Τα Μονοπάτια Του Έρωτα - 6

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η Μαρία ξύπνησε νιώθοντας ξεκούραστη και ταυτόχρονα ευτυχισμένη. Ένιωθε χαλαρωμένη, σαν να μην είχε ξαφνικά έννοιες, σαν κάτι να την είχε βυθίσει σε μια γλυκιά μακαριότητα. Καθώς έβγαινε από την ανυπαρξία του ύπνου συνειδητοποίησε ότι ήταν γυμνή και ότι ένιωθε τα στήθη της κάπως βαριά, ερεθισμένα.

Άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε τον Μιχάλη που την κοιτούσε, ξαπλωμένος δίπλα της.  Της ήρθε φυσικό να γείρει προς το μέρος του και να τον φιλήσει.

-Καλημέρα, είπε με φωνή βραχνή από τον ύπνο. Τι ώρα είναι;

-Πάει επτά. Δεν μου πήγαινε καρδιά να σε ξυπνήσω.

Η Μαρία χαμογέλασε και τον ξαναφίλησε. Τότε συνειδητοποίησε τι έκανε και τι είχε συμβεί τη νύχτα.

-Ω Θεέ μου, είπε, τι έκανα! Θα με σκοτώσουν οι γονείς μου.

Ανακάθισε και ο Μιχάλης τη μιμήθηκε.

-Θα θυμώσουν τόσο πολύ.

Κατέβασε τα πόδια της από το κρεβάτι και έμεινε καθιστή. Κούνησε το κεφάλι της και μετά έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια της. Ο Μιχάλης μετακινήθηκε δίπλα της. Έβαλε τα χέρια του στους ώμους της.

-Δεν είσαι μόνη σου σε αυτό, της είπε. Θα σε βοηθήσω εγώ.

-Δεν καταλαβαίνεις… Δεν είναι ότι κοιμήθηκα μαζί σου… Είναι ότι το έκανα… Και αν μείνω έγκυος; Αυτό σίγουρα δεν θα το συγχωρήσουν.

Ο Μιχάλης συνέχισε να την κρατάει.

-Δεν έχει πολλές πιθανότητες να γίνει αυτό στην πρώτη ερωτική επαφή, επειδή είναι το αίμα που δρα αρνητικά. Έλα μην ανησυχείς, θα μιλήσω και εγώ στους γονείς σου. Είμαι εξάλλου υπεύθυνος.

-Εσύ; Δεν ήμουν τόσο μεθυσμένη ώστε να μη θυμάμαι καν τι έγινε. Ξέρω ότι εγώ το προκάλεσα και… ξέρω ότι μου φέρθηκες πολύ όμορφα και ότι ακόμα και τώρα θέλω να το ξαναζήσω αυτό. Αλλά… Οι… γονείς μου…

Πήρε μια βαθιά ανάσα που κατέληξε σε ένα κρεσέντο κοφτών αναπνοών.

-Τι έπαθες; Μαρία; Τι είναι;

Ο Μιχάλης την έπιασε απαλά από τους ώμους και την ξάπλωσε πίσω στο κρεβάτι.

-Ήσυχα, ματάκια μου, ηρέμησε.

Ο Μιχάλης της χάιδεψε τα μαλλιά.

-Έλα, ησύχασε. Εγώ είμαι εδώ.

Την πήρε στην αγκαλιά του ανασηκώνοντας λίγο το κεφάλι της.

-Βαθιές ανάσες, αργά. Έλα, μπορείς να το κάνεις…

Η Μαρία έκλεισε τα μάτια της, σταγόνες ιδρώτα είχαν εμφανιστεί στο μέτωπό της αλλά η αναπνοή της άρχισε να γίνεται κανονική. Έμεινε για λίγο έτσι και μετά ανακάθισε.

-Αυτό έπαθες και εχθές; ρώτησε ο Μιχάλης, στην Πομπηία;

-Ναι, αλλά σε πιο ελαφριά μορφή.

-Γιατί;

-Πάσχω από ένα σπάνιο σύνδρομο, η πολλή κούραση και η έντονη δραστηριότητα πρέπει να αποφεύγονται, όπως και να ταράζομαι. Χθες είχα κουραστεί από το ταξίδι. Τώρα ήταν η ταραχή.

Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε κατάματα.

-Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να είσαι μαζί μου;

-Περισσότερο από πριν, είπε ο Μιχάλης και έσκυψε και την φίλησε. Έκανε να τραβηχτεί αλλά η Μαρία τον κράτησε και το φιλί έγινε πιο βαθύ.

Όταν ο Μιχάλης τραβήχτηκε, η Μαρία τον κοίταξε πάλι.

-Τι; Γιατί σταμάτησες;

-Πρέπει να ετοιμαστούμε και να πάμε για το πρωινό.

-Ωχ, δεν έχω ρούχα, πρέπει να αλλάξω. Χρειάζομαι και ένα μπάνιο.

Ο Μιχάλης σηκώθηκε και πήγε εκεί που είχαν ρίξει τα ρούχα το προηγούμενο βράδυ, βρήκε τα δικά του και άρχισε να ντύνεται.

-Θα πάω στο δωμάτιό μου και θα κάνω ένα μπάνιο, κάνε εσύ εδώ και θα σου φέρω και ρούχα. Θα πάρω και το κλειδί για να μην χρειάζεται να βγεις να μου ανοίξεις.

-Εντάξει, είπε η Μαρία και τον φίλησε.

 

Το κύμα έσκαγε απαλά στην παραλία με έναν ήχο ανεπαίσθητο, εκείνος περπατούσε στην αμμουδιά ακριβώς εκεί που έσβηνε ο αφρός του κύματος και του έβρεχε τα πόδια. Δεν τον πείραζε, του αρκούσε αυτή η ακρογιαλιά που περπατούσε με τις ακτίνες του ήλιου που βασίλευε να χαϊδεύουν εκείνον και την όμορφη γυναίκα δίπλα του.

Το χέρι του ήταν περασμένο γύρω από τους ώμους της, το δικό της γύρω από τη μέση του. Ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του όπως μιλούσαν. Ήταν στον παράδεισο, δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο μιας και την είχε μαζί του. Το κρυστάλλινο γέλιο της ήταν μουσική στα αυτιά του και το απαλό άγγιγμά της από μόνο του μια πηγή ευτυχίας.

Γύρισε και τη φίλησε. Εκείνη του χαμογέλασε.

 

Ο Ερνέστος πέρασε από τον ύπνο στον ξύπνιο με μια ταχύτητα που σχεδόν του έκοψε την ανάσα. Ανακάθισε και έτριψε τα μάτια του. Τι όνειρο ήταν αυτό που είχε δει; Ρομαντική βόλτα με τη Δανάη;

Ναι εντάξει, ονειρέψου, σκέφθηκε.

Σηκώθηκε από το κρεββάτι και εκείνη την ώρα άνοιξε και μπήκε ο Μιχάλης. Ο Ερνέστος χαμογέλασε.

-Καλώς τον άσωτο υιό. Τι έγινε λοιπόν; Κάθισες να την φυλάς όλη νύχτα;

-Ένας κύριος αυτά δεν τα συζητά.

-Εντάξει, άρα κοιμήθηκες με τη Μαρία.

-Είπα…

-Μόνοι μας είμαστε, δεν είναι ντροπή να παραδεχτείς ότι είσαι άνθρωπος! Και με μια κοπέλα που είναι από εκείνες που αξίζουν.

Ο Μιχάλης ένευσε. Πήγε και πήρε ρούχα από το σακίδιό του.

-Να κάνω ένα μπάνιο και να αλλάξω. Μετά πρέπει να της πάω και εκείνης ρούχα. Και για να έχουμε καλό ρώτημα. Γιατί σηκώθηκες τόσο πρωί;

-Γιατί στην Ελλάδα είναι ήδη οκτώ και θέλω καφέ!

-Καλά, βρες και για’ μένα, μου χρειάζεται!

 

Η Δανάη άνοιξε τα μάτια της και βρέθηκε να αντικρίζει το ταβάνι και τα σχέδια που έκανε το φως που περνούσε από το μισόκλειστο παντζούρι της μπαλκονόπορτας. Ανασηκώθηκε και η σκέψη της ήταν η ίδια που έκανε και ο Ερνέστος, όχι πολύ μακριά της, χρειαζόταν καφέ.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στο μπάνιο για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της. Μετά επέστρεψε στο δωμάτιο και έπιασε να ντυθεί. Μια μακριά κολεγιακή και ένα κολάν ήταν ό,τι έπρεπε, δεν χρειαζόταν επίσημο ντύσιμο.

Άφησε το δωμάτιό της, οι συνοδοί καθηγητές είχαν ο καθένας το δικό του, και κατέβηκε στο ισόγειο. Βγήκε στο χώρο ανάμεσα στα κτίρια και ανέπνευσε τον πρωινό αέρα. Ύστερα προχώρησε την τραπεζαρία. Βρήκε τον Ερνέστο στο μπουφέ να βάζει καφέ.

-Καλημέρα, του είπε, είναι καλός ο καφές;           

-Καλημέρα, πολύ καλός. Να σου βάλω;

-Ναι, ευχαριστώ.

Της άρεσε η ευγένειά του και ο απλός ανεπιτήδευτος τρόπος του. Η κοπέλα που θα ήταν μαζί του θα ήταν ευτυχισμένη γιατί θα μπορούσε να είναι ο εαυτός της, δεν θα χρειαζόταν μαζί του καμία προσποίηση ή επιτηδευμένη συμπεριφορά.

Χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε ότι δεν υπήρχε αυτό το πρόσωπο, ο Ερνέστος δεν είχε κοπέλα. Αυτό συνέβαινε φυσικά, γιατί οι συμμαθήτριές του δεν ήταν αρκετά ώριμες και σοβαρές για εκείνον. Και δεν είχε εκμεταλλευθεί τη γοητεία που τους ασκούσε για να πάει κάποια στο κρεββάτι του.

Κάθισε κοντά του και ήπιε λίγο από τον καφέ.

-Λοιπόν, εμπειρίες από την Ιταλία; Πώς σου φαίνεται;

-Ωραία είναι, μου άρεσε η Πομπηία και όλο αυτό που έχει σωθεί από την αρχαιότητα. Δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε η Νάπολη, μου θύμισε τις φτωχογειτονιές του Πειραιά. Φυσικά ανυπομονώ να εξερευνήσω τη Ρώμη.

-Πού θες να πας;

-Στην Αρχαία Αγορά σίγουρα, στο Κολοσσαίο και το Βατικανό.

-Θα ικανοποιηθεί η επιθυμία σου.

 

Ο Δημήτρης είχε σηκωθεί αχάραγα, είχε υποσχεθεί στην Χριστίνα να δουν μαζί την ανατολή του ήλιου. Μετά από ένα μπάνιο που χρειαζόταν, ειδικά μετά τα όνειρα που είχε δει, ετοιμάστηκε και πήγε να βρει την κοπέλα. Είχαν συνεννοηθεί να συναντηθούν στο κεφαλόσκαλο του ορόφου για να μη χτυπήσει την πόρτα της τόσο πρωί και ξυπνήσει την Άντζι ή κάποιον άλλο από τους γύρω.

Έφτασε πρώτος στο σημείο συνάντησης και περίμενε. Δεν χρειάστηκε να το κάνει για πολύ. Δύο λεπτά αργότερα η Χριστίνα κατέφτασε ντυμένη τελείως απλά, με ένα πουκάμισο και ένα παντελόνι, αλλά για τον Δημήτρη ήταν η πιο όμορφη γυναίκα στον πλανήτη γη.

-Καλημέρα, της είπε χαμηλόφωνα.

-Ακόμα δε βγήκε ο ήλιος, τον πείραξε.

Για να βρεθούν στην ταράτσα δεν είχαν παρά να ανέβουν μια σκάλα. Βρέθηκαν σε έναν μικρό χώρο με μια πόρτα που οδηγούσε στην ταράτσα. Ο Δημήτρης την άνοιξε και βγήκαν.

Ο χώρος δεν είχε τίποτα το αξιοσημείωτο αλλά είχε μια υπέροχη θέα στη γύρω περιοχή. Μόνο στον βορρά την έκοβε το κατά πολύ ψηλότερο συνεδριακό κέντρο. Έμειναν να κοιτάζουν τους δρόμους που είχαν ήδη αρκετή κίνηση μιας και πολλοί είχαν ξεκινήσει για να πάνε στις δουλειές τους.

Κοίταξαν προς την ανατολή, ο ουρανός είχε αρχίσει να ροδίζει.

-Όπου να’ ναι τώρα, είπε ο Δημήτρης.

Πάνω από τις στέγες της Ρώμης, οι πρώτες ακτίνες του ήλιου ήρθαν να τους αγκαλιάσουν. Ο Δημήτρης γύρισε και κοίταξε τη Χριστίνα.

-Άξιζε το πρωινό ξύπνημα, είπε.

Τον κοίταξε και εκείνη και χαμογέλασε με το φως να παιχνιδίζει στα μάτια της.

-Τώρα λέμε καλημέρα, του είπε.

-Και είναι πράγματι, απάντησε.

Ύστερα τη φίλησε.

 

Ο Μιχάλης χτύπησε την πόρτα του δωματίου 123 και του άνοιξε η Άντζι. Μόλις τον είδε του χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο.

-Καλημέρα, της είπε, μπορώ να πάρω το σακίδιο της Μαρίας; Θέλει να αλλάξει.

-Έλα μέσα.

-Δεν είναι σωστό.

-Είμαι μόνη μου, είπε η κοπέλα, η Χριστίνα έχει βγει με τον Δημήτρη.

 Ο Μιχάλης συνειδητοποίησε ότι δεν είχε δει τον Δημήτρη στο δικό τους δωμάτιο. Αναρωτήθηκε τι ώρα είχαν σηκωθεί αυτοί οι δύο, που προφανώς είχαν δώσει ραντεβού από το προηγούμενο βράδυ.

-Ποιο είναι το σακίδιο της Μαρίας;

Η Άντζι του το έδειξε και εκείνος το πήρε. Η κοπέλα έπιασε το χέρι του και όταν την κοίταξε του είπε:

-Να την προσέχεις και να προσέχετε και οι δυο. Ο Σταύρος έχει λυσσάξει, θέλει εκδίκηση.

-Θα προσέχω, πρόσεχε και εσύ.

Η Άντζι χαμογέλασε.

-Σε ευχαριστώ που νοιάζεσαι.

Ο Μιχάλης της ανταπέδωσε το χαμόγελο και επέστρεψε στο δωμάτιο που μοιραζόταν με την Μαρία. Η κοπέλα ήταν στο μπάνιο και μπορούσε να την ακούσει να τραγουδάει, η φωνή της ήταν γλυκιά και μελωδική. Χαμογέλασε και κάθισε να την περιμένει.

Ήταν τόσο αναπάντεχα τα όσα είχαν γίνει, μέχρι τη Δευτέρα η Μαρία ήταν ακόμα μια συμμαθήτρια με την οποία δεν είχε μιλήσει ποτέ. Οι δύο φορές που είχε πέσει πάνω του στο πλοίο και την είχε συγκρατήσει την είχαν κάνει να πάρει το θάρρος να του μιλήσει και το πώς της φέρθηκε στην Πομπηία την είχε κερδίσει. Μετά είχε μεθύσει και είχε επισπεύσει τα πράγματα κάτι για το οποίο δεν ήταν και ο ίδιος φυσικά ανεύθυνος. Η όλη ιστορία τον γέμιζε τρυφερότητα για την κοπέλα και έλπιζε ότι είχε βρει στο πρόσωπό της αυτό που αναζητούσε.

Η Μαρία βγήκε από το μπάνιο με μια πετσέτα στα χέρια και στέγνωνε το σώμα της. Κοντοστάθηκε μόλις τον είδε και μετά προχώρησε με ένα χαμόγελο.

-Δεν έχει νόημα να κάνω τη σεμνή τώρα, με έχεις δει γυμνή… Ευχαριστώ που μου έφερες τα πράγματά μου.

Ντύθηκε και μετά στράφηκε στον Μιχάλη.

-Θα πάμε για πρωινό;

-Φυσικά.

Σηκώθηκε και πήγε με την Μαρία για να βγει από το δωμάτιο. Εκεί η κοπέλα τον αγκάλιασε και τον φίλησε.

-Δεν θα το τολμούσα έξω.

Πήγαν στην τραπεζαρία και εκεί η Μαρία κοντοστάθηκε. Ο Μιχάλης κατάλαβε τον δισταγμό της. Πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της και την οδήγησε στο τραπέζι που καθόταν ο Ερνέστος και ο Δημήτρης.

 

Δεν άργησαν για να ξεκινήσουν την περιήγηση στην Ρώμη. Ο πρώτος τους σταθμός ήταν το μνημείο του Βίκτωρος Εμμανουήλ, του πρώτου βασιλιά της ενοποιημένης Ιταλίας, στο οποίο βρίσκεται και το αντίστοιχο του αγνώστου στρατιώτη των Ιταλών. Μετά πέρασαν από το δημαρχείο της Ρώμης, η πλατεία του οποίου είναι γεμάτη με αγάλματα από τους δίδυμους Κάστορα και Πολυδεύκη στην είσοδο της πλατείας μέχρι το άγαλμα του Ποσειδώνα ή του Τίβερη κατά άλλες γνώμες, στα σκαλιά του δημαρχείου.

Πίσω από το δημαρχείο μπορούσαν να δουν από ένα ψηλό, καλό σημείο παρατήρησης, την αρχαία αγορά.

«Αυτό που βλέπετε εκεί είναι ό,τι απέμεινε από τον ναό του Κρόνου. Διηγούνται για τον ναό αυτό ότι οι πύλες του έκλειναν μόνο όταν καμία Ρωμαϊκή λεγεώνα, πουθενά στον κόσμο δεν πολεμούσε, και ότι συνέβη να κλείσουν μόνο μια φορά για μια και μόνο ημέρα.»

Δεν ήταν περίεργο που είχαν τέτοια στρατιωτική παράδοση οι Ρωμαίοι, σκέφθηκε ο Μιχάλης, αφού ήταν συνέχεια σε πόλεμο, σε κάποιο σημείο της αυτοκρατορίας. Από τις σκέψεις του για τη Ρώμη τον επανάφερε ένα χέρι που γλίστρησε μέσα στο δικό του. Γύρισε και κοίταξε τη Μαρία ανήσυχος, όμως η κοπέλα δεν έδειχνε να μην είναι καλά. Ήταν μια εκδήλωση τρυφερότητας, της έσφιξε το χέρι πριν το αφήσει για να βγάλει μια φωτογραφία.

«Απέναντι ήταν τα Ρόστρα, το βήμα για τους ρήτορες που ήθελαν να μιλήσουν στο πλήθος που βρισκόταν στο Φόρουμ, την αγορά. Το χρησιμοποιούσαν και για επίσημες ανακοινώσεις αλλά η επίσημη συζήτηση γινόταν στην Σύγκλητο.»

 

Ο επόμενος σταθμός ήταν το Βατικανό. Η έδρα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, και μικρότερο κράτος στον κόσμο, δεν έχει σύνορα να το χωρίζουν από την Ιταλική επικράτεια και κανείς δεν καταλαβαίνει ότι περνάει σε άλλο κράτος καθώς δεν υπάρχει έλεγχος ή φρούρηση αν και υπάρχει συνήθως αστυνομία για ένα πολύ πιο σύνηθες και καθημερινό πρόβλημα, το κυκλοφοριακό.

Επισκέφθηκαν την πλατεία του Βατικανού, μια από τις γνωστότερες στον κόσμο, με τα κτίρια ημικυκλικά γύρω της και τα αγάλματα των παπών σαν μια σειρά φρουρών στη στέγη. Στο βάθος ήταν ο επιβλητικός ναός του αγίου Πέτρου, του προστάτη άγιου της Ρώμης που είχε πεθάνει πάνω στον σταυρό σε εκείνο ακριβώς το σημείο 1930 χρόνια νωρίτερα.

Ο Σταύρος παρακολουθούσε την ξενάγηση χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Βλέποντας τον Μιχάλη να κρατάει από το χέρι τη Μαρία έκανε ένα σχόλιο:

-Δεν χρειάζεται να την κρατάς από το χέρι για να ξέρουν ότι είναι δική σου. Δεν την θέλει και κανένας, μη φοβάσαι.

-Δεν την κρατώ από το χέρι για να ξέρουν ότι είναι δική μου αλλά για να την νιώθω κοντά μου.

Ο Σταύρος μόρφασε με αηδία και απομακρύνθηκε για να πέσει πάνω στον   Δημήτρη που είχε αγκαλιά την Χριστίνα.

-Δεν πάτε μέσα, να σας παντρέψουν; ειρωνεύτηκε δείχνοντας τον ναό του αγίου Πέτρου.

-Δεν είμαι καθολικός, είμαι ορθόδοξος, δεν μπορώ να παντρευτώ εδώ, απάντησε ο Δημήτρης, αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα με κηδεία, προσφέρεσαι;

Η απάντηση του Σταύρου ήταν μια φοβερή βλαστήμια.

 

Μετά το Βατικανό σταμάτησαν στην περίφημη Φοντάνα Ντι Τρέβι, όπου έβγαλαν μια ομαδική φωτογραφία και πολλές προσωπικές.

Ο Δημήτρης ακολούθησε την παράδοση και έριξε ένα κέρμα στο νερό.

-Τι ευχήθηκες; ρώτησε η Χριστίνα.

-Να είναι όλες οι ανατολές όπως η σημερινή, είπε εκείνος και η Χριστίνα τον φίλησε με πάθος στο στόμα μπροστά σε όλους με αποτέλεσμα να ακουστούν χειροκροτήματα και σφυρίγματα ένα γύρο.

-Θες και εσύ ένα φιλί; ρώτησε η Μαρία τον Μιχάλη. Εκτός και αν δεν θες επειδή…

Έδειξε το πλήθος. Ο Μιχάλης την αγκάλιασε και τη φίλησε αλλά κανείς δεν το πρόσεξε μέσα στο χαμό που είχε ξεσηκώσει το φιλί του Δημήτρη με τη Χριστίνα.

 

Τελείωσαν με την ξενάγηση όταν ήταν πια μεσημέρι και επέστρεψαν στα πούλμαν. Ο ένας από τους συνοδούς καθηγητές πήρε το μικρόφωνο και είπε:

-Για ακούστε με λίγο. Ακούστε με! Σιδέρη κάτσε κάτω! Λοιπόν. Τώρα θα σας αφήσουμε σε ένα σημείο και είστε ελεύθεροι να πάτε για φαγητό, ψώνια και ό,τι άλλο θέλετε. Αν κάποιος θέλει μπορεί να επιστρέψει στο ξενοδοχείο, δεν είναι τίποτα υποχρεωτικό. Συγκέντρωση στο ίδιο σημείο στις 19:30 για να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο. Να προσέχετε, ελεύθεροι.

 

Ξεχύθηκαν σε μεγάλες ή μικρές παρέες στους δρόμους και τα μαγαζιά της Ρώμης. Ο Μιχάλης ρώτησε τη Μαρία:

-Τι θέλεις να κάνουμε;

-Θέλω να πάρω ένα τηλέφωνο, είπε η κοπέλα με δυστυχισμένο ύφος. Πρέπει να πάρω τους γονείς μου. Δεν μπορώ να είμαι με την αγωνία τι θα πουν.

-Εντάξει.

Βρήκανε ένα μαγαζί που διέθετε τηλέφωνο για το κοινό και η Μαρία μπήκε στον τηλεφωνικό θάλαμο να τηλεφωνήσει στο σπίτι της. Ο Μιχάλης στάθηκε έξω από αυτόν και την περίμενε με το βλέμμα στο πανέμορφο πρόσωπό της.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου