Η Ηρώ σήκωσε την κούπα
και με τα δύο χέρια και ήπιε λίγο από τον ζεστό καφέ. Κοίταξε τον άνδρα
απέναντί της και χαμογέλασε. Ήξερε ότι είχε αισθησιακό χαμόγελο και το
εκμεταλλευόταν, τα σαρκώδη χείλη της και τα ίσια δόντια της της έδιναν ένα τέλειο
που χαμόγελο που είχε κάνει πολλούς άντρες να πέσουν στα πόδια της.
Απέναντί της ο Μαξιμίλιαν
ανταπέδωσε το χαμόγελο. Η Ηρώ παρακολουθούσε τις κινήσεις του. Της άρεσε ο
τρόπος που είχε. Ήταν δυνατός και σίγουρος για τον εαυτό του. Καθώς άφηνε
εκείνος την κούπα του η Ηρώ πρόσεξε τα νεύρα στο πάνω μέρος του χεριού του.
Δυνατό χέρι, ανθρώπου με εμπειρίες. Σκέφθηκε αυτό το χέρι στην επίπεδη κοιλιά
της, να κατεβαίνει και να περνάει κάτω από το εσώρουχό της. Στη σκέψη μια
ευχάριστη ανατριχίλα διαπέρασε το σώμα της.
Όταν η μητέρα της έφυγε
από την εκκλησία, η Ηρώ παρέμεινε. Παρακολούθησε με ενδιαφέρον τους
αρχαιολόγους να στήνουν εξοπλισμό και να μελετούν τα πάντα, την τοιχοποιία, το
δάπεδο, την αντοχή του και την κατάσταση από δομικής πλευράς. Κάποια στιγμή που
ο Μαξιμίλιαν ήταν ανεβασμένος σε μια σκάλα και μελετούσε μια από τις πιο ψηλά
ζωγραφισμένες αγιογραφίες ζήτησε ένα φως. Εκείνη προσφέρθηκε να του πάει ένα
και όταν το πήρε ο Μαξιμίλιαν έριξε μια ματιά και στο πλούσιο ντεκολτέ της,
μετά τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και της έκλεισε το μάτι. Ύστερα πήρε το φως
και συνέχισε τη δουλειά του, ήταν ένα ειδικό φως σε μορφή στήλης για να μην
επηρεάζει τα μνημεία και να αναπαριστά το φως της ημέρας επιτρέποντας τη σωστή
εκτίμηση των χρωμάτων και των τεχνικών λεπτομερειών.
Όταν της το έδωσε πίσω,
κατεβαίνοντας από τη σκάλα, τη ρώτησε αν είχε χρόνο να πιούν μαζί έναν καφέ και
έτσι είχαν βρεθεί στην καφετέρια που βρισκόταν στο ισόγειο του μεγάλου ξενώνα
του χωριού.
-Παρακολούθησες με
ενδιαφέρον την εργασία μας, είπε ο Μαξιμίλιαν. Σε ενδιαφέρει η αρχαιολογία;
-Η αρχαιολογία όχι, με
ενδιαφέρει όμως η τέχνη, από την αρχιτεκτονική ως την αγιογραφία και όλα τα
ενδιάμεσα, η ζωγραφική, η μουσική.
-Α μάλιστα, έχεις
σπουδάσει σχετικά;
-Πλάκα θα μου κάνεις, δε
γνώρισες τη μητέρα μου; Φαντάζεσαι να με έστελνε στην καλών τεχνών ή να
σπουδάσω ιστορία της τέχνης; Μια φορά με χαστούκισε επειδή είχα γράψει μερικά
χάικου. Θα είχα φάει κι άλλες αλλά τη σταμάτησε ο πατέρας μου, ζούσε ακόμη
τότε.
-Δυνάστης η κυρία Σκληρού
δηλαδή.
-Αν δεν ήταν η οικονομική
κρίση και μπορούσα να βρω δουλειά θα είχα φύγει. Και θα έπαιρνα και τη Μαρία
μαζί μου γιατί η μάνα μου θα την τρελάνει κάποια μέρα έτσι που της φέρεται.
-Κατάλαβα, γράφεις ακόμα
χάικου;
-Ναι, είπε η Ηρώ με ένα
κοκκίνισμα στα μάγουλα που την έκανε να μοιάζει με Σίβυλλα του Μιχαήλ Άγγελου. Αλλά
δεν τα δείχνω σε άλλους. Γιατί; Γράφεις και’ συ;
-Όχι, δεν θα το έλεγα,
είπε ο Μαξιμίλιαν χαμογελώντας, ο συγγραφέας της ομάδας είναι ο Μιχάλης αλλά
μην του τα δείξεις αν είναι ερωτικά, δεν είναι πολύ το στυλ του τελευταία. Θα
ήθελα να δω τι γράφεις, είμαι σίγουρος ότι θα είναι καλό.
-Μπορεί να στα δείξω. Αν
με επισκεφθείς σπίτι μια μέρα. Αλήθεια πόσο θα μείνετε εδώ;
-Μεθαύριο θα φύγουμε
λογικά.
-Να βιαστώ να σε καλέσω
τότε, είπε με ένα χαμόγελο η Ηρώ.
Ο Ρωμανός φίλησε την
Χριστίνα στα χείλη, εκείνα άνοιξαν αφήνοντας τη γλώσσα του να αναζητήσει τη
δική της σε ένα ερεθιστικό ερωτικό παιχνίδι. Τον ένιωσε να ερεθίζεται όπως ήταν
καθισμένη στην αγκαλιά του στην γαλαρία του λεωφορείου που τους πήγαινε πίσω
στο χωριό. Πίεσε το σώμα της πάνω του παιχνιδιάρικα, ο Ρωμανός την κράτησε εκεί
ενώ συνέχιζαν να φιλιούνται. Το χέρι του γλίστρησε χαμηλά από το γοφό της και
το έφερε ανάμεσα στα πόδια της. Αντίθετα με εκείνον εκείνη φορούσε φόρμα και ο
Ρωμανός ήξερε που να τη χαϊδεύσει. Η Χριστίνα προσπάθησε να πνίξει ένα βογκητό
ευχαρίστησης και έσκυψε στο λαιμό του Ρωμανού.
Τον φίλησε άγρια, σίγουρα
θα του άφηνε σημάδι αλλά δεν την ένοιαζε, ήθελε να δώσει μια διέξοδο σε αυτό
που ένιωθε. Η αυθόρμητη κίνηση από το σώμα του προς το δικό της τη γέμισε με
μια λαχτάρα που τώρα δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί, να γίνει δική του, να κάνει
έρωτα μαζί του ως που να μείνουν και οι δυο ξέπνοοι αλλά χορτασμένοι από την
αμβροσία του έρωτα και το νέκταρ του πάθους, γυμνοί και αγκαλιασμένοι με τα
μέλη τους ακόμη μπλεγμένα.
Ο Ρωμανός και η Χριστίνα
ήταν ζευγάρι από την τρίτη γυμνασίου, πάνω από δύο χρόνια τώρα, και ήταν
σίγουροι πια πως αποτελούσαν το ιδανικό ζευγάρι ο ένας για τον άλλο. Ταίριαζαν
απόλυτα, σε απόψεις, γούστα και προτιμήσεις. Από το πώς έβλεπαν τη ζωή και τα
σχέδια για το μέλλον ως την μουσική που προτιμούσαν και τα φαγητά που τους
άρεσαν. Μπορεί να ακουγόταν κλισέ να πει ότι ήταν σαν μια ψυχή χωρισμένη σε δύο
σώματα αλλά ήταν ακριβώς έτσι. Το ένιωθε τόσο πολύ αυτό η Χριστίνα που με το
χαρτζιλίκι της είχε φτιάξει το καλοκαίρι ένα μενταγιόν στην πόλη που έγραφε:
δύο σώματα, μια ψυχή, και το φορούσε πάντα.
Η Χριστίνα έγειρε και
ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του αγοριού της. Έκλεισε τα μάτια της.
-Αισθάνομαι τόσο ωραία.
Γιατί να υπάρχει αυτή η ανόητη βεντέτα και να μην μπορούμε να πούμε ότι είμαστε
ερωτευμένοι και θέλουμε να είμαστε μαζί;
-Δεν ξέρω ματάκια μου,
απάντησε ο Ρωμανός χαϊδεύοντάς την. Εδώ δε λένε πιο πολλά πέρα από το ότι έγινε
κάτι κακό παλιότερα.
-Τι να έγινε; Κανάς
φόνος;
-Κανείς δε μιλάει γι’
αυτό, μια φορά πήγα να πάρω λόγια από τον πατέρα μου και με χαστούκισε, είπε ο
Ρωμανός. Δεν το έχει ξανακάνει ποτέ.
-Εντάξει, μόνο ένα
χαστούκι; Εμένα μου έριξε πιο πολλές και είπε να μην του ξαναμιλήσω για
προδότες και φονιάδες.
-Τι στα κομμάτια
εννοούσε; ρώτησε ο Ρωμανός και φίλησε το λαιμό της.
-Μμμ… Αυτό να το κάνεις,
μου αρέσει πολύ.
-Μακάρι να μπορούσαμε…
-Θα κοιτάξω να βρεθούμε
σύντομα και να είμαστε μόνοι, είπε η Χριστίνα και χαμογέλασε.
Είχαν ολοκληρωμένες
σχέσεις με τον Ρωμανό, ήταν σίγουροι ότι ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο
τόσο πολύ που δεν έβλεπαν λόγο να μην το κάνουν. Και είχαν διαπιστώσει ότι
είχαν μια εκπληκτική χημεία που έκανε την ερωτική τους πράξη σχεδόν εκστατική.
-Ψιτ, εσείς οι δύο
συμμαζευτείτε, τους είπε σιγανά ο Φίλιππος που καθόταν λίγο πιο μπροστά,
φτάνουμε.
-Θα μπορούσαμε μήπως να
καλέσουμε τον σερ Μαξιμίλιαν για δείπνο; ρώτησε η Ηρώ καθώς κοιτούσε έξω από το
παράθυρο της κουζίνας ενώ έπεφτε η νύχτα. Η Αδαμαντία Σκληρού ξαφνιάστηκε αλλά
δεν το έδειξε καθώς επέβλεπε την υπηρέτρια που μαγείρευε. Όμως άρχισε αμέσως να
κάνει σχέδια και υπολογισμούς, της παρουσιαζόταν η τέλεια ευκαιρία.
-Ναι βεβαίως, είπε, πολλή
καλή ιδέα. Μπορείς να καλέσεις και άλλα μέλη της αποστολής αν θες, να μη νιώσει
άβολα, τον δικό μας καθηγητή ας πούμε. Μόνο τον σακάτη να μην καλέσεις και ας
τον συμπαθεί η αδερφή σου. Προφανώς βλέπει ομοιότητες.
-Ξέρεις η Μαρία δεν είναι
ανάπηρη και αν δεν τη μείωνες συνέχεια θα είχε ανοίξει τα φτερά της και θα είχε
κάνει οικογένεια.
-Ίσως, ίσως, είπε η
Αδαμαντία μη θέλοντας τώρα να μαλώσει με την κόρη της. Όχι τώρα που θα μπορούσε
να πετύχει αυτό που ήθελε. Άντε άντε, πήγαινε αν είναι να το κάνεις απόψε το
δείπνο, είπε.
Η Ηρώ βγήκε και η
Αδαμαντία χαμογέλασε, δεν είχε τίποτα εύθυμο το χαμόγελό της. Ύστερα ξεκίνησε
και εκείνη για το φαρμακείο, χρειαζόταν κάτι για το σχέδιό της, ευτυχώς που
είχαν φαρμακείο παρότι το χωριό τους ήταν μικρό.
Τελικά κατέληξαν σε έναν
αρκετά μεγάλο αριθμό καλεσμένων μιας και ο Δημήτρης είχε την ίδια ιδέα και για
να μην κάνουν δύο διαφορετικά δείπνα αναγκάζοντας τους ξένους τους να
μοιραστούν αποφάσισαν να κάνουν ένα κοινό στο αρχοντικό της Αδαμαντίας Σκληρού,
απλά ο Ντούντας έφερε και τις δικές του υπηρέτριες να βοηθήσουν αυτήν της
Αδαμαντίας. Άφησε εκείνη να κανονίσει τα οργανωτικά και εκείνος ανέλαβε τα
κρεατικά του μενού.
Η Μαρία μπήκε στην
εκκλησία των Παμμεγίστων Ταξιαρχών αναζητώντας τον πατέρα Σαμουήλ. Είχε πάει
πρώτα στον Άγιο Νικόλαο αλλά δεν ήταν εκεί αφού είχαν ολοκληρώσει τις εργασίες
για την ημέρα οι αρχαιολόγοι, και έτσι τον αναζήτησε στην εκκλησία του χωριού
που ήταν στο όνομα των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ κάτι που είχε να κάνει και
με το όνομα του χωριού.
Μόλις είχε τελέσει τον
εσπερινό και καθόταν στο μικρό γραφείο του ναού που χρησίμευε και ως εξομολογητήριο,
με τον Μιχάλη που είχε μπροστά του ανοιγμένο ένα μεγάλο βιβλίο που έδειχνε
πραγματικά παλιό.
-Καλησπέρα, είπε δειλά.
Ευλογείτε πάτερ.
-Ο Κύριος, είπε ο γηραιός
ιερέας.
Ο Μιχάλης την χαιρέτησε
και στράφηκε και πάλι στο βιβλίο του.
-Πάτερ, είπε η Μαρία, σας
ήθελα για δύο πράγματα. Το πρώτο είναι πως η μητέρα μου σας καλεί απόψε για
δείπνο. Έχει καλέσει και τους ξένους μας.
-Αλήθεια; είπε ο Μιχάλης
και η κοπέλα δαγκώθηκε καθώς θυμήθηκε την ρητή προειδοποίηση της μητέρας της
ότι εκείνος δεν ήταν καλεσμένος. Πρέπει να ενημερώσω τον Μαξιμίλιαν;
-Το ανέλαβε η Ηρώ.
-Α εντάξει τότε, είπε ο
Μιχάλης και ξαναγύρισε στο διάβασμά του.
-Το δεύτερο είναι ότι
θέλω να εξομολογηθώ.
-Άρα εγώ πρέπει να σας
αφήσω, είπε ο Μιχάλης. Πάτερ μπορώ να δανειστώ το βιβλίο;
-Ναι βέβαια, θα τα πούμε
αύριο.
-Την ευχή σου πάτερ.
-Στο καλό, μεθ’ ημών ο
Θεός.
Η Αδαμαντία Σκληρού
κοίταξε τη μεγάλη τραπεζαρία ικανοποιημένη, το μεγάλο τραπέζι καλυμμένο με το
λευκό δαντελωτό τραπεζομάντηλο στέναζε κάτω από το βάρος των πιατικών και των
ασημικών. Θα έκανε καλή εντύπωση και ακόμα πιο σπουδαία θα αποκτούσε αυτό που
τόσο πολύ ήθελε. Και ήταν τυχερή, τα σχέδιά της είχαν βρει πεδίο δράσης και την
ευνοούσε ακόμα και η τύχη από την πλευρά της κόρης της, όχι μόνο ήθελε τον
Μαξιμίλιαν Κλέητον αλλά ήταν και στις γόνιμες μέρες της.
Το κουδούνι που χτύπησε
την απέσπασε από τις σκέψεις της. Οι πρώτοι καλεσμένοι είχαν φτάσει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου