Τα Μονοπάτια Του Έρωτα - 4

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο αρχαιολογικός χώρος της Πομπηίας είναι ένας από τους μεγαλύτερους που υπάρχουν αφού τον αποτελεί το σύνολο σχεδόν της αρχαίας πόλης. Ο γρήγορος θάνατος της πόλης από την οργή του Βεζούβιου επέτρεψε να διατηρηθούν πολλά πράγματα όπως ήταν δίνοντας μια πλήρη εικόνα της ζωής σε μια Ρωμαϊκή πόλη του πρώτου μετά Χριστόν αιώνα.

Για τους επισκέπτες ήταν ένα αληθινό ταξίδι στο χρόνο. Το να περπατάς σε ένα λιθόστρωτο που δεκαεννιά αιώνες πριν περπατούσε ένας άλλος λαός ήταν μια εντυπωσιακή αίσθηση, μία που επηρέαζε και τους πιο αδιάφορους για την ιστορία.

«Βλέπετε τη μαρμάρινη πλάκα ψηλά στον τοίχο; Αυτό που γράφει REG. VII INS. XII, σημαίνει περιοχή επτά, οδός δώδεκα, οι Ρωμαίοι ονομάζανε μόνο τους πολύ σημαντικούς δρόμους. Για τους υπόλοιπους χρησιμοποιούσαν πρακτική κωδικοποίηση. Ναι, οι Νεοϋορκέζοι δεν ανακάλυψαν τη μέθοδο, ήρθαν μερικούς αιώνες καθυστερημένοι.»

Γέλια ακούστηκαν με το τελευταίο σχόλιο της ξεναγού και ο Βαγγέλης έκανε έναν μορφασμό. Γεννημένος στην Αστόρια της Νέας Υόρκης καθώς ήταν, θεωρούσε τον εαυτό του Νεοϋορκέζο και το σχόλιο το βρήκε προσβλητικό. Αυτό πλάτυνε το χαμόγελο του Μιχάλη που ήδη γελούσε.

Φυσικά εκείνος ήταν που είχε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την αρχαία πόλη μιας και η ιστορία ήταν στα κύρια ενδιαφέροντά του, και ειδικά τώρα που η Πομπηία που ήταν τόσο καλοδιατηρημένη.

«Η Πομπηία σκεπάστηκε από τρία μέτρα τέφρας εκείνη την ημέρα, πράγμα που επέτρεψε από την μια στους περισσότερους κατοίκους να διαφύγουν και από την άλλη την διατήρησε μετά σε καλή κατάσταση για να τη βρουν οι αρχαιολόγοι. Παρότι ως που να γίνει αυτό με την συσσώρευση υλικών είχαν γίνει έξι με επτά αυτά τα μέτρα.»

-Καλά ηλίθιοι ήταν και έχτισαν την πόλη δίπλα σε ηφαίστειο; πετάχτηκε ένας μαθητής.

«Η απάντηση είναι πιο απλή. Ο Βεζούβιος δεν είχε εκραγεί ποτέ ως τότε, δεν ήξεραν ότι ήταν ηφαίστειο. Αυτός ο δρόμος που περπατάμε ήταν από τους κεντρικούς. Σε κάποια σπίτια βρέθηκαν άνθρωποι όπως έτρωγαν, ξαπλωμένοι στα ανάκλιντρα. Πολλά από τα κτίσματα που βλέπετε εδώ ήταν εμπορικά καταστήματα, η Πομπηία ήταν πλούσια πόλη, πωλούνταν έργα τέχνης, έπιπλα και πολυτελή υφάσματα. Ένας πρώτος τρόπος να ξεχωρίσουμε ότι ένα αρχαίο κτίσμα ήταν κατάστημα είναι αυτή εδώ η σχισμή ανάμεσα στο πλακόστρωτο του δρόμου και το δάπεδο του σπιτιού. Η χρησιμότητά της ήταν να τραβιέται πάνω της μια συρόμενη πόρτα ώστε ο μαγαζάτορας να μπορεί να κλειστεί μέσα και να πάρει έναν μεσημεριανό υπνάκο.»

Τα κλείστρα των μηχανών έδιναν και έπαιρναν καθώς προχωρούσαν μέσα στην αρχαία πόλη και έβγαζαν φωτογραφίες, κτίσματα και μνημεία, λεπτομέρειες από μια αρχαιότητα που ξαφνικά έδειχνε πιο ζωντανή και κοντινή. Ο Δημήτρης έσκυψε να φωτογραφίσει τη λεπτομέρεια και όπως το έκανε αυτό βρέθηκε δίπλα – δίπλα με την Χριστίνα. Τα χέρια τους αγγίζονταν σχεδόν και η κοπέλα του χαμογέλασε.

«Υπήρχαν μαγαζιά που έφτιαχναν φαγητό για τον δρόμο, δηλαδή κάποιος μπορούσε να αγοράσει και να το πάρει μαζί του για να φάει στο ταξίδι. Σε αυτό το σπίτι εδώ…»

Ο Μιχάλης παρακολουθούσε την ξενάγηση με τόση προσοχή που θα μπορούσε να γίνει σεισμός και να μην το προσέξει. Αλλά τον απέσπασε μια κίνηση ακριβώς δίπλα του και ένα χέρι που άρπαξε το μπράτσο του. Στράφηκε και είδε τη Μαρία που είχε προφανώς παραπατήσει να κοιτάζει το έδαφος.

-Είσαι καλά; τη ρώτησε.

-Ναι, ναι. Είμαι εντάξει, παραπάτησα λίγο.

Την κοίταξε. Στο μέτωπό της είχε στάλες ιδρώτα αν και δεν έκανε ιδιαίτερη ζέστη.

-Σίγουρα; Θέλεις να φωνάξω κάποιον;

-Όχι, είμαι εντάξει. Μόνο αν θες… Μπορώ να κρατηθώ για λίγο από εσένα;

-Ναι, κανένα πρόβλημα.

Ο Μιχάλης έτεινε το μπράτσο του και η Μαρία πέρασε το χέρι της. Ακολούθησαν τους άλλους.

«…ο έμπορος ήταν τσιγκούνης, χρησιμοποίησε ευτελή υλικά και δεν διασώθηκε τίποτα από την έπαυλή του πέρα από αυτό το δάπεδο. Τώρα κάτι πολύ διαφορετικό, οι Ρωμαίοι επέτρεπαν την πορνεία και αυτός εδώ είναι ένας οίκος ανοχής. Υπήρχαν όπως βλέπετε γλαφυρότατες παραστάσεις για να διαλέξουν οι πελάτες τι ήθελαν.»

Διάφορα σχόλια και γελάκια ακούστηκαν. Ενστικτωδώς ο Ερνέστος αναζήτησε τον Μιχάλη σίγουρος ότι αν ο Βαγγέλης βρισκόταν κοντά του θα υπήρχε πρόβλημα, και δεν έπεσε έξω. Ο Βαγγέλης έδειξε μια από τις τοιχογραφίες και είπε:

-Έτσι την πήρες την Άντζι;

Ο Μιχάλης άφησε τη Μαρία και στράφηκε στον Βαγγέλη.

-Θέλεις να προσθέσουμε και έναν σύγχρονο νεκρό στους αρχαίους της Πομπηίας;

Ο Ερνέστος βρέθηκε δίπλα στον Μιχάλη και ο Βαγγέλης έκανε πίσω.

-Αυτός πρέπει να έχει αποφασίσει να φάει το κεφάλι του, είπε ο Μιχάλης, δεν εξηγείται αλλιώς.

-Μπορείς να μην τον σκοτώσεις στην εκδρομή;

-Γιατί όχι;

-Δεν θέλω να βρει η Δανάη τον μπελά της, είπε απλά ο Ερνέστος και έκανε τον Μιχάλη να γελάσει.

Η Μαρία τον κοίταγε που γέλαγε και ένα χαμόγελο άνθισε και στο δικό της πρόσωπο.

-Σ’ αρέσει, ε;

Ήταν η Μαρίνα που την είχε πλησιάσει. Της έδειξε μια τοιχογραφία.

-Θα του αρέσει. Δεν έχεις παρά να τον ξεμοναχιάσεις απόψε.

Η Μαρία κοκκίνισε και η Μαρίνα απομακρύνθηκε λικνίζοντας τους γοφούς της προκλητικά.

-Στο στοιχείο της, σχολίασε η Άντζι που την έβλεπε.

-Και τώρα πάει… α, αυτό δεν θα περάσει έτσι, έκανε η Χριστίνα.

Ο Δημήτρης έβγαζε φωτογραφίες τις τοιχογραφίες. Η Μαρίνα έσκυψε δίπλα του και του είπε με έναν σιροπιαστό, προκλητικό τρόπο:

-Αυτό λέγεται fellatio στα λατινικά και…

-Ευχαριστώ, ξέρω λατινικά, την έκοψε ο Δημήτρης.

Της έριξε μια ματιά και αυτό ήταν που εκείνη επιθυμούσε. Είχε ξεκουμπώσει τη ζακέτα της και ο Δημήτρης βρέθηκε να κοιτάζει το στήθος της, το θέαμα μαζί με την αναφορά στο στοματικό σεξ έκαναν τον ανδρισμό του να σκληρύνει και η Μαρίνα το κατάλαβε. Του έκλεισε το μάτι.

-Μόλις φτάσουμε στη Ρώμη, του είπε.

Η Χριστίνα ορκίστηκε ότι δεν θα άφηνε την τσούλα να κερδίσει.

«Η Πομπηία, έκλεψε την δόξα των άλλων θυμάτων του Βεζούβιου. Ακόμα τρεις πόλεις καταστράφηκαν εκείνη την ημέρα, η Ηράκλεια, η Οπλοντίδα και η Στοβιές.»

Η ξενάγηση ολοκληρώθηκε και οι μαθητές απλώθηκαν έξω από τον αρχαιολογικό χώρο για λίγο ελεύθερο χρόνο. Ο Μιχάλης στήριζε ακόμα την Μαρία. Η κοπέλα έδειχνε καλύτερα και της πρότεινε:

-Θέλεις να καθίσουμε κάπου;

Εκείνη ένευσε καταφατικά. Πήγανε στα καθίσματα ενός ζαχαροπλαστείου και ο Μιχάλης είπε στη Μαρία:

-Να σε κεράσω ένα παγωτό να δροσιστείς;

-Εγώ θα έπρεπε να κεράσω, τις τελευταίες 24 ώρες σου έχω γίνει βάρος πάνω από μια φορά.

-Σιγά, το μόνο κακό που έκανες ήταν ότι χθες που έπεσες πάνω μου στο πλοίο γλίτωσε ο Βαγγέλης από μερικές γρήγορες αλλά πού θα πάει, θα τις αρπάξει.

-Δεν τον συμπαθείς καθόλου, ε;

-Τον ξέρω από το δημοτικό, θα έπρεπε κανονικά, αλλά είναι τέτοιο καθίκι που δεν γίνεται.

Ένας σερβιτόρος ήρθε και ο Μιχάλης με τη Μαρία παρήγγειλαν. Η κοπέλα φαινόταν να έχει ανακάμψει.

-Πώς σου φάνηκε η Πομπηία; ρώτησε τον Μιχάλη.

-Ενδιαφέρουσα, ξέρεις όσο λέγανε για πενταήμερη κάπου στην Ελλάδα δεν έδινα σημασία, όταν είπαν για Ιταλία και Πομπηία, είπα ναι, θα έρθω. Ήθελα να τη δω από χρόνια.

-Ορίστε, έγινε. Έχεις άλλη επιθυμία από την εκδρομή;

-Να με αφήσουν στη βιβλιοθήκη του Βατικανού αλλά δεν νομίζω ότι θα γίνει.

-Μάλλον! γέλασε η Μαρία.

-Εσένα πώς σου φάνηκε;

-Ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία.

 

-Ωραία περνούσαν οι Ρωμαίοι, ρε, πολύ θα ήθελα να ζήσω σε εκείνη την εποχή, είπε ο Σταύρος.

Ήταν μια μεγάλη παρέα όχι πολύ μακριά από τον Μιχάλη και τη Μαρία, κάποιοι τρώγανε παγωτά, άλλοι πίνανε καφέ.

-Ναι, εντάξει, είπε ο Δημήτρης, αν ήσουν πατρίκιος το καταλαβαίνω. Αν ήσουν σκλάβος όμως;

-Ωχ, αυτό δεν το σκέφθηκες ε; πετάχτηκε ένας άλλος συμμαθητής τους.

-Πάντως οι τύποι ξέρανε να περνάνε καλά. Είδατε τις αναπαραστάσεις στο μπουρδέλο;

-Ποιότητα, μιλάμε.

-Μη φοβάσαι μωρό μου, έκανε η Μαρίνα, θα σου κάνω πράγματα που οι Ρωμαίες δεν φαντάζονταν καν.

Η Χριστίνα κοίταξε τη Μαρίνα σκεπτική. Δεν ήταν ποτέ στενές φίλες αλλά την ήξερε πολλά χρόνια. Ποτέ δεν ήταν συνεσταλμένη και μπορούσες άνετα να την χαρακτηρίσεις τσουλί από τότε που είχαν πάει στο λύκειο αλλά φαινόταν να έχει χειροτερέψει τελευταία και τώρα, έξω από τους περιορισμούς του σχολείου, ήταν ακόμα πιο εμφανές.

Συνειδητοποίησε ξαφνικά την αιτία. Η Μαρίνα δεν είχε πάει με τον Σταύρο για πρώτη φορά στις ντουζιέρες του πλοίου, πρέπει να ήταν από καιρό εραστές και η επιρροή του ήταν η χειρότερη. Με τον Σταύρο είχαν παίξει ένα άσχημο παιχνίδι στην Άντζι και η Χριστίνα σκέφθηκε ότι ίσως να ήταν τυχερή που το είχε ανακαλύψει η φίλη της έστω και με τέτοιο τρόπο.

-Το βράδυ το πρόγραμμα έχει ντίσκο, είπε ο Σταύρος. Θα ξεδώσουμε κανονικά.

-Με ποιον θα πας; ρώτησε ένας από την παρέα.

Ο Σταύρος πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της Μαρίνας, που χώθηκε στην αγκαλιά του γουργουρίζοντας. Ο Σταύρος κατέβασε το χέρι του στο πλευρό της και άγγιξε με τα δάκτυλα του το στήθος της. Η Χριστίνα στράφηκε αλλού αηδιασμένη.

-Εντάξει, σηκωθείτε, ώρα να επιβιβαστούμε στα πούλμαν.

Προχώρησαν προς τα πούλμαν. Ο Δημήτρης πλησίασε τη Χριστίνα.

-Χριστίνα… είπε διστακτικός.

-Ναι;

-Αν δεν έχεις κανονίσει κάτι άλλο, να πάμε μαζί το βράδυ στην ντίσκο;

Η Χριστίνα του χαμογέλασε θερμά.

-Και βέβαια, του απάντησε.

 

Φύγανε από την Πομπηία και περάσανε μέσα από τη Νάπολη χωρίς να σταματήσουν. Πήραν την εθνική οδό και κατευθύνθηκαν προς τον βορρά και την Ρώμη, την αιώνια πόλη.

Φτάσανε στη Ρώμη και πήγανε κατευθείαν στο ξενοδοχείο τους, το Χριστόφορος Κολόμβος. Αντίθετα με το Λεόνε αυτό ήταν ένα ολόκληρο κτιριακό συγκρότημα, το κεντρικό κτίριο στέγαζε την υποδοχή και το εστιατόριο και τα γύρω κτίρια τα δωμάτια. Οι Έλληνες επισκέπτες θα έπαιρναν ένα κτίριο μόνοι τους.

Αντίθετα με την σχεδόν παγκόσμια τακτική όπου το πρώτο νούμερο ενός δωματίου είναι αυτό του ορόφου και μετά πάνε με αύξοντα αριθμό, στο Χριστόφορος Κολόμβος η αρίθμηση ήταν ενιαία στο κτίριο και έτσι το δωμάτιο 132 που είχαν ο Μιχάλης με τον Δημήτρη και τον Ερνέστο δεν ήταν στον πρώτο αλλά στον δεύτερο όροφο.

Εγκαταστάθηκαν στο δωμάτιο, ήταν ευρύχωρο με τρία κρεβάτια, ένα μπουντουάρ και μια ντουλάπα, και ένα μεγάλο μπάνιο, και ο Μιχάλης άνοιξε την μπαλκονόπορτα που έβλεπε σε ένα μεγάλο λιβάδι πίσω από το ξενοδοχείο.

-Δεν είναι τυχαίο που η Ρώμη έχει τον ίδιο πληθυσμό με την Αθήνα αλλά την τετραπλάσια έκταση, κοίτα χώρους που αφήνουν.

-Τι κάνουμε τώρα; είπε ο Δημήτρης που είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι του.

-Αράζουμε ως την ώρα του δείπνου, τρώμε και μετά ετοιμαζόμαστε για την έξοδο.

-Καλά να περάσετε, είπε ο Μιχάλης που αγνάντευε ακόμα.

-Δεν θα έρθεις; Μπορεί να φύγεις αγκαλιά με καμιά ομορφούλα, είπε ο Δημήτρης.

-Τώρα μου θυμίζεις τον Βαγγέλη.

-Ξέρω κάποια που θα απογοητευθεί αν δεν έρθεις, είπε ο Ερνέστος.

-Την Άντζι; πετάχτηκε ο Δημήτρης.

-Όχι, τη Μαρία, σας είδα στο ζαχαροπλαστείο και πιο πριν.

-Ένα παγωτό την κέρασα.

-Θα έπρεπε να αφήσεις να σε κεράσει.

-Γιατί θεωρείς ότι μου έχει υποχρέωση που την βοήθησα;

-Όχι, αλλά γιατί είναι μια… σοβαρά τώρα, δεν ξέρεις ποια είναι;

-Μέχρι χθες που κατέληξε πάνω μου στη σκάλα, δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε καλημέρα. Γιατί;

-Είναι κόρη του Ιάκωβου Δερμίρη, είναι γόνος μιας από τις πιο μεγάλες οικογένειες της Αθήνας. Κοινωνικά και οικονομικά.

-Μάλιστα, δεν έχει σημασία.

-Το ότι σε συμπαθεί;

-Αυτό άλλο, δεν θα ήθελα να πληγωθεί. Δεν νιώθω υπερήφανος για το ότι της αρέσω ή άλλες τέτοιες σαχλαμάρες και δεν θέλω να της κάνει κακό αυτό. Και αφού ξέρεις τόσα, είναι άρρωστη;

-Δεν ξέρω, γιατί;

-Αυτό που έπαθε σήμερα ήταν περίεργο. Τέλος πάντων. Η Μαρία μπορεί να μου βρίσκει κάτι, οι περισσότερες κοπέλες όχι και ο Βαγγέλης με τον Σταύρο θα ήθελαν να είχα βρεθεί στην Πομπηία 1900 χρόνια νωρίτερα.

-Και αυτός είναι ο λόγος να μην έρθεις μαζί;

-Όχι, ο λόγος είναι ότι όπως ξέρεις δεν προτιμώ αυτήν την μουσική και τη διασκέδαση. Ούτε τη φασαρία.

-Έλα τώρα, κάνε μια εξαίρεση, είπε ο Δημήτρης.

-Υπάρχει κάποιος λόγος; είπε ο Μιχάλης κοιτώντας τον καχύποπτα.

-Μπορεί να πέσει ξύλο με τον Σταύρο, είπε ο Ερνέστος. Αυτός και η τσουλίτσα του αρχίσανε να ενοχλούν κόσμο.

-Μπα ποιον άλλο;

-Εμένα ας πούμε, είπε ο Δημήτρης, λίγο πολύ μου είπε στην Πομπηία ότι προσφέρεται και δεν νομίζω ότι έλεγε για τα αρχαία στη Μαρία όταν βλέπαμε εκείνο το μπουρδέλο.

-Μπορείς να κάνεις παρέα με την Μαρία, δεν είναι και εκείνη από τους ανθρώπους που έχουν μεγάλες παρέες.

-Δεν θα το φανταζόμουν μιας και μου λες ότι είναι και κόρη γνωστής οικογένειας.

-Εσύ είσαι εσωστρεφής, εκείνη είναι ντροπαλή.

-Καλά – καλά, πάμε να φάμε.

 

Η τραπεζαρία βούιζε από τις συζητήσεις καθώς δειπνούσαν και έκαναν σχέδια για τη νυχτερινή τους έξοδο. Ο Μιχάλης κάθισε με τον Ερνέστο και τον Δημήτρη και έναν άλλο συμμαθητή τους, τον Σπύρο, σε ένα τραπέζι που ήταν δίπλα στο παράθυρο. Ο Μιχάλης έριξε μια ματιά έξω, το παράθυρο έβλεπε στην πρόσοψη του ξενοδοχείου.

-Από την άλλη πλευρά είναι ένα συνεδριακό κέντρο, δεν θα δυσκολεύεται να γεμίζει το Χριστόφορος Κολόμβος, είπε ο Σπύρος.

-Είναι σε καλό σημείο, συμφώνησε ο Δημήτρης.

-Μπορώ να καθίσω; ρώτησε μια απαλή φωνή και ο Μιχάλης στράφηκε.

Η φωνή ανήκε στην Μαρία και όπως την κοίταξε του χάρισε ένα δειλό χαμόγελο. Ο Ερνέστος με προθυμία μετακινήθηκε κάνοντάς της χώρο να καθίσει δίπλα στον Μιχάλη. Το δείπνο ήταν κοκκινιστό με μακαρόνια. Έφαγαν συζητώντας για τις εντυπώσεις τους από τη μέρα και γρήγορα οι περισσότεροι αποσύρθηκαν στα δωμάτιά τους για να ετοιμαστούν.

 

-Χμμ κάτι δεν κάνω καλά, είπε ο Δημήτρης, και κοίταξε απεγνωσμένος τη γραβάτα του.

Είχε ντυθεί λίγο πιο καλά από το σύνηθες με παντελόνι και πουκάμισο, και είχε αποφασίσει να βάλει και γραβάτα. Αλλά το τελευταίο είχε αποδειχθεί ένα πρόβλημα καθώς δεν μπορούσε να την δέσει ώστε να μείνει στη θέση της αλλά και να είναι κομψά δεμένη.

-Μα τι έκανες εκεί; Έλα να στη φτιάξω, είπε ο Ερνέστος.

Είχε και εκείνος ντυθεί καλά παρότι δεν τον ενδιέφερε να τραβήξει τα βλέμματα των γυναικών. Όχι κάποιας μαθήτριας τουλάχιστον. Ο Μιχάλης από την πλευρά του δεν είχε αλλάξει ντύσιμο, δεν είχε φέρει κάτι πιο διαφορετικό ή επίσημο μιας και δεν είχε κατά νου καμία ειδική περίσταση.

 

Ο Δημήτρης χτύπησε την πόρτα του δωματίου 123 και του άνοιξε η Άντζι, ήταν έτοιμη για τη βραδινή έξοδο.

-Χριστίνα! Επισκέψεις.

Η Χριστίνα ήρθε στην πόρτα, ήταν και εκείνη έτοιμη. Χαμογέλασε στον Δημήτρη.

-Πάμε; είπε εκείνος.

-Να πάρω το τσαντάκι μου, είπε η κοπέλα.

Χάθηκε στο εσωτερικό του δωματίου και επέστρεψε σχεδόν αμέσως με το τσαντάκι της στα χέρια. Ήταν κομψά και όμορφα ντυμένη και ο Δημήτρης της έτεινε ιπποτικά το μπράτσο του.

-Στις ομορφιές σου είσαι απόψε, είπε.

-Ευχαριστώ, και εσύ. Σου πάει το πιο επίσημο στυλ. Να το προτιμάς.

Στράφηκε προς τα μέσα.

-Κορίτσια! Φεύγω!

Η Άντζι ήρθε στην πόρτα. Ήταν και εκείνη έτοιμη για την έξοδο.

-Μαρία, είπε, φεύγουμε. Μην ξεχάσεις το κλειδί.

-Εντάξει, είπε η κοπέλα.

Η Μαρία έμεινε μόνη της για λίγο, λίγα λεπτά αργότερα χτύπησε η πόρτα και όταν την άνοιξε αντίκρισε την Μαρίνα. Εκείνη κρατούσε μια τσάντα.

-Έτοιμη να σε κάνω κούκλα; τη ρώτησε.

-Ναι.

-Τι θα φορέσεις;

-Εκείνο το φόρεμα, έδειξε ένα μαύρο φόρεμα που θα έφτανε ως το γόνατό της περίπου.

-Ωραία. Ντύσου.

-Δε θα με βάψεις πρώτα;

-Όχι, για να μη χαλάσουμε το αποτέλεσμα όταν θα ντύνεσαι.

Η Μαρία γδύθηκε και η Μαρίνα την κοίταξε με έναν τρόπο που την έκανε να νιώσει άβολα. Φόρεσε το φόρεμά της και κάθισε απέναντι από τη Μαρίνα και πάλι. Εκείνη έβγαλε από την τσάντα της ένα μπουκάλι σαγκρία και δύο ποτήρια, τα γέμισε.

-Στην υγειά μας! είπε. Και στην αποψινή μας διασκέδαση.

Η Μαρία δεν δίστασε να πιει το ποτό, είχε πιει και στο σπίτι της σε γιορτές τέτοιο κρασί και ήξερε ότι ήταν ελαφρύ και δροσερό. Αφέθηκε στην Μαρίνα που την έβαψε και πρόσθεσε και λίγο μεηκ απ τονίζοντας το στήθος της.

-Είναι απαραίτητο αυτό; ρώτησε η Μαρία.

-Δεν είπαμε θα πας να κάνεις θραύση απόψε, θες να τον ρίξεις.

-Θέλω να…

-Θα γίνει απόψε. Πείσε τον να πάτε κάπου απόμερα, στο μπάνιο ας πούμε. Φίλησέ τον και όλα τα άλλα θα έρθουν μόνα τους.

 

Πήγαν με τα δύο πούλμαν στη ντίσκο, δεν είχε πολύ κόσμο αλλά εκείνοι ήταν παραπάνω από αρκετοί για να τη γεμίσουν. Κάθισαν ανά παρέες, άλλοι στο μπαρ και άλλοι σε καναπέδες που βρίσκονταν περιμετρικά στο χώρο ενώ κάποιοι ξεκίνησαν με χορό την βραδιά τους.

Οι χώροι με τους καναπέδες περιμετρικά ήταν σαν μικρά στρογγυλά σεπαρέ που το καθένα ήταν επιπλωμένο σε στυλ μιας θεματολογίας. Ο Μιχάλης διάλεξε εκείνο που είχε θέμα την Αρκτική Ζώνη μόνο και μόνο γιατί το φως ήταν πιο ξεκούραστο για τα μάτια του. Ο Ερνέστος τον ακολούθησε γιατί εκεί δεν ήταν τόσο ισχυρή η ένταση της μουσικής. Μπορούσαν να δουν τον Δημήτρη να χορεύει με την Χριστίνα, κάποια στιγμή που σταμάτησαν η κοπέλα ξέσπασε σε γέλια με κάτι που της είπε.

-Πώς μπορεί να ακούσει οτιδήποτε με αυτή τη φασαρία; έκανε ο Μιχάλης.

-Είναι πιο συνηθισμένοι από εσένα σε αυτό το περιβάλλον, τον πείραξε ο Ερνέστος.

-Δεν έχει και άδικο, είναι πολύ δυνατά η μουσική, είπε η Δανάη που τους πλησίασε. Αλλά εδώ είναι κάπως υποφερτή.

Κάθισε δίπλα στον Ερνέστο.

-Εσύ είσαι συνηθισμένος;

-Από τον Μιχάλη περισσότερο αλλά δεν θα έλεγα ότι είμαι και πολύ.

Ο Μιχάλης χαμογέλασε και τους άφησε να συζητάνε. Εκείνος το μετάνιωνε που είχε έρθει. Η Μαρία ήρθε και κάθισε δίπλα του.

-Πώς τα πας; τον ρώτησε.

-Δεν είναι και η καλύτερή μου, είπε ο Μιχάλης.

-Γιατί όχι;

Γύρισε και την κοίταξε και εκείνη του χαμογέλασε.

-Πολλή φασαρία.

-Θες να πάμε κάπου πιο ήσυχα; του πρότεινε η Μαρία.

Ο Μιχάλης το σκέφθηκε, ίσως μια βόλτα έξω να μην ήταν κακή ιδέα. Η Μαρία εκμεταλλεύθηκε την έλλειψη προσοχής και έγειρε προς το μέρος του. Τον φίλησε στα χείλη και έφερε το σώμα της πιο κοντά στο δικό του. Τον χάιδεψε στο μάγουλο. Ο Μιχάλης σήκωσε το χέρι του να τη σταματήσει αλλά ήταν τέτοιο το ξάφνιασμά του που τον είχε αποσυντονίσει τελείως και το χέρι του βρήκε στο στήθος της. Η Μαρία αναστέναξε και κράτησε το χέρι του εκεί. Ο Μιχάλης ένιωσε τη θηλή της να ερεθίζεται κάτω από το χέρι του και κοκκίνισε ενώ μια περίεργη θέρμη πλημμύριζε το σώμα του.

Καθισμένος στο μπαρ ο Σταύρος τον κοίταζε με ένα κακό χαμόγελο.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου