3.
Ο Μάρκος τυλίχτηκε καλά
το μπουφάν του μιας και το κρύο ήταν τσουχτερότατο. Όλοι είχαν ντυθεί για το
κρύο και ο Μάρκος είδε ότι είχαν ακόμα ένα γαϊδούρι τώρα φορτωμένο με πράγματα,
πέρα από εκείνο που είχαν ο ιερέας με τον Μιχάλη.
Η διαδρομή ως το
Κακοπέρατο ήταν μια δύσκολη, ειδικά στο σκοτάδι υπό το φως μερικών φαναριών
αλλά την έκαναν με κέφι μιας και ήταν για καλό σκοπό. Τα παιδιά τραγουδούσαν τα
κάλαντα ενώ ο Μιχάλης με τον ιερέα έψελναν από τους ύμνους της εορτής με τη
συνοδεία του μπάρμπα Μήτσου που αποδεικνυόταν πολύ καλλίφωνος με τη βαθιά φωνή
του.
«Δεύτε ίδωμεν πιστοί που
εγεννήθη ο Χριστός, ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ…»
Παρά το χιόνι δεν
δυσκολεύονταν να προχωρήσουν. Οι ντόπιοι ήταν συνηθισμένοι σε αυτό το έδαφος
και στις καιρικές συνθήκες. Ακόμα και ο ιερέας δεν έδειχνε να πτοείται από τις δυσκολίες.
Ο Μιχάλης δυσκολευόταν περισσότερο λόγω της κατάστασής του αλλά ακολουθούσε στα
ίχνη των άλλων κάτι που έκανε το βάδισμα στο χιόνι λίγο πιο εύκολο. Η Χριστίνα
φαινόταν να έχει δυσκολίες με το κρύο περισσότερο παρά με τη διαδρομή και αν
είχε κάποια δυσκολία στο βάδισμα ήταν επειδή κρατούσε και το μωρό στην αγκαλιά.
Πέρασαν από το σημείο που
ο Μάρκος είχε αναγκαστεί να αφήσει το αυτοκίνητό του. Το είχε βάλει κάτω από
ένα δέντρο και έτσι το χιόνι δεν το είχε σκεπάσει. Ο Μάρκος πήγε και άνοιξε τον
χώρο των αποσκευών. Πήρε κάτι τυλιγμένο και το έφερε στην
Χριστίνα. Η κοπέλα είδε ότι ήταν ένα παλτό.
-Φόρεσέ το, είπε ο
Μάρκος.
Κράτησε το μωρό για να
μπορέσει η κοπέλα να φορέσει το παλτό πάνω από τα ρούχα της. Μετά πήρε και πάλι
το μωρό στα χέρια της.
-Ευχαριστώ, είπε με ένα
ζεστό χαμόγελο.
-Χρόνια Πολλά, της είπε. Και
για τη μέρα και για τη γιορτή σου.
-Ευχαριστώ, είπε η κοπέλα
και ξεκίνησαν να περπατούν δίπλα δίπλα με τον Μάρκο να τη βοηθάει όπου ήταν πιο
δύσκολο το μονοπάτι.
Αυτή τη φορά η φωνή στο
μυαλό του έμεινε σιωπηλή.
Ως που να φτάσουν στο
εκκλησάκι είχε πιάσει να χιονίζει και πάλι και τα παιδιά έπιασαν να λένε το
«Χιόνια στο καμπαναριό…»
Όταν φτάσανε μπήκαν μέσα
και κάθισαν λίγο να ξαποστάσουν. Μετά οι γυναίκες έπιασαν να κάνουν λίγη φασίνα
μέσα, ένα σκούπισμα και ξεσκόνισμα στους παμπάλαιους πάγκους που χρησίμευαν για
στασίδια ενώ ο ιερέας με το Μιχάλη ετοίμαζαν τα των ακολουθιών. Ο πατέρας Σαμουήλ
βάζοντας τα απαραίτητα ιερά σκεύη στην πρόθεση και την Αγία Τράπεζα ενώ ο
Μιχάλης τα βιβλία στο αναλόγιο.
-Παππού γιατί σηκωθήκαμε
τόσο πρωί για την εκκλησία; ρώτησαν τα εγγόνια του τον μπάρμπα Βασίλη.
-Γιατί πριν από πολλά
χρόνια η Παναγία μας έτσι μέσα στη νύχτα γέννησε τον Χριστό μας. Να μια τέτοια
νύχτα ήταν που ένα άγγελος εμφανίστηκε σε απλούς βοσκούς σαν εμάς να τους πει
ότι γεννήθηκε ο Χριστός μας και πήγανε πρώτοι εκείνοι να προσκυνήσουν και μετά
οι μάγοι με τα δώρα, χρυσάφι, λιβάνι και ένα πολύτιμο άρωμα που το λένε σμύρνα.
Ο Μιχάλης πήρε θέση στο
αναλόγιο και ο Σαμουήλ έβαλε ευλογητός. Σαν να
μην είχε περπατήσει τόσο δρόμο και να μην ήταν γέροντας, ο ιερέας τέλεσε
τον εσπερινό με την ίδια ζέση που θα το έκανε και στον καθεδρικό ναό. Ο Μιχάλης
με την βοήθεια των δύο ηλικιωμένων βοσκών, που διάβασαν κυρίως τα αναγνώσματα,
εκτέλεσε καθήκοντα ψάλτη. Οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν με κατάνυξη.
Ο Μάρκος καθισμένος σε
έναν πάγκο ένιωθε σαν να είχε μεταφερθεί σε έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο
εξαϋλωμένο, πιο κοντά στον ουρανό παρά στις γήινες έννοιες και φροντίδες, έναν
κόσμο για τον οποίο είχε μόνο ακούσει ως τώρα αλλά δεν τον είχε ζήσει. Έβλεπε
τους ανθρώπους γύρω του να προσεύχονται και να είναι ταυτόχρονα ήρεμοι, και
χαρούμενοι στο φως που έδιναν τα κεράκια τους και η λαμπάδα που είχαν στο
ψαλτήρι για να βλέπουν τα βιβλία.
Τελειώσανε τον εσπερινό
και μπήκανε στον όρθρο, έξω το χιόνι έπεφτε απαλό και πυκνό. Ο μπάρμπα Μήτσος
βγήκε και χτύπησε την μικρή καμπάνα όταν άρχισε ο όρθρος και μετά στις
καταβασίες ψέλνοντας και εκείνος:
-Χριστός γεννάται,
δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε, Χριστός επί γης υψώθητε…
Την ξαναχτύπησε στη
δοξολογία για να σημάνει ότι έφτανε η ώρα της λειτουργίας.
Ο Μάρκος απορούσε με το
πώς δεν πεινούσε με τόσο λίγο φαγητό χθες, ή πως δεν νύσταζε με τόσο λίγο ύπνο.
Δεν ήταν λίγος συνειδητοποίησε, είχαν κοιμηθεί νωρίς και έχοντας κάνει τόσο
ήσυχο ύπνο, είχε ξεκουραστεί. Κοίταξε την Χριστίνα που παρακολουθούσε με την
μικρή της πάντα στην αγκαλιά.
-Μετά φόβου Θεού, πίστεως
και αγάπης προσέλθετε…
Ο Σαμουήλ με το άγιο
ποτήριο στα χέρια, κοινώνησε όλο το μικρό του εκκλησίασμα εκτός του Μάρκου, που
δεν είχε προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο και δεν το είχε καν σκεφθεί και της ακόμα
αβάπτιστης μικρής Αγγλικής, και μετά από λίγο έδωσε την απόλυση και τους
μοίρασε το αντίδωρο. Κάθισαν μετά και ήπιαν καφέ και φάγανε λίγο, οι γυναίκες
είχαν φέρει κεράσματα για να τους δυναμώσουν πριν πάρουν το δρόμο της
επιστροφής.
Είχε ξημερώσει και ξεκινήσανε
με τα παιδιά να τραγουδάνε:
«Χριστούγεννα,
πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου…»
Ο Μάρκος πλησίασε τον
Μιχάλη.
-Από το διάβασμά σου και
μερικές άλλες παρατηρήσεις συμπέρανα ότι είσαι μορφωμένος. Και όμως δείχνεις να
είσαι απόλυτα εξοικειωμένος με τη ζωή εδώ.
-Μπα! Είμαι παιδί της
πόλης πίστεψέ με. Η απόλαυσή μου είναι τα βιβλία και με αυτά ασχολούμαι αλλά
για να νιώσεις τις γιορτές δεν χρειάζεται επιτήδευση ή μεγάλα πάρτι, αρκεί μια
ζεστή αγκαλιά, μερικοί δικοί σου άνθρωποι και αυτό είναι.
-Και αν δεν έχεις δικούς
σου ανθρώπους;
-Βρίσκεις.
Το βλέμμα του Μάρκου πήγε
στην Χριστίνα.
-Ναι, είπε ο Μιχάλης, και
έτσι γίνεται. Αν δεν έχεις κάνεις.
-Θέλω να τη βοηθήσω,
ξέρεις.
Ο Μιχάλης χαμογέλασε.
Ναι, αυτό ήταν μια αρχή, θα τη βοηθούσε και αυτό θα τους έφερνε κοντά και ίσως
και μαζί μετά.
-Να το κάνεις, είναι και
αυτό μέσα στον εορτασμό των Χριστουγέννων.
-Μπορεί να έχεις δίκιο.
Αυτά είναι σίγουρα τα πλέον διαφορετικά Χριστούγεννα που έχω κάνει.
-Μπορεί, είπε ο Μιχάλης
με ένα χαμόγελο καθώς έφταναν στο σπίτι, και μετά πρόσθεσε, αλλά σίγουρα θα
έχουν από το καλύτερο φαγητό!
Ο Μάρκος άρχισε να
γελάει, οι μυρωδιές μέσα από το σπίτι τον βεβαίωναν για αυτό. Κοίταξε την Χριστίνα που του χαμογέλασε.
Ναι, δεν θα ήταν μόνο το
καλύτερο φαγητό που θα έπαιρνε από αυτά τα τόσο διαφορετικά Χριστούγεννα.
Τέλος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου