Κεφάλαιο
Ένατο
-Κρύο κάνει ε;
Η Ηρώ περπατούσε χέρι
χέρι με τον Μαξιμίλιαν στο χωριό. Είχαν βγει για μια βόλτα στα χιονισμένα
δρομάκια και είχαν παίξει σαν παιδιά χιονοπόλεμο στην πλατεία.
-Έχω δει και χειρότερα,
είπε ο Μαξιμίλιαν. Θυμάμαι μια άσχημη καταιγίδα στη Γροιλανδία. Δυο μέρες δεν
βγήκαμε από τα αντίσκηνά μας. Αλλά δεν περίμενα να βρούμε τέτοιο καιρό εδώ.
-Ήρθε πρώιμα, είπε η Ηρώ,
και να σκεφθείς ότι το χωριό είναι μαθημένο σε τέτοια αλλά αυτή τη φορά μας
έπιασε εξ απήνης. Δεν είχαμε ακόμα προετοιμαστεί για χειμώνα.
-Καλά θα τα βγάλουμε
πέρα. Ο Μιχάλης είπε ότι ο ξενώνας είναι εντάξει. Εν ανάγκη θα κοιμηθούμε εκεί.
Η Ηρώ χαμογέλασε. Η φράση
του αγαπημένου της αποκάλυπτε ότι είχε σκοπό να περάσει τη νύχτα μαζί της.
Γύρισε και τον αγκάλιασε. Τον φίλησε παθιασμένα.
-Θα σοκάρεις τους
χωριανούς σου! την πείραξε ο Μαξιμίλιαν.
-Δεν με νοιάζει, είπε η
Ηρώ. Αρκεί που είμαι μαζί σου.
-Θα έρθεις μαζί μου;
-Που; ρώτησε η Ηρώ ενώ η
καρδιά της είχε επιταχύνει και χτυπούσε δυνατά.
-Στην Αθήνα αρχικά και
μετά στο Λονδίνο.
-Αλήθεια θες να έρθω;
-Φυσικά.
Η Ηρώ τον ξαναφίλησε με
πάθος και όταν ο Μαξιμίλιαν την ανασήκωσε εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω από
τη μέση του.
-Αν ήταν καλοκαίρι, θα με
συλλάμβαναν για προσβολή δημοσίας αιδούς, Θα σου έκανα έρωτα εδώ και τώρα.
-Να ξανάρθουμε το
καλοκαίρι τότε, την πείραξε ο Μαξιμίλιαν φιλώντας την.
Τη φίλησε ξανά και την
άφησε κάτω.
-Που πάμε τώρα;
-Τι λες για το σπίτι; Να
φάμε και κάτι;
-Ναι, πάμε.
Οι συζητήσεις είχαν
λιγοστέψει μέσα στην αποθήκη. Οι μικρότεροι είχαν αποκοιμηθεί μετά από τόσο
περπάτημα και κούραση μέσα στο κρύο. Η Οφήλια και ο Φίλιππος μιλούσαν
καθισμένοι δίπλα δίπλα. Είχαν μοιραστεί ένα κουτί με κούκις που είχε ο Φίλιππος
και μια σοκολάτα.
-Νομίζω θα κοιμηθώ και’
γω, είπε η κοκκινομάλλα κοπέλα, με βοηθάς λίγο να ξαπλώσω σε παρακαλώ;
Ο Φίλιππος σηκώθηκε
πρόθυμα αλλά στάθηκε.
-Να ρίξω μια ματιά στο
πόδι σου πρώτα, είπε.
Έσκυψε να εξετάσει το
πόδι της. Η κατάσταση δεν είχε αλλάξει.
-Δεν έχει πρηστεί, καλό
αυτό, είπε. Είσαι εντάξει, το πρωί άντε μεθαύριο θα περπατάς μια χαρά.
Την βοήθησε να ξαπλώσει
και τη σκέπασε με το μπουφάν της και από πάνω λίγο άχυρο για μόνωση.
-Φίλιππε, είπε η Οφήλια.
Με αγριεύει αυτό το μέρος, σε πειράζει να ξαπλώσεις εδώ να σε νιώθω κοντά μου;
-Κανένα πρόβλημα, είπε ο
Φίλιππος και ξάπλωσε δίπλα της.
Είχαν σβήσει τους φακούς
και το σκοτάδι ήταν απόλυτο. Η Οφήλια άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το μπράτσο
του.
-Ωραία, είπε.
Κατέβασε το χέρι της και
βρήκε το δικό του και το κράτησε. Το άγγιγμά της ήταν πολύ τρυφερό. Και ο
Φίλιππος την ερωτεύθηκε μια και για πάντα.
Ο Μιχάλης σηκώθηκε από το
γραφείο του και έκανε μερικά βήματα να ξεμουδιάσει. Το μυαλό του γύριζε σε αυτά
που είχε ανακαλύψει διαβάζοντας και μετά με μια γρήγορη έρευνα μέσω ίντερνετ. Αυτό
που είχε δει αρχικά στα βιβλία της εκκλησίας με τις γεννήσεις και τους θανάτους
του χωριού τον είχε κάνει να θέλει να το επιβεβαιώσει και με τη σειρά του αυτό
του είχε αποκαλύψει ένα μυστήριο που είχε ξεδιαλύνει με την έρευνα και τις
πηγές στις οποίες είχε πρόσβαση όχι μόνο επειδή ήξερε που να ψάξει αλλά και
επειδή ήταν μέλος της ομάδας του Μαξιμίλιαν. Με το πρώτο φως θα έπρεπε να δει
τον Σαμουήλ, ο ιερέας θα μπορούσε να του επιβεβαιώσει κάποια από τα
συμπεράσματά του και, το κυριότερο, να τον συμβουλεύσει τι να κάνει με την
ανακάλυψή του.
Κοίταξε έξω το χιόνι που
έπεφτε. Αμφέβαλλε αν θα μπορούσαν να φύγουν έστω και αύριο. Αποφάσισε να βγει
λίγο στο κρύο να σκεφθεί τι θα έπρεπε να κάνει να καθαρίσει το μυαλό του.
Κατεβαίνοντας στο ισόγειο
διαπίστωσε ότι μπροστά στο τζάκι υπήρχαν δύο φιγούρες και δεν ήταν δύσκολο να
μαντέψει τι έκαναν. Ο Μιχάλης χαμογέλασε, η Εύη δεν είχε μείνει μόνη. Όπως δεν
είχε μείνει και το προηγούμενο βράδυ.
Καλά το προηγούμενο βράδυ
δεν ήταν η μόνη που είχε περάσει καλά, από ολόκληρη την αποστολή μόνο εκείνος
είχε μείνει που δεν είχε κάνει έρωτα τη νύχτα. Εκείνος που δεν θα έκανε όπως
και να είχαν τα πράγματα. Όχι τώρα πια. Αλλά αυτή τη νύχτα ακόμα και αν το
ήθελε δεν θα μπορούσε να βρεθεί με μια γυναίκα με το επεισόδιο που είχε. Αυτή
ήταν η τύχη του, οι άλλοι έκαναν έρωτα και εκείνος κινδύνευε να πεθάνει. Τι
ειρωνική σύμπτωση.
Στάθηκε στην πόρτα του
ξενώνα. Και αν δεν ήταν τόσο σύμπτωση; Αν υπήρχε κάποιος κοινός παράγοντας; Όχι
για τον έρωτα και τη δική του κατάσταση αλλά πως τόσοι άνθρωποι το ίδιο βράδυ
είχαν σεξουαλικές ορέξεις… Και ίσως και με το δικό του θέμα τελικά.
Γύρισε πίσω στο δωμάτιό
του. Στον εξοπλισμό της ομάδας υπήρχαν και μικρές γεννήτριες που έδιναν ρεύμα
σε φορτιστές για τις μπαταρίες των λάπτοπ, και όχι μόνο, οπότε είχε τη
δυνατότητα να δουλεύει με το λάπτοπ του. Αναζήτησε τις παρενέργειες ενός είδους
φαρμάκων. Ενός που σε άλλους θα ήταν διεγερτικό αλλά με την δική του κατάσταση
θα είχε επικίνδυνες συνέπειες.
Η Ηρώ βόγκηξε με ηδονή.
Το σώμα της τεντώθηκε σε ένα τόξο γεμάτο ένταση καθώς με ένα μια τελευταία
ώθηση ο Μαξιμίλιαν βυθιζόταν μέσα της και έφτανε σε οργασμό που ακολούθησε ο
δικός της. Παρέμειναν ακίνητοι και αγκαλιασμένοι με τα πόδια της ακόμα τυλιγμένα
στη μέση του. Με τα δικά του χέρια να χαϊδεύουν το κορμί της.
-Ξέρεις κάτι; είπε η
κοπέλα.
-Τι;
-Κάναμε τόσες φορές έρωτα
στις τελευταίες 24 ώρες και είμαι στις γόνιμες μέρες μου και δεν πήραμε καμία
προφύλαξη.
-Ας ελπίσουμε ότι θα
αποκτήσουμε έναν διάδοχο για το Γκρέηστοουκ.
Η απάντηση έφερε μια
ζεστασιά στην Ηρώ που είχε πιστέψει ότι δεν θα έβρισκε ποτέ, είχε βρει τον
άνθρωπό της και ήταν ευτυχισμένη.
-Θα είναι ο λόρδος;
ρώτησε παιχνιδιάρικα. Και αν είναι κορίτσι;
-Θα είναι λαίδη. Αν και
αυτόν τον τίτλο θα τον έχει η μαμά της.
-Α ναι;
-Βέβαια, θα είσαι η λαίδη
του Γκρέηστοουκ. Αλλά αν είναι γιος θα έχει όντως τίτλο. Ο πρωτότοκος γιός του
λόρδου του Γκρέηστοουκ έχει τον τίτλο του κόμη.
-Για σκέψου, είπε η Ηρώ
και τον φίλησε, δεν θα το περίμενα ποτέ ότι θα μπω στην αριστοκρατία.
-Εγώ ποτέ δεν περίμενα
ότι θα βρω αυτό, είπε ο Μαξιμίλιαν ακουμπώντας το κεφάλι του στο στήθος της.
Την ηρεμία και την γλυκύτητα.
Εκείνη χάιδευσε τα μαλλιά
του και μετά τα χέρια της κατέβηκαν στη γυμνή του πλάτη.
-Ελπίζω να τα βρίσκεις
πάντα εδώ, κοντά μου, είπε απαλά.