-Εσύ,
απευθύνθηκε στον Γουίλλιαμ, μείνε ακίνητος αλλιώς αυτή εδώ θα πεθάνει.
Ο
Φύλακας έμεινε ακίνητος σαν την πέτρα από την οποία είχε δημιουργηθεί το
κάθισμα στο οποίο καθόταν αλλά με κάθε ίνα του σώματός του τεντωμένη σε
ετοιμότητα για να αντιδράσει αν και δεν τολμούσε να κάνει τίποτα όσο ο Γερμανός
σημάδευε την Ντιάνα.
-Πως
μας βρήκες; ρώτησε η Αλεξία.
-Με
βοήθησε αυτή η μικρή τρελή, είπε περιφρονητικά δείχνοντας με την κάννη του
όπλου του την Ντιάνα.
-Εγώ;
είπε έκπληκτη εκείνη. Δεν θα σε βοηθούσα ποτέ. Δεν σε πρόδωσα! είπε ικετευτικά
στον Γουίλλιαμ ενώ δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλά της λάμποντας σαν μικρά
διαμάντια στο φως των πυρσών που φώτιζαν το χώρο.
-Σου
εμφυτεύσανε στο ίδρυμα ένα υποδόριο τσιπ.....
-Στο
λαιμό, κάτω από τα μαλλιά, έκοψε ο Γουίλλιαμ τον Γκράιτς. Το ξέρω. Το κατάλαβα
στο Κάιρο και επιβεβαιώθηκε στον τάφο.
-Τότε...
έκανε ο Γκράιτς.
-Δεν
απόρησες πως σε άφησα ζωντανό στην Αίγυπτο μετά από όσα είχες κάνει; Ήθελα να
έρθεις εδώ για να πληρώσεις!
-Τότε
δεν υπολόγισες σωστά. Εγώ θα φύγω από' δω κάτοχος μιας γνώσης που δεν είχε ποτέ
κανένας πριν. Θα γίνω πανίσχυρος και εσύ θα πεθάνεις και για να βασανιστείς
περισσότερο σου λέω ότι θα σε ακολουθήσουν όλοι τους εκτός από αυτήν εδώ που θα
την κρατήσω να με υπηρετήσει και ξέρεις τι σημαίνει αυτό.
-Δεν
θα βγεις ζωντανός από' δω μέσα, απάντησε ο Φύλακας.
Ο
Γερμανός ύψωσε το όπλο του και η Ντιάνα άφησε μια σπαρακτική κραυγή.
-ΑΡΚΕΤΑ!
Η
μια και μοναδική αυτή λέξη είχε ειπωθεί με κύρος από μια φωνή αυστηρή και
επιβλητική. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν στην θέση στο κέντρο του θαλάμου, εκεί
καθόταν κάποιος με το πρόσωπο στη σκιά.
-Έχεις
κάνει πολλά εγκλήματα Χαίνριχ Γκράιτς, συνέχισε, το αθώο αίμα είναι φοβερός
κατήγορος. Ήρθε η ώρα να πληρώσεις!
-Και
ποιος θα με αναγκάσει; Εσύ;
-Εγώ!
απάντησε ήρεμα ο άνδρας στη σκιά και ο Γερμανός όρμηξε εναντίον του
μανιασμένος. Όταν όμως έφτασε μπροστά του σταμάτησε απότομα. Έμεινε ακίνητος
και άρχισε να τρέμει, μετά τράπηκε σε φυγή με έναν απροσμέτρητο φόβο στα μάτια
του. Μόλις βγήκε από τη σπηλιά όπου βρίσκονταν τα επτά κλειδιά ακούστηκε ένας
και μόνος πυροβολισμός. Ο Χαίνριχ Γκράιτς ήταν νεκρός από το ίδιο του το χέρι.
-Έτσι
τελείωσαν όλα, είπε ο Γουίλλιαμ.
-Τελείωσε
ένας κύκλος όπως έχεις πια μάθει Γουίλλιαμ αλλά η ιστορία των ανθρώπων δεν
τελειώνει και το ίδιο και η δική μας πορεία. Τώρα έχεις άλλο έργο. Θα πας να
βρεις τους έξι που διάλεξα να γίνουν σύντροφοί σου σαν Φύλακες.
-Έξι;
είπε ο Γουίλλιαμ κοιτώντας την Ντιάνα, πέντε υπολόγιζα.
-Όχι,
η Ντιάνα προορίζεται για άλλο έργο.
-Ποιο
είναι αυτό;
-Το
δικό μου έργο, ήρθε η ώρα να αναπαυθώ εγώ.
Η
Ντιάνα κοίταξε αμήχανη τον άνδρα στην σκιά και μετά τον Γουίλλιαμ.
-Τιμή
μου, είπε κοκκινίζοντας.
-Λοιπόν
φίλε μου, συνέχισε ο άνδρας στη σκιά. Τα κατάφερες και πάλι και αυτήν την φορά
βρήκες και κάτι δεν είχες ελπίσει. Όσο για εσάς, βοηθήσατε έναν σκοπό που δεν
ήταν δικό σας και σας ευχαριστώ.
-Το
έκανα για τον παππού μου και μόνο, είπε η Αλεξία και η Νάντια συμφώνησε.
-Ωστόσο
το κάνατε, όποτε χρειαστείτε την βοήθεια μας θα την έχετε.
Επίλογος
Τρία Χρόνια Μετά
Η
μικρή βάρκα ακούμπησε με έναν πνιχτό ήχο την βραχώδη ακτή, ο Γουίλλιαμ
τακτοποίησε τα κουπιά και πήδηξε στον μαυρισμένο ηφαιστειακό βράχο. Σκαρφάλωσε
επιδέξια ως την είσοδο της μυστικής αίθυσας. Εκεί βρισκόταν η Ντιάνα, ρίχτηκε
με ορμή στην αγκαλιά του μόλις τον είδε. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό
του και τον φίλησε με πάθος. Την αγκάλιασε και εκείνος και την έσφιξε πάνω του.
Μετά
πό εκείνη την νύχτα που τα επτά κλειδιά είχαν ξαναβρεθεί στη θέση τους ο
Γουίλλιαμ και οι υπόλοιποι είχαν επιστρέψει στην Σαντορίνη. Το ίδιο εκείνο
βράδυ ο αιωνόβιος Φύλακας είχε πάρει την Ντιάνα για έναν περίπατο κάτω από τα
αστέρια. Όταν επέστρεψαν είχε το χέρι του γύρω από τη μέση της και εκείνη
ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του.
Την
είχε αφήσει με τον Γηραιό για να την ετοιμάσει για το νέο της καθήκον και είχε
φύγει να δώσει τα κλειδιά σε εκείνους που είχαν επιλεγεί να γίνουν οι επόμενοι
Φύλακες. Είχε ολοκληρώσει και αυτό το έργο
και είχε επιστρέψει ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για να αποχαιρετήσει
κάποιον που ήξερε επί αιώνες. Από τότε είχε περάσει λίγο καιρό ήρεμος,
επισκεπτόμενος την Ντιάνα και απολαμβάνοντας την παρουσία της στη ζωή του.
-Τι
νέα από τον έξω κόσμο; ρώτησε η Ντιάνα χωμένη στην αγκαλιά του.
-Η
Αλεξία τελείωσε και με το δεύτερο έτος της νομικής, αρίστευσε. Τώρα θα είναι
καθ' οδόν για τις Σέρρες να δει την νέα της ανηψιά. Η Νάντια γέννησε ένα
πανέμορφο κοριτσάκι.
-Πως
τα πάει με τη μητέρα της;
-Καλύτερα
δεδομένων και όσων έγιναν.
-Έλα
πάμε μέσα, είπε η κοπέλα και τον τράβηξε από το χέρι να την ακολουθήσει.
Από
έξω ήταν απαραίτητα και τα επτά κλειδιά για να ανοίξει η πόρτα αλλά εκ των έσω
άνοιγε με ένα μοχλό. Μπήκαν στην αίθουσα με τα καθίσματα και μετά πέρασαν στο
προσωπικό της διαμέρισμα. Εκεί στο γλυκό φως ενός λυχναριού άφησε να πέσει από
πάνω της το φόρεμα που φορούσε. Και ο Γουίλλιαμ την πήρε στην αγκαλιά του.
Όλα
ήταν όπως έπρεπε. Μπορούσε να απολαύσει τη θαλπωρή της αγάπης. Για τώρα
τουλάχιστον.
ΤΕΛΟΣ
2 σχόλια:
Καταπληκτικό! Μία πολύ καλογραμμένη ιστορία που
είχε περιπέτεια, ένταση, αγωνία...
Καλή συνέχεια!
Χαίρομαι που σου άρεσε, ίσως μια ημέρα να την διαβάσεις και σε βιβλίο!
Δημοσίευση σχολίου