Τα Μονοπάτια Του Έρωτα - 10

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο Μιχάλης ξύπνησε με μια αίσθηση απόλυτης ευτυχίας. Συνειδητοποίησε τι ήταν που τον είχε ξυπνήσει. Η Μαρία τραγουδούσε ένα απαλό τραγούδι, ήταν αργό και σιγανό αλλά ταυτόχρονα γεμάτο πάθος και η φωνή της το απέδιδε τόσο όμορφα. Η κοπέλα ήταν καθισμένη στο μπουντουάρ του δωματίου και χτενιζόταν ντυμένη μόνο με το εσώρουχό της.

Η κοπέλα έδειχνε γαλήνια και ευτυχισμένη όπως έφτιαχνε τα μαλλιά της και ο Μιχάλης χαμογέλασε. Δεν ήταν πολλά που χρειάζονταν για να την κάνουν να νιώθει έτσι. Συνέχισε να την κοιτάζει ως που η κοπέλα τον αντελήφθη και σταμάτησε.

-Συγγνώμη, σε ξύπνησα, είπε.

-Ήταν το πιο γλυκό ξύπνημα που είχα ποτέ, είπε ο Μιχάλης και ανακάθισε.          

-Αλήθεια;

Η Μαρία ήρθε κοντά του και ο Μιχάλης την αγκάλιασε. Ακούμπησε το πρόσωπό στην κοιλιά της και μετά εναπέθεσε ένα απαλό φιλί εκεί. Η κοπέλα χάιδεψε τα μαλλιά του. Ο Μιχάλης της έδωσε άλλο ένα φιλί και εκείνη γέλασε:

-Σταμάτα! Αν συνεχίσεις δεν μας βλέπω να προλαβαίνουμε για πρωινό.

Ο Μιχάλης συνέχισε να τη φιλάει ανεβαίνοντας προς το στήθος της.

-Είπα να σταματήσεις, είπε πνιχτά η κοπέλα και αναστέναξε όταν την φίλησε πάνω στην ήδη ερεθισμένη θηλή και πρόσθεσε, αλλά πάλι το πρωινό είναι απλά υπερεκτιμημένο…

 

Η Δανάη άνοιξε τα μάτια της νιώθοντας το αντίθετο από το προηγούμενο πρωινό. Ένιωθε χαλαρωμένη, πλήρης, ικανοποιημένη. Το σώμα της ήταν χορτασμένο από έρωτα και η ψυχή της γεμάτη ευτυχία. Κοίταξε δίπλα τον Ερνέστο που ακόμα κοιμόταν. Χάιδεψε το μάγουλό του όπου είχαν αρχίσει να φυτρώνουν ήδη τα γένια του, και μετά το στέρνο του όπου φαινόταν μια άγρια κόκκινη γραμμή, ένα από τα λίγα εξωτερικά σημάδια της περιπέτειάς του. Μετά τον φίλησε για να τον ξυπνήσει.

Ο Ερνέστος άνοιξε τα μάτια του, την αντίκρισε και χαμογέλασε.

-Καλημέρα, είπε νυσταγμένα.

-Καλημέρα, του είπε και τον φίλησε ξανά.

Ο Ερνέστος την τράβηξε στην αγκαλιά του και εκείνη ξάπλωσε πάνω του.

-Κοιμήθηκες καλά;

-Σαν να ήμουν στον παράδεισο, είπε η Δανάη και πράγματι δεν θυμόταν πότε είχε ξανακοιμηθεί τόσο γαλήνια. Και το χρωστώ σε εσένα.

Τον φίλησε και πάλι, τα χέρια του ταξίδεψαν στο σώμα της ερεθίζοντας και προκαλώντας την για να φτάσουν γρήγορα σε μια παθιασμένη ένωση.

 

Μπορεί να μην είχαν ξεκινήσει όλοι τη μέρα τους με ερωτικές περιπτύξεις αλλά την είχαν ξεκινήσει με πιο χαλαρό ρυθμό μιας και ήταν η τελευταία τους επί Ιταλικού εδάφους.

Ο Μιχάλης και η Μαρία ετοιμάστηκαν και η κοπέλα τού πρότεινε να πάρουν πρωινό οι δυο τους.

-Καλύτερα να κατέβουμε στην τραπεζαρία, είπε ο Μιχάλης, δεν έχουμε πολύ χρόνο. Θα κατεβάσω τα πράγματα στο πούλμαν και θα πάμε μετά για πρωινό.

-Εντάξει.

Ο Μιχάλης κατέβηκε στο πούλμαν με τα πράγματα και των δύο και επέστρεψε. Καθώς πήγαινε για το δωμάτιό του πέρασε από ένα με μια μισάνοιχτη πόρτα. Αυτό δεν του τράβηξε την προσοχή, του την τράβηξε ένας ήχος που αναγνώρισε πολύ καλά. Ένα χαστούκι.

 

-Περάσαμε ωραία, είπε ο Σταύρος.

Η Μαρίνα γύρισε και τον κοίταξε. Ήταν οι δύο τους στο δωμάτιό του.

-Απόψε έχω όμως άλλα σχέδια.

-Τι άλλα σχέδια; Μήπως είδες τα ρούχα μου;

Η Μαρίνα ήταν ολόγυμνη και γι’ αυτό έψαχνε τα ρούχα της, τη φανέλα και το μποξεράκι που φορούσε όταν είχε έρθει να βρει τον Σταύρο, τα υπόλοιπα πράγματά της βρίσκονταν στο δωμάτιό της. Ήθελε να ντυθεί για να φύγει, αλλιώς δεν κρύωνε, κάθε άλλο. Παρότι η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή και έκανε ρεύμα εκείνη ένιωθε αφύσικα ζεστή.

-Δεν ξέρω πού είναι. Λοιπόν, το βράδυ τι θα’ λεγες για μια τριπλέτα;

-Πάλι με την Φαίη;

-Όχι, χαμογέλασε ο Σταύρος, αυτή τη φορά θα αλλάξει το στυλ. Δύο άντρες, μια γυναίκα.

-Τι πράγμα;

-Δεν το έχεις ξανακάνει;

-΄Όχι!

-Είναι απλό, θα πέσεις στα γόνατα, αλλά ενώ εγώ θα γλεντώ το σφιχτό σου κωλαράκι, με το στόμα σου θα προσφέρεις την ηδονή στον Αλέξη.

-Δεν πρόκειται, αυτό είναι ανωμαλία!

-Σοβαρά τώρα;

-Σταύρο, δεν είμαι καμία αγία, έχω κάνει έρωτα με πολλούς, και ερχόμουν στην εκδρομή με την πρόθεση να πάω και με άλλους. Βρήκα εσένα και κόλλησα. Μετά δεν κοιμήθηκα με άλλον, και επειδή ήμασταν μαζί έκανα όλα όσα ήθελες και δεν με πείραζε. Αλλά αυτό όχι. Δεν είμαι πόρνη.

-Είπε η τσουλίτσα, χλεύασε ο Σταύρος.

Η Μαρίνα τον κοίταξε αληθινά πληγωμένη. Δεν περίμενε αυτόν τον χαρακτηρισμό. Ο Σταύρος την είχε ξαναπεί τσουλί αλλά ήταν πάνω στην παραφορά του σεξ και πίστευε ότι ήταν μέρος αυτής όπως και το ότι του άρεσε να μιλάει πρόστυχα. Αλλά τώρα ήταν σε μια συζήτηση και την είχε πληγώσει.

-Δεν είμαι! απάντησε και δεν θα κάνω τέτοια ανωμαλία.

-Είσαι ό,τι πω εγώ ότι είσαι. Και εγώ λέω ότι είσαι πουτανάκι.

Η Μαρίνα χαστούκισε τον Σταύρο οργισμένη αλλά την επόμενη στιγμή πήρε ένα οδυνηρό μάθημα για την σκληρότητα του εραστή της. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό της το ανταπέδωσε με μια γροθιά που τη βρήκε κάτω από το αριστερό μάτι. Με μια κραυγή έπεσε στα γόνατα και ο Σταύρος είπε:

-Και τώρα που είσαι στη σωστή θέση, άκου καλά. Δεν θα μου ξαναφέρεις αντιρρήσεις. Θα σε γλεντήσω με τον Αλέξη αν δεν θες να σε σαπίσω στο ξύλο.

-Καμία γυναίκα, όποια και αν είναι, δεν πρέπει να αναγκαστεί σε μη συναινετικό σεξ, και χαμένα κορμιά σαν εσένα δεν πρέπει να χτυπάνε τις γυναίκες, είπε ο Μιχάλης μπαίνοντας στο δωμάτιο.

Ο Σταύρος δεν πίστευε στα αυτιά του.

-Εσύ; Εσύ θα υπερασπιστείς αυτήν; Σε γοήτευσαν τα βυζιά της; Βέβαια, η τσουλίτσα σου δεν έχει και τίποτα εκεί μπροστά.

Τα μάτια του Μιχάλη άστραψαν από θυμό.

-Η Μαρία είναι γυναίκα μου και μην τολμήσεις να την πιάσεις στο στόμα σου ξανά. Θα αφήσεις και αυτήν την κοπέλα ήσυχη αλλιώς σου ορκίζομαι ότι θα πας φυλακή αμέσως μόλις πατήσουμε στην Ελλάδα.

Ο Μιχάλης στράφηκε στην Μαρίνα.

-Σήκω και ντύσου, θα σε πάρω από’ δω.

-Δεν… τα ρούχα μου…

Ο Μιχάλης έβγαλε το μπουφάν του και της το έδωσε. Εκείνη τυλίχτηκε στο μπουφάν και τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη. Την επόμενη στιγμή τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα.

-Πρόσεχε! φώναξε.

Ο Σταύρος είχε ορμήσει πάνω στον Μιχάλη αλλά εκείνος τον περίμενε, έκανε στο πλάι και χτύπησε με σφιγμένη την γροθιά. Ο Σταύρος διπλώθηκε στα δύο και ο Μιχάλης ξαναχτύπησε. Δυστυχώς για το Σταύρο και τα δύο χτυπήματα τα έδωσε με το χέρι που φορούσε το δακτυλίδι κάνοντάς τα πολύ πιο επώδυνα. Για καλή του τύχη εκείνος έπεσε πάνω στο ένα από τα κρεβάτια και έμεινε εκεί.

-Μην ξαναπλησιάσεις καμιά τους, κατάλαβες; είπε ο Μιχάλης και χωρίς να περιμένει απάντηση βγήκε από το δωμάτιο με τη Μαρίνα.

Την οδήγησε στο δωμάτιό του. Η Μαρία αγνάντευε τη θέα έξω και ακούγοντάς τον να μπαίνει στράφηκε προς το μέρος του. Χαμογέλασε βλέποντάς τον, ένα χαμόγελο που έσβησε μόλις είδε την Μαρίνα.

-Τι θέλει αυτή εδώ; ξεκίνησε αλλά σταμάτησε βλέποντας το πρόσωπο της άλλης κοπέλας που είχε αρχίσει να μελανιάζει κάτω από το μάτι, εκεί που την είχε χτυπήσει ο Σταύρος.

-Τι της συνέβη; ρώτησε.

-Τη χτύπησε ο Σταύρος.

-Ω, λυπάμαι! Λυπάμαι πολύ! έκανε η Μαρία και αγκάλιασε αυθόρμητα την Μαρίνα.

Εκείνη ξαφνιάστηκε με την κίνηση αυτή. Αφέθηκε στην συμπάθεια που της έδειχνε η Μαρία, μια συμπάθεια που είχε τόσο ανάγκη εκείνη τη στιγμή, και αναλύθηκε σε δάκρυα.

-Έλα, πάμε στο δωμάτιό σου να ντυθείς και να δούμε τι θα κάνουμε και με αυτό το τραύμα εδώ.

 

Δεν αργήσανε να αφήσουν πίσω τους την Φλωρεντία και να πάρουν τον δρόμο για το νότο και την επιστροφή στο Μπάρι. Ο Μιχάλης καθόταν στη συνηθισμένη θέση με την Μαρία δίπλα του. Η Μαρίνα είχε έρθει να καθίσει μπροστά για να είναι μακριά από το Σταύρο. Εκείνος έδειξε να αδιαφορεί και φαινόταν ότι ήδη την αντικαθιστούσε με την Φαίη.

Το ταξίδι για το Μπάρι ήταν αρκετά μεγάλο και έτσι περιορίστηκαν σε μια μόνο στάση για φαγητό. Σταμάτησαν σε ένα παβέζι, έναν σταθμό αυτοκινήτων που είχε πάρει το όνομά του από αυτόν που είχε εμπνευστεί πρώτος την ιδέα, για να ξεμουδιάσουν και να φάνε και αυτό ήταν όλο.

Φτάσανε το βράδυ και αποβιβάστηκαν στην προβλήτα στην άκρη της οποίας τους περίμενε για το ταξίδι της επιστροφής το Viscountess III. Ο Μιχάλης προχώρησε προς το πλοίο αφού απέτισσε για άλλη μια φορά τον σεβασμό του στο ναό του αγίου Νικολάου. Ένας καραμπινιέρος στάθηκε μπροστά του και άρχισε να του μιλάει γρήγορα και αυστηρά.

Ο Μιχάλης δεν καταλάβαινε φυσικά και έψαξε τον Ερνέστο για βοήθεια αλλά δεν μπορούσε να τον δει πουθενά γύρω και ο αστυνομικός άρχισε να του μιλάει πιο έντονα νομίζοντας ότι ο Μιχάλης τον αγνοεί. Ευτυχώς η Μαρία ήταν εκεί για να παρέμβει και να του εξηγήσει ότι του ζητούσε απλά τα χαρτιά του. Ο Μιχάλης έδωσε το διαβατήριό του και μόλις του το επέστρεψε ο Ιταλός καραμπινιέρος, συνέχισε με την αγαπημένη του για το πλοίο.

-Αυτό ήταν, είπε ο Μιχάλης, τελείωσε.

-Ναι, τι παίρνεις μαζί σου στην Ελλάδα; ρώτησε η κοπέλα.

Ο Μιχάλης την αγκάλιασε και τη φίλησε.

-Το πιο πολύτιμο πράγμα, την αγάπη σου!

 

Στο πλοίο τακτοποιήθηκαν όπως και στο ταξίδι τους για το Μπάρι και είχαν επίσης την ίδια διάθεση για νυχτοπερπατήματα και νυχτερινή διασκέδαση. Μαζεύτηκαν και πάλι στο σαλόνι οι περισσότεροι από όσους δεν θα κοιμούνταν. Ο Μιχάλης είχε βρει και πάλι άβολη την κουκέτα του και έτσι είχε αποφασίσει να επαναλάβει τη ρουτίνα του προηγούμενου ταξιδιού. Βρήκε ένα τραπέζι και εγκαταστάθηκε.

-Δεν περίμενα να σε βρω να γράφεις, είπε ο Ερνέστος και κάθισε απέναντί του. Άλλαξαν τόσα από το προηγούμενο ταξίδι.

-Άλλαξαν, είναι αλήθεια, αλλά η Μαρία ήθελε να κοιμηθεί και έτσι τη συνόδευσα στην καμπίνα της και μετά ήρθα να γράψω εδώ.

-Θα δοκιμαστεί η υπομονή σου, είπε ο Ερνέστος ενώ ακούγονταν σφυρίγματα και χειροκροτήματα.

-Τι στο όνομα της σύνεσης κάνουν πάλι; είπε ο Μιχάλης και σήκωσε το βλέμμα του.

Λίγο πιο πέρα η Φαίη και μια άλλη κοπέλα είχαν ανέβει πάνω σε ένα τραπέζι για να χορέψουν αμφότερες ντυμένες με ελάχιστα ρούχα.

-Δεν θα γράψω, είπε ο Μιχάλης, πάμε να φύγουμε πριν σκοτώσω κανέναν από τους ηλίθιους που ενθαρρύνουν αυτό το θέαμα.

Βγήκαν έξω στο κατάστρωμα και ο Ερνέστος πρότεινε:

-Πάμε για ύπνο; Τι θα κάνεις αφού δεν μπορείς να γράψεις;

-Θα δω. Μπορεί και να σε ακολουθήσω.

Ο Ερνέστος ένευσε και έφυγε, Ο Μιχάλης προχώρησε και στάθηκε στο σκοτάδι κοιτώντας τον έναστρο ουρανό. Ήταν ρομαντικός, πάντα ήταν, και η ενασχόληση με το γράψιμο είχε εντείνει αυτά τα στοιχεία του χαρακτήρα του. Αρνούμενος να συμβιβαστεί με συμπεριφορές και πρακτικές που έβρισκε χυδαίες, είχε πάρει απόφαση την ζωή στην μοναξιά. Αλλά τώρα δεν ήταν μόνος, είχε τη Μαρία.

Χαμογέλασε στη σκέψη της αγαπημένης του και κοίταξε το δακτυλίδι που τώρα κοσμούσε το χέρι του.

Αντελήφθη την κίνηση στο σκοτάδι πίσω του και γύρισε με τις γροθιές σφιγμένες, έτοιμος για να αντιμετωπίσει μια επίθεση από τον Σταύρο ή τον Βαγγέλη ή και τους δύο. Αλλά δεν ήταν κάτι τέτοιο, ο άνθρωπος που τον πλησίαζε ήταν η Μαρίνα.

-Καλησπέρα, του είπε η κοπέλα.

-Καλησπέρα, τι κάνεις εδώ έξω;

-Εσένα ήθελα. Ήθελα να σου μιλήσω.

-Σε ακούω.

Η Μαρίνα ήρθε πιο κοντά του. Χάρη στην περιποίηση της Μαρίας και το κατάλληλο μέηκ απ, δεν φαινόταν πολύ ότι είχε δεχτεί ένα χτύπημα.

-Ήθελα να σε ευχαριστήσω για το πρωί. Δεν περίμενα να με υπερασπιστείς εσύ…

-Όπως είπα κάθε γυναίκα έχει δικαίωμα να επιλέγει με ποιον και αν θα κάνει έρωτα. Είχες δικαίωμα να πεις όχι.

-Όχι για τον Σταύρο, είπε η Μαρίνα με ένα πικρό χαμόγελο. Δεν είμαι καμία αγία, Μιχάλη. Άρχισα την ερωτική μου ζωή πολύ νωρίς, στα 14 και έχω κάνει πράγματα για τα οποία δεν είμαι υπερήφανη. Αλλά δεν είμαι πόρνη. Δεν έχω κοιμηθεί ποτέ με δύο άνδρες μαζί… Και μέχρι τον Σταύρο δεν είχα κάνει ούτε στοματικό ποτέ… αλλά το ζήτησε και δεν μπόρεσα να πω όχι, είχαμε πιει κιόλας. Τέλος πάντων, σε ευχαριστώ. Επίτρεψε μου.

Η Μαρίνα έκανε ακόμα ένα βήμα και έκλεισε την απόσταση ανάμεσά τους. Αγκάλιασε τον Μιχάλη και τον φίλησε απαλά στα χείλη.

-Ευχαριστώ, είπε ξανά. Είναι η πρώτη φορά που φιλώ κάποιον χωρίς ερωτική πρόθεση ή απώτερο σκοπό.

-Μπορείς να αλλάξεις ζωή, είπε ο Μιχάλης. Το σχολείο τελείωσε, μπορείς να ξεκινήσεις από την αρχή. Εκεί που θα περάσεις ας πούμε, και μπορείς να περάσεις, είσαι καλή μαθήτρια. Δεν χρειάζεται να συνεχίσεις με κάτι που δεν σου αρέσει και δεν είσαι εσύ.

Η Μαρίνα χαμογέλασε.

-Σε ευχαριστώ και γι’ αυτό.

 

Το ταξίδι με το πλοίο ήταν όπως και το προηγούμενο, συζητήσεις, φαγητό, παρτίδες αγωνία για κάποιους ή σκάκι, αυτό το τελευταίο για τον Μιχάλη. Ωστόσο λίγο σκάκι έπαιξε και για λίγο έγραψε, περνώντας το πιο μεγάλο μέρος της μέρας με την Μαρία, συζητώντας, κάνοντας σχέδια και ανταλλάσσοντας φιλιά. Φάγανε παρέα με τον Ερνέστο, τον Δημήτρη και τη Χριστίνα.

Ο Μιχάλης στεκόταν στην πλώρη, ένα κατάστρωμα κάτω από τη γέφυρα, και αγνάντευε, όπως του άρεσε, τα μακρινά φώτα. Άκουσε βήματα, ήταν ο Ρήγας που έκανε βόλτα.

-Κοντεύουμε, καπετάνιε; έκανε ο καθηγητής.

Ο Ρήγας μού κάνει χιούμορ; αναρωτήθηκε ο Μιχάλης. Πάει χάλασε ο κόσμος.

-Σε καμιά ώρα θα φτάσουμε.

Δεν έπεσε έξω, στις 22:00 το πλοίο έπιασε στην Πάτρα και πατούσαν και πάλι σε Ελληνικό έδαφος.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου