Ο Αλέξης άνοιξε τα μάτια
του και κοίταξε το ταβάνι συνειδητοποιώντας ότι δεν ήταν στο δωμάτιό του και
αμέσως μετά ότι ήταν ολόγυμνος. Τα γεγονότα της νύχτας ήρθαν στο μυαλό του. Είχε
περάσει μερικές ώρες οργιαστικού έρωτα με την Εύη, πρώτα στο χαλί μπροστά στο
τζάκι και μετά στο μεγάλο διπλό της κρεβάτι. Δίπλα του η Εύη κοιμόταν, η θέα
του γυμνού της κορμιού του έφερε την επιθυμία για μια ακόμα σεξουαλική επαφή
αλλά κοίταξε το ρολόι του. Δεν προλάβαινε τώρα, έπρεπε να πάει από το σπίτι και
να ετοιμαστεί για το σχολείο.
Η Εύη άνοιξε τα μάτια της,
τον κοίταξε και χαμογέλασε.
-Καλημέρα, τι ώρα είναι;
ρώτησε με φωνή βραχνή από τον ύπνο.
-Επτάμιση, είπε ο Αλέξης.
Πρέπει να ετοιμαστώ. Κοιμήσου εσύ πάλι.
-Θα το κάνω, άργησε λίγο
να με πάρει ο ύπνος. Ήμουν σε υπερδιέγερση μετά από την βραδιά μας.
-Ήταν ωραία, είπε ο Αλέξης
και σηκώθηκε.
-Έλα πάλι το βράδυ, είπε
η Εύη, αύριο δεν έχετε σχολείο.
-Άμα μπορώ να
ξεγλιστρήσω, χθες ήταν το γλέντι.
-Καλά χθες δεν είμασταν
οι μόνοι που το ευχαριστηθήκαμε, σχολίασε η Εύη, δεν θυμάμαι ποιοι από τους
ξένους μας μένουν από κάτω αλλά η κοπελιά έπιασε μια κρυστάλλινη κραυγή στο
τελείωμα που θα την ζήλευαν και πριμαντόνες της λυρικής.
-Ναι ε;
-Ναι, καθαρό σαν
κρύσταλλο.
-Θα πέρασε καλά.
Ο Αλέξης ήταν ντυμένος
τώρα. Έσκυψε και φίλησε την Εύη και βγήκε βιαστικός. Κοντοστάθηκε μόλις βγήκε.
Χιόνιζε για τα καλά και σε πολλά σημεία είχε πιάσει χιόνι.
-Να και το πρώτο χιόνι
της χρονιάς, μονολόγησε κατευθυνόμενος προς το σπίτι του.
Η Ηρώ άνοιξε τα μάτια της
κι βρήκε τον Μαξιμίλιαν να την κοιτάζει.
-Καλημέρα, του είπε.
Έχεις πολλή ώρα που ξύπνησες;
-Κάμποση.
-Έπρεπε να με ξυπνήσεις.
-Και να χάσω το θέαμα
αυτής της γλυκιάς γαλήνης του προσώπου σου στον ύπνο; Θα μπορούσα να το κοιτώ
με τις ώρες.
-Αλήθεια; είπε η Ηρώ και
ανασηκώθηκε ακουμπώντας στον αγκώνα της.
-Αλήθεια, είναι πολύ
όμορφο, πολύ γλυκό.
Τη φίλησε απαλά στα
χείλη.
-Θα σου έφερνα πρωινό στο
κρεβάτι αλλά θα σκανδάλιζα τους πάντες, είπε αναστενάζοντας εκείνη, οπότε θα
πρέπει να πάμε στην τραπεζαρία.
-Όποτε θες, είπε ο
Μαξιμίλιαν.
Ο Αλέξης έφτασε στο σπίτι
και άνοιξε την πόρτα περιμένοντας τις επιπλήξεις για το ότι είχε περάσει τη
νύχτα έξω από το σπίτι. Αντί των φωνών όμως τον υποδέχθηκε μια σχεδόν απόλυτη
ησυχία και παραξενευμένος προχώρησε προς την μεριά που ήταν οι κρεβατοκάμαρες.
Ανακάλυψε κατάπληκτος πως
οι γονείς του κοιμούνταν ακόμα και από όσο μπορούσε να δει ήταν γυμνοί, γυμνοί
το καταχείμωνο; Τι στο καλό; Αναρωτήθηκε αν είχε επιστρέψει η αδερφή του και
έτσι μπήκε στο δωμάτιό της και απέστρεψε το βλέμμα του αμέσως γιατί δεν
μπορούσε να είχε πετύχει χειρότερη στιγμή, εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Χριστίνα
έριχνε από πάνω της το μπουρνούζι με το οποίο είχε βγει από το μπάνιο.
-Νόμιζα ότι ήμουν μόνη,
είπε η κοπέλα, πότε ήρθες;
-Μόλις.
-Και μπήκες τελείως
αθόρυβα.
-Περίμενα φασαρίες που
έλειπα όλη νύχτα, δεν περίμενα ότι θα κοιμούνταν. Έχεις ώρα που ήρθες εσύ;
-Λίγη, δεν με πήραν
χαμπάρι, κοιμούνται βαθιά.
-Και γυμνοί. Ρε τρελάθηκε
ο κόσμος.
-Τι θα πεις αν σου πω ότι
τα ρούχα τους είναι όλα στο πάτωμα κουβάρι; Εντάξει μπορείς να κοιτάξεις.
Ο Αλέξης γύρισε. Η αδερφή
του είχε φορέσει εσώρουχα και μια φανέλα και τώρα φορούσε το παντελόνι της.
-Νομίζω ότι οι γονείς μας
ξεσαλώσανε τη νύχτα, αν ήταν πιο μικροί θα έλεγα να περιμένουμε αδερφάκι.
-Και μεις το ίδιο δεν
κάναμε; Λες να τρελαινόμαστε οικογενειακά;
-Για εκείνους δεν ξέρω
αλλά εμείς μάλλον κάναμε κάτι απολύτως φυσιολογικό, είπε η Χριστίνα. Αλλά εσύ
με ποια κοιμήθηκες; Αφού δεν έχεις σχέση!
-Ε αυτά ένας κύριος δεν
τα αποκαλύπτει! είπε γελώντας ο Αλέξης. Ντύσου καλά, έριξε λίγο χιόνι.
-Μικρή ντύσου καλά, έχει
ψιλοχιονίσει έξω, είπε ο Φίλιππος κοιτώντας έξω από το παράθυρο του δωματίου
του.
Γύρισε προς τα μέσα,
έτοιμος να πάρει την τσάντα του και να φύγει, και το βλέμμα του στάθηκε στις
αφίσες του. Ήταν περίεργο αλλά μπορούσε άνετα να φανταστεί την Νάντια Χαράμη
ημίγυμνη με την πόρσε ενώ δεν μπορούσε να την φανταστεί στο ρομαντικό
ενσταντανέ της δεύτερης. Αντίθετα σε εκείνη τη θέση μπορούσε να σκεφθεί την
Οφήλια την οποία θεωρούσε χυδαίο και να σκεφθεί στην πρώτη.
Κούνησε το κεφάλι του και
πήγε να συναντήσει την αδερφή του. Κατηφόρισαν στην στάση του λεωφορείου και
βρήκαν τους υπόλοιπους να τους περιμένουν, σήμερα είχαν φτάσει τελευταίοι.
Κοίταξε την Οφήλια, με την κουκούλα του μπουφάν να σκεπάζει το κεφάλι της
έμοιαζε πιο ευάλωτη, ενώ μερικές μπούκλες ανέμιζαν στον άνεμο και γέμιζαν με
νιφάδες χιονιού που παρέσερνε. Αν μη τι άλλο ήταν όμορφη σαν άγγελος.
Ο Μιχάλης σήκωσε το
βλέμμα του από το βιβλίο του και κοίταξε έξω, το χιόνι ήταν αραιό αλλά σίγουρα
δεν ήταν στην πρόβλεψη του καιρού ως χθες. Πήγε στο λάπτοπ του και επέλεξε ένα
εικονίδιο. Πληκτρολόγησε το όνομα του χωριού και τον ταχυδρομικό του κώδικα και
κοίταξε τον πίνακα που εμφανίστηκε. Συνοφρυώθηκε, ο καιρός θα χειροτέρευε.
Άνοιξε τον browser και έγραψε μια διεύθυνση. Ήταν ένα
μετεωρολογικό σάιτ. Κοίταξε τα βαρομετρικά και κούνησε το κεφάλι του. Δεν ήταν
απλή καταιγίδα αυτό που ερχόταν, θα ήταν η καταιγίδα με Κ κεφαλαίο. Έπρεπε να
μιλήσει με τον Μαξιμίλιαν.
Έριξε μια ματιά στην
Μαρία, η κοπέλα κοιμόταν ακόμη, μπορούσε να την αφήσει μόνη της. Πήρε το
μπαστούνι του και ξεκίνησε να βρει τον φίλο και αρχηγό του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου