Τα Μονοπάτια Του Έρωτα - 9

Author: Νυχτερινή Πένα /

Συγκεντρώθηκαν στο καθορισμένο σημείο και πήγαν στα πούλμαν για να τους μεταφέρουν στο ξενοδοχείο τους, το Παλάς. Δεν άργησαν να φτάσουν και να κατακλύσουν την υποδοχή ως που να μάθουν όλοι σε ποιο δωμάτιο θα έμεναν και να πάρουν τη μαγνητική κάρτα που λειτουργούσε σαν κλειδί.

Ο Μιχάλης με τον Ερνέστο είχαν μείνει τελευταίοι αλλά δεν τους απασχολούσε. Εκείνοι δεν βιάζονταν όπως οι περισσότεροι.

-Τι έκανες όλο το απόγευμα; ρώτησε ο Μιχάλης τον φίλο του.

-Περπατούσα, είπε ο Ερνέστος. Πρέπει να πέρασα όλες τις γέφυρες του Άρνου.

-Προπονείσαι για δρομέας μεγάλων αποστάσεων; τον πείραξε ο Μιχάλης.

-Σκεφτόμουν.

-Το ξέρω, είπε απαλά ο Μιχάλης, πού κατέληξες;

-Πρέπει να της μιλήσω. Δεν γίνεται αλλιώς. Ρισκάρω να χάσω την εκτίμησή της αλλά πρέπει.

-Απόψε, θα είναι πιο εύκολο να διαφύγετε της προσοχής. Σχεδόν όλοι θα έχουν την προσοχή τους στον τελικό.

Αυτό το βράδυ ήταν ο τελικός της Ευρολίγκας και ο Ολυμπιακός θα αντιμετώπιζε την Μπανταλόνα στο Τελ Αβίβ. Ο Μιχάλης είχε δίκιο, οι περισσότεροι βιάζονταν να φάνε το δείπνο και να βρουν μια τηλεόραση. Αντίθετα με το προηγούμενο βράδυ, που χρειάζονταν ραδιόφωνο για να παρακολουθήσουν τον τελικό του ελληνικού κυπέλλου, απόψε ο αγώνας ήταν διεθνούς ενδιαφέροντος και θα καλυπτόταν τηλεοπτικά. Ακόμα πιο βολικά, το Παλάς ήταν όνομα και πράγμα, τα δωμάτια είχαν τηλεόραση.

Το δωμάτιό τους ήταν το 320 και πήραν τα πράγματα τους για να πάνε. Αυτή τη φορά τα δωμάτια πήγαιναν με τον όροφο και ήταν στον τρίτο οπότε πήραν το ασανσέρ. Είχαν μόλις βρει το δωμάτιό τους και άνοιγαν όταν ένας γκρουμ πλησίασε. Απευθύνθηκε στον Μιχάλη που δεν κατάλαβε λέξη και κοίταξε τον Ερνέστο για βοήθεια.

-Θέλει να τον ακολουθήσεις, είπε εκείνος έκπληκτος.

-Εντάξει, φαντάζομαι τι έγινε. Το δωμάτιο είναι για τους δυο σας.

-Η Μαρία;

-Ναι. Θέλει να μείνουμε μαζί.

-Απολύτως κατανοητό. Πήγαινε.

Ο Μιχάλης ακολούθησε τον γκρουμ που πήρε και τα πράγματά του. Περίμενε ότι θα τον οδηγούσε σε κάποιο δωμάτιο αλλά δεν περίμενε ότι το δωμάτιο θα ήταν ολόκληρη σουίτα. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Έκπληκτος με το θέαμα έβαλε στο χέρι του γκρουμ ένα χαρτονόμισμα που έκανε τον Ιταλό να αναφωνήσει:

-Grazie, Signore!

Μπήκε στο δωμάτιο και βρήκε έκπληκτος ένα υπέροχο δείπνο να περιμένει. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με λευκό τραπεζομάντηλο και ακριβά σερβίτσια, ενώ ήταν υπό το φως των κεριών. Η Μαρία είχε αλλάξει, είχε φορέσει ένα μαύρο επίσημο φόρεμα, που κολάκευε τις λεπτές γραμμές του σώματός της, και γόβες.

Ο Μιχάλης άφησε τα πράγματά του και πλησίασε την αγαπημένη του. Εκείνη τον αγκάλιασε και τον φίλησε.

-Τι είναι όλα αυτά;

-Ήθελα πολύ να το κάνω, είπε η κοπέλα.

Κάθισαν να φάνε και ο Μιχάλης ρώτησε την κοπέλα:

-Πότε τα οργάνωσες όλα αυτά;

-Σήμερα το πρωί, όταν κατέβηκες για πρωινό, τηλεφώνησα στο ξενοδοχείο εδώ και έκανα την κράτηση και τους είπα τι ήθελα. Γι’ αυτό μόλις φτάσαμε σου είπα να κατέβω γρήγορα. Ήθελα να ολοκληρώσω τις ετοιμασίες.

-Και το φόρεμα;

-Χθες στη Ρώμη.

Ο Μιχάλης χαμογέλασε.

-Δεν χρειαζόταν όμως να τα κάνεις όλα αυτά.

-Ήθελα να γιορτάσουμε το ότι είμαστε μαζί με έναν ξεχωριστό τρόπο.

Η Μαρία σταμάτησε και κοίταξε τον αγαπημένο της στα μάτια.

-Δεν ξέρεις ποια είμαι ε; Εννοώ ποια είναι η οικογένειά μου.

-Όχι, είπε ο Μιχάλης για να μην εκθέσει τον Ερνέστο που δεν του είχε πει άλλωστε και πολλά πράγματα.

-Τα χρήματα δεν είναι πρόβλημα, μην σκέφτεσαι τι μου κόστισε. Ήθελα απλά να είναι κάτι ξεχωριστό.

Ο Μιχάλης άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό της πάνω στο τραπέζι.

-Για μένα κάθε τι μαζί σου είναι ξεχωριστό.

Μαζί με το δείπνο η Μαρία είχε ζητήσει και ένα κρασί, ένα σαγκρία μιας και το είχε ξαναδοκιμάσει. Ο Μιχάλης δεν έπινε και δεν τον κατάφερε να το δοκιμάσει αλλά η ίδια ήπιε.

-Μμ… είναι καλύτερο από της Μαρίνας. Αυτό που με κέρασε δεν ήταν το ίδιο καλό. Ίσως να είχε κουνηθεί πολύ αν το είχαν από την Ελλάδα.

-Μπορεί, είπε ο Μιχάλης αλλά έκανε και μια σκέψη που την κράτησε για τον εαυτό του. Σε ευχαριστώ για όλα αυτά Μαρία, μα ξέρεις ότι σε αγαπώ και δεν έχουν άλλα πράγματα σημασία.

Η κοπέλα του χάρισε ένα χαμόγελο ευτυχίας και μετά του είπε:

-Το ξέρω, και αυτό ζεσταίνει την καρδιά μου. Αλλά θέλω να κάνουμε πράγματα, να ζήσουμε πράγματα που δεν θα προλάβουμε ίσως άλλη φορά.

-Το είπες και άλλη φορά. Φοβάσαι ότι ο χρόνος σου είναι περιορισμένος. Εννοείς την κατάσταση της υγείας σου, σωστά;

-Ναι. Ζω με δανεικό χρόνο, Μιχάλη, γι’ αυτό και βιάζομαι.

Ο Μιχάλης σηκώθηκε και πήγε κοντά της. Την πήρε στην αγκαλιά του και χάιδεψε τα μαλλιά της.

-Θα κάνουμε το χρόνο μας να αξίζει, θα τον γεμίσουμε με όμορφες στιγμές και με όλα όσα θες, αγάπη μου.

-Θα ζήσω μου λένε μέχρι τα 24 περίπου.

-Είναι αρκετά χρόνια ως τότε, πολλά μπορούν να γίνουν και ακόμα περισσότερα να αλλάξουν. Ίσως βρεθεί και θεραπεία ή κάποια αγωγή αντιμετώπισης. Μη χάνεις το θάρρος σου. Εγώ θα είμαι μαζί σου, δεν θα είσαι μόνη.

Η Μαρία τον φίλησε.

-Δεν θα με αφήσεις;

-Ποτέ!

Η κατηγορηματική δήλωση και ένα γλυκό φιλί έφτιαξαν τη διάθεση της κοπέλας. Συνέχισαν το δείπνο τους με τη συζήτηση να στρέφεται στα όσα είχαν δει σήμερα.

Ολοκλήρωσαν το δείπνο τους και πήραν επιδόρπιο ένα παγωτό τιραμισού. Μετά από αυτό η Μαρία είπε:

-Θέλω να σου κάνω ένα δώρο.

-Δώρο; Δεν χρειάζεται, ματάκια μου. Μου έχεις ήδη προσφέρει τόσα.

-Κάτι που θέλω να έχεις.

Σηκώθηκε και πήγε κοντά του. Εκείνος την μιμήθηκε και την πήρε στην αγκαλιά του. Η κοπέλα πήρε το δεξί χέρι του και πέρασε στον μέσο ένα δακτυλίδι, δεν ήταν σαν εκείνα που σηματοδοτούν γάμους ή αρραβώνες, ήταν ένα από εκείνα που σε παλαιότερες εποχές θα φορούσε ένας ευγενής, αντί για πέτρα είχε ένα εγχάρακτο έμβλημα.

-Είναι οικογενειακό κειμήλιο, είπε η Μαρία. Περνούσε από πατέρα σε γιο εδώ και γενιές. Αλλά ο πατέρας μου δεν έχει άλλα παιδιά και πέρασε σε εμένα. Επί πολλά χρόνια το είχα περασμένο σε μια αλυσίδα και το φορούσα κρεμασμένο από το λαιμό μου. Τώρα θέλω να το πάρεις εσύ.

-Δεν είναι σωστό.

-Είσαι ό,τι κοντινότερο θα αποκτήσει ο πατέρας μου σε γιο. Πρέπει να το έχεις.

-Εντάξει, το δέχομαι, είπε ο Μιχάλης και τη φίλησε. Δεν σκοπεύω να σε αφήσω, ποτέ.

-Αλήθεια; είπε η Μαρία με μάτια που έλαμπαν.

-Ναι.

Η κοπέλα έφερε τα χέρια της πίσω και ελευθέρωσε το φερμουάρ του φορέματός της. Το έβγαλε με απαλές ανεπιτήδευτες κινήσεις αλλά για τον Μιχάλη ήταν ό,τι πιο αισθησιακό είχε δει ποτέ. Την πήρε στην αγκαλιά του ξανά και τη φίλησε. Ύστερα την ξάφνιασε σηκώνοντάς τη στα χέρια του και μεταφέροντας τη στο διπλό κρεβάτι που τους περίμενε. Την απίθωσε εκεί απαλά και έμεινε να την κοιτάζει.

-Τι; έκανε η κοπέλα.

-Είσαι τόσο όμορφη.

Η Μαρία χαμογέλασε αλλά κούνησε το κεφάλι της.

-Σίγουρα δεν χρειάζεται να πας μακριά για να βρεις όμορφες γυναίκες, έχουμε στην…

Ο Μιχάλης τη διέκοψε σκύβοντας και δίνοντάς της ένα φιλί.

-Δεν χρειάζεται να πάω πουθενά. Η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου είναι εδώ μαζί μου.

Εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τον φίλησε με πάθος.

-Ξέρεις τι θέλει αυτή η γυναίκα τώρα;

-Τι θέλει, ματάκια μου;

-Να της κάνεις έρωτα. Να είναι η Φλωρεντία η πόλη που θα θυμόμαστε για την ξεχωριστή νύχτα που περάσαμε σ’ αυτή.

Ο Μιχάλης τη φίλησε ξανά ξεκινώντας να κάνουν αυτό που η Μαρία ζήτησε.

 

Ο Ερνέστος καθόταν στο σαλόνι του ξενοδοχείου. Το σαλόνι ήταν δεξιά όπως έμπαινε κανείς στο ξενοδοχείο με την υποδοχή να είναι αριστερά. Όπως και κάθε τι άλλο εδώ απέπνεε πολυτέλεια και φινέτσα. Καθόταν μόνος του στο σκοτάδι και το προτιμούσε. Η ώρα ήταν περασμένη και οι περισσότεροι είχαν πάει για ύπνο.

Μετά το δείπνο είχαν πάει όλοι να δουν το μπάσκετ, η ήττα του Ολυμπιακού στην πρώτη του προσπάθεια για το ευρωπαϊκό τρόπαιο έφερε μια απογοήτευση. Στην περίπτωση του Ζήση αρκετή ώστε να ρίξει μια γροθιά στον τοίχο και να σπάσει το χέρι του. Τον συνόδευσε η Αγγελέτου στο νοσοκομείο και πήρε μαζί τον Ερνέστο για διερμηνέα. Ο Ερνέστος χάρηκε που θα μπορούσε να ξεφύγει από τις σκέψεις του. Άφησε το κλειδί του δωματίου στο Δημήτρη και έφυγε. Ως που να επιστρέψουν, οι περισσότεροι είχαν πάει για ύπνο, ο ίδιος δεν νύσταζε και αμφέβαλλε αν θα μπορούσε να κοιμηθεί. Ας απολάμβανε τη δυνατότητα να έχει δικό του δωμάτιο ο Δημήτρης μιας και ο Μιχάλης είχε επίσης δικό του δωμάτιο.

Αποτραβήχτηκε σε μια άκρη του σαλονιού και κάθισε σε μια πολυθρόνα. Δεν ήξερε τι ώρα ήταν και δεν τον ένοιαζε κιόλας. Είχε μείνει να σκέφτεται ενώ όλο και λιγότεροι βρίσκονταν τριγύρω.

 

Η Δανάη είχε αποφασίσει να του μιλήσει αλλά χρειαζόταν και την ευκαιρία για να το κάνει. Ήθελε να είναι μόνοι και να μην τους διακόψει κανένας. Αλλά για να το κάνει αυτό έπρεπε να μπορεί να βρει τον ίδιο τον Ερνέστο και αυτό για αρκετή ώρα δεν ήταν δυνατό, τώρα που όλα ήταν ήσυχα και οι πιο πολλοί κοιμούνταν είχε έρθει πια η ώρα να μιλήσουν.

Στην αρχή δεν τον διέκρινε στο σκοτάδι αλλά μετά τον πλησίασε χωρίς εκείνος να τη δει όπως είχε βυθιστεί σε σκέψεις.

-Καλησπέρα, Ερνέστο. Ή μάλλον καλημέρα πρέπει να πω τέτοια ώρα.

Ο Ερνέστος ύψωσε το βλέμμα του και την κοίταξε.

-Καλημέρα, είπε επιφυλακτικά.

-Πρέπει να μιλήσουμε, τι λες;

-Πρέπει.

Η Δανάη κάθισε απέναντί του. Δεν είχε καθίσει στην απέναντι πολυθρόνα γιατί θα ήταν πολύ μακριά, είχε καθίσει στο τραπεζάκι μπροστά του, ήταν έτσι πολύ πιο κοντά. Τα πόδια της άγγιζαν τα δικά του.

-Αυτό που έγινε στο νοσοκομείο… ξεκίνησε. Που με φίλησες. Γιατί το έκανες;

-Φαινόσουν ότι το είχες ανάγκη.

Η Δανάη ένευσε. Αυτό ήταν αλήθεια.

-Και κάνεις πάντα αυτό που έχουν ανάγκη οι άλλοι;

-Προσπαθώ…είπε ο Ερνέστος. Ειδικά αν…

-Αν;

-Αν πρόκειται για άτομο που αγαπώ.

Η Δανάη ένιωσε τα μάγουλά της να φλογίζονται. Ορίστε, το είχε πει. Αβίαστα όσο και ανεπιτήδευτα. Μετά και από το περιστατικό που είχε συμβεί στην τάξη και το νοσοκομείο, δεν μπορούσε να έχει καμία αμφιβολία για το τι σκεφτόταν. Και η ίδια; Τι σκεφτόταν;

Ο Ερνέστος την κοίταζε με μια σπάνια ένταση αποτυπωμένη στο πρόσωπό του. Περίμενε με αγωνία την αντίδρασή της.

-Είμαι ένα τέτοιο άτομο;

-Ναι, είσαι. Από όταν σε γνώρισα. Γιατί δεν ήσουν ποτέ απόμακρη, πάντα πρόθυμη να βοηθήσεις έναν μαθητή… Έχεις έναν αξιαγάπητο χαρακτήρα και είσαι όμορφη σαν άγγελος, γιατί να μην είσαι ένα τέτοιο άτομο;

Η Δανάη ένιωθε όλο και πιο σίγουρη για την απόφαση που είχε πάρει κοιτάζοντας τον Άρνο λίγες ώρες πριν.

-Νομίζεις ότι είναι πρέπον; ρώτησε.

-Ναι, είπε ο Ερνέστος, σε λίγο δεν θα είμαι πια μαθητής και η διαφορά ηλικίας δεν είναι μεγάλη.

-Επίσης είσαι ευαίσθητος ενώ θα μπορούσες να είσαι σκληρός, συγκροτημένος και ευγενικός αντί για κυνικός, ώριμος, καλός φίλος και είμαι σίγουρη ότι θα είσαι καλός σύντροφος.

Ο Ερνέστος είχε ανασηκωθεί και καθόταν στην άκρη της πολυθρόνας με την ένταση εμφανή στο πρόσωπό του. Η Δανάη έσκυψε μπροστά. Το βλέμμα της βρήκε το δικό του και όλα τα άλλα ξεχάστηκαν.

Τη φίλησε. Απόλαυσε την απαλή υφή των χειλιών της, τη γεύση της σοκολάτας στη γλώσσα της. Το χέρι του μετακινήθηκε στην πίσω πλευρά του λαιμού της και την χάιδεψε. Η Δανάη έγειρε ακόμη λίγο και βρέθηκε στην αγκαλιά του. Ο Ερνέστος σήκωσε και το άλλο χέρι του και την έκλεισε στην αγκαλιά του.

-Έλα… του ψιθύρισε. Ας πάμε μια βόλτα μαζί.

 

Δεν τους κατάλαβε κανένας που βγήκαν έξω και πήγαν μια βόλτα στις γέφυρες του Άρνου αγκαλιασμένοι μιλώντας, γελώντας, ανταλλάσσοντας απαλά φιλιά ή πιο βαθιά και παθιασμένα. Δύο ερωτευμένοι σε μια ρομαντική πόλη που μέσα στην ησυχία της νύχτας έμοιαζε να είναι ολόκληρη στη διάθεσή τους.

Σταμάτησαν στην γέφυρα όπου η Δανάη είχε πάρει τις αποφάσεις της και  ο Ερνέστος την αγκάλιασε και τη φίλησε πάλι. Η Δανάη του αποκάλυψε τη σημασία αυτής της γέφυρας και ο Ερνέστος την σήκωσε στην αγκαλιά του. Η Δανάη έδεσε τα πόδια της γύρω από τη μέση του. Τον ένιωσε να ερεθίζεται και χαμογέλασε, δεν ήθελε τίποτα άλλο περισσότερο και η ίδια.

-Νομίζω ότι είναι η ώρα να γυρίσουμε, είπε και η φωνή της ήταν βραχνή,

 

Επέστρεψαν στο ξενοδοχείο σταματώντας εδώ και’ κει για ένα φιλί ή ένα χάδι. Φτάνοντας στο Παλάς δεν χρειάστηκε να πάνε από την υποδοχή γιατί η Δανάη είχε ήδη το κλειδί της. Πήραν το ασανσέρ για τον τρίτο και άρχισαν να φιλιούνται πάλι. Συνέχισαν στον διάδρομο και σταμάτησαν μόνο για να μπουν στο δωμάτιο.

Μόλις έκλεισαν πίσω τους την πόρτα συνέχισαν τα φιλιά και πρόσθεσαν και χάδια που έφεραν μια γλυκιά φλόγα να καίει στα σώματά τους και άρχισαν να γδύνουν ο ένας τον άλλον ως που έμειναν όπως την ημέρα που ήρθαν στον κόσμο.

-Είσαι τόσο όμορφη, είπε ο Ερνέστος.

Η Δανάη χαμογέλασε. Όπως ήταν γυμνός ήταν εύκολο να δει πώς αντιδρούσε στο δικό της γυμνό σώμα και η ίδια ένιωθε ακριβώς το ίδιο.

-Έλα, του είπε βραχνά.

Πήγαν στο κρεββάτι. Ο Ερνέστος την πήρε στην αγκαλιά του και την ξάπλωσε. Την κοίταζε στα μάτια όπως τη χάιδευε και τη φιλούσε, όπως εξερευνούσε κάθε γωνιά του κορμιού της, όταν την έκανε δική του. Και όταν έφτασαν μαζί στην κορύφωση, της υποσχέθηκε ότι θα είναι πάντα μαζί.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου