Τα Μονοπάτια Του Έρωτα - 11 Φινάλε

Author: Νυχτερινή Πένα /

Επιβιβάστηκαν στα πούλμαν και ξεκίνησαν για το τελευταίο στάδιο του ταξιδιού της επιστροφής. Ο Μιχάλης κάθισε στη θέση του και έκλεισε τα μάτια του. Η Μαρία, που είχε καθίσει δίπλα του, τον άγγιξε στο χέρι.

-Κουράστηκες;

-Λίγο.

-Θέλεις να σε αφήσω να κοιμηθείς;

-Όχι, θα κοιμηθώ σπίτι.

Ο Μιχάλης πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και η Μαρία χώθηκε στην αγκαλιά του.

-Θα μπορούσα να μείνω με τις ώρες έτσι, είπε ο Μιχάλης.

-Και εγώ, είπε η Μαρία. Είμαι ευτυχισμένη και το χρωστάω σε εσένα.

Ο Μιχάλης έσκυψε και τη φίλησε.

-Δεν χρωστάς τίποτα σε κανέναν, σου αξίζει να είσαι ευτυχισμένη.

 

Στην απέναντι πλευρά η Χριστίνα και ο Δημήτρης ήταν επίσης αγκαλιά, ανάμεσα στα φιλιά και τα χάδια, τα τελευταία καθόλου αθώα αλλά τελείως καλυμμένα από το σκοτάδι, έκαναν τα σχέδιά τους για τις διακοπές του Πάσχα που ήδη είχαν αρχίσει.

Μια θέση πιο πίσω, ο Ερνέστος κοιτούσε έξω με το μυαλό του να είναι στις μέρες που έρχονταν. Μακριά από το σχολείο ήταν ελεύθερος να βλέπει όσο ήθελε τη Δανάη.

 

Σταμάτησαν κοντά στην διώρυγα της Κορίνθου για ένα σύντομο δείπνο. Ο Μιχάλης και η Μαρία ετοιμάζονταν να κατέβουν όταν πέρασε δίπλα τους ο Σταύρος.

-Εγώ και εσύ, είπε στον Μιχάλη με το συνηθισμένο απότομο τρόπο του, πρέπει να τα πούμε.

-Όποτε θες.

-Τώρα, προς τη γέφυρα που είναι ερημιά και έχει ησυχία.

-Προχώρα και έρχομαι, είπε ο Μιχάλης.

Ο Σταύρος έφυγε και η Μαρία στράφηκε στον Μιχάλη με μάτια ορθάνοιχτα από τον φόβο.

-Μην πας, θα σου κάνει κακό!

Η Μαρίνα, από το πίσω κάθισμα, ήταν της ίδιας γνώμης.

-Δεν έχει καλό σκοπό, είναι παγίδα.

-Το ξέρω, είπε ο Μιχάλης, αλλά όπως είπε και ένας αρχαίος η ενέδρα που ανακαλύπτεται πληρώνεται με τόκο. Πηγαίνετε για φαγητό. Μαρία, θα μου παραγγείλεις και εμένα και έρχομαι.

Ενώ όλοι κατευθύνονταν προς το κοντινό Μακ Ντόναλντ’ς, ο Μιχάλης πήρε την αντίθετη κατεύθυνση. Άκουσε από μακριά το τραίνο που περνούσε για Πάτρα, Πύργο και Κυπαρισσία ενώ ανηφόριζε προς τη γέφυρα.

Μόλις βρέθηκε μακριά από τα φώτα και τον θόρυβο, είδε τον Σταύρο να τον περιμένει με τα χέρια στις τσέπες.

-Είσαι μεγάλος μπελάς, το ξέρεις;

-Σου χαλάω τις βρομοδουλειές; Συγγνώμη, τον χλεύασε ο Μιχάλης.

-Αλλά αυτό θα τελειώσει εδώ και τώρα.

Δύο άνδρες πετάχτηκαν πίσω από ένα παρατημένο φορτηγό και άρπαξαν τον Μιχάλη από τα μπράτσα.

-Τι κρίμα θα πουν, περιπλανήθηκε μέσα στη νύχτα, και δεν είδε πού πήγαινε, και έπεσε στο κενό.

Ο Μιχάλης έμεινε για σιωπηλός.

-Δεν θα γίνει.

- Α μπα; Και πως θα γίνει αυτό το θαύμα να γλιτώσεις;

-Πού ξέρεις; Να, μπορεί να κάνω απλά ένα μακροβούτι και να γλιτώσω.

-Είσαι τρελός! Θα πεθάνεις και θέλω να δω το πουτανάκι σου να κλαίει με απελπισία. Σκέψου να την έχεις γκαστρώσει κιόλας!

Χρειάστηκαν όλη τους τη δύναμη για να τον κρατήσουν οι άνδρες καθώς άκουγε τον Σταύρο να μιλάει έτσι για την Μαρία.

-Αφού είναι να πεθάνω, λύσε μου μια απορία. Τι είχε το κρασί που ήπιαν με την Μαρίνα την Τρίτη πριν τη ντίσκο; Η Μαρία κατάλαβε διαφορά όταν ξαναήπιε σαγκρία.

-Ένα μικρό δώρο από μένα, ένα φάρμακο. Κάτι σαν υγρό αντίστοιχο του χαπιού των βιαστών. Είναι πιο ελαφρύ αλλά μαζί με το αλκοόλ κάνει δουλειά. Έδωσα και στην Μαρίνα μην ανησυχείς.

-Είσαι καθίκι, είπε ο Μιχάλης, γι’ αυτό και θα πας φυλακή.

-Αλήθεια; Έχεις αποδείξεις;

-Μόλις το είπες.

-Σε εσένα, και θα πεθάνεις.

-Το είπες και σ’ αυτούς.

Άνδρες βγήκαν από τις σκιές και τους κύκλωσαν.

-Αστυνομία! Είστε υπό κράτηση.

Καθώς περνούσαν χειροπέδες στον Σταύρο, ο Μιχάλης του είπε:

-Είχα μιλήσει με την αστυνομία από την ώρα που πήραμε το πλοίο, μας παρακολουθούσαν από όταν φτάσαμε στην Πάτρα.

-Δεν έχω τίποτα πάνω μου… Δεν μπορείς…

-Δεν πέρασαν ακόμα 48 ώρες από την επίθεση στην Μαρίνα και σε εμένα, είσαι ακόμα εντός του ορίου του αυτόφωρου και ο Ραξής από’ δω θα σε τακτοποιήσει.

Ο επικεφαλής αστυνομικός ένευσε συμφωνώντας και ο Μιχάλης έφυγε. Αυτό τουλάχιστον είχε τελειώσει.

 

Δεν ήταν μόνο ο Μιχάλης που είχε απομακρυνθεί από την πολυκοσμία, το ίδιο είχε κάνει και ο Ερνέστος. Είχε και εκείνος δώσει ένα ραντεβού. Μόνο που το δικό του ραντεβού δεν ήταν ένα μίσους αλλά αγάπης. Στάθηκε σε ένα σημείο και περίμενε την Δανάη.

Η αγαπημένη του δεν άργησε να καταφτάσει. Με τους μαθητές όλους να τρώνε στο φαστ φουντ, οι τρεις καθηγητές ήταν αρκετοί για να τους προσέχουν και εκείνη μπορούσε να ξεγλιστρήσει για να τον δει. Τον πλησίασε χωρίς να την αντιληφθεί και τον ξάφνιασε:

-Ένα εκατομμύριο για τις σκέψεις σου.

Ο Ερνέστος γύρισε και χαμογέλασε.

-Μμ… για να δω. Σκέφτομαι μια όμορφη γυναίκα.

-Όμορφη;

-Την πιο όμορφη, είπε ο Ερνέστος και την αγκάλιασε.

Την ανασήκωσε στην αγκαλιά του και εκείνη τύλιξε τα πόδια της στη μέση του. Ο Ερνέστος τη φίλησε και η Δανάη το ανταπέδωσε με πάθος.

-Σε αγαπάω, της ψιθύρισε ο Ερνέστος.

-Και’ γω, είπε η Δανάη. Γιατί είσαι αυτός που είσαι, για το χαρακτήρα σου και την ψυχή σου και γιατί με κάνεις να νιώθω τόσο ανάλαφρη, σαν κοριτσόπουλο.

Ο Ερνέστος τη φίλησε.

-Τι θα κάνουμε τώρα; τον ρώτησε.

-Θα πάμε στην Αθήνα.

-Και αύριο;

-Τα σχολεία έκλεισαν ήδη για διακοπές. Δεκαπέντε μέρες δεν δίνουμε λόγο σε κανέναν. Μετά είναι ένας μήνας και κάτι και τέλος. Δεν θα είναι εύκολο, το ξέρω, να κάνουμε ότι δεν τρέχει τίποτα όσο θα είμαστε στο σχολείο. Αλλά μπορούμε να το κάνουμε.

Η Δανάη χαμογέλασε και τον φίλησε.

-Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα καλά μόνη μου, είπε.

-Θα διορθωθεί αυτό απόψε, είπε ο Ερνέστος νιώθοντας ξαφνικά πανευτυχής.

Η έμμεση αυτή πρόσκληση να περάσουν την νύχτα μαζί σήμαινε τα πάντα γι’ αυτόν.

-Σκόπευα να πάω το Πάσχα στη Μονεμβασιά, της είπε. Θέλεις να έρθεις μαζί μου;

Η απάντηση ήταν ένα φιλί γεμάτο γλυκύτητα αλλά και πάθος.

 

Ο Μιχάλης επέστρεψε στο φαστ φουντ και βρήκε την Μαρία καθισμένη σε ένα τραπέζι με την Μαρίνα. Ήταν κάτι που δεν θα το περίμενε να το δει ποτέ πριν από το προχθεσινό πρωινό αλλά τα όσα είχαν μεσολαβήσει είχαν κλείσει το χάσμα μεταξύ των δύο γυναικών. Ο Μιχάλης κάθισε μαζί τους και η Μαρία τον αγκάλιασε φανερά ανακουφισμένη.

-Είσαι καλά; τον ρώτησε.

-Ναι, μην ανησυχείς. Ο Σταύρος δεν είναι, δεν θα τον ξαναδείτε για πολύ καιρό.

-Τι έγινε; ρώτησε η Μαρίνα.

-Τον πήρε η αστυνομία.

-Πώς; Γιατί;

-Γνωρίζοντάς σε, είπε ο Μιχάλης στην Μαρία έκρινα ότι την Τρίτη τη νύχτα δεν ενεργούσες κάτω από τη μέθη μόνο. Ξέρω ότι σε ωθούσε αυτό που νιώθεις αλλά δεν θα ήσουν τόσο τολμηρή ακόμα και μεθυσμένη. Η σαγκρία που ήπιατε είχε ένα φάρμακο για να εκμηδενίσει τις αναστολές σου.

-Δεν… ξεκίνησε η Μαρίνα αλλά ο Μιχάλης τη σταμάτησε.

-Δεν το ήξερες, ο Σταύρος έδωσε και σε σένα από αυτό. Όταν η Μαρία σχολίασε τη γεύση του κρασιού την Πέμπτη το βράδυ, σιγουρεύτηκα. Μετά, το πρωί, είδα εσένα.

-Ναι, είπε η Μαρίνα, και ντρέπομαι γι’ αυτό…

-Ένιωθες καλά;

-Όχι, ένιωθα αφύσικα ζεστή και κάπως… δεν ξέρω πώς να το πω. Σαν  να μην ήμουν όπως θα έπρεπε.

-Ήσουν στο τέλος της επίδρασης του φαρμάκου. Αλλά εκεί ο Σταύρος μού έδωσε ακόμα κάτι πιο χειροπιαστό, την επίθεση εναντίον σου. Αυτό αρκεί για το αυτόφωρο και ο Ραξής θα τον κάνει να κελαηδήσει και για τα υπόλοιπα.

-Θα χρειαστεί να καταθέσω; ρώτησε ανήσυχη η Μαρίνα.

-Δεν νομίζω, θα ομολογήσει, οπότε δεν θα χρειαστεί. Ο νόμος προστατεύει τα θύματα τέτοιων περιπτώσεων από τον διασυρμό. Μην το σκέφτεσαι.

-Δεν περίμενα τέτοια δράση από την αστυνομία, είπε η κοπέλα.

-Είχαν τον περιορισμό του χρόνου από το αυτόφωρο, ο Ραξής είναι προσωπικός φίλος και έτσι με άκουσε όταν του τηλεφώνησα. Αυτό που δεν περίμενα ήταν ότι θα έχει και ο Σταύρος φωνάξει από τα καλόπαιδα που γνωρίζει αλλά ο Ραξής είχε πάρει τα μέτρα του.

Ο Μιχάλης χαμογέλασε.

-Τέλος καλό, όλα καλά. Ας απολαύσουμε το δείπνο μας. Στην υγείας σας, κυρίες μου.

 

Μετά το φαγητό επέστρεψαν στα πούλμαν και ξεκίνησαν την τελευταία διαδρομή του ταξιδιού τους. Δεν άργησαν να φτάσουν και βέβαια να ξεσηκώσουν την γειτονιά αποβιβαζόμενοι με φωνές και γέλια, με υποσχέσεις για συναντήσεις την επόμενη μέρα και με καλωσορίσματα από τους δικούς τους που περίμεναν.

Ο Μιχάλης πήρε την Μαρία παράμερα και την κράτησε στην αγκαλιά του. Εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του.

-Θα σε παίρνω τηλέφωνο, του είπε, ως που να γυρίσω και να μπορώ να σε δω.

-Ναι, ματάκια μου, και θα περάσουν οι μέρες. Μη λυπάσαι.

-Μαρία!

Ένας ψηλός καλοστεκούμενος άνδρας πλησίασε. Κοίταξε την Μαρία και μετά τον Μιχάλη εξεταστικά.

-Εσύ είσαι ο Μιχάλης, είπε ο Ιάκωβος Δερμίρης.

-Μάλιστα, είπε ο Μιχάλης κοιτώντας τον στα μάτια.

-Μαρία, η μητέρα σου σε περιμένει στο αυτοκίνητο.

Η Μαρία δίστασε για μια στιγμή και μετά κοίταξε τον Μιχάλη, εκείνος χαμογέλασε και τη φίλησε απαλά στο μέτωπο.

-Είναι όλα εντάξει, της είπε.

Η Μαρία τον άφησε και πήγε να βρει τη μητέρα της. Ο Ιάκωβος Δερμίρης δεν την ακολούθησε.

-Πρέπει να σε ευχαριστήσω, είπε ξαφνιάζοντας τον Μιχάλη.

-Για ποιο πράγμα;

-Η Μαρία είναι άρρωστη, το ξέρεις αυτό. Μια στιγμή που φοβόμασταν ήταν η στιγμή που θα γινόταν γυναίκα, είναι μια έντονη στιγμή και οι γιατροί φοβούνταν ότι θα μπορούσε να την σκοτώσει. Την οδήγησες μέσα σε αυτήν την εμπειρία με τον καλύτερο τρόπο και μας την έφερες πίσω πιο καλά από ποτέ. Δεν την έχω ξαναδεί τόσο λαμπερή και χαρούμενη όσο απόψε.

-Της αξίζει να είναι ευτυχισμένη.

-Γι’ αυτό σε ευχαρίστησα, γιατί νοιάζεσαι για εκείνη. Όπως θα κατάλαβες ήδη, έχει χρήματα να μην της λείψει τίποτα. Το μόνο που δεν μπορούσαμε να της δώσουμε εμείς ή να το αγοράσουν τα χρήματα, της το έδωσες εσύ. Πρέπει να σου πω ότι έκανα μια μικρή έρευνα για το πρόσωπό σου και μπορώ να πω ότι με εντυπωσίασε η σταθερότητα που έχεις στις αρχές σου όσο και στην αφοσίωση που δείχνεις σε εκείνους που θεωρείς δικούς σου.

Για μια φορά στη ζωή του ο ετοιμόλογος Μιχάλης είχε μείνει άφωνος. Δεν περίμενε τέτοια αντιμετώπιση.

-Λοιπόν, είναι αργά, είπε ο Δερμίρης, να σε αφήσω να ξεκουραστείς. Δεν έχω αντίρρηση να βλέπεις την κόρη μου, ξέρω ότι θα την προσέχεις. Είσαι ευπρόσδεκτος να έρθεις και μαζί μας στις διακοπές του Πάσχα.

Ο Δερμίρης χαιρέτησε και έφυγε. Ο Μιχάλης στάθηκε και κοίταζε. Οι μαθητές έφευγαν σιγά – σιγά. Είδε τον Δημήτρη και τη Χριστίνα να φεύγουν αγκαλιασμένοι και τον Βαγγέλη κατσουφιασμένο να αναρωτιέται τι έγινε ο κολλητός του.

Η Μαρίνα και η Άντζι τον πλησίασαν καθώς ετοιμάζονταν να φύγουν μαζί. Η Μαρίνα τον αγκάλιασε και τον έσφιξε πάνω της ψιθυρίζοντας ένα ευχαριστώ. Η Άντζι την μιμήθηκε αλλά του έδωσε και ένα απαλό φιλί στο μάγουλο.

-Γιατί μου στάθηκες αληθινός φίλος, του είπε. Σε ευχαριστώ γι’ αυτό και να ξέρεις ότι θα είμαι εδώ για σένα.

Του ευχήθηκαν καλό Πάσχα και έφυγαν. Λίγοι είχαν μείνει πια από τους εκδρομείς. Ο Ερνέστος ήρθε δίπλα του και περίμενε και εκείνος ως που να μπορεί να φύγει η Δανάη.

Όταν τους πλησίασε εκείνη, ο Ερνέστος είπε:

-Να σε πάμε σπίτι;

-Όχι, θα περπατήσω. Πήγαινε εσύ.

-Όλα καλά;

-Ναι, απολύτως, ποτέ δεν ήταν καλύτερα, είπε ο Μιχάλης.

Ο Ερνέστος έφυγε μαζί με την Δανάη αφήνοντας τον Μιχάλη πια μόνο του. Ξεκίνησε για το σπίτι του.

Χαμογέλασε, η εκδρομή είχε τελειώσει, η ζωή τους μόλις άρχιζε.

 

 

Τέλος

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου