Κεφάλαιο
Δεύτερο
-Πόσο λέει το βαρόμετρο;
-1015, είπε ο οδηγός του
βαν, ανησυχείς για τον καιρό; Καλός για την εποχή είπαν.
-Δε θα κρατήσει, είπε ο
συνοδηγός, το νιώθω στο πόδι μου.
-Πως το έπαθες αυτό;
ρώτησε ο οδηγός κάνοντας ένα νόημα προς το πόδι του συντρόφου του.
-Μια παλιά ιστορία, το
έπαθα σε ένα πλοίο.
-Ήσουν ναυτικός;
-Όχι αλλά έχω περάσει
πολλά σε πλοία. Το τραύμα πάντως μου λέει ότι ο καιρός θα αλλάξει.
-Δεν φαντάζομαι τόσο που
να μας εμποδίσει να δουλέψουμε.
-Αυτό δεν το φαντάζομαι
ούτε εγώ, είναι ακόμη Νοέμβριος.
-Φτάσαμε, μπα τι βλέπω,
έχουμε και επιτροπή υποδοχής.
Το λεωφορείο πήγαινε με
μέτρια ταχύτητα, ο ορεινός δρόμος δεν επέτρεπε καμία ταχύτητα που θα μπορούσε
να χαρακτηρισθεί μεγάλη. Ο Φίλιππος και ο Αλέξης είχαν μείνει κοντά στον οδηγό
σχολιάζοντας τα αθλητικά δρώμενα του Σαββατοκύριακου που είχε περάσει.
Η Οφήλια και η Αγγελική
είχαν προτιμήσει την άνεση της γαλάριας, τα τελευταία καθίσματα του λεωφορείου.
Είχαν αφήσει τις τσάντες τους και συζητούσαν για τα μαθήματα της ημέρας που
είχαν μπροστά τους ως που ακούστηκε το γέλιο του Φίλιππου από μπροστά.΄
-Ξέρω πολλά κορίτσια που
θα ήθελαν να είναι με τον αδερφό σου και να τον ακούν να γελάει, είπε η Οφήλια.
Κάνει θραύση. Σκέψου ότι μερικές μου ζητήσανε να μεσολαβήσω μιας και ξέρουν ότι
είναι συγχωριανός και περνάμε μαζί ώρα στο λεωφορείο. Ακόμα και η Νάντια η
Χαράμη που αλλιώς δεν καταδέχεται να μου μιλήσει.
-Αυτή ήρθε και σε’ μένα,
σχολίασε με έναν μορφασμό η Αγγελική.
-Και μάλλον τα κατάφερε,
είπε η Οφήλια. Τους είδα μια μέρα μαζί πίσω από το λεβητοστάσιο, ξέρεις που
πάνε τα αγόρια να καπνίσουν.
-Αλήθεια; Α το
παλιοθήλυκο! Πρέπει να μιλήσω με τον Φίλιππο, τι βρίσκει στο τσουλί…
Η Αγγελική σταμάτησε
απότομα και κοίταξε γύρω αλλά δε βρισκόταν κοντά τους κανείς.
-Δεν μας ακούνε, είπε η
Οφήλια, εκφράσου ελευθέρα.
-Άσε μην το κάνω
καλύτερα, δεν ξέρεις τι σκέφτομαι γι’ αυτή τη βρώμα. Και θα τα ψάλω και στον
Φίλιππο αν είναι μαζί της, γιατί δε μπορεί να βρει μια γλυκιά κοπέλα σαν εσένα;
Η Αγγελική κοιτούσε
μπροστά τον αδερφό της και δεν είδε το κοκκίνισμα της Οφήλια.
Ο Δημήτριος Ντούντας
στεκόταν δίπλα στον χωροφύλακα ενώ από την άλλη πλευρά στεκόταν η σύζυγός του,
που φυσικά δεν θα έχανε ευκαιρία για επίδειξη σε μια δημόσια περίσταση, μετά
στεκόταν η Αδαμαντία Σκληρού μαζί με τις κόρες της, σαν εξέχων μέλος της
κοινότητας και ιδιοκτήτρια του οικοπέδου που βρισκόταν η εκκλησία και ο ιερέας
του χωριού, ο γηραιός πατέρας Σαμουήλ, ένα ιερομόναχος που είχε ζήσει στο χωριό
τον τελευταίο μισό αιώνα χωρίς να φύγει ποτέ, μιας και η εκκλησία ήταν ένα θέμα
που τον αφορούσε.
Ο πρόεδρος και ο
χωροφύλακας που ήξεραν από αυτοκίνητα εξεπλάγησαν με την πόρσε αλλά και με την
ποικιλία των οχημάτων με τα οποία κατέφτασε η αρχαιολογική αποστολή. Πάρκαραν
στη σειρά στην αλάνα απέναντι από την εκκλησία και άρχισαν να αποβιβάζονται.
Μετά προχώρησαν προς τους ντόπιους με πρώτο τον οδηγό της πόρσε. Ήταν ένας
ψηλός άνδρας με μαλλιά στο χρώμα του χαλκού και έντονα γαλανά μάτια με αδρά
χαρακτηριστικά που δήλωναν την Βορειοευρωπαϊκή καταγωγή του. Τα περιποιημένα
ρούχα του ήταν προφανώς φτιαγμένα για τις ανασκαφές και δεν έκρυβαν το πόσο
γεροδεμένος ήταν. Ένα ζευγάρι μάτια τον κοίταξαν προσεκτικά και ένα γυναικείο
κορμί ρίγησε στη σκέψη του έρωτά του.
-Καλημέρα, είπε σε
άπταιστα Ελληνικά. Είμαι ο Μαξιμίλιαν Κλέητον λόρδος του Γκρέηστοουκ. Είμαι
αρχαιολόγος και διδάκτωρ στην Οξφόρδη με ειδίκευση στο Μεσαιωνικό Ελληνισμό. Αυτός
είναι ο συνάδερφος και φίλος μου Πέτρος Βοτανειάτης του πανεπιστημίου Αθηνών.
Έδειξε έναν ψηλό σοβαρό
άνδρα με καστανά μαλλιά και μουστάκι. Ύστερα έδειξε έναν γεροδεμένο άνδρα με
καστανά μαλλιά και καστανά μάτια.
-Ο βοηθός μου, καθηγητής Κρίστιαν
Κέυλαν.
Ο Κρίστιαν Κέυλαν ήταν
ένας ξανθός άνδρας με μαύρα μάτια, με ένα πρόσωπο εκφραστικό και με μαλλιά
μακρύτερα από αυτό που η Αδαμαντία Σκληρού έβρισκε πρέπον, τον κοίταξε
αποδοκιμαστικά και έστρεψε το βλέμμα της στον Μαξιμίλιαν που παρουσίαζε τους
μεταπτυχιακούς φοιτητές και τους τεχνικούς που απάρτιζαν την ομάδα, κάποιοι
Έλληνες, κάποιοι ξένοι. Αυτός μάλιστα, της άρεσε. Και ήταν και ευγενής.
Ο Μαξιμίλιαν είχε φτάσει
στον άνδρα με το μπαστούνι που στεκόταν τελευταίος.
-Ο Μιχάλης… το επώνυμο με
μπερδεύει λίγο. Είναι ο ειδικός μας επί παλιών βιβλίων και κάθε είδους
βιβλιογραφική πηγή και πολύ καλός μου φίλος.
-Το επώνυμο είναι εύκολο,
μικρό και δισύλλαβο αλλά κάπως για τους Άγγλους, έχει εδώ στα βόρεια και ένα
χωριό με το όνομα αυτό. Τέλος πάντων. Μπορείτε να με λέτε Μιχάλη.
-Είσαι Έλληνας έτσι;
ρώτησε ο πρόεδρος.
-Ναι, αν και έχω ζήσει
και στο εξωτερικό.
-Καλώς ήρθατε λοιπόν,
είπε ο πρόεδρος. Θέλετε να δείτε τα καταλύματά σας πρώτα ή την εκκλησία;
-Την εκκλησία, είπε ο
Μαξιμίλιαν και προχώρησαν προς τον μικρό ναό στην άκρη του χωριού.
Η Αδαμαντία κοίταξε τον
Μιχάλη που ακολουθούσε αργά στηριζόμενος στο μπαστούνι του.
«Ένας σακάτης, σκέφθηκε.
Αυτός δεν έκανε για τους σκοπούς της, δεν ήθελε έναν σακάτη διάδοχο, ήθελε ένα
ρωμαλέο αγόρι, σφριγηλό και δυνατό.»
Κοίταξε την Μαρία.
«Θα ήταν ίσως κατάλληλος
για εκείνη, ένας σακάτης για μια γυναίκα που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί
σακατεμένη.»
Προχώρησαν προς την
εκκλησία, ο παλιός ναός του αγίου Νικολάου δεν ήταν ο ενοριακός ναός, ήταν ένα
μνημείο της βυζαντινής εποχής και μόνο στη μνήμη του τον λειτουργούσαν. Ο
πατέρας Σαμουήλ άνοιξε την πόρτα και μπήκαν. Τα μέλη της αποστολής μπήκαν και
έμειναν να κοιτάζουν το ναό.
Ήταν ένας μικρός ναός με
χαμηλό ταβάνι. Οι τοίχοι του φτιαγμένοι από πέτρα ήταν κοσμημένοι παντού με
αγιογραφίες, μορφές αγίων ή σκηνές από τη ζωή του Χριστού αλλά και οι
απεικονίσεις κάποιων από τις παραβολές.
-Είναι βασιλική άνευ
τρούλου, είπε ο πατέρας Σαμουήλ, και από όσα ξέρουμε για το παρελθόν είναι
παλιά, πολύ πριν την επανάσταση. Πιθανότατα από την βυζαντινή περίοδο.
Ο Μιχάλης έκανε το σημείο
του σταυρού και προχώρησε προς το ξυλόγλυπτο τέμπλο.
-Πριν τον 14ο
αιώνα, είπε, ο άγιος στο όνομα του οποίου τιμάται ο ναός βρίσκεται δίπλα στο
Χριστό και όχι δίπλα στην Παναγία όπως συνηθίζεται. Άρα είναι πριν αλλαχθεί
αυτό.
-Γι’ αυτό τον έχουμε μαζί, είπε ο Μαξιμίλιαν και
γέλασε.
Είχε ένα καθαρό
κρυστάλλινο γέλιο που σε καλούσε να το μιμηθείς.
-Εμένα θα με συγχωρήσετε,
είπε ο πρόεδρος, έχω πολλές δουλειές. Αν χρειαστείτε κάτι μπορείτε να με βρείτε
στο κοινοτικό γραφείο. Η σύζυγός μου θα σας δείξει τον ξενώνα που θα μείνετε.
-Εντάξει, κανένα
πρόβλημα, πηγαίνετε στην δουλειά σας, είπε ο Μαξιμίλιαν.
Ο Μιχάλης κοιτούσε τις
αγιογραφίες στους τοίχους. Ξαφνικά σταμάτησε κοιτάζοντας μία και πλησίασε να
την δει από κοντά. Έβγαλε από μια τσέπη του έναν μεγεθυντικό φακό και την
κοίταξε. Άφησε το μπαστούνι του ακουμπισμένο στον τοίχο αλλά δεν στερεώθηκε
καλά και έπεσε στο δάπεδο. Με έναν μορφασμό πόνου έκανε να το πιάσει αλλά η
Μαρία έσπευσε να το σηκώσει και να του το δώσει.
-Ευχαριστώ, είπε.
Η κοπέλα κοκκίνισε και
επέστρεψε κοντά στη μητέρα της που σχολίασε χαμηλόφωνα.
-Αυθόρμητη αλληλεγγύη
προς το σακάτη βλέπω. Εμ… κανείς δεν ξεπερνάει τη φύση του.
Η Μαρία ένιωσε τα μάγουλά
της να πυρώνονται από ένα διαφορετικό είδος ντροπής τώρα, έκανε απότομα μεταβολή
και βγήκε βιαστικά από την εκκλησία. Η Αδαμαντία Σκληρού γύρισε να κοιτάξει για
μια στιγμή και μετά πάλι μπροστά της υψώνοντας αδιάφορα το φρύδι. Αλλά το
βλέμμα της συναντήθηκε με του Μιχάλη και αυτό που είδε στα μάτια του την έκανε
να παγώσει. Είχε προφανώς ακούσει και αποδοκίμαζε τη συμπεριφορά της. Και
υπήρχε κάτι στο βλέμμα του που φανέρωνε μια κρυμμένη δύναμη που θα ήταν τρομερή
αν ξεσπούσε. Σημείωσε νοερά να μάθει για αυτόν τον άνδρα περισσότερα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου