Κεφάλαιο
Πέμπτο
Η Ηρώ ακούμπησε το κεφάλι
της στο στέρνο του Μαξιμίλιαν, ήταν ένα άνετο ζεστό μαξιλάρι και όπως
ακουμπούσε μπορούσε να ακούσει το χτύπο της καρδιάς του. Ήταν χαλαρωμένη και
ήρεμη, είχε χορτάσει έρωτα, είχε εκτονώσει όλη της την συσσωρευμένη ενέργεια
στην σχεδόν άγρια ερωτική της ένωση με τον Βρετανό και τώρα ένιωθε υπέροχα
κουρασμένη. Το χέρι του ήταν γύρω από τη μέση της, το άλλο χάιδευε τα πλούσια
μαλλιά της, από εκεί κατέβηκε στη γυμνή πλάτη της. Ακόμα και μετά από τόσο
έρωτα με οργιαστικές κορυφώσεις ρίγησε με το χάδι. Ήθελε κι άλλο. Ο Μαξιμίλιαν
συνέχισε να τη χαϊδεύει, έφερε το χέρι του μπροστά στο πλούσιο, βαρύ στήθος
της. Η Ηρώ αναστέναξε ενώ η θηλή της σκλήραινε.
-Το στήθος ήταν πάντα ένα
σημείο αναφοράς της γυναικείας θηλυκότητας, είπε ο Μαξιμίλιαν.
-Από αυτό δεν έχω
πρόβλημα, είπε χαμογελώντας η Ηρώ, έχω μπόλικο.
-Και όμως δεν είναι το
πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς πάνω σου, είπε ο Μαξιμίλιαν συνεχίζοντας να τη
χαϊδεύει.
-Τα μαλλιά μου ε;
-Παίζουν και αυτά το ρόλο
τους αλλά δεν είναι το πρώτο.
-Ποιο είναι τότε; ρώτησε
η Ηρώ αληθινά απορημένη.
-Το πρόσωπό σου, ο
Μιχάλης θα έλεγε ότι μοιάζεις με Σίβυλλα του Μιχαήλ Άγγελου. Τόσο, γλυκό,
όμορφο με μια απαλή τρυφερή ομορφιά.
-Περίεργη παρομοίωση,
είπε Ηρώ προσπαθώντας να κρύψει τη ζεστασιά που της έφεραν τα λόγια για την
ομορφιά της. Δεν είχε νιώσει ποτέ άσχημη αλλά ούτε και τόσο επιθυμητή. Και
μάλιστα από έναν άνδρα τόσο κοσμογυρισμένο που είχε δει γυναίκες από όλα τα
έθνη της γης.
-Είναι η συγγραφική
φλέβα. Πριν και πρώτα από όλα είναι συγγραφέας.
-Αλήθεια; Αυτό η μητέρα
μου δεν θα το πίστευε με τίποτα, όχι ότι θα το εκτιμούσε κιόλας, τον θεωρεί
έναν ανάξιο προσοχής σακάτη.
-Καλά θα κάνει να μην τα
βάλει μαζί του, γέλασε ο Μαξιμίλιαν, ο τελευταίος που το έκανε το μετάνιωσε
οικτρά. Εκτός και αν πειράξει εσένα, τότε θα προλάβω εγώ να την κάνω να το
μετανιώσει.
Η δήλωση αυτή έφερε στην
Ηρώ μια επιθυμία που ποτέ δεν είχε νιώσει πριν, να μείνει με κάποιον, να δεθεί
μαζί του. Τον φίλησε απαλά και μετά ρώτησε:
-Εσύ πως θα με
παρομοίαζες αφού αφήνεις τις Σίβυλλες για το συγγραφέα; Τι θα έλεγες για το
πρόσωπό μου;
-Ότι είναι αγγελικά
όμορφο, είπε ο Μαξιμίλιαν αβίαστα κοιτώντας την στα μάτια, με το πιο καθαρό
βλέμμα που είδα ποτέ.
Η Ηρώ χαμογέλασε και
εκείνος τη φίλησε ενώ έσφιγγε το σώμα της στο δικό του. Η Ηρώ ένιωσε τη
διέγερσή του και μετακίνησε το σώμα της για να τον αφήσει να την κάνει δική
του. Κάπου μέσα στην δίνη της ηδονής του ερωτά τους έκανε την ίδια ευχή με τη
μητέρα της, αν και ποτέ δε θα το μάθαινε, να αποκτήσει το παιδί του Μαξιμίλιαν Κλέητον.
Η Ηρώ βρισκόταν στον
παράδεισο, η Μαρία διέσχιζε την κόλαση. Τα λόγια και η απόφαση της μητέρας της
να την διώξει την είχαν κλονίσει ως τα βάθη της εύθραυστης ύπαρξής της. Χαμένη
σε μια παραζάλη έτρεχε στα δρομάκια του χωριού. Ήθελε να βγει από το χωριό, να
πάει κάπου μόνη, αν και δεν ήξερε που. Το κρύο την περόνιαζε. Αναρωτήθηκε αν η
μητέρα της θα μετάνιωνε για τη σκληρότητά της αν την βρίσκανε παγωμένη στο
βουνό.
Βγήκε από το χωριό και
κατευθύνθηκε προς το παλιό γεφύρι και το ρέμα. Μια ιδέα ήρθε να φωλιάσει στο
μυαλό της σαν κακό και μοχθηρό ον. Γιατί να μην τελείωνε με όλα μια και καλή;
Γιατί να μην έπεφτε στο ρέμα όπως της συνέστησε η μητέρα της; Τι είχε να
περιμένει από τη ζωή πέρα από καταπίεση και θλίψεις; Γιατί να μην τελείωνε μια
και έξω;
Με βία έτρεξε προς το
γεφύρι. Στάθηκε όταν έφτασε εκεί, παγωμένη και με κομμένη την ανάσα. Ύστερα
ετοιμάστηκε να πέσει.
Ο Ντούντας οδηγούσε με
άτσαλες κινήσεις για να πάει σπίτι, δεν μπορούσε να ηρεμήσει και να
συγκεντρωθεί, ένιωθε ερεθισμένος σαν να είχε περάσει ώρες βλέποντας πορνό και
τώρα χρειαζόταν να ξεδώσει. Ένιωθε τον ανδρισμό του να πάλλεται. Και δίπλα του
η γυναίκα του έσφιγγε και ξέσφιγγε τα πόδια της, ξεκάθαρο σημάδι ότι ήταν και
αυτή ερεθισμένη. Μόλις σταμάτησε το αυτοκίνητο την τράβηξε κοντά του και τη
φίλησε άγρια.
Ολοκλήρωσαν εκεί στη θέση
του οδηγού για πρώτη φορά και μετά βγήκαν έξω. Θα είχαν ξανακάνει έρωτα στο
καπό του αυτοκινήτου αν δεν είχε αρχίσει να το σκεπάζει το χιόνι και έτσι είχαν
πάει μέσα στο σπίτι. Συνεπαρμένοι από το πάθος τους συνέχισαν στην
κρεβατοκάμαρα ως που αποκοιμήθηκαν εξαντλημένοι. Αν δεν είχαν τόσο πολύ
τυφλωθεί από την ερωτική τους διέγερση θα είχαν προσέξει ότι κανένα από τα
παιδιά τους δε βρισκόταν στο σπίτι.
Έσκυψε πάνω από το
πέτρινο παραπέτο και άκουσε το ρέμα να κυλάει βουερό από κάτω. Ο αέρας ανέβαινε
ακόμα πιο παγωμένος από εκεί από αυτόν γύρω της και νιφάδες χιονιού κάθονταν
στα μαλλιά και το νυχτικό της. Λίγο ακόμα αν έγερνε μπροστά μετά δεν θα
μπορούσε να κάνει τίποτα για να αποτρέψει την πτώση. Θα ερχόταν το τέλος και η
πολυπόθητη λήθη.
Έσκυψε.
Δυνατά χέρια την άρπαξαν
από τη μέση και την τράβηξαν πίσω. Η Μαρία αιφνιδιάστηκε και δεν αντέδρασε, μόνο
όταν ήταν πίσω στην ασφάλεια του κέντρου της γέφυρας χτύπησε τα χέρια του
αυτόκλητου σωτήρα της κάνοντάς τον να βογκήξει από τον πόνο. Γύρισε να
αντικρίσει τον άνθρωπο που είχε ανακατευθεί με τις προθέσεις της και αντίκρισε
τον Μιχάλη που κρατούσε το πρόσφατα χτυπημένο χέρι του.
-Αυτό που έκανες ήταν
επικίνδυνο, είπε, θα μπορούσες να πέσεις.
-Μεγάλη απώλεια αν έπεφτα.
-Γιατί το λες αυτό;
Κανένας άνθρωπος ή σχεδόν κανένας δεν είναι τέτοιος που να μην αξίζει να ζει.
-Εγώ ανήκω σε αυτό το
σχεδόν κανένας που είπες, είπε η Μαρία, κάνε σε παρακαλώ μεταβολή, πήγαινε πίσω
κοντά στους ανθρώπους που εκτιμούν αυτό που είσαι και άσε με εμένα.
-Γιατί να μην αξίζεις;
είπε ο Μιχάλης ήσυχα. Είσαι δολοφόνος; Εγκληματίας;
-Τι λες για το ανώμαλη;
είπε η Μαρία που ο χαρακτηρισμός της μητέρας της δεν είχε φύγει από το μυαλό
της.
-Ανώμαλη; Επειδή δεν
μπορείς να κάνεις παιδί; είπε ο Μιχάλης μπερδεμένος.
-Ανώμαλη γιατί δεν ξέρω
τι με έπιασε και έκανα κάτι που δεν είχα ποτέ ξανακάνει. Χαϊδεύτηκα,
αυτοϊκανοποιήθηκα. Ανώμαλη μιας και τι θέλω το σεξ; Αφού δεν μπορώ να κάνω
παιδί;
Ο Μιχάλης ακόμα δεν
μπορούσε να καταλάβει αλλά αποφάσισε ότι δεν ήταν του παρόντος. Έπρεπε να την
απομακρύνει από τον κίνδυνο και να φροντίσει για το κρύο.
-Έλα να πάμε κάπου μέσα,
είπε, κάνει πολύ κρύο εδώ έξω.
-Δεν πειράζει, είπε η
Μαρία, μου κάνει και το κρύο.
-Δεν θέλω να σε
κουβαλήσω, θα με εξυπηρετούσε να περπατήσεις.
-Γιατί νοιάζεσαι;
-Γιατί όχι;
-Παράτα με, άσε με να
πεθάνω αξιοπρεπώς.
-Δεν υπάρχει αξιοπρέπεια
στο θάνατο. Ούτε μπορώ να σε αφήσω να πεθάνεις, δε θέλω να έχω και άλλο αίμα
στα χέρια μου. Αρκεί αυτό που έχω.
-Άφησες και κάποια άλλη
να πεθάνει;
-Όχι, είπε ο Μιχάλης
τραχιά, άφησα άλλον να πεθάνει. Κάποιον που του άξιζε, τον άφησα να τον φάνε οι
λύκοι.
Η τραχύτητα της απάντησης
έβγαλε την Μαρία από το ντελίριό της. Κοίταξε γύρω της και μετά το Μιχάλη.
-Σε ευχαριστώ, είπε.
Έκανε να φύγει αλλά
στάθηκε.
-Κρυώνω, είπε.
Ο Μιχάλης έβγαλε το
μπουφάν του και τη σκέπασε.
-Έλα πρέπει να σε πάω
μέσα πριν πάθεις υποθερμία.
Η Χριστίνα δεν ήξερε τι
ήταν αυτό που της είχε προκαλέσει την ανάγκη για ερωτική επαφή και αυτό που
είχε συμβεί με τον Αλέξη την είχε τρομάξει. Στην αγκαλιά του Ρωμανού όμως είχε
ξεχάσει κάθε φόβο και ανησυχία. Είχαν κάνει έρωτα πολλές φορές και μετά εκείνη
είχε πάρει μια απόφαση πρωτόγνωρή, να περάσει τη νύχτα στην αγκαλιά του. Να μη
φύγει αλλά να κοιμηθεί εκεί, και το είχε κάνει.
Είχε αφήσει την γλυκιά
ανυπαρξία του ύπνου να την κυριεύσει μετά την ερωτική της ένωση εκεί στην
αγκαλιά του αγαπημένου της σίγουρη ότι πιο πολύ από οπουδήποτε αλλού εκεί ανήκε
και εκεί έπρεπε να βρίσκεται. Ο Ρωμανός ευτυχισμένος της κράτησε κοντά του
απολαμβάνοντας τη ζεστασιά της, και ευχόμενος να μπορούσε να μείνει για πάντα
μαζί της.
Ο Μιχάλης οδήγησε την
Μαρία στον ξενώνα. Δεν βρήκε κανέναν στην υποδοχή αλλά αυτό δεν αποτελούσε
πρόβλημα. Πήρε μόνος το κλειδί και προχώρησε στον ανελκυστήρα, ο ίδιος δεν τους
συμπαθούσε καθόλου αλλά η Μαρία δεν ήταν σε θέση να ανέβει από τη σκάλα, ήταν
παγωμένη ως το κόκαλο και άκρως εξαντλημένη.
Φτάνοντας στο δωμάτιό του
άνοιξε την πόρτα και την οδήγησε μέσα. Πήγε στην ντουλάπα για να πάρει και τις
υπόλοιπες κουβέρτες που ο ίδιος δεν χρησιμοποιούσε λέγοντάς της να γδυθεί.
Εκείνη το έκανε και όταν επέστρεψε με τις κουβέρτες της είπε να ξαπλώσει και
την σκέπασε.
Η Μαρία αφέθηκε να την
σκεπάσει και έκλεισε τα μάτια της. Ο Μιχάλης κάθισε δίπλα της. Αναρωτήθηκε τι
είχε συμβεί και την είχε φέρει σε αυτήν την κατάσταση. Την είδε να ριγεί.
-Κρυώνεις; ρώτησε.
Η Μαρία ένευσε
καταφατικά. Ο Μιχάλης αναρωτήθηκε τι άλλο θα μπορούσε να κάνει για να την
ζεστάνει. Τελικά είχε μια ιδέα. Πήγε στο μπάνιο και πήρε από το φαρμακείο ένα
μπουκαλάκι με οινόπνευμα. Ξεσκέπασε την κοπέλα και άρχισε να την τρίβει στην
πλάτη. Συνέχισε να ριγεί και εκείνος έτριψε και τα χέρια της και τα πόδια της
προσπαθώντας να μην προσέχει ότι έτριβε μια νέα γυναίκα με σφριγηλό κορμί.
Ύστερα τη σκέπασε πάλι και έσφιξε γύρω της τις κουβέρτες για να την κρατήσει
ζεστή.
Κάθισε στο γραφείο του να
συνεχίσει τη δουλειά που είχε διακόψει το επεισόδιο με τους παλμούς του.
Αναρωτήθηκε αν είχε περάσει αυτό, τώρα ένιωθε καλά. Αφοσιώθηκε στο διάβασμά
του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου