Χωρίς Μάρτυρες 9

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο 3

Ξαναγύρισαν στα βόρεια προάστεια για να πάνε στο ιατρείο της Αφροδίτης Κομνηνού. Ήταν σε ένα καινούριο κτιριακό συγκρότημα μοντέρνο και διαφημιζόμενο ως υπερπολυτελές. Το ιατρείο της ήταν από εκείνα που βρίσκονταν στην πρόσοψη του κτιρίου πράγμα που της επέτρεπε να έχει μια τεράστια πινακίδα με το όνομα και την ειδικότητά της και δίπλα τους το σύμβολο της ιατρικής επιστήμης, την ράβδο του Ασκληπιού.
Ανέβηκαν στο δεύτερο όροφο όπου βρισκόταν το ιατρείο και ο Ραξής χτύπησε το κουδούνι. Του άνοιξε μια ψηλή γυναίκα με μαύρα μαλλιά και τέλεια χαρακτηριστικά, σαν αρχαιοελληνικό άγαλμα. Ο επιθεωρητής αναρωτήθηκε αν ήταν το φυσικό της ή είχε τύχει της περιποίησης της εργοδότριάς της. Πάντως είχε τώρα το απόλυτα επιθυμητό παρουσιαστικό για να διαφημίζει τη δουλειά.
-Η δόκτωρ Κομνηνού δεν βρίσκεται εδώ, είπε, είμαι η βοηθός της. Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;
-Ξέρετε ότι η κυρία Κομνηνού δολοφονήθηκε;
Τα μάτια της βοηθού άνοιξαν διάπλατα. Προφανώς δεν είχε ανοίξει τηλεόραση το πρωί και δεν είχε ιδέα για την τραγωδία που είχε συμβεί. Τους είπε να περάσουν, το ιατρείο ήταν χωρισμένο στα δύο, ο χώρος αναμονής με ένα μοντέρνο σαλονάκι και ένα γραφείο για τη βοηθό και το γραφείο της γιατρού. Πίνακες στον τοίχο και ένα σύστημα στερεοφωνικού έδιναν την κατάλληλη ατμόσφαιρα.
Η Αφροδίτη Κομνηνού ήταν πλαστική χειρούργος αν και είχε και γνώσεις αναισθησιολογίας μιας και αυτήν την κατεύθυνση είχε σκεφθεί να ακολουθήσει αρχικά. Δεν είχε αποτύχει ποτέ και οι πελάτες της ήταν όλοι παραπάνω από ευχαριστημένοι.
Ο Ραξής ερεύνησε το γραφείο της γιατρού αλλά δε βρήκε τίποτα που να έχει κάποια σημασία. Γρήγορα άφησε το ιατρείο με τον Μιχάλη.
-Το περιβάλλον και των δύο δείχνει ανθρώπους αγαπητούς και με την εκτίμηση όλων. Δεν είναι επαγγελματικός ο λόγος της δολοφονίας τους.
-Τι μένει; Η τρομοκρατία;
-Όχι, μόνο. Δεν την αποκλείω μέχρι να βρούμε τον Βολίδη αλλά υπάρχουν και άλλα θέματα.
-Όπως;
-Κάποια οικογενειακή διαφορά ή κάτι που να σχετίζεται με τον πατέρα του καθηγητή, κάποιος εχθρός που θέλει εκδίκηση ή κάποιος δυσαρεστημένος.
-Γιατί να μην σκοτώσει τον ίδιο τότε;
-Η πρακτική απάντηση είναι γιατί δεν είναι εύκολο να σκοτώσεις τον αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως. Αλλά υπάρχει και μια άλλη.
-Ποια;
-Γιατί είναι πολύ πιο σκληρή εκδίκηση να τον αφήσει ζωντανό και να του πάρει την οικογένεια.
Ο Μιχάλης ένιωσε ένα ρίγος να τον διατρέχει. Είχε δει πολλά, είχε αντιμετωπίσει ανείπωτη σκληρότητα στο πρόσωπο ενός παιδοκτόνου αλλά τέτοιο πράγμα δεν το είχε σκεφθεί. Παρότι το ίδιο είχε κάνει και ο Στάμος, είχε σκοτώσει τη Βερόνικα και είχε αφήσει τον ίδιο να ζήσει.
Ο Ραξής οδήγησε το αυτοκίνητο στο δρόμο που είχε πλέον τη συνήθη για την Αθήνα καθημερινή κίνηση. Για λίγο δεν μίλησε κανένας, ήταν και οι δύο βυθισμένοι στις σκέψεις τους.
-Που πάμε; ρώτησε ο Μιχάλης.
-Θα αφήσω εσένα στο σπίτι του Κομνηνού και θα πάω μετά στη σήμανση, θα παραδώσω το εύρημά μας και θα μάθω αν βρήκαν τίποτα από τα πρωινά στοιχεία.

Ο Μιχάλης πήρε στα χέρια του το ημερολόγιο της Λυδίας Κομνηνού. Υπό άλλες συνθήκες θα το θεωρούσε απαίσιο σε βαθμό ιεροσυλίας το να εισβάλλει έτσι στην προσωπική ζωή κάποιου αλλά τώρα ήταν αναγκαίο κακό. Έπρεπε να γίνει για να βρεθεί ο δολοφόνος της. Ακούμπησε το δερματόδετο τετράδιο στο γραφείο και το άνοιξε.
Το τετράδιο ήταν δερματόδετο και με βιβλιοδεσία κανονικού βιβλίου, με το πάχος που είχε έδειχνε σαν ένα κανονικό βιβλίο. Οι σελίδες ήταν σε απαλό κρεμ χρώμα χωρίς γραμμές. Η Λυδία Κομνηνού έγραφε ωστόσο στρωτά και ίσα και χωρίς αυτές. Ο γραφικός της χαρακτήρας ήταν πολύ καλός και ευανάγνωστος και έδειχνε άνθρωπο ευαίσθητο και ρομαντικό.
Ο Μιχάλης κάθισε στη θέση του καθηγητή πίσω από το μεγάλο γραφείο και άνοιξε το ημερολόγιο. Η πρώτη του εγγραφή ήταν στα δέκατα τρίτα της γενέθλια. Ήταν χαρούμενη με τα δώρα που της είχαν πάρει και ευτυχισμένη με την οικογένειά της. Όσο μεγάλωνε σοβάρευαν οι καταχωρήσεις της, ήταν πάντα μια ώριμη κοπέλα με μια φυσιολογική εφηβεία και με άριστες σχέσεις με τους δικούς της. Ήταν καλή μαθήτρια και με καλούς βαθμούς.
Ένα φυσιολογικό κορίτσι, μια κοπέλα που θα γινόταν καλή μητέρα και ένας πολύτιμος άνθρωπος για την κοινωνία αν κάποιο κάθαρμα δεν είχε διακόψει έτσι την ζωή της. Ο Μιχάλης άφησε το ημερολόγιο για μια στιγμή, δεν είχε την ψυχραιμία να συνεχίσει το διάβασμα.
Έπρεπε να το βρουν αυτό το κάθαρμα και να το φέρουν στη δικαιοσύνη, ή αν αυτό ήταν αδύνατο να φροντίσουν να αποδοθεί η δικαιοσύνη. Ο ίδιος το είχε ξανακάνει, και παρότι ήταν ένα βάρος η αυτοδικία, στην συγκεκριμένη περίπτωση δε θα δίσταζε καθόλου.
Ξανάπιασε το διάβασμα αφού ηρέμησε λίγο. Διάβασε έτσι την πορεία της Λυδίας στο λύκειο και την γνωριμία της με τον Άγγελο Αγγέλου, τον τωρινό της μνηστήρα. Ήταν συμμαθητές και από την αρχή είχε υπάρξει μια έντονη συμπάθεια μιας και είχαν πολλά κοινά ενδιαφέροντα. Βοηθούσε που η Λυδία, παρότι κοινωνική, δεν ήταν τύπος των πάρτι και του ξενυχτιού και ταίριαξε με τον σοβαρό και μετρημένο Άγγελο.
Το αίσθημα γινόταν όλο και πιο σοβαρό και έτσι έγιναν ζευγάρι και μετά από έναν περίπου χρόνο αρραβωνιάστηκαν. Η Λυδία είχε εν τω μεταξύ περάσει στην καλών τεχνών κάτι που τους έκανε ακόμα ποιο ταιριαστούς αφού ο Άγγελος ήταν συγγραφέας.
Έφτασε στην ημερομηνία ένα χρόνο πριν. Διάβασε την πρώτη γραμμή.
«Σήμερα έκανα έρωτα για πρώτη φορά με τον Άγγελο, ήταν κάτι που ήθελα, που θέλαμε και οι δύο αλλά δεν ήξερα αν ήμουν έτοιμη.»
Σταμάτησε να διαβάζει. Ένιωθε πως εισέβαλλε στην προσωπική της ζωή, μάθαινε πράγματα που δεν είχε κανένα δικαίωμα να μάθει. Και δεν θα το έκανε ποτέ αν η Λυδία ζούσε. Μήπως να το περνούσε το κομμάτι; Αλλά πάλι αν αποκάλυπτε κάτι για την οικογενειακή κατάσταση της οικογενείας Κομνηνού; Δεν είχαν ιδέα για τα κίνητρα του φόνου, ίσως άθελά της η Λυδία έδινε κάποιο στοιχείο.
«Σήμερα όμως ήταν αλλιώς, ήταν αβίαστο, ήρθε τόσο φυσικά και ήταν τόσο όμορφα. Πώς να το περιγράψω, με ποια λόγια; Ο Άγγελος σίγουρα θα έχει τις κατάλληλες λέξεις, ίσως κιόλας αυτή τη στιγμή να γράφει κάποιο κείμενο που θα το βρω αύριο στα μέηλ μου. Ίσως με σκέφτεται και αναπολεί… Ήταν λοιπόν τέλειο, ονειρικό… Μια έκσταση.
Όταν με φίλησε στο στήθος και ένιωσα την θηλή μου να φουσκώνει, ω ήταν εξαίσιο. Και μετά που συνέχισε να με φιλάει και κατέβηκε στην κοιλιά. Σαν να με πέρασε ρεύμα εκείνη τη στιγμή. Και μετά πίσω στο στήθος και την άλλη θηλή. Μετά δεν υπήρχε πια γυρισμός. Και χαίρομαι που δεν υπήρχε… Ήταν τόσο τέλειο.»
Τίποτα που να δίνει μια έστω ένδειξη. Ίσως ήταν και μακριά χρονικά και δεν υπήρχαν τα κίνητρα τότε ακόμα.

Ο Ραξής μπήκε στο γραφείο του επικεφαλής της σήμανσης. Ο Ανδρέας Δονάτος ήταν καθισμένος σε μια περιστρεφόμενη καρέκλα με ροδάκια μπροστά από την οθόνη ενός υπολογιστή σε έναν πάγκο εργασίας και μελετούσε ένα διάγραμμα.
-Έχουμε νέα; ρώτησε ο Ραξής.
-Αποτελέσματα τοξικολογικής εξέτασης.
-Πες μου.
-Υπερβολική δόση ενός μυοχαλαρωτικού πολύ κοινού σε επεμβάσεις αισθητικής. Συμφωνεί και η νεκροψία, αυτό τους σκότωσε.
-Τίποτα άλλο ενδιαφέρον;
-Από πλευράς σήμανσης όχι, δεν υπάρχουν αποτυπώματα που δεν θα έπρεπε, είναι όλα των ενοίκων του σπιτιού.
Ο Ραξής κούνησε το κεφάλι του, έβγαλε από την τσέπη του το φιαλίδιο που είχε βρει, τοποθετημένο τώρα μέσα σε ένα σακουλάκι φύλαξης στοιχείων, και το έδωσε στον Δονάτο.
-Δείτε τι θα μπορέσετε να μάθετε από αυτό.
-Θα σε ενημερώσω μόλις έχω κάτι.
-Εντάξει, είπε ο Ραξής και προχώρησε προς την πόρτα. Αλλά ο Δονάτος τον σταμάτησε.
-Κάτι ακόμα, η Λυδία Κομνηνού ήταν έγκυος, πρέπει να το ήξερε η ίδια αλλά δεν ξέρω αν  το είχε πει σε άλλο. Ήταν στον τρίτο μήνα.
Έγκυος στον τρίτο μήνα, ίσως ο Μιχάλης να έβρισκε κάτι σχετικό στο ημερολόγιο. Αν και δεν είχε σημασία πιθανότατα για να βρουν το δολοφόνο. Πέρα από το ότι έκανε το έγκλημα χειρότερο. Μοιράστηκε την τελευταία αυτή σκέψη με το Δονάτο.
-Πέντε φόνοι λοιπόν.
-Ναι, είπε ο Δονάτος, το καημένο, είδε τι σκατά κόσμος είναι πριν καν έλθει σε αυτόν.
Ο Ραξής βγήκε. Είχε πια μεσημεριάσει και σταμάτησε σε ένα Έβερεστ και έφαγε ένα σάντουιτς. Αναρωτήθηκε τι έκανε ο Μιχάλης και αν θα ήθελε να φάει κάτι. Του τηλεφώνησε. Ο Μιχάλης σήκωσε το τηλέφωνο αμέσως.
-Όλα καλά; Πως πάει το διάβασμα;
-Τίποτα προς το παρόν που να μας χρησιμεύει.
-Συνέχισε, δεν ξέρεις πότε θα βρεθεί κάτι, μην απογοητεύεσαι.
-Εντάξει.
-Πεινάς; Να σου φέρω κάτι να φας;
-Έφαγα, απάντησε ο Μιχάλης, με φρόντισε η Ειρήνη. Μαγείρεψε για τον εαυτό της μακαρόνια και μου έφερε και εμένα. Ήθελε παρέα και φάγαμε μαζί. Πιστεύω ότι όντως δεν έχει σχέση με το έγκλημα.
-Το πιστεύω και’ γω.
-Τι έχει σειρά;
-Επί του παρόντος δεν έχω πολλά νεότερα. Θα πάω μέχρι το αρχηγείο τώρα και μετά θα έρθω εκεί. Θα σου πω και τι έμαθα από τη σήμανση.
-Εντάξει, θα τα πούμε.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου