Ο Μιχάλης άφησε ένα
βογκητό. Με τα όσα είχε περάσει μέσα στα χρόνια είχε μάθει να είναι ανθεκτικός
στον πόνο και ειδικά στον πονοκέφαλο. Αλλά αυτός που ένιωθε τώρα ήταν
εξαιρετικά αφύσικος. Δεν είχε νιώσει άλλη φορά έτσι, σαν να πάλλονταν τα
μηνίγγια του, σαν κάτι να τα σφυροκοπούσε από μέσα για να βγει έξω.
Έφερε το δεξί χέρι στον
καρπό του αριστερού και μέτρησε τους σφυγμούς του. Δεν χρειαζόταν σοφία για να
καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο σφυγμός ήταν έντονος, τον καταλάβαινε
άνετα, και πολύ γρήγορος. Σε δεκαπέντε δευτερόλεπτα είχε 34 σφυγμούς.
Ακολουθώντας την συνήθη τακτική πολλαπλασίασε επί τέσσερα για να τους ανάγει σε
ένα λεπτό, 136 στο λεπτό. Πάνω από το διπλάσιο φυσιολογικό. Είχε ξανασυμβεί,
είχε μετρήσει στο παρελθόν 133 σε ένα λεπτό, αλλά ήταν σε μια κατάσταση
εξαιρετικής πίεσης, τώρα ήταν ήρεμος, είχε περάσει ένα ήσυχο βράδυ διαβάζοντας.
Τι ήταν που είχε ξαφνικά επιταχύνει τους ρυθμούς του; Είχε μπει στη διαδικασία
να πάθει εγκεφαλικό;
Χτύπησε με το δείκτη και
τον αντίχειρα την ράχη της μύτης του αλλά χωρίς το αποτέλεσμα που θα ήθελε. Δεν
αιμορράγησε. Άφησε το γραφείο που καθόταν και πήγε στο μπάνιο να κοιταχτεί στον
καθρέφτη. Όπως το περίμενε το αριστερό μάτι δεν ήταν πλέον λευκό, είχε γεμίσει
αίμα. Επέστρεψε στο δωμάτιο, έμενε μια λύση όσο και αν ήταν επώδυνη. Έπρεπε να
χάσει αίμα για να ελαττωθεί η πίεση. Αφού η μύτη δεν του έκανε τη χάρη θα
κατέφευγε σε ένα πιο βίαιο μέτρο.
Άνοιξε το πλαϊνό τσεπάκι
στο σακίδιό του και έβγαλε ένα στιλέτο με πτυσσόμενη λεπίδα και ένα κουτί
πρώτων βοηθειών και με αυτά πήγε στο μπάνιο. Πίεσε το μοχλίσκο του στιλέτου που
απελευθέρωνε τη λεπίδα και μετά την κλείδωσε στη σωστή θέση. Με σταθερό χέρι
έκανε μια τομή στον καρπό του αριστερού χεριού του, αρκετά βαθιά για να
αιμορραγήσει αλλά όχι τόσο ώστε να χρειαστεί ράμματα. Έβαλε το χέρι του κάτω
από τη βρύση και την άνοιξε κανονίζοντας το νερό να είναι χλιαρό, αυτό θα
απέτρεπε την πήξη του αίματος στην πληγή και την παύση της αιμορραγίας.
Το νερό γινόταν κόκκινο
όπως έτρεχε στο νιπτήρα αλλά η πίεση άρχισε να μειώνεται στο κεφάλι του και ο
πόνος να υποχωρεί. Τράβηξε το χέρι του από τη βρύση και άρχισε να το επιδένει.
Ήταν εύκολο να επιδέσει το σημείο αυτό, όπως είχε μάθει και στο παρελθόν σε ένα
ατύχημα, και γι’ αυτό το είχε επιλέξει τώρα.
Μέτρησε τους σφυγμούς του
πάλι. 78, είχαν αρχίσει να πέφτουν. Αναρωτήθηκε τι είχε συμβεί. Αποφάσισε να
βγει για λίγο περπάτημα και να το σκεφθεί. Ντύθηκε πιο ζεστά και άφησε το
δωμάτιό του. Κατεβαίνοντας στην υποδοχή είδε κάτι αναπάντεχο, η νύχτα προφανώς
δεν είχε ακόμα εξαντλήσει τα περίεργά της.
Ο Αλέξης άφησε την αδερφή
του και πήρε το δρόμο για τον ξενώνα όπου έμεναν οι ξένοι. Δεν ήταν τυχαία η
επιλογή, ήθελε να δει την Εύη, την ιδιοκτήτριά του. Καθώς πήγαινε εκεί το μυαλό
του γύρισε στην πρώτη τους πριβέ συνάντηση.
Την ήξερε από μικρό παιδί
όπως και σχεδόν όλους στο χωριό. Αλλά θυμόταν περισσότερο την πρώτη φορά που
είχαν βρεθεί οι δύο τους. Η Εύη Λάζου ήταν δέκα χρόνια πιο μεγάλη, όταν εκείνος
ήταν στην αρχή της εφηβείας εκείνη ήταν μια κοπέλα στο άνθος της νιότης της.
Ήταν φίλη της μητέρας του παρά τη διαφορά ηλικίας τους και είχε έρθει σπίτι να
δούνε κάτι φορέματα. Δοκιμάζοντας ένα την είχε δει κρυφά ο Αλέξης γυμνή μόνο με
ένα μικροσκοπικό εσώρουχο. Από εκείνη τη στιγμή έγινε η φαντασίωσή του, άλλα
αγόρια φαντασιώνονταν μοντέλα ή ηθοποιούς, εκείνος όμως προτιμούσε την Εύη.
Ούτε καν ήξερε πόσες φορές είχε αυνανιστεί με την εικόνα της γυμνής Εύης στο
μυαλό του.
Η σκέψη του αυνανισμού
τον έκανε να σταματήσει για μια στιγμή, ο ερεθισμός ήταν αφόρητος. «Ούτε
βιάγκρα τέτοιο πράγμα ρε φίλε,» σκέφθηκε και έτριψε ασυναίσθητα τον ερεθισμένο
ανδρισμό του. Λίγο έλειψε να τελειώσει εκεί που στεκόταν. Με ένα βογγητό
συνέχισε το δρόμο του.
Ακριβώς επειδή η
φαντασίωσή του ήταν πιο προσιτή από των άλλων αγοριών του συνέβη να
πραγματοποιηθεί. Σε ένα γιορτινό τραπέζι στο σπίτι του η Εύη που πρόσεξε τα
βλέμματα που της έριχνε τον πήρε στο δωμάτιό του και τον μύησε στον κόσμο του
έρωτα. Καθώς ήταν ένας γεροδεμένος έφηβος ήταν ελκυστικός και γι’ αυτή και το
ότι αποδείχθηκε χωρίς αναστολές στο κρεβάτι της ταίριαξε. Δεν τους ξαναείδε
κανείς όλη τη βραδιά στη γιορτή.
Τώρα ήταν φίλοι με
προνόμια, αν ήθελαν σεξ βρίσκονταν χωρίς να είναι δεσμευτικό για κάποιον από
τους δύο να μην έχει και άλλες σεξουαλικές επαφές. Στις τουριστικές εποχές η
Εύη κοιμόταν και με άλλους, ο Αλέξης από πλευράς του είχε πάει και με μερικές
συμμαθήτριες, αλλά κυρίως κοιμούνταν μαζί.
Ο Αλέξης μπήκε στον
ξενώνα φουριόζος. Η Εύη βρισκόταν στον πάγκο της υποδοχής και τακτοποιούσε
μερικά κλειδιά στην κλειδοθήκη πίσω της. Ακούγοντας την πόρτα γύρισε. Ένα
χαμόγελο διαγράφηκε στα σαρκώδη χείλη της μόλις είδε ποιος είναι. Έκανε το γύρο
του πάγκου και τον αγκάλιασε. Εκείνος τη φίλησε ορμητικά ενώ τα χέρια του
κατέβαιναν στους γοφούς της.
-Χαίρεσαι που με βλέπεις
να υποθέσω, είπε εκείνη ενώ ανακάλυπτε τον ερεθισμό του.
Τον τράβηξε στο σκοτεινό
σαλόνι με σκοπό να πάνε στον καναπέ κοντά στο τζάκι αλλά δεν έφτασαν εκεί.
Ολοκλήρωσαν στηριγμένοι στον τοίχο.
Χαμένοι στον πόθο τους
δεν αντελήφθησαν τον Μιχάλη που βγήκε. Απορροφημένος εκείνος στο πρόβλημα που
τον απασχολούσε δεν έδωσε σημασία στο ζευγάρι αν και το κατέγραψε στη μνήμη
του. Πριν βγει καλά καλά στο δρόμο εκείνος, ο Αλέξης και η Εύη ξάπλωναν στο
χαλί μπροστά στο τζάκι για να συνεχίσουν.
Η Μαρία ένιωθε περίεργα.
Ένιωθε σαν να είχε καθίσει κοντά στο σώμα του καλοριφέρ πολύ ώρα και
ζεσταινόταν αφόρητα. Την ίδια στιγμή το δέρμα της ήταν ευχάριστα δροσερό και το
αίμα σφυροκοπούσε στα μηνίγγια της σαν να είχε πιει πολύ. Και όμως είχε πιει
μόνο κόκα κόλα.
Στο σπίτι επικρατούσε
σιωπή, όλοι είχαν αποσυρθεί πια, καλεσμένοι και ξένο προσωπικό είχαν φύγει,
οικοδέσποινα και το δικό τους προσωπικό είχε πάει για ύπνο αν και είχαν κάτω
από τη σκέπη τους και έναν ξένο. Διακριτικά είναι η αλήθεια, η Ηρώ είχε πάρει
στο δωμάτιό της τον Μαξιμίλιαν και φυσικά δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για το τι
θα έκαναν τώρα.
Ένιωσε το δέρμα της να
μυρμηγκιάζει και το στήθος της κάπως βαρύ. Ανασήκωσε το νυχτικό της και έφερε
τα χέρια της στα στήθη της. Οι θηλές αντέδρασαν αμέσως ερεθισμένες.
Ακολουθώντας το ένστικτο της χάιδεψε απαλά με το κέντρο της παλάμης
διαγράφοντας κύκλους. Το χάδι δεν καταπράυνε αυτό που ένιωθε, το έκανε χειρότερο.
Κατέβασε το ένα χέρι από το στήθος στην κοιλιά της, ασυναίσθητα το έφερε στο
εσώρουχό της και κάτω από αυτό. Εκεί που ποτέ ένας άνδρας δεν την είχε αγγίξει,
χάιδευσε την ήβη της και μετά τα δάκτυλά της άγγιξαν την μαλακή σάρκα στο
κέντρο της γυναικείας της ύπαρξης. Ένα σιγανό βογγητό βγήκε από τα χείλη της
καθώς αγγιζόταν. Τα δάκτυλά της γλίστρησαν μέσα της κόβοντάς της την ανάσα.
Αλλά η αίσθηση ήταν ταυτόχρονα τόσο ευπρόσδεκτη, ηδονική, κίνησε τα δάκτυλά της
και η κάψα φούντωσε στέλνοντας ρίγη σε όλο το σώμα της. Συνέχισε την κίνηση με
πιο γρήγορο ρυθμό, ένιωσε ένα συναίσθημα που ποτέ δεν είχε πριν βιώσει. Σαν
κάτι να θέριευε μέσα της, ένα κύμα που φούσκωνε και που ήθελε να ξεσπάσει, θα
ήταν τόσο ευχάριστο να συμβεί και… Ο οργασμός ήταν σχεδόν βίαιος, συντάραξε το
σώμα της αφήνοντάς την ξέπνοη να πασχίζει να πάρει μια ανάσα. Βόγκηξε δυνατά.
Η πόρτα του δωματίου
άνοιξε και μπήκε η Αδαμαντία Σκληρού. Η Μαρία τράβηξε βιαστικά το χέρι της και
προσπάθησε να κατεβάσει το νυχτικό της αλλά ήταν αργά. Η μητέρα της είχε
καταλάβει τι έκανε και την κοίταζε με αηδία.
-Είσαι ανώμαλη, δήλωσε με
απέχθεια, η αδερφή σου έχει άνδρα στο κρεβάτι της και ζήλεψες ε; Εκείνη όμως
μπορεί να δώσει καρπό, εσύ είσαι ένα άχρηστο κούτσουρο, γιατί να σε καρπίσει
ένας άνδρας, γιατί να σε ακουμπήσει καν;
-Όχι δεν είναι ότι ζήλεψα
την Ηρώ… Δεν ξέρω τι μου συνέβη…
-Έξω από το σπίτι μου!
Διέταξε κοφτά η Αδαμαντία. Έξω τώρα!
-Τέτοια ώρα; Που να πάω;
Μητέρα… Εδώ είναι το σπίτι μου… Δεν έχω που να πάω.
-Δεν με νοιάζει! Δρόμο!
Χάσου στο βουνό… Πνίξου στο Βοϊδόρεμα…
Με ασταθείς κινήσεις η
Μαρία σηκώθηκε από το κρεβάτι και προχώρησε προς την πόρτα του δωματίου.
-Σε παρακαλώ μητέρα.
-Θες να σε σύρω έξω; είπε
η Αδαμαντία σκληρά.
Η Μαρία βγήκε στο
διάδρομο και προχώρησε στην έξοδο του σπιτιού σαν μέσα σε ένα κακό όνειρο. Στην
πόρτα κοντοστάθηκε.
-Δεν έχω που να πάω.
-Στα τσακίδια, είπε η
Αδαμαντία και την έσπρωξε έξω. Ή αν θες σε εκείνον τον σακάτη, μπορεί να
χρειάζεται μια σαν εσένα για να μην ευχαριστιέται μόνος. Δρόμο!
Παραζαλισμένη η Μαρία
έφυγε τρέχοντας.
Η Αγγελική είχε μόλις
ξαπλώσει όταν άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα και μπήκε ο αδερφός της.
Κοντοστάθηκε στο σκοτάδι και είπε σιγανά:
-Κοιμάσαι μικρή;
-Όχι, τι τρέχει;
-Σκεφτόμουν αυτά που
είπες το μεσημέρι.
-Να μην πηγαίνεις με την
κάθε μια;
-Και το άλλο ότι υπάρχει
μια καλή κοπέλα, η Οφήλια.
-Ε ναι υπάρχει.
-Δεν είναι μόνο το θέμα
αν υπάρχει, Αγγελική μου, είναι και να ενδιαφέρεται, ξέρεις.
-Η Οφήλια ενδιαφέρεται,
άνοιξε τα μάτια σου!
-Και εσύ που το ξέρεις;
Στο είπε;
-Όχι βρε χαζέ, είπε και
ανασηκώθηκε η κοπέλα. Αλλά αν τη δεις να σε κοιτάζει θα το καταλάβεις.
-Λες ε;
-Πρόσεξέ την αύριο.
-Εντάξει, καληνύχτα
αδερφούλα.
-Καληνύχτα Φίλιππε… Α και
που’ σαι… Της αρέσουν τα κούκις.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου