Μυστικά 7

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τέταρτο

Η Ηρώ κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και μετά χαμογέλασε. Το είδωλό της της το ανταπέδωσε όπως και το πονηρό κλείσιμο του ματιού. Είχε βάλει ένα επίσημο λευκό φόρεμα, όχι πολύ κοντό για να σκανδαλίσει τη μάνα της, ούτε και μακρύ όμως, ήταν ένα που της πήγαινε και κολάκευε. Από την πρώτη στιγμή που είχε δει τον Μαξιμίλιαν είχε νιώσει μια ακατανίκητη έλξη για εκείνον. Στην αρχή ήταν καθαρά σεξουαλική αλλά μετά τις ώρες που είχαν περάσει μαζί το απόγευμα ένιωθε ότι είχε βρει κάποιον ξεχωριστό και για χάρη του και μόνο είχε απόψε ντυθεί τόσο καλά… Και ίσως θα γδυνόταν κιόλας.
Τις σκέψεις τις διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα του δωματίου της.
-Ναι! είπε.
Η Μαρία μπήκε στο δωμάτιο. Φορούσε ένα απλό παντελόνι και ένα πουκάμισο.
-Α ντύθηκες καλά βλέπω, είπε στην αδερφή της.
-Ναι, είπε η Ηρώ, εσύ όχι;
-Γιατί; Για να μας επιδεικνύει η μητέρα; Ή μήπως εγώ… Τέλος πάντων. Εσύ καρδιά μου ντύσου. Υπάρχει ένας άνδρας που σε περιμένει κάτω.
-Θα μπορούσε και εσένα, μην αφήνεις την μητέρα μας να σε καταρρακώνει.
-Το κακό είναι ότι δε λέει κάτι που δεν έχω σκεφθεί Ηρώ, και όπως βλέπεις δεν πέφτει και έξω.
-Στην εκκλησία όμως εγώ άλλο κατάλαβα, είπε η Ηρώ, και να σε πληροφορήσω ότι ο Μαξιμίλιαν τον έχει σε εκτίμηση. Είναι ένας αξιόλογος άνθρωπος.
-Το ξέρω, μίλησα μαζί του και μετά. Με σύστησε σε μια κοπέλα της ομάδας τους, φοβερή! Θα ήθελα να ήμουν τόσο θαρραλέα και ανεξάρτητη! Τι νόημα έχει; Θα φύγουν αύριο.
-Και ποιος μας εμποδίζει να κρατήσουμε επαφή; Μαρία, πρέπει να βγεις από το καβούκι σου. Να πάψεις να υποχωρείς. Και αρχίζουμε από τώρα, πήγαινε να βάλεις κάτι πιο επίσημο και θηλυκό.
-Όχι, δεν χρειάζεται.
-Τι είπαμε μόλις;
-Να μην υποχωρώ, ε δεν υποχωρώ.
Η Ηρώ γέλασε με ένα κρυστάλλινο γέλιο και η αδερφή της τη μιμήθηκε.
-Δεν έχεις άδικο αλλά εμένα να με ακούς. Πήγαινε και θα έρθω και’ γω να δούμε τι θα βάλεις.

Η Αδαμαντία Σκληρού είχε καθίσει στην κορυφή του τραπεζιού. Δεξιά και αριστερά της είχε βάλει τις κόρες της. Δίπλα στην Ηρώ καθόταν ο Μαξιμίλιαν Κλέητον. Δίπλα στην Μαρία ο πατέρας Σαμουήλ και μετά οι υπόλοιποι καλεσμένοι ως που στην άλλη άκρη του τραπεζιού καθόταν ο Ντούντας ως ο τοπικός άρχοντας.
Ο ιερέας είπε την ευχή για το δείπνο και ξεκίνησαν να τρώνε. Για λίγο οι συζητήσεις περιεστράφησαν στα εδέσματα και τις ικανότητες των μαγειρισσών που τα είχαν ετοιμάσει. Μετά πέρασαν σε άλλα διάφορα θέματα από το κρύο που είχε πιάσει ξαφνικά μέχρι τις εργασίες των ξένων.
-Θα γράψετε κάνα βιβλίο; είπε Ντούντας. Θα μας κάνετε διάσημους
-Μπα δεν νομίζω, είπε ο Μαξιμίλιαν, εκτός και αν βρούμε κάτι που θα το δικαιολογεί ή αν ο Μιχάλης αποφασίσει να το κάνει, τα βιβλία είναι ο τομέας του. Και από τις δύο πλευρές, και τα γράφει και τα διαβάζει.
Ο Μαξιμίλιαν και η Ηρώ μπορεί να έπαιρναν μέρος στις συζητήσεις αλλά στην πραγματικότητα δεν είχαν μάτια παρά μόνο ο ένας για τον άλλο. Ο Μαξιμίλιαν κατέβασε το χέρι του από το τραπέζι και το πέρασε κάτω από το τραπεζομάντηλο όπου συνάντησε το γόνατο της Ηρώς. Παραμέρισε το φόρεμά της και χάιδευσε τη σφιχτή σάρκα της ανεβαίνοντας την μέσα πλευρά του μηρού της. Η Ηρώ τον κοίταξε και χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
Προς μεγάλη απογοήτευση και των δύο αναγκάστηκε να σταματήσει καθώς η Αδαμαντία πρότεινε να γεμίσουν τα ποτήρια για να κάνουν μια πρόποση. Με τη σειρά της εκείνη δεν πρόλαβε να κάνει την πρόποση. Στην πόρτα της μεγάλης σάλας παρουσιάστηκε η υπηρέτριά της συνοδευόμενη από το Μιχάλη που κρατούσε ένα μεγάλο βιβλίο. Εκείνος πλησίασε τον Μαξιμίλιαν.
-Συγνώμη για τη διακοπή, είπε, πρέπει να δείξω κάτι στον Μαξιμίλιαν. Δε θα σας διακόψω για πολύ.
Πλησίασε τον Μαξιμίλιαν και έκανε λίγο χώρο για να ακουμπήσει το βιβλίο, οι συνδαιτημόνες τον διευκόλυναν μετακινώντας μια καράφα με κρασί, μια κανάτα με νερό αλλά και μια κόκα κόλα. Ο Μιχάλης άνοιξε το βιβλίο και έδειξε ένα σημείο. Ο Μαξιμίλιαν διάβασε με προσοχή.
-Είχες δίκιο λοιπόν, είπε ο Μιχάλης, ήταν όντως δωρεά αδερφών Αψαράδων στην εικόνα.
Μάζεψε το βιβλίο και ετοιμάστηκε να φύγει.
-Πιείτε κάτι μαζί μας, είπε η Μαρία φιλικά. Λίγο κρασί;
-Δεν πίνω, λίγο νερό μόνο.
-Λίγη κόκα κόλα; πρότεινε η κοπέλα.
-Εντάξει.
Του γέμισε ένα ποτήρι και ήπιαν όλοι στην πρόποση της Αδαμαντίας Σκληρού για κάθε ευτυχία και επιτυχία. Μόλις ήπιε άφησε το ποτήρι του και βγήκε. Το τραπέζι συνεχίστηκε με καλή διάθεση και αφθονία εδεσμάτων και ποτών.
Ο Μαξιμίλιαν έφερε το χέρι του κάτω πάλι και συνέχισε το χάδι στην Ηρώ. Εκείνη το απολάμβανε με όλο της το είναι. Άρπαξε μια πετσέτα και την έφερε βιαστικά μπροστά στο πρόσωπό της σαν να ήθελε να φτερνιστεί, δεν ήθελε τίποτα, ήταν όμως το μόνο που προλάβαινε να κάνει για να πνίξει ένα βογκητό απόλαυσής καθώς ο Μαξιμίλιαν έφερνε το δάκτυλο του να χαϊδεύσει ανάμεσα στα πόδια της κατά μήκος του λεπτού της εσώρουχου.
-Σε λίγο, του ψιθύρισε, μόλις το διαλύσουμε θα βρεθούμε εμείς οι δύο…
Δεν ολοκλήρωσε τη φράση της αλλά έκλεισε τα πόδια της κρατώντας το χέρι του ανάμεσά τους πάνω στη σάρκα της ενώ ένιωθε τους χυμούς της να αναβλύζουν.

Ο Αλέξης έτρωγε με όρεξη, πάντα έτρωγε με όρεξη αλλά σήμερα είχε περάσει μια κουραστική μέρα οπότε ένας λόγος παραπάνω και ειδικά με τόσα εκλεκτά φαγητά. Ακόμα και μια περίεργη αίσθηση ζέστης που ένιωθε εδώ και λίγη ώρα δεν τον είχε εμποδίσει να ευχαριστηθεί το φαγητό.
Άπλωσε το χέρι του να πιάσει ένα στρογγυλό ψωμάκι από το πανέρι με τα ψωμάκια αλλά αυτό ξεγλίστρησε και κατέληξε στην ποδιά της αδερφής του. Με έναν μορφασμό έκανε να το πιάσει και το χέρι του βρήκε το πόδι της. Έμεινε ξαφνικά κοκαλωμένος. Τράβηξε το χέρι του αργά σαν να είχε ακουμπήσει ένα επικίνδυνο θηρίο που φοβόταν μην ξυπνήσει και όχι την αδερφή του. Την κοίταξε μην ξέροντας τι περίμενε να δει στα μάτια της, ίσως τη σύγχυση που είχε νιώσει ο ίδιος καθώς την ακουμπούσε και ένιωθε την επιθυμία να την χαϊδεύσει και όχι αδερφικά αλλά καθαρά ερωτικά να προχωρήσει πιο πάνω στο πόδι της.
Αντίκρισε την ίδια σύγχυση όντως. Συνειδητοποίησε ότι η Χριστίνα είχε φέρει το σώμα της πιο μπροστά στο κάθισμα κάνοντας την πλάτη πίσω ενστικτωδώς προσφέροντας το σώμα της στο χάδι του.
-Δεν είμαι μεθυσμένος, της είπε ψιθυριστά, δεν ήπια καθόλου απόψε.
-Ούτε εγώ, είπε η Χριστίνα. Τι έγινε μόλις τώρα;
-Δεν έχω ιδέα αλλά λέω να πάω σπίτι… Ή κάπου αλλού.
-Αλλού; Που αλλού;
-Σε κάποια… Θέλω…
Η Χριστίνα κούνησε το κεφάλι της. Ένιωθε το ίδιο. Ήταν ερεθισμένη όπως το απόγευμα στο λεωφορείο στην αγκαλιά του Ρωμανού. Στη σκέψη και μόνο ένα ρίγος τη διέτρεξε.
-Θα πάω στο Ρωμανό, είπε.
-Είσαι τρελή; ρώτησε ο Αλέξης ρίχνοντας μια βιαστική ματιά γύρω ελέγχοντας ποιος μπορεί να τους είχε ακούσει.
-Πρέπει.
Ο Αλέξης ένευσε και σηκώθηκε από τη θέση του. Συνειδητοποίησε ότι ήταν πολύ ερεθισμένος. Ο ανδρισμός του ασφυκτιούσε στο στενό επίσημο παντελόνι του. Πλησίασε τον πατέρα του.
-Λέμε να φύγουμε με την Χριστίνα.
-Εντάξει, είπε ο Ντούντας.
Οι πιο πολλοί είχαν αρχίσει να φεύγουν αλλά εκείνος ήθελε να μιλήσει λίγο με την Αδαμαντία Σκληρού για δουλειές.
Τα δυο αδέρφια βγήκαν στο κρύο βράδυ, νιφάδες χιονιού είχαν αρχίσει να στροβιλίζονται στον νυχτερινό ουρανό.
-Να κάτι που δεν πρόβλεψε η ΕΜΥ, είπε ο Αλέξης.
Προχώρησαν προς την πλατεία του χωριού. Εκεί οι δρόμοι τους χώρισαν. 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου