Μυστικά 15

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Όγδοο

Ο Αλέξης που προπορευόταν στάθηκε. Το χιόνι έπεφτε πυκνό αλλοιώνοντας τα σχήματα και την προοπτική όσων έβλεπαν. Οι υπόλοιποι μαζεύτηκαν κοντά του.
-Τι είναι; ρώτησε η αδερφή του.
-Έπρεπε να βλέπουμε το χωριό, είπε ο Αλέξης, χάσαμε το δρόμο φοβάμαι.
-Που; ρώτησε ο Φίλιππος. Προσπεράσαμε λες τη διασταύρωση;
-Πιθανόν, και δεν ξέρω που είμαστε.
Μουρμουρητά ανησυχίας ακούστηκαν από τους μικρότερους της παρέας. Είχαν αναγκαστεί να βγουν από το δρόμο για να παρακάμψουν το εμπόδιο του στοιβαγμένου χιονιού και τώρα δεν ήταν σίγουροι που βρίσκονταν.
-Αν χάσαμε το δρόμο εκεί όντως τώρα πρέπει να είμαστε κάπου μέσα στα χωράφια στον άγιο Στέφανο.
-Δεν είναι απίθανο, είπε ο Αλέξης. Πρέπει να κόψουμε βόρεια.
-Δύσκολο μέσα στο σκοτάδι, και δεν είναι καλός ο δρόμος. Μήπως να πάμε πίσω;
-Αν χάσαμε την διασταύρωση μια φορά, είπε ήσυχα ο Ρωμανός, ποιος μας λέει ότι θα τη βρούμε αυτή τη φορά;
Ο Αλέξης κοίταξε γύρω.
-Αν δεν μπορούμε να πάμε στο χωριό από δω και δεν πάμε και πίσω, τι θα κάνουμε; Εδώ δεν μπορούμε να μείνουμε.
-Σίγουρα όχι, ο καιρός επιδεινώνεται και όσο περνάει η ώρα θα δυναμώνει το κρύο.
-Ας προχωρήσουμε, είπε η Αγγελική. Αν είμαστε στην περιοχή αγίου Στεφάνου θα βρω σύντομα κάποιο σημείο αναγνωρίσεως.
Μπήκε με τον Αλέξη μπροστά πιάσανε τη συζήτηση καθώς ξεκινούσαν και πάλι.
-Ηγέτης σαν τον αδερφό σου, είπε ο Αλέξης.
Η Αγγελική χαμογέλασε και παρά το κρύο κοκκίνισε.
-Μπα εκείνος είναι ο ηγέτης, απλά τώρα πρέπει να φροντίσει λίγο την Οφήλια, εγώ δεν είμαι τόσο δυνατή.
-Ε είσαι και κοπέλα, δεν θα ήταν καλό να έχεις τα μπράτσα του Φίλιππου.
-Δεν σου αρέσουν οι γυμνασμένες; τον πείραξε η Αγγελική.
-Άλλο γυμνασμένη άλλο σαν παλαιστής, είπε ο Αλέξης, να μη χάνει και τη θηλυκότητά της.
Η Αγγελική του έριξε μια ματιά και χαμογέλασε, το βλέμμα που της ανταπέδωσε έκανε φανερό ότι της άρεσε.

Ο Ντούντας μπήκε στο σπίτι του αρκετά νευριασμένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι όφελος είχε ο Μιχάλης να κάνει τέτοια δουλειά αλλά μελετούσε με ποιον τρόπο θα μπορούσε να τον εκδικηθεί. Το πιο απλό ήταν να βάλει να τον δείρουν αλλά αυτή η λύση δεν τον ικανοποιούσε καθόλου, επείχε κινδύνους. Ο Μιχάλης είχε έρθει με τον Μαξιμίλιαν και ο Άγγλος ευγενής είχε αποδείξει ότι δεν θα άφηνε κάτι τέτοιο να περάσει χωρίς να ερευνηθεί και αν δεν τον πετύχαιναν μόνο του τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε στραβά, οι άνθρωποι που ήταν μαζί του είχαν αποδείξει μόλις αυτό το πρωί ότι δεν φοβούνταν τους καυγάδες. Μπορούσε ίσως να κανονίσει ένα μικρό ατύχημα για εκείνον, αλλά θα έπρεπε να γίνει με τρόπο που τίποτα να μην οδηγεί σε αυτόν.
Στο εσωτερικό του σπιτιού τον περίμενε ένα σκηνικό με αναμμένα κεριά, παραξενευμένος προχώρησε μέσα. Ήξερε ότι δεν είχαν ρεύμα αλλά δεν όλα αυτά τα κεριά ήταν παραπάνω από προσπάθεια φωτισμού.
-Μαρίνα; φώναξε τη σύζυγό του.
-Εδώ.
Μπήκε στο δωμάτιο και τη βρήκε ντυμένη με εσώρουχα μόνο. Η ανάμνηση της προηγούμενης μέρας ήρθε να τον ερεθίσει και ξαφνικά ξέχασε τα νεύρα του, όχι ότι θα άφηνε αυτόν τον σακάτη ατιμώρητο, και επικεντρώθηκε σε πιο ευχάριστες σκέψεις.
-Περάσαμε καλά χθες, είπε η κυρία Ντούντα, είπα να το επαναλάβουμε.
-Πολύ καλά έκανες, απάντησε ο Ντούντας και την αγκάλιασε.
Θα περνούσαν ώρες ως που να συνειδητοποιήσουν ότι τα παιδιά τους δεν είχαν επιστρέψει.

Ο Μιχάλης μπήκε στον ξενώνα και ένιωσε έκπληκτος τη ζέστη. Ο χώρος ήταν σκοτεινός ωστόσο εκτός από τα φώτα ασφαλείας. Έκανε να προχωρήσει προς τη σκάλα όταν συνάντησε την Εύη.
-Έχει ρεύμα;
-Όχι, είπε η ξενοδόχος, αλλά έχω μια γεννήτρια που συντηρεί καλοριφέρ και κουζίνα.
-Μια χαρά, είπε ο Μιχάλης, δεν θα παγώσουμε αν μη τι άλλο.
-Θέλεις παρέα; είπε η Εύη με ένα πολλά υποσχόμενο χαμόγελο.
Ο Μιχάλης την κοίταξε. Η Εύη τον κοιτούσε στα μάτια, έπαιζε με ένα κολιέ που χανόταν μέσα στο μισάνοιχτό της πουκάμισο.
-Είναι κάποιο είδος παιχνιδιού; Κάποιο στοίχημα; είπε ατάραχος.
-Όχι, είπε η Εύη, σε διαβεβαιώ ότι οι προθέσεις μου είναι οι καλύτερες.
-Πως αυτό;
-Τα δουλικά μιλούν στα παντοπωλεία, και μιλάνε πολύ. Έτσι τα νέα μαθαίνονται και εγώ έμαθα ότι έχεις καθίσει στο στομάχι στη Σκληρού. Και όποιος μπορεί να το κάνει αυτό στη γριά καρακάξα είναι καλοδεχούμενος, στον ξενώνα και το κρεβάτι μου.
Ο Μιχάλης την κοίταξε πραγματικά ξαφνιασμένος. Μετά χαμογέλασε.
-Και έλεγα ότι τα έχω δει όλα. Όχι ευχαριστώ, είναι μια δελεαστική πρόταση αλλά δεν θα πάρω.
-Θα μπορούσες να περάσεις ωραία, είπε η Εύη.
-Δεν αμφιβάλλω, αλλά δεν λειτουργεί για εμένα έτσι αυτό.
Άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα αλλά σταμάτησε.
-Με τι φωτίζουμε τα δωμάτια τώρα που δεν έχει ρεύμα;
-Με κεριά ή λάμπες, είπε η ξενοδόχος.
Ο Μιχάλης συνέχισε την άνοδο.
-Υπάρχει κάποια; ρώτησε. Γι’ αυτό με απορρίπτεις;
-Υπήρχε, ήταν η απάντηση, και δεν μπορώ να της το κάνω αυτό.

Ο Αλέξης σταμάτησε και έτριψε τα χέρια του που είχαν ξυλιάσει. Κοίταξε γύρω του.
-Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε, είπε, πρέπει να βρούμε αμέσως καταφύγιο.
-Ναι, είπε η Αγγελική, αλλά που;
-Εκεί, είπε ο Ρωμανός, δείχνοντας έναν όγκο που ίσα που φαινόταν στο σκοτάδι, αν δεν κάνω λάθος είναι η παλιά αποθήκη του Κιδανίτη.
-Τότε είμαστε στα Παλιάλωνα, είπε ο Αλέξης. Αρκετά μακριά.
-Αν είναι η παλιά αποθήκη, είπε ο Φίλιππος, τουλάχιστον μπορούμε να μείνουμε μέσα.
Ο Ρωμανός δεν είχε κάνει λάθος και βρήκαν την αποθήκη όπως είχε πει. Μπήκαν μέσα από την ξεκλείδωτη όσο και πανάρχαια πόρτα που έτριξε εφιαλτικά καθώς την έσερναν στο πλάι. Ο θόρυβος ήταν ακόμα χειρότερος όταν έκλεισαν την πόρτα από μέσα. Η Αγγελική ανατρίχιασε και έσφιξε ενστικτωδώς το χέρι του Αλέξη που ήταν δίπλα της.
Επειδή νυχτώνονταν στους δρόμους είχαν συνηθίσει να έχουν όλοι φακό στην τσάντα τους και τώρα αρκετές φωτεινές δέσμες εξερευνούσαν το χώρο. Το κρύο ήταν έντονο αλλά όχι τόσο όσο έξω μιας και είχαν φύγει από την άμεση επαφή με τον παγωμένο άνεμο. Ο Φίλιππος είχε και μια λύση για να βελτιώσουν την κατάστασή τους.
-Σκεπαστείτε με άχυρο, είπε θα βοηθήσει να κρατήσετε τη θερμοκρασία του σώματός σας σαν μόνωση.
-Για τα χέρια μου πες τι να κάνω, είπε ο Αλέξης με ένα κωμικοτραγικό ύφος.
-Είσαι πραγματικά παγωμένος, είπε η Αγγελική που κρατούσε το χέρι του ακόμη. Κάτσε να σε ζεστάνω.
Έβαλε τα χέρια του μέσα από το μπουφάν στον κόρφο της. Η ζεστασιά ήταν ανακουφιστική μετά το κρύο αλλά μόνο για μια στιγμή στάθηκε το μυαλό του σε αυτό. Συνειδητοποίησε ότι όπως είχε κλείσει τα χέρια του ανάμεσα στα μπράτσα της και το σώμα της ένιωθε τα στήθη της στα χέρια του, μια αίσθηση τελείως διεγερτική. Την κοίταξε και του ανταπέδωσε αθώα το βλέμμα.
Αναρωτήθηκε πώς να ήταν αλήθεια μια κοπέλα που το πάθος της εκδηλώνεται μόνο στον έρωτα, και δεν την κυβερνάει, που δεν προκαλεί, που δεν έχει καν συναίσθηση μιας τέτοιας πρόκλησης ακούσιας όπως του πρόσφερε αυτή τη στιγμή. Και ήταν και τόσο όμορφη κοπέλα.
Ήταν ελεύθερη από όσο ήξερε. Είχε μια σχέση δύο χρόνια πριν με έναν συμμαθητή της ως που ανακάλυψε ότι είχε και μια ακόμα παράλληλη σχέση. Είχε διακόψει μαζί του και για ένα διάστημα ήταν πολύ καταπτοημένη από όλο αυτό. Η άλλη κοπέλα το είχε πάρει ακόμα χειρότερα, είχε κάνει μια, ευτυχώς αποτυχημένη, απόπειρα αυτοκτονίας και μετά είχε αλλάξει σχολείο. Όταν ο Φίλιππος είχε πάει να πει στο συμμαθητή τους ότι ήταν αχρείος να το κάνει αυτό σε δύο κοπέλες εκείνος του είχε επιτεθεί με την παρέα του. Είχε γίνει ένας γερός καυγάς στον οποίο είχε συμμετάσχει και ο ίδιος.
Την κοίταξε πάλι. Ναι του άρεσε η Αγγελική και όχι μόνο γιατί είχε ένα τέλειο σώμα και ένα αψεγάδιαστο πρόσωπο.

Η Άννα άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε γύρω της. Είδε τη Φωτεινή δίπλα της. Αργά αργά θυμήθηκε τι είχε συμβεί, οι ώρες που είχαν περάσει και είχε κοιμηθεί της είχαν κάνει καλό.
-Η Αγγελική; ρώτησε.
-Κοιμάται, ξύπνησε και την τάισα αλλά τώρα κοιμάται πάλι.
-Α ωραία, είπε η Άννα.
Μετά ένας τρόμος γέμισε τα μάτια της.
-Ο Ανδρέας;
-Είναι στο κρατητήριο και καλά να πάθει, είπε η Φωτεινή.
-Κρατητήριο; ρώτησε μπερδεμένη η Άννα. Τι συνέβη;
Η Φωτεινή της εξήγησε και τι είχε συμβεί και πως ο άνδρας της είχε συλληφθεί για την επίθεση εναντίον της αλλά και του ξένου.
-Φύγανε εκείνοι;
-Όχι, τους έκλεισε ο καιρός. Ο Κρίστιαν ήταν εδώ μέχρι πριν από λίγο.
-Του είμαι υπόχρεος.
Η Φωτεινή ένευσε. Πράγματι έτσι ήταν, το ήξερε και η ίδια. Κοίταξε το ρολόι της. Σκέφθηκε ότι τα παιδιά της θα είχαν γυρίσει και τηλεφώνησε σπίτι. Δεν το σήκωσε κανείς και τηλεφώνησε στον πατέρα της Οφήλιας που την ενημέρωσε ότι δεν είχε ακόμα γυρίσει. Δεν ήξερε το τηλέφωνο του Μεληδόνη και έτσι βρέθηκε στην ανάγκη να τηλεφωνήσει στον Ντούντα ελπίζοντας ότι θα το σηκώσει η γυναίκα του. Δεν ήταν τόσο τυχερή, το σήκωσε εκείνος.
-Ναι; είπε και η φωνή του φαινόταν περίεργη.
Η Φωτεινή δεν μπορούσε να ξέρει ότι εκείνη τη στιγμή ο πρόεδρος της κοινότητάς τους επιδιδόταν σε ερωτικά παιχνίδια με τη σύζυγό του.
-Είμαι η Φωτεινή. Δεν γύρισαν τα παιδιά μου, είπε βιαστικά για να μην προλάβει να πει τίποτα για τα όσα είχαν προηγηθεί, τα δικά σας;
-Όχι, θα τα έκλεισε ο καιρός και θα μείνανε κάτω στην πόλη, είπε ο Ντούντας ατάραχος.
Η Φωτεινή έκλεισε το τηλέφωνο. Απόψε θα ήταν μια στενόχωρη βραδιά, μόνη στο σπίτι. Δεν ανησυχούσε για τα παιδιά. Είχαν γνωστούς να μείνουν στην πόλη. Αποφάσισε να τους τηλεφωνήσει εκεί. Κάλεσε τον αριθμό αλλά διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να πιάσει, κάπου είχε κοπεί η γραμμή και δεν είχαν επικοινωνία έξω από το χωριό.

Ο Φίλιππος βοήθησε την Οφήλια να καθίσει. Την βοήθησε να βάλει την πλάτη της στον τοίχο και να βολευθεί στηριγμένη.
-Πάω να δω τι κάνει η Αγγελική, είπε στην κοκκινομάλλα κοπέλα, κι έρχομαι αμέσως.
-Εντάξει, κανένα πρόβλημα, δεν είσαι δα και υποχρεωμένος να προσέχεις εμένα.
-Δεν θα σε αφήσω μόνη, είπε ο Φίλιππος και πήγε να δει τι κάνει η Αγγελική.
Τη βρήκε να κρατάει τα χέρια του Αλέξη ακόμα μέσα από το μπουφάν της για να τα ζεστάνει.
-Είσαι εντάξει; της είπε.
-Μια χαρά, είπε η κοπέλα.
-Πάγωσες; έκανε στον Αλέξη.
-Άσε ρε φίλε, τι είναι αυτό; Ήρθε πρόωρα αυτός ο χειμώνας.
Ο Φίλιππος συμφώνησε και επέστρεψε κοντά στην Οφήλια. Κάθισε δίπλα της και πιάσανε τη συζήτηση.
Είχαν περάσει και όλο το απόγευμα μαζί κάνοντας βόλτα στο πάρκο και συζητώντας και διαπίστωναν συνέχεια πόσο παρόμοιες προτιμήσεις είχαν και πόσο ταίριαζαν σε πολλά πράγματα από εκείνα στα οποία διέφεραν, και είχαν έρθει πολύ πιο κοντά τώρα, ένιωθαν άνετα ο ένας στην παρουσία του άλλου.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου