρχοντικού των αρχών
του προηγούμενου αιώνα. Στο ισόγειο βρισκόταν τώρα μόνο ο άνδρας που είχαν
μιλήσει πριν. Είχε το βλέμμα του στραμμένο έξω, πέρα από τη μισάνοιχτη πόρτα.
-Φίλιππε;
Στράφηκε προς τον Ραξή
στο άκουσμα του ονόματός του και πλησίασε.
-Τι τρέχει;
-Κατέφθασαν τα όρνεα των
καναλιών, απάντησε με μια γκριμάτσα και ένα νεύμα προς τα έξω ο αστυνομικός.
Πρέπει να τους αναγνωρίσω ότι σπάσανε ρεκόρ ταχύτητας αυτή τη φορά.
-Που σημαίνει ότι κάποιος
μίλησε ή κάποιος κρυφάκουγε τις συχνότητες της αστυνομίας.
-Ή και τα δυο, συμπλήρωσε
ο Φίλιππος.
-Πολύ πιθανόν κι αυτό,
είπε ο Ραξής, Οι εντολές δεν αλλάζουν. Φίλιππε κάνε μια δήλωση με τα βασικά,
ξέρεις εσύ, και περισσότερα όταν ξέρουμε και εμείς κάτι.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου